Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2018 | Permalink
"Η Υπηρεσία Κήπων και Λιμνών"

Το βλέμμα στέκεται στο εξώφυλλο. Μια νεαρή γυναίκα αγκαλιάζει ένα τεράστιο ψάρι σε μια στάση άκρως ερωτική, τα χείλη μισάνοιχτα, τα μάτια κλειστά. Είναι ένας pop-art πίνακας με τίτλο «Deep water”, του Ιάπωνα εικαστικού Yuji Moriguchi, που κοσμεί το εξώφυλλο του μυθιστορήματος, του Γάλλου συγγραφέα και σεναριογράφου Didier Decoin (Παρίσι, 1945) με τον περίεργο τίτλο, «Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΗΠΩΝ ΚΑΙ ΛΙΜΝΩΝ» («Le bureau des Jardins et des Etangs») – (εκδ. Στερέωμα, (ωραία) μετάφρ. Ιφ. Μποτουροπούλου, σελ. 371), ενός ατμοσφαιρικού και ιδιαίτερα μυθιστορήματος που είναι σαν παραμύθι.


Ιαπωνία, 12ος αιώνας. Ο ψαράς Κατσούρο που τροφοδοτούσε την αυτοκρατορική αυλή με τους υπέροχους κυπρίνους που έπιανε, βρίσκει τραγικό (και λίγο γελοίο) θάνατο. Η χήρα του, η Μιγιούκι, μια όμορφη νεαρή γυναίκα βλέπει τη ζωή της να διαλύεται μετά τον θάνατο του άντρα της, ενώ πανικοβάλλεται με τις συνέπειες του θανάτου του, καθώς η ευημερία ή έστω η επιβίωση του (ασήμαντου κατά τ’ άλλα) χωριού Σιμάε βρισκόταν στα χέρια (ή μάλλον στην απίστευτη ικανότητα) του Κατσούρο να βρίσκει μεγάλους και απαστράπτοντες κυπρίνους και να τους παραδίδει τρεις φορές τον χρόνο στο παλάτι. Η Μιγιούκι αναλαμβάνει να παραδώσει εκείνη, τους κυπρίνους που ήδη είχε πιάσει ο άντρας της, στην υπηρεσία Κήπων και Λιμνών που εδρεύει στο Χεϊανκιό, την αυτοκρατορική πόλη. Γνωρίζει ότι η αποστολή της είναι σχεδόν ακατόρθωτη, μια νέα και αδύνατη γυναίκα φορτωμένη να διασχίσει με τα πόδια την απόσταση που χωρίζει το Σιμάε με το Χεϊανκιό, αλλά η ευθύνη είναι μεγάλη και οι αντίζηλοι από άλλα μέρη είναι πανέτοιμοι να πάρουν την δουλειά από το χωριό της.

Διευθυντής της υπηρεσίας Κήπων και Λιμνών είναι ο γηραιός Νάγκουζα Γουατανάμπε, που γνώριζε ότι κυπρίνους σαν αυτούς που τους φέρνει ο Κατσούρο δεν μπορεί να βρει αλλού. Οι κυπρίνοι χρησίμευαν ως ζωντανοί διάκοσμοι στις λίμνες των ναών της αυτοκρατορικής αυλής και ήταν εκ των ων ουκ άνευ η ανανέωσή τους σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ο Νάγκουζα πληροφορείται τον θάνατο του προμηθευτή του, και περιμένει με αγωνία την Μιγιούκι να φτάσει. Η Μιγιούκι φορτωμένη με τα ειδικά κατασκευασμένα κοφίνια περασμένα σε οριζόντιο δοκάρι ανάμεσα στους ώμους της, και με λίγο ρύζι για φαγητό αλλά και ως ανταλλακτική μονάδα, θα πρέπει να διασχίσει μια επικίνδυνη περιοχή ανάμεσα σε δάση, πλαγιές, αντιμέτωπη με τα στοιχεία της φύσης, βροχές, κρύο, λάσπη, σεισμούς αλλά και επικίνδυνες συναντήσεις με τεράστια ζώα, ληστές, τυχοδιώκτες. Οι κίνδυνοι είναι συνεχείς και παραμονεύουν σε κάθε βήμα, αλλά η Μιγιούκι που βρίσκεται πρώτη φορά στη ζωή της να έχει τέτοια ευθύνη στα χέρια της, έχει πείσμα και θέληση, ενώ νιώθει συνεχώς δίπλα της τον Κατσούρο, αναπολεί τον έρωτά τους, το σώμα του, τις συνευρέσεις τους. Στο δρόμο της θα βρει, προσκυνητές που θα αποδειχτούν απατεώνες, ψαράδες, πλωτά πορνεία, ακόμα και τον διευθυντή της υπηρεσίας Κήπων και Λιμνών Νάγκουζα Γουατανάμπε, σε μια συνάντηση που θα μείνει αξέχαστη και στους δύο, καθώς ο σοφός και στοχαστικός άνδρας (που βλέπει το τέλος της ζωής του να πλησιάζει), είναι ο μόνος που θα εκτιμήσει την Μιγιούκι ως πραγματικά όμορφη γυναίκα και ως αυτόνομη προσωπικότητα.

