Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022 |
Permalink
Η "Λυκοχαβιά" στον "Κήπο των Ψυχών"
Δύο
συγγραφείς διαφορετικής γενιάς και ύφους, δύο συγγραφείς της περιφέρειας που τα
βιβλία τους είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Ο έμπειρος και πάντα εξαιρετικός
Δραμινός συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης,
με την βραβευμένη νουβέλα του «Ο ΚΗΠΟΣ
ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ», έγραψε μια υπέροχη νουβέλα που μπορεί να διαβαστεί απ’ όλες τις
ηλικίες, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας
Μπαρμπάτσης με την «ΛΥΚΟΧΑΒΙΑ»
του, έγραψε διηγήματα που έρχονται από τα βάθη της αφηγηματικής μας παράδοσης, και
μας συστήθηκε με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Ας τα δούμε αναλυτικότερα:
Ένα
παιδί μεγαλώνει στη Δράμα, στα ταραγμένα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου.
Στη νουβέλα ενηλικίωσης και αυτογνωσίας του εξαιρετικού συγγραφέα Βασίλη Τσιαμπούση (Δράμα, 1953), με
τίτλο «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ» (εκδ. Εστία,
σελ. 134), περνάει η ιστορία της Δράμας από τον μεσοπόλεμο έως το τέλος του
20ου αιώνα, με λιτό και περιεκτικό τρόπο.
Η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση στη νουβέλα του Τσιαμπούση,
δίνει ένα τόνο εξομολόγησης και μαρτυρίας στο κείμενο. Ο νεαρός αφηγητής (και
ήρωας του βιβλίου), μένει ορφανός από μικρός στα δέκα του χρόνια, λίγο πριν
ξεσπάσει ο Β παγκόσμιος πόλεμος, ενώ δεν θα αργήσει να χάσει και τον φωτογράφο
πατέρα του, ο οποίος προσπάθησε να φύγει από τον τόπο, λίγο μετά την Βουλγαρική
κατοχή. Η Δράμα όπως και η υπόλοιπη Ανατολική Μακεδονία, είχαν καταληφθεί από
τον Βουλγαρικό στρατό, που χρησιμοποίησε ιδιαίτερα βίαιες μεθόδους για να
καταπνίξει κάθε εστία αντίστασης, με πιο χαρακτηριστική, την εκτέλεση 2500
περίπου ατόμων στη Δράμα, μετά από μια εξέγερση των κατοίκων της πόλης.
Ο
νεαρός είναι 14 ετών όταν εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Είναι
πλέον τελείως μόνος στον κόσμο και μένει μόνος του στην οικογενειακή κατοικία.
Οι κάποτε κολλητοί του φίλοι, ο Κώστας από αριστερή οικογένεια και ο Σάλμο, ένα
εβραιόπουλο εξαφανίζονται σιγά-σιγά από τη ζωή του, ο μεν πρώτος
απομονώνεται καθώς ο πατέρας του έχει πάει στα βουνά με τους αντάρτες και ο
δεύτερος φεύγει με τη μητέρα του παράνομα για τον Βόλο, μήπως γλυτώσει τον
διωγμό των Βουλγάρων μετά την εκτέλεση του πατέρα του στα αντίποινα. Η
μονοκατοικία του ήρωα του βιβλίου, επιτάσσεται από τις Αρχές Κατοχής, για να
διαμείνει σε αυτήν, ένας νεαρός αξιωματικός, ο υπολοχαγός Άντον Κ. με την
σύζυγό του Βάλια. Ο μικρός υποχρεώνεται να μείνει στο υπόγειο του σπιτιού και ο
υπολοχαγός (που μιλάει άπταιστα ελληνικά), τον διαβεβαιώνει ότι θα του
προσφέρει φαγητό και την στέγη, αν βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού (που
πρακτικά σημαίνει να τις κάνει όλες).
