Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2023
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2023 | Permalink
O Joseph Roth και η αφηγηματική μαγεία
Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη Λέσχη Ανάγνωσης που συντονίζω, ετέθη το θέμα της μεγάλης δημοφιλίας του Joseph Roth. Τα μέλη της Λέσχης εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για τον συγγραφέα, αλλά μια αναγνώστρια αναρωτήθηκε (φωναχτά) μήπως ο συγγραφέας αρέσει τόσο πολύ γιατί είναι «εύπεπτος». Χαρακτήρισε μάλιστα τα βιβλία του ως «café literature», δίνοντας την έννοια ότι μπορούν να διαβαστούν σε ένα καφέ ή σε ένα ΜΜΜ (κι όχι την ερμηνεία ότι οι ιστορίες του γράφτηκαν σε καφέ – που κάποιες γράφτηκαν). Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτή η συζήτηση με προβλημάτισε, καθώς έχω αναρωτηθεί κι εγώ, τι είναι αυτό που «τραβάει» τόσο πολύ τους αναγνώστες, για να αγοράζουν κάθε μικρό βιβλιαράκι που εκδίδεται (και είναι πολλά) ετησίως, με δυο ή τρεις νουβέλες του συγγραφέα. Αφιέρωσα λοιπόν μερικές ώρες από τον αναγνωστικό μου χρόνο για να διαβάσω τις τελευταίες κυκλοφορίες των ιστοριών του Joseph Roth, δηλαδή βιβλία που βγήκαν από το δεύτερο μισό του ’21 έως το τέλος του ’22 και σημειώνουν όλα τεράστια εμπορική επιτυχία, μήπως κατανοήσω καλύτερα, την προτίμηση του (κάθε επιπέδου αναγνωστικού) κοινού, προς τον συγγραφέα.


Έχοντας αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα και τρέφοντας ιδιαίτερη προτίμηση στα μεγάλα του μυθιστορήματα (κυρίως το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» και το «Hotel Savoy»), δεν με απασχολούσαν πολύ οι νουβέλες του και ίσως το εκδοτικό overdose, να με μπέρδευε λίγο, αλλά με τον Roth, συμβαίνει ό,τι με όλους τους μεγάλους αφηγητές (που κάποιοι τους αποκαλούν «παραμυθάδες»), απλά όταν αρχίζεις να τους διαβάζεις, δεν μπορείς να σταματήσεις. Εκεί θεωρώ ότι οφείλεται και η αγάπη των αναγνωστών για τον συγγραφέα. Είναι βέβαιοι ότι θα διαβάσουν κάτι πραγματικά καλό, χωρίς να νιώθουν ότι «τους κοροϊδεύουν», χωρίς να βαριούνται με πολλές αναλύσεις. Οι νουβέλες του έχουν σε πρώτο επίπεδο (διότι σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, μπορείς να βρεις πολλά θέματα – ψυχολογικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά – διερεύνηση), μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, είναι απλά (και όχι απλοϊκά) γραμμένες, οι μεταφράσεις τους στα ελληνικά είναι έξοχες (είμαστε πολύ τυχεροί σε αυτό) και θίγει θέματα που είναι πάντα επίκαιρα (εντάξει, η νοσταλγία για τους Αψβούργους όχι τόσο, αλλά είναι πάντα γοητευτική) και πανανθρώπινα. Κάποιες δε, από τις νουβέλες του είναι πραγματικά «διαμάντια», που θα πρέπει κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του να τις διαβάσει.
 
