Τρίτη, Αυγούστου 30, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 30, 2011 | Permalink
Τα αδιέξοδα της μνήμης
Για τον υπέροχο W.G.Sebald (1944-2001), το συνεχές παιχνίδι (σε όλα τα βιβλία του) με την μνήμη τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση των περιορισμών της. Αναμνήσεις, εμπειρίες, ταξίδια, φωτογραφίες, παιδική ηλικία, οικογενειακή ιστορία, όλα μπερδεύονται και ανακατεύονται με τις λογοτεχνικές και διανοητικές αναζητήσεις του πάντα περιπλανώμενου αφηγητή – σωσία του συγγραφέα. Στο άκρως γοητευτικό «ΑΙΣΘΗΜΑ ΙΛΙΓΓΟΥ» (Schwindel gefuhle), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Ι.Μεϊτάνη, σελ.213), ο (κατά πολλούς αγγλοσάξονες κριτικούς) «πιο παράξενος μεγάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα», καθηλώνει τον αναγνώστη με την υπέροχη χρήση της γλώσσας και την εξαιρετική τεχνική της αφήγησης.

Ο μελαγχολικός αφηγητής του Ζέμπαλντ περιπλανιέται στους δρόμους της Βενετίας, του Μιλάνου, της Βερόνας, της Βιέννης, του Ίνσμπρουκ, σε χωριουδάκια και μεθοριακούς σταθμούς, σε μικρά ξενοδοχεία άλλοτε ειδυλιακά και άλλοτε όχι, προλαβαίνει ή χάνει τρένα για να καταλήξει στην τελευταία (και πιο συγκινητική) ιστορία στη μικρή πόλη του Β. (της οποίας το πρώτο αρχικό παραπέμπει στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα το Βέρταχ (Wertach), ένα χωριό στο Τυρόλο.

Οι 3 από τις 4 ιστορίες του βιβλίου αφορούν τις περιπλανήσεις του συγγραφέα στις πόλεις που αναφέρονται παραπάνω. Μόνο η πρώτη με τίτλο «Μπελ ή Το παράξενο γεγονός του έρωτα» διαφέρει, αφού αναφέρεται με ιστορική ακρίβεια στις ημερολογιακές καταγραφές του Στεντάλ (Henri Beyle) που στα 53 του προσπαθεί να «ανασύρει από την μνήμη του» την ταλαιπωρία που υπέστη στα 17 του ακολουθώντας τον στρατό του Ναπολέοντα στο πέρασμα των Άλπεων. Τα ίδια μέρη επισκέφθηκε ξανά μερικά χρόνια αργότερα και αποτέλεσαν το σκηνικό για την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία το 1820 με το εξαίσιο μυθιστόρημα «Περί έρωτος». Ο Στεντάλ όμως (και αυτό που ουσιαστικά απασχολεί τον Ζέμπαλντ στο βιβλίο του) αναρωτιέται για τα παιχνίδια της μνήμης επισκεπτόμενος ένα χρόνο μετά τα γεγονότα που έζησε και τις ανατριχιαστικές σκηνές της μάχης που σημάδεψε τη ζωή του και αντιλαμβάνεται ότι η μνήμη δεν μπορεί με τίποτα να αναπαραστήσει τα πραγματικά γεγονότα. «Η διαφορά ανάμεσα στις εικόνες της μάχης που κουβαλούσε στο μυαλό του και σε αυτό που τώρα έβλεπε να απλώνεται μπροστά του, απόδειξη ότι η μάχη είχε γίνει στ’αλήθεια, η διαφορά αυτή του προκάλεσε δυσφορία, κάτι σαν ίλιγγο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. Ίσως γι’αυτόν το λόγο η αναμνηστική στήλη που είχε στηθεί στο πεδίο της μάχης του άφησε μια αναξιοπρεπή εντύπωση, όπως γράφει

