Τρίτη, Αυγούστου 30, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 30, 2011 | Permalink
Τα αδιέξοδα της μνήμης
Για τον υπέροχο W.G.Sebald (1944-2001), το συνεχές παιχνίδι (σε όλα τα βιβλία του) με την μνήμη τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση των περιορισμών της. Αναμνήσεις, εμπειρίες, ταξίδια, φωτογραφίες, παιδική ηλικία, οικογενειακή ιστορία, όλα μπερδεύονται και ανακατεύονται με τις λογοτεχνικές και διανοητικές αναζητήσεις του πάντα περιπλανώμενου αφηγητή – σωσία του συγγραφέα. Στο άκρως γοητευτικό «ΑΙΣΘΗΜΑ ΙΛΙΓΓΟΥ» (Schwindel gefuhle), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Ι.Μεϊτάνη, σελ.213), ο (κατά πολλούς αγγλοσάξονες κριτικούς) «πιο παράξενος μεγάλος συγγραφέας του 20ου αιώνα», καθηλώνει τον αναγνώστη με την υπέροχη χρήση της γλώσσας και την εξαιρετική τεχνική της αφήγησης.
Ο μελαγχολικός αφηγητής του Ζέμπαλντ περιπλανιέται στους δρόμους της Βενετίας, του Μιλάνου, της Βερόνας, της Βιέννης, του Ίνσμπρουκ, σε χωριουδάκια και μεθοριακούς σταθμούς, σε μικρά ξενοδοχεία άλλοτε ειδυλιακά και άλλοτε όχι, προλαβαίνει ή χάνει τρένα για να καταλήξει στην τελευταία (και πιο συγκινητική) ιστορία στη μικρή πόλη του Β. (της οποίας το πρώτο αρχικό παραπέμπει στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα το Βέρταχ (Wertach), ένα χωριό στο Τυρόλο.
Οι 3 από τις 4 ιστορίες του βιβλίου αφορούν τις περιπλανήσεις του συγγραφέα στις πόλεις που αναφέρονται παραπάνω. Μόνο η πρώτη με τίτλο «Μπελ ή Το παράξενο γεγονός του έρωτα» διαφέρει, αφού αναφέρεται με ιστορική ακρίβεια στις ημερολογιακές καταγραφές του Στεντάλ (Henri Beyle) που στα 53 του προσπαθεί να «ανασύρει από την μνήμη του» την ταλαιπωρία που υπέστη στα 17 του ακολουθώντας τον στρατό του Ναπολέοντα στο πέρασμα των Άλπεων. Τα ίδια μέρη επισκέφθηκε ξανά μερικά χρόνια αργότερα και αποτέλεσαν το σκηνικό για την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία το 1820 με το εξαίσιο μυθιστόρημα «Περί έρωτος». Ο Στεντάλ όμως (και αυτό που ουσιαστικά απασχολεί τον Ζέμπαλντ στο βιβλίο του) αναρωτιέται για τα παιχνίδια της μνήμης επισκεπτόμενος ένα χρόνο μετά τα γεγονότα που έζησε και τις ανατριχιαστικές σκηνές της μάχης που σημάδεψε τη ζωή του και αντιλαμβάνεται ότι η μνήμη δεν μπορεί με τίποτα να αναπαραστήσει τα πραγματικά γεγονότα. «Η διαφορά ανάμεσα στις εικόνες της μάχης που κουβαλούσε στο μυαλό του και σε αυτό που τώρα έβλεπε να απλώνεται μπροστά του, απόδειξη ότι η μάχη είχε γίνει στ’αλήθεια, η διαφορά αυτή του προκάλεσε δυσφορία, κάτι σαν ίλιγγο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. Ίσως γι’αυτόν το λόγο η αναμνηστική στήλη που είχε στηθεί στο πεδίο της μάχης του άφησε μια αναξιοπρεπή εντύπωση, όπως γράφει.»