Ο
Άντον Κ. φέρεται συμπονετικά στον νεαρό, του κάνει μαθήματα Βουλγαρικών, του
μαθαίνει σκάκι και η σχέση τους, μπορεί να μην είναι φιλική αλλά τουλάχιστον
είναι ανθρώπινη, σε αντίθεση με την βλοσυρή Βάλια που δείχνει περιφρονητική και
πολύ αυστηρή, ενώ κυνηγάει τον ήρωα όποτε τον βλέπει να κάθεται. Ο νεαρός από
το υπόγειο που διαμένει, ακούει τις ερωτικές κραυγές της Βάλιας τις νύχτες, ενώ
έχοντας ανακαλύψει σε μια κρυψώνα γυμνές φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο
πατέρας του και είχε κρύψει, έχει τις πρώτες του σεξουαλικές ανησυχίες. Στη
Δράμα όμως, ο κόσμος υποφέρει από την σκληρότητα των Αρχών Κατοχής, εκτελέσεις
αδιακρίτως και παντού ότι κινείτο τις νύχτες. Η καχυποψία απέναντι σε όλους κι
όλα, αγγίζει και τον νεαρό ήρωα του βιβλίου, που διαπιστώνει την αλλαγή
συμπεριφοράς των πιο κοντινών του ανθρώπων απέναντί του. Η συνέχεια του βιβλίου
θα είναι δραματική.
«Την ακολούθησα και, αφού σταθήκαμε σε κάνα
δυο παρτέρια και πήραμε βαθιές αναπνοές, άρχισε να τραγουδά ένα βουλγάρικο
τραγούδι. Ήταν συγκινημένη και πρώτη φορά σκέφτηκα ότι πολλοί από τους
κατακτητές μας ήταν κι αυτοί πάσχοντες άνθρωποι, όπως ο υπόλοιπος κόσμος:
Κάποιοι, ζώντας σ’ ένα περιβάλλον ζοφερό κι αρρωστημένο, δεν μπορούσαν να
χαρούν τον έρωτα και τη νιότη τους άλλοι θα υπέφεραν από νοσταλγία για τον τόπο τους και
τους δικούς τους ανθρώπους – έχοντας ονειρευτεί αλλιώς τη μετοικεσία τους και
βιώνοντάς την διαφορετικά μερικοί θα ένιωθαν τύψεις για τα εγκλήματα που
γίνονταν, αλλά και φόβο που οι γύρω συσσώρευαν το μίσος τους και θα τους
εκδικούνταν στην πρώτη ευκαιρία – κι αν αυτό δεν αποτελούσε μια πρόγευση της κόλασης,
πώς αλλιώς μπορούσε να χαρακτηριστεί;
Ακόμα όμως κι
εκείνοι που σκότωναν και ρήμαζαν, πιστεύοντας ότι αυτό επέβαλλε το πατριωτικό
τους καθήκον, το εθνικό τους συμφέρον… ακόμα κι εκείνοι ήταν άνθρωποι σαν εμάς.
Και ίσως, αν βρισκόμασταν στη θέση τους, να κάναμε κι εμείς τα ίδια. Με την
ίδια απανθρωπιά, την ίδια αναισχυντία…»
Ο
Τσιαμπούσης με απλό και άμεσο τρόπο,
περιγράφει τα γεγονότα χωρίς συναισθηματισμούς και υπερβολές. Μέσα από το
κείμενο παρακολουθούμε σκηνές από την Δραμινή ιστορία με συνοπτικό τρόπο. Την
άφιξη των προσφύγων στη Δράμα και πως άλλαξαν την πόλη, την πρόσληψή τους από
τους κατοίκους, την εβραϊκή κοινότητα, τις μέρες της Κατοχής, τον
αλληλοσπαραγμό του Εμφυλίου, τις ημέρες της απελευθέρωσης και το πώς από τη μια
μέρα στην άλλη, οι Βούλγαροι κατακτητές μετατράπηκαν σε συμμάχους. Στο κέντρο
όμως της ιστορίας, είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών του
βιβλίου. Οι τρεις φίλοι που ο πόλεμος τους χωρίζει και παίρνουν διαφορετικούς
δρόμους. Όταν ξαναβρεθούν πολλά χρόνια αργότερα, θα είναι διαφορετικοί
άνθρωποι, ουσιαστικά ξένοι μεταξύ τους, με τις ζωές τους να έχουν περάσει από
σαράντα κύματα.