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το «φαινόμενο» Joseph Roth, παραθέτω (ή υπενθυμίζω) ορισμένα βιογραφικά στοιχεία. Ο Roth γεννήθηκε στην Ανατολική Γαλικία, στην πόλη Μπρόντυ το 1894 και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Η πόλη του βρισκόταν στο ανατολικότερο άκρο της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του που εξαφανίστηκε πριν την γέννησή του συγγραφέα και μεγάλωσε με την μητέρα του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Φιλοσοφία, ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κι εκείνος κατατάχθηκε το 1916 (όχι στην πρώτη γραμμή, αλλά μάλλον ως λογοκριτής ή στρατιωτικός ανταποκριτής). Η εμπειρία της ήττας, και η διάλυση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας τον σημάδεψε δια βίου, καθώς απώλεσε την αίσθηση του «ανήκειν» και το σημείο αναφοράς που ήταν η «πατρική γη», που πέρασε στην Πολωνία (τώρα η περιοχή ανήκει στην Ουκρανία). Ασπάστηκε την Κομμουνιστική ιδεολογία και ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία (έγινε γνωστός από την υπογραφή του στα άρθρα του ως «Κόκκινος Ροτ») στη Βιέννη αρχικά και αργότερα (μετά το 1920) στο Βερολίνο, όπου η επιτυχία ήρθε σχετικά γρήγορα και ήταν από τους υψηλότερα αμειβόμενους δημοσιογράφους της εποχής. Απογοητεύτηκε από την ΕΣΣΔ μετά την επίσκεψή του, το 1926, παραμένοντας συμπαθών προς το αριστερό κίνημα, ενώ από το 1923 και το μυθιστόρημά του «Ο ιστός της αράχνης» προειδοποίησε για τον κίνδυνο του Ναζισμού.
 

Ο γάμος του με την Friederike Reichler από το 1922, διαλύθηκε ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας, αφού εκείνη διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο εξουθενώνοντάς τον συναισθηματικά και οικονομικά. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 είναι αναγνωρισμένος (και καλοπληρωμένος) συγγραφέας, αλλά με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, διέφυγε στο Παρίσι, ενώ έζησε και σε άλλες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Τον ακολούθησε η νέα του σχέση, η Andrea Manga Bell που ήταν παντρεμένη με έναν Αφρικανό πρίγκιπα, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει γυρίζοντας στο Καμερούν. Εκείνη με τα δυο της παιδιά ακολούθησε τον Ροτ στην εξορία αλλά τα συνεχιζόμενα και διογκούμενα οικονομικά του προβλήματα, όπως και η παθολογική του ζήλεια, οδήγησαν στην διάλυση της σχέσης. Ο χρόνιος αλκοολισμός του, η ανασφάλεια για το επαγγελματικό του μέλλον και η έλλειψη εργασίας τον οδήγησε σε τρομερή ανέχεια – κυριολεκτικά δεν είχε να φάει. Πέθανε από πνευμονία, το 1939 στο Παρίσι, προτού προλάβει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη (στα χαρτιά του βρέθηκε η πρόσκληση της Αμερικανικής Εταιρείας Συγγραφέων).
 
Ο Ροτ ήταν κατά τον μέγιστο Χάρολντ Μπλουμ «το πολιτιστικό μνημείο των Εβραίων της Γαλικίας : ειρωνικός, συμπονετικός, απόλυτα συντονισμένος με την καταστροφική εποχή στην οποία έζησε». Η ταυτότητα τον απασχολεί στο λογοτεχνικό του έργο, που σε συνδυασμό με τη νοσταλγία για την «χαμένη πατρίδα» (την αυτοκρατορία των Αψβούργων) δημιουργούν ένα ακαταμάχητο και ιδιαίτερα σαγηνευτικό κοκτέιλ. Ο Ροτ γεννήθηκε σε ημέρες ακμής της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και είδε την παρακμή που προήλθε από την ματαιοδοξία του αγαπημένου του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και την καταστροφή με τον Α παγκόσμιο πόλεμο, ενώ βίωσε την απόλυτη εξαφάνιση της Αυστρίας (και την μετατροπή της σε Γερμανική επαρχία), από τον Χίτλερ με το «Άνσλους».
Η αναζήτηση του πατέρα και της πατρικής γης που εξαφανίστηκε, θα επιδράσει καταλυτικά στον εύθραυστο ψυχισμό του Ροτ. Ο κομμουνισμός των νεανικών χρόνων που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εμμονή του στους Αψβούργους, θα δώσει τη θέση του σε πολιτικό συντηρητισμό και σε μια απόλυτη εμμονή με την χαμένη Αυτοκρατορία που είχε μετά το 1933 περάσει σε μια εξιδανίκευση και μια ονειρική κατασκευή στο μυαλό του.
 