Το «εύθραυστο» και «αναξιόπιστο» της μνήμης απασχολεί τον Ζέμπαλντ στη δεύτερη ιστορία με τον (χαρακτηριστικό) τίτλο «All’estero». Ο αφηγητής/συγγραφέας περιπλανιέται από την Βιένη, στη Βενετία και από εκεί στην Βερόνα, σκεπτόμενος τις περιπέτειες του Καζανόβα ή νομίζοντας ότι βλέπει στον δρόμο του τον Δάντη, ευρισκόμενος σε μια νευρωτική κατάσταση μη μπορώντας να ηρεμήσει. Το μυαλό του «φεύγει» συνεχώς και κάθε τόπος, κάθε μέρος οδηγεί την σκέψη του σε πράγματα που τον πανικοβάλλουν – δύο νεαροί που νομίζει ότι τον ακολουθούν από πόλη σε πόλη, ένα άρθρο μιας τοπικής εφημερίδας για κάτι ανεξιχνίαστους φόνους. Σε κατάσταση πανικού φεύγει με το αεροπλάνο για το Λονδίνο (που είναι ο τόπος διαμονής του). Ξαναγυρίζει 7 χρόνια μετά και κάνει το ίδιο δρομολόγιο, όπου ο δρόμος του τον βγάζει στη Ρίβα ακολουθώντας τα βήματα του Κάφκα που στα ημερολόγια του αναφέρει ότι το 1913 είχε επισκεφθεί την περιοχή. Πάλι το «αίσθημα ιλίγγου» (κάτι σαν vertigo) τον επισκέπτεται και κατεβαίνει στην λίμνη Γκάρντα όπου καταλύει σε πανδοχείο για να ηρεμήσει. Παρά τις διάφορες αναποδιές που του τυχαίνουν εκεί, το μυαλό του είναι στον Κάφκα, κάτι που αποτελεί το θέμα της τρίτης ιστορίας του βιβλίου με τίτλο «Το ταξίδι του δρα Κ. στα λουτρά της Ρίβα», όπου ο γνωστός συγγραφέας σε κατάσταση μελαγχολίας πηγαίνει από την Βιένη στην Βενετία και από εκεί σε ένα υδροθεραπευτήριο της Ρίβα όπου διαμένει και σκέφτεται την Φελίτσε και επινοεί την ιστορία του νεκροκυνηγού Γράκχου του οποίου η ψυχή δεν μπορεί να βρει τη γαλήνη, μια ιστορία που επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό του αφηγητή και τον στοιχειώνει σε όλο το βιβλίο.
Η τέταρτη ιστορία έχει τίτλο «Il ritorno in patria» και υποτίθεται ότι γράφεται σε μέλλοντα χρόνο, το 2013, 100 χρόνια μετά την επίσκεψη του Κάφκα στην Ρίβα και 200 χρόνια μετά το ταξίδι του Στεντάλ στην Ιταλία. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν έζησε τόσο πολύ (δηλαδή μέχρι το 2013) και έτσι βρισκόμαστε στο 1987 όπου ο Ζέμπαλντ επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, το Β., ένα χωριό στο Τυρόλο, στα ΑυστροΓερμανικά σύνορα το οποίο είχε να πάει 30 χρόνια παρότι η παιδική του ηλικία και οι μνήμες του το ξανάφερναν συνέχει στο μυαλό του. Εκεί διαπιστώνει ότι έχει επέλθει και σ’αυτόν όπως και στην πλειονότητα των συμπατριωτών του αυτή η «αμνησία» για τις μέρες του πολέμου και για τα θλιβερά γεγονότα που έζησε ως παιδί. Βρίσκει άλμπουμ με φωτογραφίες του πατέρα του από την «εκστρατεία στην Πολωνία», φωτογραφίες γνωστών και συγγενών του με ναζιστικές στολές. Όμως ο αφηγητής δεν είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, δεν έχει αισθήματα προς την «πατρίδα» του, δεν βλέπει την ώρα να φύγει από εκεί, όπου το βάρος των ανείπωτων είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν μπορεί να το αντέξει και όπου αισθήματα ιλίγγου πάλι τον κατακλύζουν. Το ταξίδι της επιστροφής με τρένο θα είναι ένα ακόμα βάσανο όταν διαπιστώνει την ερήμωση της υπαίθρου όπου τα αυτοκίνητα είναι πλέον περισσότερα από τους ανθρώπους που περπατάνε στο δρόμο.
Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες αυτού του υπέροχου βιβλίου. Ο αφηγητής / συγγραφέας όπως και στα άλλα (μεταγενέστερα χρονικά) βιβλία του δεν έχει πατρίδα, περιπλανιέται συνεχώς σκαλίζοντας τη μνήμη του, ενώ οι συνειρμοί του τον πηγαίνουν από τον ένα συγγραφέα στον άλλον. Δείγμα του πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν ο Ζέμπαλντ είναι το γεγονός ότι ενώ δεν συμβαίνει κάτι συνταρακτικό στις ιστορίες του, ενώ έχουμε διηγήματα ή νουβέλες που μιλάνε για κάποιον που επαναφέρει στο μυαλό του ιστορίες για άλλους ανθρώπους, ο αναγνώστης καθηλώνεται μπροστά στην αξεπέραστη γοητεία της περιγραφής, στην μαγεία της γλώσσας και του ρυθμού της αφήγησης. Στο «Αίσθημα ιλίγγου» δεν έχουμε τον «ρομαντικό» flaneur του 19ου αιώνα, που περιδιαβαίνει συνομιλώντας με την φύση και συναντάει ευγενείς ανθρώπους, αλλά έναν σύγχρονο άνθρωπο που αγωνιά για την συλλογική μνήμη που χάνεται, για την (πάντα) υποκειμενική μνήμη που διαστρέφει τα γεγονότα με την πάροδο των χρόνων. Ο Ζέμπαλντ συνομιλεί με τον Προυστ, τον Μούζιλ, τον Τζόυς, τον Κάφκα, τον Στεντάλ, χωρίς να κουράζει, παρασύροντας τον αναγνώστη στον γοητευτικό του κόσμο από τον οποίο μόνο σοφότερος μπορείς να βγεις.
«…Στο μεταξύ ο Σαλβατόρε είχε αφήσει το βιβλίο του και είχε βάλει κανονικά τα γυαλιά του. Δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορούσε να μην ανοίξει ένα βιβλίο μόλις σχολούσε, όταν επιτέλους τελείωνε το τρέξιμο όλης της ημέρας, ακόμη κι όταν είχε ξεχάσει τα γυαλιά διαβάσματος στην εφημερίδα, όπως σήμερα. Λόγω της υπερβολικής του μυωπίας, χωρίς τα γυαλιά αποκρυπτογραφούσε την κάθε λέξη με την ταχύτητα ενός παιδιού πρώτης δημοτικού, αλλά αυτή την ώρα της ημέρας δεν μπορούσε με τίποτα να αντισταθεί στην ανάγκη του για διάβασμα. Όταν σχολάω καταφεύγω στην πεζογραφία για να σωθώ, σαν να’ταν νησί, είπε ο Σαλβατόρε. Όλη μέρα την περνάω μέσα σ’ένα θορυβώδες ποτάμι στην σύνταξη της εφημερίδας, όμως το απόγευμα μεταφέρομαι ψηλά πάνω σ’ένα νησί, και μόλις αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες λέξεις, νιώθω κάθε φορά λες και κωπηλατώ και φεύγω μακριά μες στο νερό. Μονάχα χάρη σε αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω σήμερα ακόμη τα λογικά μου.»
Ο μελαγχολικός αφηγητής του Ζέμπαλντ περιπλανιέται στους δρόμους της Βενετίας, του Μιλάνου, της Βερόνας, της Βιέννης, του Ίνσμπρουκ, σε χωριουδάκια και μεθοριακούς σταθμούς, σε μικρά ξενοδοχεία άλλοτε ειδυλιακά και άλλοτε όχι, προλαβαίνει ή χάνει τρένα για να καταλήξει στην τελευταία (και πιο συγκινητική) ιστορία στη μικρή πόλη του Β. (της οποίας το πρώτο αρχικό παραπέμπει στον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα το Βέρταχ (Wertach), ένα χωριό στο Τυρόλο.
