Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2022 | Permalink
"Ο μικρός Γκοντάρ"

 

Όποιος πιάνει στα χέρια του, κάποιο από τα μυθιστορήματα της Μαρίας Γαβαλά (1947, Κορωπί Αττικής), θα πρέπει να έχει μόνιμα στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του, ότι η εξαίρετη συγγραφέας δεν ασχολείται μόνο με την λογοτεχνία αλλά είναι (ή κυρίως ήταν) άνθρωπος του κινηματογράφου, σκηνοθέτις και σεναριογράφος, αλλά και θεωρητικός της (αποκαλούμενης ως) «7ης Τέχνης». Τα βιβλία της, προσφέρουν έναν ιδιαίτερα σαγηνευτικό συνδυασμό λόγου και εικόνας (άλλο λιγότερο, άλλο περισσότερο έντονα), που είναι μοναδικός στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΚΟΝΤΑΡ» - εκδ. Πόλις, σελ. 332, εκτός από το εμφανές, ότι δηλαδή είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης («bildungsroman»), είναι ένα πολύ στοχαστικό βιβλίο, ενώ έχει και πολλά στοιχεία  «αυτομυθοπλασίας» («autofiction»).


Η ηρωίδα και αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι η Λουκία Βακαρή που πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει Κινηματογράφο. Βρισκόμαστε στο 1969 και η νεαρή και λίγο αφελής Ελληνίδα, θα γνωριστεί με τον Γκασπάρ, που δεν ήταν φοιτητής αλλά κινηματογραφούσε με την παλιά του μηχανή, σκηνές από τον δρόμο, το προαύλιο της σχολής κλπ. Ο Γκασπάρ ήταν μεγαλωμένος σε ανάδοχες οικογένειες και η προσωπική του ζωή ήταν το τελείως αντίθετο, της τακτοποιημένης και ήρεμης ζωής της Λουκίας που προέρχονταν από μια αστική οικογένεια της Αθήνας.
 
Οι δύο τόσο διαφορετικοί νέοι θα ερωτευτούν, θα έχουν σεξουαλικές συναντήσεις στην σοφίτα του Γκασπάρ αλλά η σχέση τους απέχει από το να είναι, όπως τουλάχιστον θα την περίμενε η ερωτευμένη Λουκία, καθώς εκείνος είναι ένα «άπιαστο πουλί», που είναι διαρκώς σε κίνηση, τραβώντας πλάνα από διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, τυχαία, ανάκατα. Εντωμεταξύ στην Αθήνα, τα οικογενειακά προβλήματα της Λουκίας είναι πολλά. Ο δίδυμος αδελφός του πατέρα της, ο «θείος Στέφανος», συλλαμβάνεται από την Χουντική κυβέρνηση ως αντιφρονών και φυλακίζεται. Το γεγονός αυτό, κινητοποιεί την μητέρα της Λουκίας, που είχε εγκαταλείψει τον πατέρα της, η οποία επανέρχεται στην οικογενειακή εστία ως δυναμικότερη όλων για να βοηθήσει όσο μπορεί.
 
Η φυλάκιση και η επερχόμενη δίκη του Στέφανου, υποχρεώνει την Λουκία να περνάει αρκετό καιρό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούμε την (ενδιαφέρουσα) οικογενειακή ιστορία (και των δύο οικογενειών). Ο Γκασπάρ από την άλλη ζει μια ζωή στο δρόμο, πηγαίνει στην Αλγερία, κινηματογραφεί μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν την μεγάλη διαδήλωση των Αλγερινών στο Παρίσι το 1961, θεωρεί ότι η Αφρική έχει τεράστιο ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Όσο και να φέρνουν όλα αυτά σε αμηχανία την Λουκία, που δεν συμφωνεί απόλυτα με την μανία του συντρόφου της για την Αφρική, ο ενθουσιασμός του θα την κάνει να δει το σινεμά διαφορετικά, θα ανατρέψει τις ιδέες που είχε ∙ ο κόσμος της πλέον έχει αλλάξει, είτε στο Παρίσι, είτε στην Αθήνα.
 