«Ο Κήπος των
Ψυχών»,
είναι μια θαυμάσια νουβέλα, για την ενηλικίωση, την συμφιλίωση, την αμφισημία
των ανθρώπων, για τη σχετικότητα του Καλού και του Κακού, για την επιβίωση και
τους μικρούς ηρωισμούς της καθημερινότητας, γραμμένη με απλότητα και αμεσότητα.
Ο Τσιαμπούσης που πρωτοδιαβάσαμε
πριν από 30 χρόνια και με δυο-τρία εκπληκτικά βιβλία στην βιβλιογραφία του («Η βέσπα», η σπουδαία «Γλυκιά Μπονόρα», η
«Γαλάζια Αγελάδα»), συγγραφέας χαμηλότονος και ουσιαστικός, με αυτό το
βιβλίο ωριμότητας, εστιάζει στο ειδικό (τον νεαρό ήρωα και την επαφή του με
τους ανθρώπους) για να σχολιάσει με υπαινικτικό τρόπο, το γενικό. Και το
επιτυγχάνει με ιδανικό τρόπο.
«Κι απ’ τον κανόνα
δεν εξαιρούνταν ούτε η μάνα μου, που ενώ καλούσε κάθε απόγευμα τις γυναίκες της
γειτονιάς και τις κερνούσε καφέ και κουλουράκια, απ’ την άλλη τις περιφρονούσε
και τις κακολογούσε, μόνο γιατί ήταν προσφυγίνες. Τότε κατάλαβα – με την
καθαρότητα της σκέψης που μου εξασφάλιζε ο χρόνος που είχε περάσει – ότι τα
φερσίματά της και οι μαζώξεις και τα κεράσματά της έκρυβαν κάτι το πολύ
τραγικό, το πολύ πονεμένο. Και φανέρωναν την εσωτερική της ανάγκη οι γυναίκες
της γειτονιάς – ας τις θεωρούσε κατώτερες – να τη θαυμάζουν και να την αγαπούν.
Μια απαίτηση που προφανώς είχε γιγαντωθεί απ’ τη στιγμή που εκδηλώθηκε η
αρρώστια της και το τέλος ήταν προδιαγεγραμμένο.»
Μια
από τις αναγνωστικές εκπλήξεις, τη χρονιά που φεύγει, αποτέλεσε το λογοτεχνικό
ντεμπούτο του Αγρινιώτη Κώστα Μπαρμπάτση
(που διαμένει εδώ και χρόνια στην Θεσσαλονίκη), στη συλλογή διηγημάτων, με τον
παράξενο τίτλο «ΛΥΚΟΧΑΒΙΑ» (εκδ. Κέδρος,
σελ. 183), ένα βιβλίο με τεράστια δυναμική, που εντυπωσιάζει όποιον έρχεται
σε επαφή μαζί του για την ατμόσφαιρα των ιστοριών του αλλά και την ποιότητά τους.
«Λυκοχαβιά» σημαίνει (για όποιον δεν
γνωρίζει τη λέξη – ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ), ένα φυλαχτό που (υποτίθεται ότι)
δίνει δύναμη σε όποιον το φέρει επάνω του. Φτιάχνεται από νεκρό λύκο, τον
οποίον αφού κρεμάσουν ανάποδα, κόβουν το δέρμα γύρω από τη μουσούδα του. Το
αφήνουν μετά στην εκκλησία (κάτω από την Αγία Τράπεζα) για σαράντα μέρες να
ευλογηθεί και μετά το έχουν μαζί τους. Ο φέρων την «λυκοχαβιά» τρόμαζε όποιον την κοίταζε και χρησιμοποιείτο κυρίως σε
δίκες ή σε προσωπικές διαφορές.
