Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2022 | Permalink
"Διασχίζοντας τη νύχτα"
Δεν
υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες γραμμές, μεταξύ του καλού και του κακού
στα μυθιστορήματα του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα Herve
Le Corre (1955, Bordeaux), ενός πολύ σημαντικού δημιουργού, που τα
βιβλία του, μπορεί να τοποθετούνται στην κατηγορία του νουάρ, αλλά είναι ως
λογοτεχνικά έργα, πολύ πέραν από την κατηγοριοποιήσεις ∙ είναι μυθιστορηματικές καταγραφές της
κοινωνικής πραγματικότητας, σκληρές και χωρίς έλεος, που όμως είναι απόλυτα
ρεαλιστικές.
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά «ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ» («Traverser la nuit»), από τις Εκδόσεις του 21ου (που εκδίδουν όλα τα έργα του), σε μετάφραση (ως συνήθως) του Γ. Καυκιά (σελ.309), ο Λε Κορ πάντα έχοντας στο επίκεντρο την περιοχή του Μπορντώ όπου ζει, περιγράφει μια ιστορία που σοκάρει με τη βία και την κυνικότητά της, μια ιστορία με πολλές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
«Ακίνητοι
και σκυθρωποί κάτω από το γαλαζωπό φως με το οποίο τους πασπαλίζει η βροχή, με
την άχνα από την ανάσα τους να σχηματίζει συννεφάκια που τα σκορπίζει αμέσως ο
χασομέρης άνεμος που βολοδέρνει κατά μήκος των γραμμών του τραμ, στέκονται
εκεί, καμιά δεκαριά νομάτοι, ξεπαγιασμένοι, κουκουλωμένοι, σε κάποια απόσταση
από τον ασάλευτο άντρα που κείτεται κάτω από το παγκάκι. Κάνουν ότι κοιτάνε
αλλού, μακριά, σαν να προσπαθούν να δουν αν έρχεται κανένα τραμ, ή μελετάνε την
οθόνη του κινητού τους που ρίχνει στο πρόσωπό τους μια θαμπή και άχρωμη
ανταύγεια. Είναι Μάρτης και δυο μέρες τώρα το ψιλόβροχο ντύνει τα πάντα με μια
νοσηρή γυαλάδα και λασπερές αποχρώσεις.»
Η Λουίζ είναι μια γυναίκα σημαδεμένη από τη μοίρα. Χάνοντας τους γονείς της όταν ήταν πολύ νέα, βούλιαξε στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, επιδιδόμενη και περιστασιακά στη πορνεία για να εξοικονομήσει χρήματα για τα πάθη της. Ατύχησε και στον δεσμό της με τον Λικά, με τον οποίον έκανε τον Σαμ, μοναδική της χαρά στη ζωή. Κατάφερε να διώξει τον Λικά, ο οποίος την έδερνε συστηματικά. Εκείνος όμως επιμένει, και όποτε την επισκέπτεται για να βλέπει τον μικρό, η κατάσταση πάντα θα ξεφεύγει. Όταν μια νύχτα την δέρνει και παραλίγο να την σκοτώσει, πυροβολώντας και την φίλη και γειτόνισσά της που θα καλέσει την αστυνομία σε βοήθεια, θα γνωριστεί με τον Ζουρντάν, που θα κληθεί στο περιστατικό. Ο Ζουρντάν από την πλευρά του, είναι εξουθενωμένος από τις πολλές δολοφονίες, από την υπέρμετρη βία που αντικρύζει καθημερινά, από την κακή σχέση με την σύζυγό του, από την αδιαφορία της νεαρής κόρης του. Οι δυο τους θα έρθουν πολύ κοντά. Η Λουίζ πιστεύει ότι βρήκε έναν άνθρωπο που την καταλαβαίνει. Ο Ζουρντάν ότι βρήκε επιτέλους λίγη τρυφερότητα και ζεστασιά.
Εκεί έξω όμως, υπάρχει ένας δολοφόνος που σκοτώνει νεαρές γυναίκες χωρίς εμφανή λόγο. Όχι απλώς τις σκοτώνει, κυριολεκτικά τις τεμαχίζει. Οι έρευνες για την ταυτότητά του, είναι άκαρπες, γιατί ο Κριστιάν που είναι ένας κανονικός serial-killer, γίνεται άφαντος. Ζει σε μια αγροτική περιοχή με την διαρκώς μεθυσμένη μητέρα του, που του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ενώ λίγο πιο κάτω από την απομονωμένη αγροικία του, είναι θαμμένα πτώματα γυναικών που έχει σκοτώσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Ζουρντάν ακολουθεί τα βήματα του δολοφόνου, μέσα σε ένα ορυμαγδό πτωμάτων, και η εξέλιξη της ιστορίας, προμηνύει ένα λουτρό αίματος, που μόνο «happy ending» δεν θα έχει.