«Ήταν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή και στη συνέχεια εγκατέλειψαν, σιγά σιγά, μες στον χρόνο, τη Γαλλία για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, μη νιώθοντας ασφαλείς στο Παρίσι. Απ’ ότι κατάλαβα, άλλοι έρχονταν στη Γαλλία επειδή δεν ένιωθαν ασφαλείς στην Αλγερία, κι άλλοι επέστρεφαν στην Αλγερία επειδή δεν ένιωθαν ασφαλείς στη Γαλλία. Ενώ εμείς οι Έλληνες ερχόμασταν στη Γαλλία επειδή δεν ήμασταν ασφαλείς στην Ελλάδα και, για να επιστρέψουμε, περιμέναμε να καθαρίσει ο τόπος μας από τα χουντικά αγκάθια και παράσιτα. Οι εθνοτικές μας ομοιότητες σχετίζονταν με το αίμα της εμφύλιας φαγωμάρας, με τα βασανιστήρια των εξεγερμένων και των αντιφρονούντων, με το ούζο και το ανιζέτ, με τον δάκο των ελαιόδεντρων και με τον δρόμο του εκτοπισμού – ή δεν ξέρω με τι άλλο ακόμα, δεν ήμουν ειδική σε αυτά τα ζητήματα.»
 
Ο αναγνώστης που θα προσεγγίσει το βιβλίο, νομίζοντας (ή ελπίζοντας ίσως) ότι θα βρει στις σελίδες του, να υπάρχουν αναφορές στον Ζαν – Λικ Γκοντάρ ή ίσως να υπάρχει μυθιστορηματική εμπλοκή του σκηνοθέτη, δεν θα βρει τίποτα, παρά μόνο αναφορές άμεσα ή έμμεσα σε αυτόν. Όπως δηλώνει σε συνεντεύξεις της, η συγγραφέας, έμπνευση για την ιστορία της είναι η δεύτερη ταινία του Γάλλου δημιουργού (και μια από τις πιο άγνωστές του) «Ο μικρός στρατιώτης» («Le Petit Soldat»). Στην ταινία του 1960 (που προβλήθηκε το 1963), υπάρχει μίξη ντοκουμέντου με μυθοπλασία, διαρκής κίνηση της κάμερας, πολύ voice-over, η Άννα Καρίνα συγκλονιστική, ερωτήματα που δεν βρίσκουν απαντήσεις, και πάνω απ’ όλα η τεχνική του «κάμερα-στυλό» με τους ηθοποιούς να περπατάνε στους δρόμους της πόλης. Η συγγραφέας εντάσσει στους προβληματισμούς της, τα στοιχεία από το είδος σινεμά που υπηρέτησε ο Γκοντάρ, σε ένα μυθιστόρημα πιο κοντά στο είδος του «cinema verite» απ’ οποιοδήποτε άλλο.
 
Η ηρωίδα της βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους. Η επαρχιακή Αθήνα της εποχής, η οικογένεια με τα προβλήματά της, η Χούντα, οι απαγορεύσεις, ο συντηρητισμός της κοινωνίας και από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός του Παρισιού, η ελευθερία, η μητρόπολις με τις φυλές των ανθρώπων, ο ενθουσιασμός του έρωτα και κυρίως ένα σινεμά που ανακαλύπτει ότι υπάρχει, ένα «σινεμά του δρόμου» και της διαρκούς κίνησης, ένα σινεμά άναρχο και αδέσμευτο, «ακατέργαστο» και αληθινό. Δεν θα περιπλανηθεί όπως ο σύντροφός της εξωτερικά, αλλά εσωτερικά – μέσα της θα γίνει η μεγάλη αλλαγή, η ενηλικίωση, το παιδί που θα γίνει γυναίκα.
 