Η
συλλογή του Μπαρμπάτση περιέχει 6
πολυσέλιδα διηγήματα, τα οποία εκτυλίσσονται (μάλλον) στην ευρύτερη ορεινή
περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, καλύπτοντας μια περίοδο από τον Β παγκόσμιο
πόλεμο έως το τέλος της δεκαετίας του ’60. Τα διηγήματα μιλάνε για τη
μετανάστευση και την ξενιτειά, τη σφαγή των ζώων, τη σκληρότητα των ανθρώπων,
την εκμετάλλευση, την προδοσία, τον εξευτελισμό. Ιστορίες σαν προσωπικές
αφηγήσεις, σαν να βρίσκεσαι γύρω από ένα τζάκι και να ακούς τους μεγαλύτερούς
σου να περιγράφουν καταστάσεις που έζησαν ή που άκουσαν στα μέρη τους.
Τα
διηγήματα είναι γεμάτα έντονες εικόνες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του
αναγνώστη. Το κεφάλι του εραστή-αντάρτη που αφήνεται στα πόδια της εγκύου
συντρόφου του, ο αποκεφαλισμός ενός λύκου κι ενός κατσικιού, ο «λωλός» Λώλος
που τον στήσανε οι Γερμανοί στρατιώτες για ζωντανό σκιάχτρο, οι στρατιώτες που
γυρίζουν σχεδόν πεθαμένοι από τα βουνά της Αλβανίας το ’40 και πως τελειώνει
σοκαριστικά η κοινή τους ιστορία, οι δωσίλογοι στη διάρκεια της Κατοχής και η
δύναμή τους στα χωριά της περιοχής.
«Τέλος πάντων. Με
το που φάγανε, ήπιανε κι έφτιαξαν κεφάλι, βάλανε μπρος τα όργανα. Κι εκεί που’
χε ανάψει το γλέντι, σηκώνεται πατούρα ο Γάκιας και παραπατώντας σιμώνει του
κλαριντζή. Του κολλάει ένα λεπτό στη μπάλα και του δίνει παραγγελιά. Στην αρχή
φτιάχτηκε ο μαέστρος, αλλά σα κατάλαβε ποιο του ζήταγε, αμέσως χλόμιασε. Το
λέει μαγκωμένος στο λαούτο, αυτό με τη σειρά του στον τραγουδιστή κι αφού
συνεννοήθηκαν, «Ας το πιάσουμε κι ό, τι θέλει ας γίνει», είπανε.
Και σαν ακούγεται
«Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς», τα στραβοκοιτάγματα έδιναν κι έπαιρναν στα
τραπέζια. Στο μεταξύ ο Γάκιας να’ χει πιάσει τσάμικο βαρύ και να
κρεμαντζαλιέται απ’ το μαντίλι του μπάρμπα, που με το ζόρι τον βάσταγε να μην
πέσει. Και στο «Γρίβα μ’, σε θέλει για καλό» και τα λοιπά, δυο τρεις
οικογένειες σηκώθηκαν και φύγανε για το σπίτι.
Ευτυχώς να λες που
παρενέβη ο παπάς και δεν έγινε τίποτε χειρότερο. Με το που τελείωσε το
τραγούδι, έπιασε απ’ το μπράτσο το Γάκια και τον πήγε εκεί που ‘ταν κρεμασμένη η λύκαινα. Και δίνοντάς του
το μαχαίρι, του ‘κανε νόημα να της πάρει τη λυκοχαβιά. Της έπιασε το μουσούδι
αυτός κι έμπηξε βαθιά τη λάμα κάτω απ’ το ρουθούνι. Κι όπως έστριψε τη λαβή,
έσκισε όλο το κρέας γύρω απ’ το στόμα και φάνηκαν ως τα γούλια τα λυκόδοντα.