Πως όμως εκφράζονται όλα αυτά στη γραφή του; Ο Ροτ εκτός από τα μεγάλα του μυθιστορήματα που παρακολουθούν την παρακμή της Αυτοκρατορίας, στις νουβέλες του θα βγάλει όλο τον συναισθηματισμό και την ειρωνεία του, την συμπόνια για τους ανθρώπους – ήρωές του, την αίσθηση του «ανήκειν», την απώλεια της ταυτότητας, την διάχυτη μελαγχολία για τη χαμένη πατρίδα, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε και την έγνοιά του για τον φτωχό και κατατρεγμένο άνθρωπο, τον απόλυτα αυτοκαταστροφικό (που εκφράζεται απόλυτα στο αριστουργηματικό «Σταθμάρχη Φαλμεράυερ»), τον αδικημένο και εξόριστο.
 
Ο «εβραϊσμός» του Ροτ, διακρίνεται στο λογοτεχνικό του ύφος, όπου οι περιγραφές των ανθρώπων, της αφόρητης καθημερινότητάς τους, του βάσανου της ύπαρξης, υπό το πρίσμα της ψυχολογικής παρατήρησης, είναι από τα μείζονα χαρακτηριστικά των Γερμανοεβραίων (δηλαδή αυτών που έγραψαν στα Γερμανικά) συγγραφέων του μεσοπολέμου. Η αίσθηση της χαμένης πατρίδας και της επερχόμενης καταστροφής, αλλά και η πίστη στη ζωή, η ενδελεχής χρησιμοποίηση της παραβολής και η ανάγκη της ενεργούς μνήμης, διαπερνούν το λογοτεχνικό έργο του Ροτ, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έβλεπε με συμπάθεια τον Καθολικισμό.


Οι νουβέλες του Joseph Roth, που αποτέλεσαν την αφορμή για αυτό το κείμενο και για τις οποίες γράφω λίγα λόγια παρακάτω, είναι: «Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ ΦΑΛΜΕΡΑΫΕΡ» («Stationchef Fallmerayer») – (εκδόσεις Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελιδου, σελ.67), «Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ – Η ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ» («Triumph de Schonheit» , «Die Buste des Kaisers») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελίδου και Α. Αγγελίδης, σελ. 119), «Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» («Der blinde Spiegel») – (εκδ. Κριτική, μετάφρ. Γ. Δεπάστας, σελ. 121) και «ΠΕΡΛΕΦΤΕΡ, η ιστορία ενός αστού» («Die geschichte eines Burgers») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελίδου και Α. Αγγελίδης, σελ. 151). Όλες γράφτηκαν μεταξύ 1929 και 1935 και παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφικού ύφους του μεγάλου συγγραφέα για τα οποία γράφω παραπάνω.
 
Η παράξενη και αριστουργηματική, ιστορία του «Σταθμάρχη Φαλμεράυερ» κυριολεκτικά συγκλονίζει. Ένας άνθρωπος ενεργώντας τελείως συναισθηματικά και παρορμητικά, διαλύει τη ζωή του για έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ο Φαλμεράυερ είναι Σταθμάρχης σε έναν απομακρυσμένο και δευτερεύοντα σταθμό της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, στη γραμμή Αυστρίας-Ιταλίας, παντρεμένος με μια καλή γυναίκα, έχει δυο δίδυμες κόρες και ζει μια μονότονη ζωή. Δεν έχει ταξιδέψει ποτέ μακρύτερα από το τέλος της σιδηροδρομικής γραμμής που περνάει μπροστά από τον σταθμό του. Στις αρχές του 1914, ένα ατύχημα που γίνεται κοντά στον σταθμό του, όταν ένα εμπορικό τρένο συγκρούεται με ένα φορτηγό τρένο, γίνεται η αφορμή για να γνωρίσει την κόμησσα Βαλέβσκα, μια Ρωσίδα από το Κίεβο, η οποία δεν έχει ιδιαίτερες αμυχές αλλά έχει υποστεί σοκ. Θα την φιλοξενήσει σπίτι του, όπου της διαθέτει το μεγάλο δωμάτιο και η οικογένειά του, την φροντίζει έως ότου εκείνη, νιώσει καλύτερα. Η κόμησσα θα φύγει μετά από λίγο καιρό, αλλά ο Φαλμεράυερ, μυρίζει ακόμα το άρωμά της μέσα στο σπίτι για καιρό.
 