Το «εύθραυστο» και «αναξιόπιστο» της μνήμης απασχολεί τον Ζέμπαλντ στη δεύτερη ιστορία με τον (χαρακτηριστικό) τίτλο «All’estero». Ο αφηγητής/συγγραφέας περιπλανιέται από την Βιένη, στη Βενετία και από εκεί στην Βερόνα, σκεπτόμενος τις περιπέτειες του Καζανόβα ή νομίζοντας ότι βλέπει στον δρόμο του τον Δάντη, ευρισκόμενος σε μια νευρωτική κατάσταση μη μπορώντας να ηρεμήσει. Το μυαλό του «φεύγει» συνεχώς και κάθε τόπος, κάθε μέρος οδηγεί την σκέψη του σε πράγματα που τον πανικοβάλλουν – δύο νεαροί που νομίζει ότι τον ακολουθούν από πόλη σε πόλη, ένα άρθρο μιας τοπικής εφημερίδας για κάτι ανεξιχνίαστους φόνους. Σε κατάσταση πανικού φεύγει με το αεροπλάνο για το Λονδίνο (που είναι ο τόπος διαμονής του). Ξαναγυρίζει 7 χρόνια μετά και κάνει το ίδιο δρομολόγιο, όπου ο δρόμος του τον βγάζει στη Ρίβα ακολουθώντας τα βήματα του Κάφκα που στα ημερολόγια του αναφέρει ότι το 1913 είχε επισκεφθεί την περιοχή. Πάλι το «αίσθημα ιλίγγου» (κάτι σαν vertigo) τον επισκέπτεται και κατεβαίνει στην λίμνη Γκάρντα όπου καταλύει σε πανδοχείο για να ηρεμήσει. Παρά τις διάφορες αναποδιές που του τυχαίνουν εκεί, το μυαλό του είναι στον Κάφκα, κάτι που αποτελεί το θέμα της τρίτης ιστορίας του βιβλίου με τίτλο «Το ταξίδι του δρα Κ. στα λουτρά της Ρίβα», όπου ο γνωστός συγγραφέας σε κατάσταση μελαγχολίας πηγαίνει από την Βιένη στην Βενετία και από εκεί σε ένα υδροθεραπευτήριο της Ρίβα όπου διαμένει και σκέφτεται την Φελίτσε και επινοεί την ιστορία του νεκροκυνηγού Γράκχου του οποίου η ψυχή δεν μπορεί να βρει τη γαλήνη, μια ιστορία που επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό του αφηγητή και τον στοιχειώνει σε όλο το βιβλίο.

Η τέταρτη ιστορία έχει τίτλο «Il ritorno in patria» και υποτίθεται ότι γράφεται σε μέλλοντα χρόνο, το 2013, 100 χρόνια μετά την επίσκεψη του Κάφκα στην Ρίβα και 200 χρόνια μετά το ταξίδι του Στεντάλ στην Ιταλία. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν έζησε τόσο πολύ (δηλαδή μέχρι το 2013) και έτσι βρισκόμαστε στο 1987 όπου ο Ζέμπαλντ επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, το Β., ένα χωριό στο Τυρόλο, στα ΑυστροΓερμανικά σύνορα το οποίο είχε να πάει 30 χρόνια παρότι η παιδική του ηλικία και οι μνήμες του το ξανάφερναν συνέχει στο μυαλό του. Εκεί διαπιστώνει ότι έχει επέλθει και σ’αυτόν όπως και στην πλειονότητα των συμπατριωτών του αυτή η «αμνησία» για τις μέρες του πολέμου και για τα θλιβερά γεγονότα που έζησε ως παιδί. Βρίσκει άλμπουμ με φωτογραφίες του πατέρα του από την «εκστρατεία στην Πολωνία», φωτογραφίες γνωστών και συγγενών του με ναζιστικές στολές. Όμως ο αφηγητής δεν είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, δεν έχει αισθήματα προς την «πατρίδα» του, δεν βλέπει την ώρα να φύγει από εκεί, όπου το βάρος των ανείπωτων είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν μπορεί να το αντέξει και όπου αισθήματα ιλίγγου πάλι τον κατακλύζουν. Το ταξίδι της επιστροφής με τρένο θα είναι ένα ακόμα βάσανο όταν διαπιστώνει την ερήμωση της υπαίθρου όπου τα αυτοκίνητα είναι πλέον περισσότερα από τους ανθρώπους που περπατάνε στο δρόμο.

Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες αυτού του υπέροχου βιβλίου. Ο αφηγητής / συγγραφέας όπως και στα άλλα (μεταγενέστερα χρονικά) βιβλία του δεν έχει πατρίδα, περιπλανιέται συνεχώς σκαλίζοντας τη μνήμη του, ενώ οι συνειρμοί του τον πηγαίνουν από τον ένα συγγραφέα στον άλλον. Δείγμα του πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν ο Ζέμπαλντ είναι το γεγονός ότι ενώ δεν συμβαίνει κάτι συνταρακτικό στις ιστορίες του, ενώ έχουμε διηγήματα ή νουβέλες που μιλάνε για κάποιον που επαναφέρει στο μυαλό του ιστορίες για άλλους ανθρώπους, ο αναγνώστης καθηλώνεται μπροστά στην αξεπέραστη γοητεία της περιγραφής, στην μαγεία της γλώσσας και του ρυθμού της αφήγησης. Στο «Αίσθημα ιλίγγου» δεν έχουμε τον «ρομαντικό» flaneur του 19ου αιώνα, που περιδιαβαίνει συνομιλώντας με την φύση και συναντάει ευγενείς ανθρώπους, αλλά έναν σύγχρονο άνθρωπο που αγωνιά για την συλλογική μνήμη που χάνεται, για την (πάντα) υποκειμενική μνήμη που διαστρέφει τα γεγονότα με την πάροδο των χρόνων. Ο Ζέμπαλντ συνομιλεί με τον Προυστ, τον Μούζιλ, τον Τζόυς, τον Κάφκα, τον Στεντάλ, χωρίς να κουράζει, παρασύροντας τον αναγνώστη στον γοητευτικό του κόσμο από τον οποίο μόνο σοφότερος μπορείς να βγεις.

«…Στο μεταξύ ο Σαλβατόρε είχε αφήσει το βιβλίο του και είχε βάλει κανονικά τα γυαλιά του. Δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορούσε να μην ανοίξει ένα βιβλίο μόλις σχολούσε, όταν επιτέλους τελείωνε το τρέξιμο όλης της ημέρας, ακόμη κι όταν είχε ξεχάσει τα γυαλιά διαβάσματος στην εφημερίδα, όπως σήμερα. Λόγω της υπερβολικής του μυωπίας, χωρίς τα γυαλιά αποκρυπτογραφούσε την κάθε λέξη με την ταχύτητα ενός παιδιού πρώτης δημοτικού, αλλά αυτή την ώρα της ημέρας δεν μπορούσε με τίποτα να αντισταθεί στην ανάγκη του για διάβασμα. Όταν σχολάω καταφεύγω στην πεζογραφία για να σωθώ, σαν να’ταν νησί, είπε ο Σαλβατόρε. Όλη μέρα την περνάω μέσα σ’ένα θορυβώδες ποτάμι στην σύνταξη της εφημερίδας, όμως το απόγευμα μεταφέρομαι ψηλά πάνω σ’ένα νησί, και μόλις αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες λέξεις, νιώθω κάθε φορά λες και κωπηλατώ και φεύγω μακριά μες στο νερό. Μονάχα χάρη σε αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω σήμερα ακόμη τα λογικά μου.»





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


Gustav Mahler - Adagietto (from Symphony Nr 5)
 
Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 08, 2011 | Permalink
Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο
Η συλλογή διηγημάτων του εξαιρετικού μεταφραστή αλλά και γραφίστα, ποιητή και πεζογράφου Αλέξανδρου Ίσαρη, με τίτλο «ΒΙΝΚΕΛΜΑΝ Ή ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ», (Εκδ.Κίχλη, σελ.303), είναι ένα συγκινητικό και ευαίσθητο βιβλίο που η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του. Πέντε ιστορίες / διηγήματα από το εκτενέστερο ομότιτλο της συλλογής, «Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο», έως το μικρότερο (και πιο αυτοβιογραφικό) με τίτλο «Η σβούρα» που καθορίζονται από την «δύναμη του πεπρωμένου» και την αίσθηση της μοναξιάς.

