Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023 | Permalink
"Μιλάνε, για καιρούς, δοξασμένους και πάλι..."(Walter Kempowski "Όλα για το τίποτα")
Μπορούν
οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος με τις εκατοντάδες λεπτομέρειες και τα οράματα
που τους κατακλύζουν, να μεταφερθούν σε ένα λογοτεχνικό έργο; Στο συγκλονιστικό
μυθιστόρημα «ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ» («Alles Umsonst»), του Γερμανού συγγραφέα Walter Kempowski (Ροστόκ 1929 –
Ρότενμπουργκ 2007), που εκδόθηκε στα ελληνικά λίγο πριν το τέλος της προηγούμενης
χρονιάς (εκδόσεις Δώμα, μετάφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, σελ. 417), η
αναπαράσταση της Κόλασης είναι καθηλωτική, ενώ η έμφαση στις λεπτομέρειες μιας
διαδρομής προς τον θάνατο συγκλονίζει.
Το
μυθιστόρημα που ξεκινάει ως θεατρικό σκηνικό στο πρώτο του μέρος, για να
συνεχιστεί στο δεύτερο του μισό, ως ευφυέστατη πρόσμειξη ντοκιμαντέρ με
μυθοπλασία (σε ένα ιδιόμορφο ταμπλό-βιβάν), περιγράφει τις τελευταίες
ημέρες/μήνες του Β παγκόσμιου πολέμου στα Ανατολικά σύνορα του Γ’ Ράιχ, μέσα
από την ιστορία μιας οικογένειας που αρνείται να συνειδητοποιήσει την
επερχόμενη καταστροφή.
«Ένα
αμείλικτο παγερό χιονόβροχο έπεφτε στις βελανιδιές. Κι ύστερα ήρθε το μεγάλο
καραβάνι! Στην αρχή μονάχα λίγα κάρα, μεμονωμένα, αθόρυβα, και μετά πολλά μαζί,
το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Διακρίνονταν από μακριά πάνω στη γέφυρα, μια ατελείωτη
πομπή, με μουσαμάδες που ανέμιζαν ∙ διέσχιζαν το Μίτκαου, έβγαιναν από την Πύλη
Ζεντάγκενερ και περνούσαν μπροστά από το Γκεόργκενχοφ. Αμαξοπομπές από μεγάλα
κτήματα, πεισματικά αδιάσπαστες, καθεμιά με έναν έφιππο επικεφαλής. Είχαν
γράψει στα κάρα το όνομα του χωριού τους, για να μη χαθούν μεταξύ τους. Υπήρχαν
και μερικά μηχανοκίνητα οχήματα, άλλα καλοβαλμένα, άλλα σε άθλια κατάσταση.
Καρότσες φορτωμένες μέχρι απάνω – και κάπου-κάπου κανένα αυτοκίνητο μ’ ένα
μπιτόνι βενζίνη να ξεπροβάλλει από το πορτ-μπαγκάζ.
Προχωρούσαν αθόρυβα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο των τροχών και το «Χο!Χάι!» των αμαξάδων, που ως επί το πλείστον ήταν γυναίκες. Τα άλογα να γλιστρούν στο χιόνι, το χνότο να βγαίνει αχνιστό απ’ τα ρουθούνια τους, και πίσω από τα κάρα ν’ ακολουθούν δυο-τρία άλογα για ρεζέρβα. Πάνω στις καρότσες υπήρχαν μικρές καλύβες, στέρεες ή προχειροφτιαγμένες, σκεπασμένες με χαρτόνια ή χαλιά. Τα δεμάτια με το σανό για τ’ άλογα κρέμονταν με σπάγκο από τα κάρα. Δίπλα περπατούσαν νεαρά κορίτσια, που κρατούσαν μικρά παιδιά από το χέρι. Και κάτω απ’ τις καρότσες έτρεχαν σκυλιά. Ανάμεσα στα κάρα προχωρούσαν και μερικοί πεζοί, με σακίδια και παιδικά έλκηθρα. Είχαν το κεφάλι τους σκυφτό, το γιακά τους σηκωμένο. Ποδήλατα, παιδικά καρότσια, χειράμαξες.