"Ο Νάγκουζα δεν προσδοκούσε παρά ένα πράγμα: να κάνει ωραίο καιρό τη μέρα του θανάτου του. Γιατί, αντιθέτως με τους αλαζόνες πολεμικούς αρχηγούς που δεν διανοούνται να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο χωρίς να παρασύρουν τους φανατικούς οπαδούς τους μαζί τους, σκεφτόταν με ευχαρίστηση ότι η ζωή θα συνεχιζόταν χωρίς αυτόν. Μετά από έναν ύστατο περίπατο (και αν τα πόδια του αρνούνταν να τον κρατήσουν, δεν θα τον πείραζε να θυμάται κάποιον ιδανικό περίπατο, αντλώντας από τις αναμνήσεις του), θα εγκατέλειπε τη ζωή όπως εγκαταλείπει κανείς ένα κήπο, ένα ναό ή μια βιβλιοθήκη, χωρίς να αναστατώσει τη συνήθη και ήσυχη πορεία των πραγμάτων, ώστε σχεδόν να μη γίνει αντιληπτός ο θάνατός του που θα πρέπει να κάνει περισσότερο θόρυβο από όσο ένα έντομο που πέφτει από ένα κλαδάκι. Ήλπιζε ότι η Δυτική Αγορά, μπροστά από την οποία περνούσε εκείνη τη στιγμή το φορητό κάθισμα, θα συνέχιζε να αντηχεί από το τύμπανο των μπαμπού τα οποία χτυπούσαν με φρενίτιδα οι έμποροι για να θυμίσουν στην πελατεία ότι η φωτιά είχε σκορπίσει σαν σμήνος σπουργιτιών.
Προσευχόταν λοιπόν ώστε η ημέρα της κηδείας τους να είναι ηλιόλουστη, με τα πουλιά να παίζουν στο υγρό μισοσκόταδο ενός μικρού δάσους. Τα πουλιά δεν παίζουν βεβαίως, δεν έχουν χρόνο γι' αυτό, οφείλουν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, αλλά ο Νάγκουζα υπολόγιζε ότι θα του απέμενε αρκετή φαντασία τη στιγμή του θανάτου του για να φανταστεί ένα σμήνος από γαλάζιους μυγοχάφτες να κυνηγιούνται ανάμεσα στα μπαμπού βγάζοντας την αργή και τόσο μελαγχολική κραυγή τους - τέλεια κραυγή για να συνοδεύσει την επιθανάτια αγωνία του τελευταίου διευθυντή της Υπηρεσίας Κήπων και Λιμνών."

Ο Ντεκουάν περιγράφει με έξοχο τρόπο μια όμορφη ιστορία, απλή και με στοιχεία παραμυθιού, αλλά με δυνατό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ο έρωτας που υπερβαίνει τον θάνατο, η απώλεια και η θλίψη, η μάχη της επιβίωσης, η μνήμη και η λησμονιά, η σχετικότητα της ομορφιάς σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, περνάνε μέσα από την σαγηνευτική αφήγηση της ιστορίας που κυριαρχείται από τους δύο (ή και τρεις αν σκεφτείς ότι ο νεκρός Κατσούρο είναι διαρκώς παρών) ήρωες / πρωταγωνιστές της. Η Μιγιούκι και ο Νάγκουζα, δύο άνθρωποι διαφορετικοί από κάθε πλευρά, εκείνη μια αγράμματη και αδαής κοπέλα από το χωριό που δεν είχε βγει καν από τα όριά του, κι εκείνος ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος που βρίσκεται κοντά στο θάνατο και στοχάζεται για το τι τον περιμένει, θα διαγράψουν παράλληλες τροχιές έως ότου συναντηθούν υπό περίεργες συνθήκες.