Το πεπρωμένο καθορίζει τη ζωή του σκηνοθέτη / ήρωα του «Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο» όταν για άλλο λόγο πηγαίνει στην Τεργέστη (την κηδεία μιας φίλης) και από μια τυχαία κουβέντα ανακαλύπτει ότι ο διάσημος αρχαιολόγος Βίνκελμαν (που στον ομώνυμο δρόμο της Αθήνας εκείνος κατοικεί), είχε δολοφονηθεί σ’αυτήν την πόλη το 1768, από κάποιον μυστηριώδη τύπο με κινηματογραφικό τρόπο – λίγο πολύ Παζολινικό. Η λογοτεχνική ατμόσφαιρα του παρελθόντος της πόλης (Τζόϊς, Σβέβο, Μάγκρις), το Δημοτικό Πάρκο με τις προτομές των προσωπικοτήτων που έζησαν εκεί, οι μουσικές και οι ρυθμοί της πόλης αλλά και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή του Βίνκελμαν που λες και προκάλεσε τον χαμό του, κατακυριεύουν τη σκέψη του σκηνοθέτη σε ένα υπέροχο και σαγηνευτικό διήγημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

« Ακολούθησε μια μεγάλη συζήτηση για τη μοίρα του Οιδίποδα και αργότερα για την ελεύθερη βούληση. Ο Μπρούνο ισχυρίστηκε πως, ασχολούμενος τόσα χρόνια με τον Βίνκελμαν, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ελεύθερη βούληση δεν υπάρχει. «Το πιστοποιούν τα μεγαλύτερα μυαλά της ανθρωπότητας, από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι ως τον Χόμπς, τον Χιούμ, τον Λάιμπνιτς, τον Καντ, τον Βολταίρο. «Καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής, οι πράξεις μας στρέφονται γύρω από στόχους που δεν έχουμε επιλέξει», όπως γράφει και ο Λούτσιο Ντέλλα Σέτα. Κανένας δεν αποφασίζει για τις φυσικές ανάγκες, τις συγκινήσεις, τις επιθυμίες και τα ιδανικά του. Η ικανότητά μας να κατανοούμε την πραγματικότητα, οι αισθήσεις μας, είναι σταγόνα στον ωκεανό. Βλέπουμε ένα απειροελάχιστο μέρος των χρωμάτων και ακούμε ένα απειροελάχιστο μέρος των ήχων που υπάρχουν στον κόσμο που μας περιβάλλει. Σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό, δεν εξουσιάζουμε ούτε μια τρίχα της κεφαλής μας. Η επιθυμία για ελεύθερη βούληση προέρχεται από την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να επιλέγουμε ανάμεσα στο καλό και το κακό. Ζούμε και πράττουμε σαν όλα να εξαρτώνται από μας, αλλά αυτό αποτελεί μεγάλη πλάνη.»

Σε δύο από τα διηγήματα, στο «Bar Venus» αλλά και στον «Βέρθερο», η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας κυριαρχούν, και αν στο πρώτο η αμηχανία του ήρωα διαπερνάει και το ύφος του διηγήματος – το οποίο είναι ίσως και το μόνο «αδύναμο» της συλλογής, στο δε δεύτερο, μοναξιά και πεπρωμένο διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο ενώ η γερμανική λογοτεχνία μέσα από τον Γκαίτε και τον Τόμας Μαν («Θάνατος στη Βενετία») είναι συνεχώς παρούσα στην πολύ ενδιαφέρουσα και με συνεχείς αναφορές, ιστορία.

Η «Σβούρα» είναι ένα καθαρά αυτοβιογραφικό διήγημα όπου ο θάνατος της μητέρας δίνει την αφορμή στον γιό να θυμηθεί και να νοσταλγήσει σκηνές από το παρελθόν σε μια αναδρομή όπου η προαιώνια «ερωτική σχέση» μητέρας-γιού απεικονίζεται με τρυφερό τρόπο.