«Κατηφόρισαν την αλέα με τις σημύδες, και παρά την υγρή σκοτεινιά οι λεπτοί αραιοί κορμοί έφεγγαν ασημένιοι, σαν να ΄χαν φωτάκια αναμμένα μέσα τους. Κι ο Φαλλμεράυερ ένιωσε την ασημένια λάμψη των πιο τρυφερών δέντρων του κόσμου να ξυπνάει μέσα του τόση τρυφεράδα που άθελά του έσφιξε πιο πολύ το χέρι του στους ώμους της γυναίκας ž και αισθάνθηκε κάτω από το σκληρό βρεγμένο ύφασμα του παλτού την υποχωρητική καλοσύνη του κορμιού της ž  τη μια στιγμή το ‘νιωθε να γέρνει προς το μέρος του, ναι, σχεδόν να κολλάει πάνω του, και την άλλη ν’ απομακρύνεται, ανοίγοντας ξανά αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους. Το χέρι του άφησε τους ώμους της, ανέβηκε στα βρεγμένα της μαλλιά, χάιδεψε το βρεγμένο αυτί της, άγγιξε το βρεγμένο της πρόσωπο. Και την επόμενη στιγμή στάθηκαν και οι δυο ταυτόχρονα, γύρισαν ο ένας στον άλλον, αγκαλιάστηκαν, το παλτό έπεσε από τους ώμους της, βουβό, βαρύ, στη γη – κι εκεί, στη βροχή μέσα, στη νύχτα μέσα, πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, άρχισαν να φιλιούνται.» («Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ»)
 
Η εικόνα της, τού γίνεται εμμονή και όταν θα ξεσπάσει ο Α παγκόσμιος πόλεμος, θα καταταχθεί, θα γίνει αξιωματικός και θα επιδιώξει να μεταφερθεί κοντά στο Κίεβο όπου βρίσκεται ο πύργος της Βαλέβσκα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα μάθει Ρωσικά και θα περιμένει τη στιγμή που θα ξαναβρεθεί μπροστά στη γυναίκα που στοιχειώνει τα όνειρά του. Αυτή η στιγμή δεν θα αργήσει, καθώς ο πόλεμος επεκτείνεται και η κόμησσα, θα χρειαστεί ξανά τη βοήθειά. Και ο Φαλμεράυερ, θα είναι εκεί, έτοιμος να αλλάξει τη ζωή του για πάντα.
Μια ωδή στο πάθος και τον έρωτα, στο συναίσθημα και στη μαζοχιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής, περιγράφει έναν απόλυτα λογοτεχνικό χαρακτήρα, που είναι αδύνατο να αντισταθείς στη γοητεία του. (Βαθμολογια: 87 / 100)
 
Στο τομίδιο που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο τυφλός καθρέφτης» υπάρχουν δύο ιστορίες του Joseph Roth, η ομώνυμη και «Ο Απρίλης» (που κυκλοφορεί και ως αυτόνομη έκδοση, από τις εκδόσεις Κοβάλτιο). Στον «Τυφλό Καθρέφτη», ο Ροτ αφηγείται την ιστορία μιας ταπεινής και αφελούς κοπέλας, της Φίνι, που οι ανάγκες της ζωής την οδηγούν στη βιοπάλη από πολύ μικρή, και άμαθη όπως είναι σε έναν αδιέξοδο έρωτα που θα συντελέσει στην καταστροφή της. Η απελπισία διατρέχει όλη την ιστορία, μέσα από ολοζώντανες εικόνες, μιζέριας και αβάσταχτης καθημερινότητας, στην κατεστραμμένη Γερμανία του τέλους του Α παγκοσμίου πολέμου, σε ένα μελοδραματικό περίγραμμα που ο Ροτ ξέρει πολύ καλά πώς να απεικονίσει.
 