Και σα το ‘βγαλε και το σήκωσε ψηλά, χάλασε ο κόσμος απ’ τα παλαμάκι και τις
φωνές. Μεγαλύτερη χαρά για το πετσί είχανε παρά για το σκότωμα του λύκου. Τόσο
πολύ.»
Η
βία και η απάνθρωπη σκληρότητα κυριαρχούν στις ιστορίες της συλλογής του Μπαρμπάτση. Με το ομώνυμο διήγημα των
40 σελίδων, την «Λυκοχαβιά» να
δεσπόζει στο κέντρο του βιβλίου. Ένα διήγημα συγκλονιστικό για τη φιλία ενός παιδιού
με έναν λύκο, που η κινηματογραφική του δομή, με τις έντονες εικόνες της άγριας
φύσης, και η «αθωότητα» του μουγκού από τις κακουχίες παιδιού απέναντι στη
μπαμπεσιά του θείου του και την σκληρότητα του ταγματασφαλίτη που έρχεται να
αγοράσει τον λύκο, δημιουργούν ένταση και αγωνία στην ιστορία.
Στις
ιστορίες του βιβλίου, στέκεσαι πρώτα στη γλώσσα. Ντοπιολαλιά απόλυτα ενταγμένη
στην αφήγηση, χωρίς να ξενίζει ή να δυσκολεύει τον αναγνώστη. Οι επιρροές από Δημήτρη Χατζή και Σωτήρη Δημητρίου, Ζυράννα
Ζατέλη, αλλά και από την προφορικότητα των ιστοριών του Γ.Μακριδάκη. Μπορεί η βία (κυρίως
απέναντι στα ζώα) να αποτελεί αυτό που προσέχει κάποιος στην αρχή – μια βία που
εντυπωσιάζει τους νεότερους, που δεν είχαν συνηθίσει, πώς φέρονταν οι άνθρωποι
στα ζώα, που ήταν «εξαρτήματα» της δουλειάς τους -, αλλά μέσα από την τραχύτητα
των συμπεριφορών, την σκληρότητα των συνθηκών, αναδεικνύεται από τον συγγραφέα,
ένας ιδιόμορφος λυρισμός, μια ποιητικότητα στον λόγο, που σαγηνεύει.
Πέρα
όμως από τη βία των ιστοριών και τις δυσκολίες της καθημερινότητας που
περιγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, υπάρχουν οι πρωταγωνιστές του, που
είναι άνθρωποι εύθραυστοι, που καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε έναν κόσμο
επιβίωσης και δύσκολων συνθηκών, όπου πρέπει να φαίνεσαι (ή να είσαι) σκληρός για
να τα καταφέρεις. Οι ήρωές του, είναι άνθρωποι που σημαδεύονται από τη μοίρα,
που τρελαίνονται, που επιλέγουν τη φυγή, άνθρωποι που θεωρούνται από τους άλλους
«σαλοί», άνθρωποι που βιώνουν την απώλεια, τον θάνατο και τη μοναξιά τους συντροφιά
με τα ζώα.
Η
«Λυκοχαβιά» που όχι άδικα
συγκρίνεται με το έξοχο «Γκιακ» του Παπαμάρκου, είναι μια θαυμάσια συλλογή
διηγημάτων, εξαιρετικό πρώτο δείγμα γραφής από έναν συγγραφέα (μάλλον 35άρη –
δεν αναφέρεται κάπου η ηλικία του), που δείχνει να έχει αφομοιώσει με τον
καλύτερο τρόπο, τους προγενέστερούς του συγγραφείς. Ρεαλισμός σε συνδυασμό με
λυρικότητα συνυπάρχουν δημιουργικά στο βιβλίο του Μπαρμπάτση. Η γοητεία των ιστοριών του είναι ακαταμάχητη – μακάρι στα
επόμενα βήματά του να εξελίξει το ταλέντο του στην αφήγηση, ακόμα περισσότερο.
Βαθμολογία και για τα δύο βιβλία 83 / 100
Δημοσίευση σχολίου