Στο διήγημα που κλείνει τη συλλογή, με τίτλο «Οι πληγές της Μαρίας Κάλλας», η παρέα των διανοούμενων που μαζεύεται σε ένα ωραίο μεγαλοαστικό σπίτι δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να καυτηριάσει τις επιφανειακές και ανταγωνιστικές σχέσεις του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου όπου και πάλι το πεπρωμένο θα παίξει τον ρόλο του στο γκροτέσκο φινάλε του διηγήματος.

Ωραία γραφή, έξοχο και γοητευτικό στυλ που απηχεί τις επιρροές του Μούζιλ, του Μαν, του Μπέρνχαρντ που έχει μαγευτικά μεταφέρει στη γλώσσα μας ο συγγραφέας. Η μουσική είναι συνεχώς στο background σχολιάζοντας με τον τρόπο της άλλοτε αντιστικτικά, άλλοτε έχοντας ενεργό ρόλο στα δρώμενα. Η τέχνη καθορίζει τις ζωές των ηρώων που κινούνται όλοι μοναχικά, οι ασχολίες τους είναι καλλιτεχνικές, οι συνειρμοί και το υποσυνείδητο καθορίζουν τις ενέργειές τους. Στα διηγήματα του Ίσαρη δεν θα βρει ο αναγνώστης την «ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής», ούτε ανθρώπους που αγωνιούν για το μεροκάματο. Οι ήρωες του ζουν και αναπνέουν για την τέχνη, διαλογίζονται και προβληματίζονται γι’αυτήν αλλά ο συγγραφέας τους εντάσει μέσα στην αληθινή ζωή, οπότε δεν δείχνουν ξεκομμένοι από την πραγματικότητα και αυτό συντείνει στη γοητεία των ιστοριών όπου η ζωή είναι τέχνη και η τέχνη είναι ζωή.







Kiri Te Kanawa / G.Puccini - O mio babbino caro (Gianni Schicchi)

 
Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2011 | Permalink
ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ
«Μυθιστόρημα Ιδεών», « Ιστορικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας», ή μήπως « Ιστορικό μυθιστόρημα με ολίγη από…», το γεγονός είναι ότι σε όποια κατηγορία και να αποπειραθείς να τοποθετήσεις το έπος του δαιμόνιου Neal Stephenson, «ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ, Κύκλος Μπαρόκ» (Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Μ. Περαντάκου-Κουκ, σελ.1110) θα πέσεις έξω – προς μεγάλη ικανοποίηση του συγγραφέα υποθέτω. Ο αρχικός δισταγμός για τον όγκο του βιβλίου (που πραγματικά τρομάζει) ξεπερνιέται εύκολα γιατί το θέμα του είναι ιδιαίτερα ελκυστικό στους λάτρεις του ιστορικού μυθιστορήματος. 17ος αιώνας, αλχημιστές, θρησκευτικές έριδες, πολιτικά παιχνίδια, περιπέτειες, έρωτες, ιστορικά πρόσωπα να παίζουν ενεργό ρόλο στη πλοκή και όλα αυτά να παραπέμπουν στους χάκερς του 21ου αιώνα και τα «παιχνίδια» τους.