Οι 3 από τις 4 ιστορίες του βιβλίου αφορούν τις περιπλανήσεις του συγγραφέα στις πόλεις που αναφέρονται παραπάνω. Μόνο η πρώτη με τίτλο «Μπελ ή Το παράξενο γεγονός του έρωτα» διαφέρει, αφού αναφέρεται με ιστορική ακρίβεια στις ημερολογιακές καταγραφές του Στεντάλ (Henri Beyle) που στα 53 του προσπαθεί να «ανασύρει από την μνήμη του» την ταλαιπωρία που υπέστη στα 17 του ακολουθώντας τον στρατό του Ναπολέοντα στο πέρασμα των Άλπεων. Τα ίδια μέρη επισκέφθηκε ξανά μερικά χρόνια αργότερα και αποτέλεσαν το σκηνικό για την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία το 1820 με το εξαίσιο μυθιστόρημα «Περί έρωτος». Ο Στεντάλ όμως (και αυτό που ουσιαστικά απασχολεί τον Ζέμπαλντ στο βιβλίο του) αναρωτιέται για τα παιχνίδια της μνήμης επισκεπτόμενος ένα χρόνο μετά τα γεγονότα που έζησε και τις ανατριχιαστικές σκηνές της μάχης που σημάδεψε τη ζωή του και αντιλαμβάνεται ότι η μνήμη δεν μπορεί με τίποτα να αναπαραστήσει τα πραγματικά γεγονότα. «Η διαφορά ανάμεσα στις εικόνες της μάχης που κουβαλούσε στο μυαλό του και σε αυτό που τώρα έβλεπε να απλώνεται μπροστά του, απόδειξη ότι η μάχη είχε γίνει στ’αλήθεια, η διαφορά αυτή του προκάλεσε δυσφορία, κάτι σαν ίλιγγο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. Ίσως γι’αυτόν το λόγο η αναμνηστική στήλη που είχε στηθεί στο πεδίο της μάχης του άφησε μια αναξιοπρεπή εντύπωση, όπως γράφει.»
Το «εύθραυστο» και «αναξιόπιστο» της μνήμης απασχολεί τον Ζέμπαλντ στη δεύτερη ιστορία με τον (χαρακτηριστικό) τίτλο «All’estero». Ο αφηγητής/συγγραφέας περιπλανιέται από την Βιένη, στη Βενετία και από εκεί στην Βερόνα, σκεπτόμενος τις περιπέτειες του Καζανόβα ή νομίζοντας ότι βλέπει στον δρόμο του τον Δάντη, ευρισκόμενος σε μια νευρωτική κατάσταση μη μπορώντας να ηρεμήσει. Το μυαλό του «φεύγει» συνεχώς και κάθε τόπος, κάθε μέρος οδηγεί την σκέψη του σε πράγματα που τον πανικοβάλλουν – δύο νεαροί που νομίζει ότι τον ακολουθούν από πόλη σε πόλη, ένα άρθρο μιας τοπικής εφημερίδας για κάτι ανεξιχνίαστους φόνους. Σε κατάσταση πανικού φεύγει με το αεροπλάνο για το Λονδίνο (που είναι ο τόπος διαμονής του). Ξαναγυρίζει 7 χρόνια μετά και κάνει το ίδιο δρομολόγιο, όπου ο δρόμος του τον βγάζει στη Ρίβα ακολουθώντας τα βήματα του Κάφκα που στα ημερολόγια του αναφέρει ότι το 1913 είχε επισκεφθεί την περιοχή. Πάλι το «αίσθημα ιλίγγου» (κάτι σαν vertigo) τον επισκέπτεται και κατεβαίνει στην λίμνη Γκάρντα όπου καταλύει σε πανδοχείο για να ηρεμήσει. Παρά τις διάφορες αναποδιές που του τυχαίνουν εκεί, το μυαλό του είναι στον Κάφκα, κάτι που αποτελεί το θέμα της τρίτης ιστορίας του βιβλίου με τίτλο «Το ταξίδι του δρα Κ. στα λουτρά της Ρίβα», όπου ο γνωστός συγγραφέας σε κατάσταση μελαγχολίας πηγαίνει από την Βιένη στην Βενετία και από εκεί σε ένα υδροθεραπευτήριο της Ρίβα όπου διαμένει και σκέφτεται την Φελίτσε και επινοεί την ιστορία του νεκροκυνηγού Γράκχου του οποίου η ψυχή δεν μπορεί να βρει τη γαλήνη, μια ιστορία που επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό του αφηγητή και τον στοιχειώνει σε όλο το βιβλίο.