«… Η Φίνι ένιωθε πως καμία βοήθεια δεν ερχόταν, κι είχε μια αίσθηση πως έπρεπε, αδαής, όπως ήταν, να δώσει εξετάσεις μες στην επόμενη ώρα. Υπερήφανοι και τολμηροί ήταν οι άνθρωποι, σίγουρα έρχονταν απ’ τα μεγάλα, δροσερά, καλά φυλαγμένα σπίτια κι απ’ τα πλούσια δωμάτια, όπου καθρέφτες σε κάθε τοίχο επιβλέπουν διαρκώς τη στάση των κυρίων τους και την τελειοποιούν. Όποια όμως, όπως εμείς, έρχεται  απ’ τα στενά σπίτια και μεγαλώνει στα δωμάτια με τους τυφλούς καθρέφτες, μένει ντροπαλή κι ασήμαντη σ’ όλη της τη ζωή.» («Ο τυφλός καθρέφτης»)


Η δεύτερη ιστορία του βιβλίου «Ο Απρίλης» κινείται σε λιγότερο «βαρύ» ύφος, όπου ο ταξιδιώτης που φθάνει σε μια μικρή πόλη, θα έχει μια ερωτική σχέση με την καμαριέρα του ξενοδοχείου όπου διαμένει, αλλά την προσοχή του θα τραβήξει μια άλλη γυναίκα, που διακρίνει καθημερινά να στέκεται σε ένα παράθυρο. Τα γενικά αδιέξοδα της χώρας, αλληλεπιδρούν με τα προσωπικά αδιέξοδα των ηρώων του Ροτ, που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ειμαρμένη (και ίσως βαθιά μέσα τους δεν θέλουν). (Βαθμολογία: 83 / 100)
 
«Πολλούς ανθρώπους έβλεπα μες στη νύχτα. Άραγε, σ’ αυτή την πόλη πήγαιναν τόσο αργά για ύπνο, ή ήταν ο Απρίλης και η προσδοκία, διάχυτη στην ατμόσφαιρα, πως όλα τα ζωντανά πρέπει να μείνουν ξύπνια; Όλοι όσοι με πλησίαζαν είχαν κάποια σημασία. Κουβαλούσαν πεπρωμένα, ήταν οι ίδιοι πεπρωμένα ž ευτυχισμένοι ή δυστυχείς, καθόλου αδιάφοροι και τυχαίοι ž ή τουλάχιστον ήταν μεθυσμένοι. Στις μικρές πόλεις δεν βγαίνουν τη νύχτα τυχαίοι άνθρωποι στον δρόμο. Μόνο εραστές, ή κορίτσια του δρόμου, ή νυχτοφύλακες, ή τρελοί, ή ποιητές. Οι τυχαίοι και οι αδιάφοροι είναι σίγουρα στο σπίτι.» («Απρίλης, η ιστορία μιας αγάπης» από τον τόμο «Τυφλός Καθρέφτης»)
 
Ο μικρός τόμος που περιέχει δύο ιστορίες γραμμένες στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, το «Ο θρίαμβος της ομορφιάς» και το «Η προτομή του αυτοκράτορα», είναι εκπληκτικός, καθώς οι δύο αυτές νουβέλες (σαν μεγάλα διηγήματα) είναι εξαίσιες! Στον «Θρίαμβο της ομορφιάς», το ύφος του Ροτ κινείται μεταξύ κυνισμού, ειρωνείας, και λεπτού χιούμορ, όταν εξιστορεί την περίπτωση της νεαρής συζύγου που θα σταλεί σε μια λουτρόπολη για να ξεπεράσει την υστερία και την ψυχρότητά της απέναντι στον σύζυγό της. Στο χαλαρό όμως περιβάλλον της φημισμένης λουτρόπολης, η σύζυγος θα ξεπεράσει τον εαυτό της σε σεξουαλικές επιδόσεις, με διάφορους νεαρούς συντρόφους. Στοχασμός πάνω στη πίστη αλλά και στη γυναικεία δύναμη, στη σχετικότητα της ευτυχίας και την απατηλή όψη των ερωτικών υποσχέσεων.
 