Ο «Υδράργυρος» χωρίζεται σε 3 μέρη, 3 βιβλία καθαρά αυτονομημένα, με 3 κύριους χαρακτήρες όπου ο καθένας από αυτούς είναι ο ήρωας του κάθε μέρους.
Στο πρώτο μέρος/βιβλίο με τίτλο «Υδράργυρος», βρισκόμαστε στο έτος 1713 και ο δόκτορ Ντάνιελ Γουοτερχάουζ, μέλος της Βασιλικής Εταιρίας του Λονδίνου και (κυρίως) Φυσικός Φιλόσοφος που ζεί έξω από την Βοστώνη, ιδρυτής και ψυχή του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης δέχεται την επίσκεψη του μυστηριώδους Ίνοχ του Κόκκινου απεσταλμένου της Πριγκίπισας Καρολίνας του Άνσμπαχ (οίκος του Αννόβερου), η οποία με επιστολή της τον προσκαλεί στο παλάτι για να μπορέσει να συμφιλιώσει τα δύο μεγάλα πνεύματα της εποχής, τον Νεύτωνα(Ισαάκ Νιούτον) και τον Λάϊμπνιτζ, αφού ο Ντάνιελ ήταν ο μόνος που είχε φιλικές σχέσεις με αυτές τις δύο διάνοιες. Παρά το δύσκολο (αφού ο Ντάνιελ κοντεύει τα 70-υπέργηρος για την εποχή) και το επικίνδυνο του ταξιδιού ο Ντάνιελ δέχεται να πάει.
Πάνω στο καράβι αναπολεί εν μέσω πολιορκίας -σχεδόν αμέσως μόλις το πλοίο προσπαθεί να ανοιχτεί στη θάλασσα - από τους πειρατές, τη ζωή του από το 1660 και μετά. Τα χρόνια των σπουδών του στο Κέμπριτζ, τη γνωριμία και την φιλία του με τον Νεύτωνα, την μετέπειτα κόντρα τους αφού ο Πουριτανός Ντάνιελ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο μεγάλος επιστήμονας της εποχής ισορροπούσε μεταξύ Αλχημισμού και επιστήμης, την γνωριμία του με τα μεγάλα πνεύματα της εποχής, τον Γουίλκινς ιδρυτή της Βασιλικής Εταιρίας του Λονδίνου, τον Ρόμπερτ Χουκ με τα τρομερά του πειράματα και άλλους. Πολιτικές ίντριγκες, βασιλικά παιχνίδια, ο κόσμος της Αυλής, η άνοδος των αργυραμοιβών και μετέπειτα τραπεζιτών, θρησκευτικές διαμάχες εμπλέκονται με τον κόσμο των Αλχημιστών, με ανακαλύψεις της επιστήμης.

Στο δεύτερο βιβλίο, το οποίο έχει τίτλο «Ο βασιλιάς των Βαγαπόντηδων», παρακολουθούμε τις περιπέτειες του «Κουτσοψώλη»( απίστευτη απόδοση του Half-Cocked) Τζακ, ενός «Βαγαπόντη» (κάτι σαν τους «Κλέφτες» του ελληνικού 19ου αιώνα) που έγινε θρύλος και τραγούδι για τις ικανότητές του και τις περιπέτειές του. Ο Τζακ Σάφτοου τύπος μεγαλωμένος στους δρόμους του Λονδίνου και αφού με τον αδερφό του Μπομπ κάνουν τις πιο τρελλές δουλειές για να ζήσουν, επιλέγουν τη στρατιωτική ζωή για να βγάλουν τα προς το ζην. Ο Μπομπ πιο συντηρητικός επιλέγει να ακολουθήσει τον Δούκα του Μάρλμπορο, Τζον Τσέρτσιλ και έτσι ο Τζακ βρίσκεται μόνος του, μισθοφόρος από δω κι από ‘κει. Η τύχη του τον φέρνει στην πολιορκία της Βιέννης από τον Σουλεϊμάν, μια μοναδική ευκαιρία για πλιάτσικο. Έτσι πάνω στον χαμό πέφτει στα χέρια του η πανέμορφη (και παρθένα) Ελάϊζα που ήταν σκλάβα στο χαρέμι του Σουλτάνου, μαζί με το άλογο και το σπαθί ενός γενίτσαρου. Μαζί με την Ελάϊζα, το άλογο, το σπαθί και το μετάξι που έχει κρύψει στα ρούχα της η παμπόνηρη κοπελιά, διασχίζουν την Κεντρική Ευρώπη, ερωτεύονται χωρίς να μπορούν να έρθουν σε «τυπική» σεξουαλική επαφή λόγω της «αναπηρίας» (της «κουτσοψωλίασης» που λέγαμε) του Τζακ, η Ελάϊζα γνωρίζεται με τον Λάϊμπνιτς και αναπτύσσει τεράστιες πνευματικές και χρηματοοικονομικές δυνατότητες. Ο καημένος ο Τζακ περιφέρεται δεξιά κι αριστερά πέφτοντας σε γκάφες, κατορθώνοντας μονίμως να επιβιώνει.