«Συνέχιζα, λοιπόν, να μένω κοντά στους γονείς μου, έχοντας επιστρέψει στη λογική και τακτική μιας παιδικότητας, που άλλοτε μου άρεσε – ήταν ένα κουκούλι προστασίας, κι ας ερχόταν σε ρήξη με την αγαπημένη ρήση της μάνας μου, το «έξω από το καβούκι μας» - κι άλλοτε, πάλι, με εξόργιζε και μου προκαλούσε ασφυξία, διότι μου φαινόταν πως δεν θα κατάφερνα ποτέ να απογαλακτιστώ και να γίνω αυτόνομη. Με τον δρόμο που είχαν πάρει τα πράγματα, η ελευθερία μου κατέληξε να επιδεικνύεται σε δυο τετράδια, το Clairefontaine, δίδυμα ως προς την εξωτερική όψη, το ένα ριγωμένο και το άλλο αρίγωτο, φερμένα από το Παρίσι, όπου μέσα στο γραμμωτό, εκτός από το να κρατώ ημερολογιακές σημειώσεις, πρόσθετα και κάποια θραύσματα ονείρων που τα θεωρούσα άξια καταγραφής, ενώ στο άλλο σχεδίαζα τα αξιοπερίεργα και μυστήρια των δρόμων, των ερειπίων ή των καταγωγίων, με τη βοήθεια ενός μαλακού Albrect Durer Faber. Κάπου είχα διαβάσει ότι το γράψιμο ή το σχεδίασμα ισοδυναμούν με την κατασκευή ταινιών.»


Οι χαρακτήρες του βιβλίου, άψογοι λογοτεχνικά όλοι τους, υπηρετούν με συνέπεια το πλάνο της συγγραφέως. Ξεχωρίζουν βέβαια οι δύο κεντρικοί ήρωες, η Λουκία και ο Γκασπάρ, που βιώνουν έναν έρωτα «δύσκολο» αλλά δυνατό, γεμάτο αντιξοότητες και προβλήματα. Η Γαβαλά βρίσκει την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στη φύση του κινηματογράφου, στο τι είναι «αλήθεια» στον κινηματογράφο, στην τέχνη, στη ζωή, για το σινεμά που φτιάχνει ο Γκασπάρ και της ανοίγει άλλους ορίζοντες, για την αναπαράσταση των γεγονότων, για την πολιτική και τον άνθρωπο.
 
Ατμοσφαιρικό και γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες το βιβλίο, ουσιαστικά από την πρώτη του σελίδα, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη με τη γοητεία και την λογοτεχνική του στιβαρότητα. Με σκηνές μεγάλης ομορφιάς (ο χορός της Λουκίας με τον θείο Στέφανο στο ερειπωμένο αρχοντικό, το επεισόδιο με τον ασφαλίτη που την έκανε να κατουρηθεί επάνω της, ο στρατιώτης που τρώει το κέικ που προοριζόταν για τον εξορισμένο και πολλές-πολλές άλλες) να κυριαρχούν στο μυθιστόρημα, ο αναγνώστης αφήνεται στον ρυθμό του, και απολαμβάνει ένα έξοχο βιβλίο.
 
«Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΚΟΝΤΑΡ», βιβλίο απολαυστικό και ταυτόχρονα στοχαστικό, θέτει ερωτήματα που ωθούν σε σκέψεις, αναπαριστά με ζωντάνια μια εποχή που φαντάζει τόσο μακρινή αλλά είναι πάντα επίκαιρη, χωρίς διδακτισμό με χαμηλότονο ύφος, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας προσφέρει ανατροπές και κρατάει τον αναγνώστη σε ένα διαρκές ενδιαφέρον. Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος του (συγκλονιστικού) προηγούμενου μυθιστορήματός της («Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ»), αλλά είναι ένα υπέροχο και δυνατό μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home