«… Φιλόδοξος είναι ο πληβείος. Ο παρακατιανός. Ο πραγματικός αριστοκράτης είναι ανώνυμος. Το αριστοκρατικό αίμα έχει μια δύναμη μεγαλύτερη από το φως της δόξας, τη λάμψη της επιτυχίας, το θρίαμβο της νίκης. Η φιλοδοξία είναι, όπως είπα, ιδιότητα του πληβείου. Αυτός βιάζεται. Αυτός ανυπομονεί να κατακτήσει την τιμή, τη δύναμη, την υπόληψη, τη δόξα. Ο αριστοκράτης, όμως, έχει όλο τον καιρό δικό του, μπορεί να περιμένει, ναι, μπορεί ακόμα και να παραμερίσει για να περάσουν άλλοι πριν απ’ αυτόν.»
(«Ο θρίαμβος της ομορφιάς»)


Στο σπουδαίο «Η προτομή του αυτοκράτορα», που διαδραματίζεται αμέσως μετά το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου, βρίσκουμε όλη την «λατρεία» του συγγραφέα για την παλιά Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, καθώς περιγράφει την ιστορία ενός Κόμη, που βλέπει το χωριό του, που τίποτα ποτέ δεν συνέβαινε μέσα στους αιώνες, να ανήκει πλέον στην Πολωνία, καθώς βρίσκεται στην Ανατολική Γαλικία. Ο παρακμάζον πλέον Κόμης, όμως που λατρεύει τον παλιό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, έχει μια προτομή του. Γυρίζοντας από τον πόλεμο και βιώνοντας μια διαφορετική καθημερινότητα, θα στήσει την προτομή του αυτοκράτορα έξω από το σπίτι, κάτι που οι νέες Αρχές του τόπου θα του το απαγορέψουν. Νουβέλα στοχαστική και νοσταλγική για ένα χαμένο παρελθόν που εκφράζει και την αβεβαιότητα για το μέλλον, όπου κανείς δεν θα μπορεί να ανήκει ή να νιώθει ασφαλής κάπου, εκφράζεται μέσα από το υπαινικτικό λογοτεχνικό ύφος του Ροτ. (Βαθμολογία: 85 / 100)
 
Στο «Περλέφτερ» ημιτελές μυθιστόρημα (;), που βρέθηκε σε ένα από τα δυο κιβώτια με χειρόγραφα, που ο Ροτ άφησε σε ένα φίλο του στη Γερμανία, προτού αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1933, βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του συγγραφέα, τη νοσταλγία για αυτό που χάθηκε, την αβεβαιότητα για το μέλλον και το χάσμα μεταξύ παρελθόντος και αφόρητου παρόντος. Ο ήρωας του Ροτ, ο Περλέφτερ, είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του μικροαστού της εποχής, που χωρίς σκέψη και εσωτερικό διχασμό, είναι έτοιμος να συμβιβαστεί με ότι του προσφερθεί για να έχει μια καλύτερη ζωή. Κομφορμιστής στο έπακρο, συντηρητικός από την κορυφή έως τα νύχια, εγωιστής και καλοπερασάκιας, είναι ο τύπος που θα στηρίξει τον Χίτλερ και την κάθε μορφή εξουσίας, που θεωρεί ότι θα του προσφέρει «ασφάλεια» και «επιχειρηματικό πνεύμα». Σε μια ιστορία που θα μπορούσε να εξαιρετική αν ολοκληρωνόταν, ο Ροτ στήνει ένα σύμπαν με πορτρέτα εκφραστών μιας εποχής και μιας νοοτροπίας, με το γνωστό του, αφηγηματικό ύφος που δεν σ’αφήνει να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από το κείμενο. (Βαθμολογία: 82 / 100)