Το τρίτο βιβλίο με τίτλο «Η οδαλίσκη», έχει ως ηρωίδα, την μοναδική Ελάϊζα. Η δαιμόνια αυτή γυναίκα, η οποία κατάγεται από το νησί Κγκχλμ (Qwghlm –εδώ σε θέλω μπάρμπα - το οποίο βεβαίως υπάρχει μόνο στη φαντασία του συγγραφέα, ο οποίος το τοποθετεί ΒΔ της Αγγλίας (στις σημερινές Εβρίδες) δίνοντάς του όμως Ιρλανδέζικα στοιχεία), και είναι ένα πανέξυπνο και ικανότατο άτομο. Η Ελάϊζα αφού στέλνει τον Τζακ να πουλήσει άλογο και σπαθί βρίσκεται στο Πουριτανικό και αυστηρό Άμστερνταμ, κέντρο του εμπορίου αλλά και του υποτυπώδους Χρηματιστηρίου της εποχής και βρίσκει τον εαυτό της μέσα στις δολοπλοκίες μεταξύ Γάλλων που θέλουν τον έλεγχο της μικρής αλλά πανίσχυρης πόλης, των Προτεσταντών (και όχι μόνο) εξόριστων αλλά και διαφωνούντων Άγγλων που υπό τη σκέπη του ικανού Γουίλιαμ της Οράγγης προετοιμάζουν την εισβολή και την κατάκτηση της εξουσίας στην Αγγλία αλλά και του ίδιου του Γουίλιαμ που εποφθαλμιά τον Αγγλικό θρόνο. Σ’αυτό το μέρος, έτος 1685 πλέον, ξαναβρίσκουμε τον Ντάνιελ Γουοτερχάουζ, την Βασιλική Εταιρία, τον Νεύτωνα και τον Λάϊμπνιτζ, τις ανακαλύψεις της επιστήμης, τις δολοπλοκίες του Παλατιού.

Ο «Υδράργυρος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της «τριλογίας του Μπαρόκ» (3000 σελίδες σε σύνολο) με τα άλλα 2, το «The Confusion» και το «The System of the World» να συμπληρώνουν τον «Κύκλο του Μπαρόκ» και (εύχομαι) να έπονται μεταφραστικά. Είναι ένα απολαυστικό και κυρίως εντυπωσιακό ως προς την δομή και την σύλληψη έργο το οποίο πρέπει να αναγνωσθεί προσεκτικά και με ενάργεια (ή απλούστερα: με υπομονή και επιμονή), διότι οι φιλοσοφικοί διάλογοι, οι επιστημονικές θεωρίες (άσχετα αν τις καταλαβαίνει κανείς ολικώς ή μερικώς), η ροή των πληροφοριών για την ταραγμένη (κάτι μου είπες τώρα) εποχή, οι ιστορικές λεπτομέρειες που είναι οι περισσότερες ψιλοάγνωστες (ή και τελείως άγνωστες) στον μέσο αναγνώστη (που δεν έχει υποχρέωση να γνωρίζει τις εναλλαγές και τα παιχνίδια διαδοχής του Αγγλικού θρόνου), διαδέχονται η μία την άλλη και δεν μπορείς να τις προσπεράσεις απλά ακολουθώντας την πλοκή.