Είχε ξαναδεί ποτέ κανείς τέτοιο πράγμα;»
Στην
Ανατολική Πρωσία των αρχών του ’45, το Ναζιστικό μέτωπο καταρρέει. Είναι
χειμώνας και λίγο έξω από το Μίτκαου, πίσω από τον τοίχο (μάλλον μάντρα) του
κτήματος βρίσκεται η έπαυλις των φον Γκλόμπιχ ∙ ξεπεσμένοι αριστοκράτες που κατείχαν
τεράστιες εκτάσεις, που μετά την πώλησή τους χτίστηκε ολόκληρος συνοικισμός
κοντά τους. Ο κόσμος – οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που μένουν εκεί,
προετοιμάζουν την φυγή τους από την περιοχή. Βλέπουν όλο το 24ωρο να περνάνε
μπροστά τους, από τον κεντρικό δρόμο που διασχίζει τα μέρη τους, τα καραβάνια
των προσφύγων, με τον Σοβιετικό στρατό να προελαύνει, να απέχει πλέον λιγότερο
από 100 χιλιόμετρα, και τα αεροπλάνα του να βομβαρδίζουν και να πολυβολούν
χωρίς δισταγμό.
Μέσα
στον πύργο των Φον Γκλόμπιχ, όμως ο κόσμος μοιάζει ακίνητος, σταματημένος. Η
Καταρίνα Φον Γκλόμπιχ, η πανέμορφη σύζυγος του Έμπερχαρντ, δείχνει μια
εκνευριστική αδιαφορία για τα πάντα, κλεισμένη τις περισσότερες ώρες στο
μπουντουάρ της, διαβάζοντας και κοιτάζοντας από το παράθυρο τα κάρα να περνάνε.
Ο σύζυγός της υπηρετεί στη Βέρμαχτ και αυτή τη περίοδο βρίσκεται στη Βόρεια
Ιταλία, απ’ όπου προσπαθεί να τους στείλει τρόφιμα και βέβαια τον μισθό του,
που αποτελεί και την πηγή εισοδήματος του παρηκμασμένου κτήματος. Μαζί της,
ζουν ο γιος τους, ο δωδεκαετής Πέτερ που έχει γλυτώσει για την ώρα, τα συνεχή στρατιωτικά
γυμνάσια – υπήρχε και μια μικρότερη κόρη, η Έλφι, που πέθανε πριν από αρκετά
χρόνια από οστρακιά και το δωμάτιό της, είχε διατηρηθεί άθικτο -, και μια
μακρινή συγγενής, η αποκαλούμενη ως «Θείτσα», μια σιτεμένη δεσποινίς που
ουσιαστικά διαχειριζόταν την καθημερινότητα του πύργου με την βοήθεια δύο
κοριτσιών από την Ουκρανία και ενός Πολωνού εργάτη. Την οικογένεια επισκέπτεται
σχεδόν καθημερινά, ο γηραιός καθηγητής Βάγκνερ που έχει αναλάβει την διδασκαλία
του «φιλάσθενου» Πέτερ με το αζημίωτο (σε τρόφιμα) φυσικά.
Η
φυγή υπάρχει ως διέξοδος στο μυαλό των ενοίκων της έπαυλης, αλλά η
αναποφασιστικότητα κυριαρχεί, όπως και ο δισταγμός για το που θα πάνε, καθώς οι
μέχρι πρότινος επωφελούμενοι από τα «καλούδια» του κτήματος συγγενείς του
Βερολίνου και αλλού, έχουν πλέον είτε εξαφανιστεί, είτε τους διαμηνύουν να
μείνουν εκεί που είναι.
Την «ησυχία» της έπαυλης, εκτός από τα κάρα που περνάνε από τον δρόμο, την διαταράσσουν και οι συχνές επισκέψεις διαφόρων ανθρώπων που χτυπάνε τη πόρτα τους, ζητώντας καταφύγιο για μια νύχτα. Είναι πρόσφυγες ή περιπλανώμενοι ή άνθρωποι που δεν ακολουθούν τα καραβάνια αλλά μετακινούνται με άλλους σκοπούς. Ένας οικονομολόγος, μια ναζί βιολίστρια, ένας ζωγράφος, μια οικογένεια προσφύγων.