Η τέταρτη ιστορία έχει τίτλο «Il ritorno in patria» και υποτίθεται ότι γράφεται σε μέλλοντα χρόνο, το 2013, 100 χρόνια μετά την επίσκεψη του Κάφκα στην Ρίβα και 200 χρόνια μετά το ταξίδι του Στεντάλ στην Ιταλία. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν έζησε τόσο πολύ (δηλαδή μέχρι το 2013) και έτσι βρισκόμαστε στο 1987 όπου ο Ζέμπαλντ επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, το Β., ένα χωριό στο Τυρόλο, στα ΑυστροΓερμανικά σύνορα το οποίο είχε να πάει 30 χρόνια παρότι η παιδική του ηλικία και οι μνήμες του το ξανάφερναν συνέχει στο μυαλό του. Εκεί διαπιστώνει ότι έχει επέλθει και σ’αυτόν όπως και στην πλειονότητα των συμπατριωτών του αυτή η «αμνησία» για τις μέρες του πολέμου και για τα θλιβερά γεγονότα που έζησε ως παιδί. Βρίσκει άλμπουμ με φωτογραφίες του πατέρα του από την «εκστρατεία στην Πολωνία», φωτογραφίες γνωστών και συγγενών του με ναζιστικές στολές. Όμως ο αφηγητής δεν είναι ένας σύγχρονος Οδυσσέας, δεν έχει αισθήματα προς την «πατρίδα» του, δεν βλέπει την ώρα να φύγει από εκεί, όπου το βάρος των ανείπωτων είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν μπορεί να το αντέξει και όπου αισθήματα ιλίγγου πάλι τον κατακλύζουν. Το ταξίδι της επιστροφής με τρένο θα είναι ένα ακόμα βάσανο όταν διαπιστώνει την ερήμωση της υπαίθρου όπου τα αυτοκίνητα είναι πλέον περισσότερα από τους ανθρώπους που περπατάνε στο δρόμο.
Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες αυτού του υπέροχου βιβλίου. Ο αφηγητής / συγγραφέας όπως και στα άλλα (μεταγενέστερα χρονικά) βιβλία του δεν έχει πατρίδα, περιπλανιέται συνεχώς σκαλίζοντας τη μνήμη του, ενώ οι συνειρμοί του τον πηγαίνουν από τον ένα συγγραφέα στον άλλον. Δείγμα του πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν ο Ζέμπαλντ είναι το γεγονός ότι ενώ δεν συμβαίνει κάτι συνταρακτικό στις ιστορίες του, ενώ έχουμε διηγήματα ή νουβέλες που μιλάνε για κάποιον που επαναφέρει στο μυαλό του ιστορίες για άλλους ανθρώπους, ο αναγνώστης καθηλώνεται μπροστά στην αξεπέραστη γοητεία της περιγραφής, στην μαγεία της γλώσσας και του ρυθμού της αφήγησης. Στο «Αίσθημα ιλίγγου» δεν έχουμε τον «ρομαντικό» flaneur του 19ου αιώνα, που περιδιαβαίνει συνομιλώντας με την φύση και συναντάει ευγενείς ανθρώπους, αλλά έναν σύγχρονο άνθρωπο που αγωνιά για την συλλογική μνήμη που χάνεται, για την (πάντα) υποκειμενική μνήμη που διαστρέφει τα γεγονότα με την πάροδο των χρόνων. Ο Ζέμπαλντ συνομιλεί με τον Προυστ, τον Μούζιλ, τον Τζόυς, τον Κάφκα, τον Στεντάλ, χωρίς να κουράζει, παρασύροντας τον αναγνώστη στον γοητευτικό του κόσμο από τον οποίο μόνο σοφότερος μπορείς να βγεις.
«…Στο μεταξύ ο Σαλβατόρε είχε αφήσει το βιβλίο του και είχε βάλει κανονικά τα γυαλιά του. Δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορούσε να μην ανοίξει ένα βιβλίο μόλις σχολούσε, όταν επιτέλους τελείωνε το τρέξιμο όλης της ημέρας, ακόμη κι όταν είχε ξεχάσει τα γυαλιά διαβάσματος στην εφημερίδα, όπως σήμερα. Λόγω της υπερβολικής του μυωπίας, χωρίς τα γυαλιά αποκρυπτογραφούσε την κάθε λέξη με την ταχύτητα ενός παιδιού πρώτης δημοτικού, αλλά αυτή την ώρα της ημέρας δεν μπορούσε με τίποτα να αντισταθεί στην ανάγκη του για διάβασμα. Όταν σχολάω καταφεύγω στην πεζογραφία για να σωθώ, σαν να’ταν νησί, είπε ο Σαλβατόρε. Όλη μέρα την περνάω μέσα σ’ένα θορυβώδες ποτάμι στην σύνταξη της εφημερίδας, όμως το απόγευμα μεταφέρομαι ψηλά πάνω σ’ένα νησί, και μόλις αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες λέξεις, νιώθω κάθε φορά λες και κωπηλατώ και φεύγω μακριά μες στο νερό. Μονάχα χάρη σε αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω σήμερα ακόμη τα λογικά μου.»
Gustav Mahler - Adagietto (from Symphony Nr 5)