Το στυλ του μυθιστορήματος αλλάζει μεταξύ των 3 μερών/βιβλίων που το απαρτίζουν. Οι φιλοσοφικοί διάλογοι και οι ιδέες, μαζί με τις έντονες ιστορικές αναφορές του πρώτου μέρους, το διαδέχεται η ξέφρενη περιπέτεια της ιστορίας του Τζακ του Βαγαπόντη, ο οποίος ως άλλος Τζακ Σπάροου εναλάσσει την δράση μεταξύ κωμωδίας, ερωτικού μυθιστορήματος και έντονης δράσης ενώ το ύφος αλλάζει άρδην στο τρίτο μέρος όπου παρακολουθούμε τις διαδρομές του χρήματος, τις πολιτικές δολοπλοκίες της Γαλλικής Αυλής μέσω του βίου της παμπόνηρης Ελάϊζα που άλλοτε με τη γοητεία της και άλλοτε με την διαολιά της παίζει στα δάχτυλα τον Λουδοβίκο IV (τον Βασιλιά-Ήλιο), τον Γουίλιαμ της Οράγγης, αλλά και τον (πολύ συχνά αφελή) Ντάνιελ Γουοτερχάουζ. Σε όλες τις ιστορίες και των 3 ηρώων του βιβλίου μπαινοβγαίνει η επιβλητική μορφή του Ίνοχ του Κόκκινου, ενός ανθρώπου ακαθόριστης ηλικίας που πάντα έχει τη λύση για κάθε πρόβλημα, κάτι σαν τον «Μάγο Μέρλιν».

Αρκετοί θα το βρουν χαώδες και υπερβολικό, κατά την άποψή μου είναι περισσότερο γκροτέσκο(όπως και όλη η "μπαρόκ" εποχή) και γοητευτικό, το μυθιστόρημα του Στήβενσον –προορισμένο να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές αλλά και ακόμα φανατικότερους εχθρούς - μπερδεύει και μπερδεύεται αλλά σε κρατάει μαγνητισμένο χάρη στην ικανότητα του συγγραφέα να εναλάσσει το σοβαρό με το ανάλαφρο, το χιούμορ (άφθονο) με την φρίκη ορισμένων υπερβολικά ρεαλιστικών σελίδων όπου σκύλοι σφάζονται χάριν της επιστήμης, γυναίκες βιάζονται, εκτελέσεις περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια μέχρι τελευταίου σπασμού, σωματικά υγρά και εκκρίσεις διαδέχονται ρομαντικές σκηνές θυμίζοντας άλλοτε το «Άρωμα» του Ζύσκιντ και άλλοτε τον (εξαιρετικό) «Βλακοχορτοφάγο» του Μπαρθ.

Ο Στήβενσον (γεν.1959), σε συνεντεύξεις του τονίζει τη μεταφορική σημασία του βιβλίου του. Στους Αλχημιστές που ήταν οι προπομποί των επιστημόνων του Διαφωτισμού αλλά και στους μυθιστορηματικούς του ήρωες, τον Ντάνιελ και (κυρίως) την Ελάϊζα βλέπει τους σημερινούς Χάκερς που σπάνε κωδικούς, διότι (όπως λέει) τι άλλο κάνανε αυτοί οι άνθρωποι παρά κινούντο «παράνομα», μιλώντας κωδικοποιημένα, προσπαθώντας να παρακάμψουν την εξουσία. Στην προσπάθειά του αυτή, ορισμένοι από τους ήρωές του, όπως η Ελάϊζα παρά την γοητεία που αποπνέουν φαίνονται «ψεύτικοι» (δεν υπήρχε περίπτωση, η δράση της να έμενε ατιμώρητη, η δε διάνοιά της φαντάζει απίστευτη για τα δεδομένα της εποχής) αλλά είναι λάθος να ψάχνουμε με το μοιρογνωμόνιο την ιστορική αλήθεια σε ένα μυθιστόρημα και κυρίως σε τόσο πλούτο πληροφοριών. Στην καλύτερη και ευκολότερη κατανόηση του μυθιστορήματος θα βοηθούσε εάν είχε εκδοθεί στη χώρα μας το «Κρυπτονομικόν», ο προπομπός του «Κύκλου Μπαρόκ» όπου πρωτοεμφανίζονται οι βασικοί ήρωες του βιβλίου αλλά έτσι κι αλλιώς ο «Υδράργυρος» είναι μόνο η αρχή αφού ακολουθούν τα άλλα 2 μυθιστορήματα της τριλογίας, κι όποιος αντέξει…






Georg Friedrich Handel - Sarabande