Η ζωή στον πύργο βρίσκεται, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ναζί κομματάρχη της περιοχής, του Ντρυγκάλσκι, που αντιπαθούσε σφόδρα τους Φον Γκλόμπιχ και ανυπομονούσε να γεμίσει την κάποτε πολυτελή έπαυλη, με πρόσφυγες και να βρει πάτημα για να τους βγάλει από το «συννεφάκι» τους. Το «πάτημα» που περιμένει ο Ντρυγκάλσκι θα έρθει από μια επιπολαιότητα της Καταρίνα, η οποία θα δεχτεί την πρόταση του πάστορα της περιοχής, να φιλοξενήσει στον πύργο, έναν Εβραίο φυγά που προσπαθεί να διαφύγει προς τα Σοβιετικά στρατεύματα. Η Καταρίνα χωρίς να το πολυσκεφτεί, θα δεχτεί να βάλει στο σπίτι της τον φυγά, χωρίς να το αποκαλύψει σε κανέναν. Ο φυγάς θα κοιμηθεί στο προσωπικό της διαμέρισμα και το πρωί θα φύγει, αλλά μερικές ώρες αργότερα θα συλληφθεί και θα ομολογήσει την διαδρομή του. Η Καταρίνα συλλαμβάνεται και ο Ντρυγκάλσκι επιτέλους πατάει πόδι μέσα στον (απρόσιτο για εκείνον) πύργο, η δε Θείτσα πείθεται εκ των συνθηκών, να εγκαταλείψει μαζί με τον Πέτερ το κτήμα, προσπαθώντας να φτάσει στη θάλασσα της Βαλτικής.
Ο
Κεμπόφσκι, οικοδομεί το μυθιστόρημά του, χρησιμοποιώντας στο πρώτο μισό του
βιβλίου, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η αινιγματική Καταρίνα, στοιχεία σάτιρας
σε ένα θεατρικό σκηνικό, όπου η εφιαλτική αίσθηση αναμονής δημιουργεί ένα μίγμα
εκρηκτικό χωρίς να συμβαίνει κάτι δραματικό. Πρόσωπα εισέρχονται στην αφήγηση,
το ένα μετά το άλλο, οι διάλογοι σε πλείστες των περιπτώσεων δεν αφορούν κάτι
ιδιαίτερο, αλλά οι εξωτερικές συνθήκες – τα καραβάνια που περνάνε, οι
βομβαρδισμοί, οι περιγραφές των επισκεπτών, προσθέτουν άγχος στην ατμόσφαιρα
και μια αίσθηση ασφυξίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι η φυγή της οικογένειας,
ως κεντρικός χαρακτήρας αναδεικνύεται ο δωδεκαετής Πέτερ, όπου μέσα από το
βλέμμα του, διαδραματίζονται σκηνές θανάτου και φρίκης, με την αφήγηση να
γίνεται τελείως προφορική με τα συνεχή «Χάιλ Χίτλερ» στους διαλόγους να
μεταφέρουν την αίσθηση του παραλογισμού και της εφιαλτικής ατμόσφαιρας που
επικρατούσε καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να διαφύγουν χωρίς
ουσιαστικά μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
Προχωρούσαν αθόρυβα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο των τροχών και το «Χο!Χάι!» των αμαξάδων, που ως επί το πλείστον ήταν γυναίκες. Τα άλογα να γλιστρούν στο χιόνι, το χνότο να βγαίνει αχνιστό απ’ τα ρουθούνια τους, και πίσω από τα κάρα ν’ ακολουθούν δυο-τρία άλογα για ρεζέρβα. Πάνω στις καρότσες υπήρχαν μικρές καλύβες, στέρεες ή προχειροφτιαγμένες, σκεπασμένες με χαρτόνια ή χαλιά. Τα δεμάτια με το σανό για τ’ άλογα κρέμονταν με σπάγκο από τα κάρα. Δίπλα περπατούσαν νεαρά κορίτσια, που κρατούσαν μικρά παιδιά από το χέρι. Και κάτω απ’ τις καρότσες έτρεχαν σκυλιά. Ανάμεσα στα κάρα προχωρούσαν και μερικοί πεζοί, με σακίδια και παιδικά έλκηθρα. Είχαν το κεφάλι τους σκυφτό, το γιακά τους σηκωμένο. Ποδήλατα, παιδικά καρότσια, χειράμαξες.