Γεμάτο αισθησιασμό αυτό το λυρικό και στοχαστικό βιβλίο, είναι πλημμυρισμένο από χρώματα και μυρωδιές από τα λουλούδια κάθε είδους που κατακλύζουν την αφήγηση του Ντεκουάν. Η ματιά της ηρωίδας του γίνεται όσο διασχίζει την ύπαιθρο προς την πόλη, από ασπρόμαυρη σε πολύχρωμη, ο ρυθμός του κόσμου της διαφοροποιείται και όλα δείχνουν διαφορετικά. Ο κόσμος της μεσαιωνικής Ιαπωνίας παρουσιάζεται ολοζώντανος μέσα από την γλαφυρή και φαντεζί ματιά του συγγραφέα, ένας κόσμος όπου η βία παραμονεύει σε κάθε γωνία, η επιβίωση είναι δύσκολη και οι αντιθέσεις τρομακτικές όπως και οι κοινωνικές διαφορές που γίνονται πολύ έντονες καθώς η Μιγιούκι εισέρχεται στην μαγική αυτοκρατορική πόλη, μια πόλη που την θαμπώνει γνωρίζοντας πλέον ότι (αν καταφέρει να επιβιώσει) τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι ίδια ξανά.

Εξαιρετικό μυθιστόρημα το "Η υπηρεσία Κήπων και Λιμνών", γεμάτο ερωτισμό και αισθησιασμό, με επιρροές από μεγάλους Ιάπωνες συγγραφείς όπως οι Καβαμπάτα και Τανιζάκι και σκηνοθέτες όπως οι Όσιμα και Κουροσάβα, καθώς η δομή και ο ρυθμός του είναι κινηματογραφικά (μη ξεχνάμε ότι ο Ντεκουάν είναι σεναριογράφος). Σου αφήνει μια μοναδική αίσθηση πληρότητας και ομορφιάς από την οποία είναι πολύ δύσκολο να βγεις, αρκετές μέρες αφού ολοκληρώσεις την ανάγνωσή του.

"Όταν τελικά ακούμπησε τον πάτο της λίμνης, η Μιγιούκι ξάπλωσε πάνω στο απαλό και γλοιώδες στρώμα του βούρκου. Ο Κατσούρο ήρθε και ξάπλωσε πάνω της. Άνοιξε το κιμονό του για να ελευθερώσει το πέος του. Και την ίδια στιγμή ξέφυγε από τη φούσκα αέρα, η οποία, αν είχε μείνει κολλημένη μαζί του, θα τον είχε ανεβάσει στην επιφάνεια, στερώντας του τη δυνατότητα να εισχωρήσει στο σώμα της γυναίκας του.
Ο φαλλός του είχε μεταμορφωθεί σε μουσούδα κυπρίνου που κουνούσε τα τέσσερα άτακτα μουστάκια του, με τα δυο τού πάνω χείλους, μικρά και σαρκώδη να γαργαλούν την κλειτορίδα της νέας γυναίκας, ενώ τα δυο μεγαλύτερα στην συναρμογή των χειλιών χάιδευαν τα τοιχώματα του κόλπου της.
Η Μιγιούκι απόλαυσε στο όνειρο πολλούς οργασμούς μέσα στη νύχτα. Το σώμα της λύγιζε όπως οι τοξωτές γέφυρες που είχε διασχίσει για να περάσει πάνω από τον ποταμό Καμογκάβα. Και πράγματι, ήταν ένα είδος γέφυρας, γιατί η έντονη ηδονή που ένιωθε σε κάθε ονειρικό χάδι του πέους με μουσούδα κυπρίνου, αυτή η ηδονή χόρευε επάνω της, έτρεχε χορεύοντας από την κοιλιά της μέχρι το κεφάλι.
Τον τελευταίο οργασμό τον ένιωσε την αυγή, ενώ ξημέρωνε. Η ψάθα της είχε γεμίσει με τα υγρά της. Η κραυγή της ηδονής της ανακατεύθηκε με τις φωνές των εμπόρων που κατέκλυζαν την Δυτική αγορά εκείνη τη μέρα λειτουργίας της."

Βαθμολογία: 83 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home