«Εκείνη κολλούσε πάνω του, το μακιγιαρισμένο στόμα της αναζητούσε το δικό του, τα χέρια της χώνονταν κάτω από τη φανέλα του κι εκείνος προσπαθούσε να την απομακρύνει τραβώντας την απ’ τα μαλλιά μα ήταν ξέπνοος, κι εκείνη πίεζε το πρόσωπό της στο λαιμό του και παραλίγο να την κάνει να πέσει στο κρεβάτι που την εμπόδιζε να πισωπατήσει. Ύστερα κατάφερε να την κάνει πέρα ουρλιάζοντας παλιοβρόμα, σταμάτα, αλλά καθώς ορμούσε ξανά πάνω του με το ίδιο λάγνο χαμόγελο, με τα μάτια κλειστά, γιε μου, άντρα μου, τη χαστούκισε, τής έχωσε μια μπουνιά στην κοιλιά μα εκείνη δεν υποχωρούσε παρά τα χτυπήματα, δεν το’ βαζε κάτω κι άπλωνε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει, όχι μαμά, ικέτευε εκείνος, όχι, μην το κάνεις αυτό, και συνέχιζε να τη χαστουκίζει, τής έριχνε μπουνιές στη μούρη, ελπίζοντας ν’ ακούσει τα κόκαλά του προσώπου της να σπάζουν, μα το χαμόγελό της, το χαμόγελο μεθυσμένης γυναίκας, δεν έσβηνε ποτέ, ένα μαχαίρι, χρειαζόταν ένα μαχαίρι για να της ξεριζώσει αυτή τη μάσκα της αποχαύνωσης και δεν είχε παρά τα γυμνά του χέρια, ούρλιαζε, την έβριζε, την κρατούσε μακριά του, με τα μπράτσα τεντωμένα, το ένα του χέρι σφιγμένο γύρω από το λαιμό της, κι όταν ξαφνικά εκείνη έπεσε στα γόνατα, βογκώντας και κλαίγοντας και ζητώντας συγγνώμη, εκείνος ένιωσε ένα σφίξιμο λύπησης στο λαιμό που του έφερε λόξιγκα και βρέθηκε να κλαίει ξαπλωμένος στο υγρό απ’ τον ιδρώτα κρεβάτι.»
Το Μπορντώ είναι γκρίζο και μελαγχολικό, βουτηγμένο στη βροχή που πέφτει συνεχώς, οι ψυχές των ανθρώπων είναι σκοτεινές, η βία κυριαρχεί παντού, το αίμα ρέει και η κατάσταση είναι εφιαλτική. Ο Λε Κορ, δεν περιγράφει μια πρωτότυπη ιστορία, αλλά την αφηγείται με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Ο λυρισμός και το ελεγειακό ύφος, εναλλάσσονται με τον κυνισμό και την απόγνωση, ενώ η απελπισία των κεντρικών χαρακτήρων στην καθημερινότητά τους, κυριαρχεί και διαπερνάει την ιστορία απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το ατμοσφαιρικό και ευφυέστατο «Διασχίζοντας τη νύχτα», δεν είναι ένα βιβλίο με το οποίο ξεμπερδεύεις εύκολα. Σε στοιχειώνει και σ’ακολουθεί σαν εφιάλτης – δεν υπάρχει φως από πουθενά. Όλα τα είδη θρίλερ ή νουάρ υπάρχουν στο μυθιστόρημα του Λε Κορ, που ανατέμνει με ακρίβεια μια κοινωνία σάπια μέχρι το κόκκαλο, ενώ οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ολοζώντανοι και το έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο της ιστορίας που δεν ολισθαίνει σε ευκολίες και κλισέ, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Είναι ένα νουάρ με υπέροχη ατμόσφαιρα και εξαιρετικό ρυθμό, που αποδεικνύει για άλλη μια φορά, την αξία του δημιουργού του.
Βαθμολογία 82 / 100
Δημοσίευση σχολίου