Είχε ξαναδεί ποτέ κανείς τέτοιο πράγμα;»
Την «ησυχία» της έπαυλης, εκτός από τα κάρα που περνάνε από τον δρόμο, την διαταράσσουν και οι συχνές επισκέψεις διαφόρων ανθρώπων που χτυπάνε τη πόρτα τους, ζητώντας καταφύγιο για μια νύχτα. Είναι πρόσφυγες ή περιπλανώμενοι ή άνθρωποι που δεν ακολουθούν τα καραβάνια αλλά μετακινούνται με άλλους σκοπούς. Ένας οικονομολόγος, μια ναζί βιολίστρια, ένας ζωγράφος, μια οικογένεια προσφύγων.
Η ζωή στον πύργο βρίσκεται, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ναζί κομματάρχη της περιοχής, του Ντρυγκάλσκι, που αντιπαθούσε σφόδρα τους Φον Γκλόμπιχ και ανυπομονούσε να γεμίσει την κάποτε πολυτελή έπαυλη, με πρόσφυγες και να βρει πάτημα για να τους βγάλει από το «συννεφάκι» τους. Το «πάτημα» που περιμένει ο Ντρυγκάλσκι θα έρθει από μια επιπολαιότητα της Καταρίνα, η οποία θα δεχτεί την πρόταση του πάστορα της περιοχής, να φιλοξενήσει στον πύργο, έναν Εβραίο φυγά που προσπαθεί να διαφύγει προς τα Σοβιετικά στρατεύματα. Η Καταρίνα χωρίς να το πολυσκεφτεί, θα δεχτεί να βάλει στο σπίτι της τον φυγά, χωρίς να το αποκαλύψει σε κανέναν. Ο φυγάς θα κοιμηθεί στο προσωπικό της διαμέρισμα και το πρωί θα φύγει, αλλά μερικές ώρες αργότερα θα συλληφθεί και θα ομολογήσει την διαδρομή του. Η Καταρίνα συλλαμβάνεται και ο Ντρυγκάλσκι επιτέλους πατάει πόδι μέσα στον (απρόσιτο για εκείνον) πύργο, η δε Θείτσα πείθεται εκ των συνθηκών, να εγκαταλείψει μαζί με τον Πέτερ το κτήμα, προσπαθώντας να φτάσει στη θάλασσα της Βαλτικής.
Ένα μοναχικό αεροπλάνο ακούστηκε να βρυχάται πάνω από τα σπίτια: πλησίασε και ύστερα ξεμάκρυνε πάλι. Φωτεινά σινιάλα που θύμιζαν Βόρειο Σέλας ψηλαφούσαν τον μαύρο, έναστρο ουρανό. Ένας προβολέας έσκισε το σκοτάδι, ενώ κάπου στο βάθος ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο εκτόξευσε μια ριπή από τροχιοδεικτικά πυρά. Ακούστηκαν τέσσερις εκρήξεις, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, και τα βαριά αντιαεροπορικά κανόνια του Μίτκαου άρχισαν να ρίχνουν. Μετά, ησυχία, και το μοναχικό αεροπλάνο απομακρύνθηκε, ο ήχος του έσβησε σιγά-σιγά. Οι βόμβες είχαν πέσει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μίτκαου, τώρα καιγόταν, πάλι θα κόβονταν τα δρομολόγια.»
Το «ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ» - βιβλίο εκπληκτικά δομημένο, με αφηγηματικό ρυθμό που σε παρασύρει, είναι ένα πολύτιμο και ιδιαίτερα σημαντικό μυθιστόρημα, που ουσιαστικά είναι πολλά παραπάνω από ένα απλό λογοτεχνικό έργο.
Δημοσίευση σχολίου