«… Όπως έχω ήδη πει, ο Αλεξάντερ Περλέφτερ δεν αγαπούσε καθόλου τις παρορμητικές κινήσεις και τις οριστικές, αμετάκλητες αποφάσεις. Δεν έμπαινε ευχαρίστως σε μέρη απ’ όπου δεν θα μπορούσε να βγει εύκολα, από ευθείς και άνετους δρόμους. Του άρεσε να χασομεράει στις γέφυρες που ενώνουν το Εδώ με το Εκεί, επιτρέποντας σε όποιον τις διάβαινε να κρατάει ανοιχτές και τις δύο επιλογές, να μην αποφασίζει ούτε για το Εδώ ούτε για το Εκεί. Ο Αλεξάντερ Περλέφτερ μονίμως σε γέφυρες προχωρούσε. Όλα όσα είχε πετύχει τα χρωστούσε στην προσεκτική κι επιφυλακτική φύση του. Ήταν ο καρπός της πείρας του. Και παρέμεινε σταθερά επιφυλακτικός και προσεκτικός.» («Περλέφτερ»)
 
Οι χαρακτήρες των ιστοριών του Ροτ, είναι άνθρωποι αποπροσανατολισμένοι, με ματαιωμένες ελπίδες, με την ανάγκη να ανήκουν κάπου. Είναι συνήθως άνδρες – στον «Τυφλό καθρέφτη» έχουμε μια εξαίρεση – σε χάος και εσωτερική ταραχή. Ο συγγραφέας επίμονος και προσεκτικός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, τονίζει εμμέσως ότι οι ήρωες του δεν είναι ξεκομμένοι από το ιστορικό γίγνεσθαι, είναι κομμάτια του, κι ότι η εγγενείς αδυναμίες τους δεν είναι ποτέ απλές και εύκολα εξηγήσιμες.
 
Νοσταλγία για αυτό που χάθηκε και αναζήτηση ταυτότητας σε έναν εχθρικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, είναι τα απολύτως διακριτά στοιχεία στο έργο του μεγάλου συγγραφέα. Είναι βέβαια, εκπληκτικές οι ιστορίες του Ροτ, η δύναμη της αφήγησής τους είναι συγκλονιστική, και το παρατηρεί κανείς, ακόμα και στις ελάσσονες από αυτές – στον «Περλέφτερ» π.χ. - , όπου η απλότητα και η ζωντάνια των περιγραφών σε κρατάνε, παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι διαβάζεις κάτι ανολοκλήρωτο. Και όπως γράφει ο Δ. Καψάλης στο φυλλάδιο που διανέμεται από την Άγρα «Η φούγκα της νοσταλγίας» : «Κανένας αναγνώστης, τουλάχιστον απ’ όσους αγαπούν το μυθιστόρημα, δεν θα αναρωτηθεί σε τι τον αφορά ένα έργο όπως αυτό του Ροτ που θέμα του είναι το νόημα του ανθρώπινου πόνου, η προσδοκία του θαύματος και η λαχτάρα της ύστατης λησμοσύνης.»



 
 
 
 



2 Comments:


At 21/2/23 20:42, Blogger Agni Aretaki

Ο Ροτ είναι ο πολυαγαπημένος μου συγγραφέας. Όχι γιατί είναι εύπεπτος όπως σκέφτηκε η κυρία στην λέσχη σας αλλά γιατί όπως γράφετε άμα αρχισεις να τον διαβάζεις δεν μπορείς να το σταματήσεις. Το εμβατήριο του Ραντέσκυ είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Οι εικόνες του είναι τόσο ζωντανές , τόσο δυνατές που ενώ το διάβασα αρκετά χρόνια πριν ακόμα με πιάνει η ανάσα μου όταν σκέφτομαι τον πατέρα που πήγε στον αυτοκράτορα για τον γιο του... Πολύ ωραία ανάλυση, ευχαριστούμε

 

At 27/2/23 14:07, Blogger Librofilo

Ευχαριστώ, για τα καλά σας λόγια!

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home