Name: Librofilo (Books'aficionado) From: Athens, Greece About me: Αυτό το ιστολόγιο, υπάρχει από τον Μάιο του 2006 και ασχολείται κυρίως με κριτικές βιβλίων (ως επί το πλείστον λογοτεχνίας αλλά και μερικά δοκίμια ή πολιτικά και ιστορικά κείμενα). Τα τελευταία χρόνια αποφάσισα να μην ασχολούμαι με βιβλία που διάβασα για τα οποία δεν έχω τίποτα να πω (άσχετα με την αξία τους) ή με βιβλία τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου (και πιστέψτε με είναι αρκετά). Ο σκοπός του blog αυτού δεν είναι να αναπαράγει δελτία τύπου αλλά να γίνεται κατανοητό το βιβλίο που παρουσιάζεται και ο αρθρογράφος να καταφέρει να δώσει στον αναγνώστη του, μια (όσο γίνεται περισσότερο) πληρέστερη εικόνα της ιστορίας και της τεχνικής του συγγραφέα. Πάνω απ' όλα βέβαια αυτό που χαρακτηρίζει αυτό το blog είναι η απεριόριστη αγάπη για το καλό μυθιστόρημα, την καλή λογοτεχνία (χωρίς εισαγωγικά) και γι' αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει όσο εκδίδεται τέτοια.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2018 | Permalink
"Ο θάνατος του αστρίτη" + "Δραμάιλο" - Εικόνες της ελληνικής επαρχίας μέσα από δύο συλλογές διηγημάτων
Από
τον νομό Δράμας, στον νομό Ηλείας, εικόνες της ελληνικής επαρχίας. Η γεωγραφική
απόσταση μεγάλη αλλά η λογοτεχνική απόσταση μικρή. Ασκήσεις μνήμης από δύο
ποιητές διαφορετικών γενεών με μεγάλη ηλικιακή απόσταση, που όμως κάπου
συναντιούνται με τα νέα τους βιβλία στα οποία αφηγούνται ιστορίες του τόπου
τους. Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος (1954, Νεμούτα Ηλείας), στα 64 του χρόνια κάνει
την πρώτη του απόπειρα στον πεζό λόγο, με την θαυμάσια συλλογή διηγημάτων «Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ και άλλες ιστορίες», και ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου (1983,
Δράμα) μετά από 4 ποιητικές συλλογές, εκδίδει το «ΔΡΑΜΑΪΛΟ», ένα έξοχο
ιδιόμορφο βιβλίο με ιστορίες και φωτογραφίες (που είναι σαν ιστορίες). Ας τα
δούμε αναλυτικότερα…
Ο
Δημήτρης Κανελλόπουλος, ποιητής δοκιμασμένος και έμπειρος, εκδότης του καλού
λογοτεχνικού περιοδικού «Οροπέδιο», με την συλλογή διηγημάτων «Ο θάνατος του
αστρίτη» (εκδ. Κίχλη, σελ.141), «δοκιμάζεται» για πρώτη φορά στον πεζό λόγο με
αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Τα δέκα διηγήματα του βιβλίου είναι γραμμένα σε
νατουραλιστικό ύφος, με ιστορίες που διαδραματίζονται στην περιοχή της Ηλείας
και οι περισσότερες στο χωριό Νεμούτα, γενέθλιο τόπο του συγγραφέα (στον οποίον
έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του). Το χρονικό πλαίσιο των ιστοριών εκτείνεται
σε μια περίοδο 50 χρόνων, από την Μικρασιατική εκστρατεία μέχρι τα πρώτα χρόνια
μετά την μεταπολίτευση, όπου ο συγγραφέας αφηγείται ιστορίες με
χαρακτηριστικούς τύπους, οικογενειακά δράματα – στον φόντο μπαίνουν τα ιστορικά
γεγονότα, ο πόλεμος του 40, η κατοχή, ο εμφύλιος, οι αντάρτες, η μετανάστευση.
Οι ήρωες των ιστοριών του Κανελλόπουλου παρασύρονται από την δίνη των
γεγονότων, μικρών και μεγάλων, προσπαθούν να επιβιώσουν σε εποχές δύσκολες,
ανάπτυξης και παρακμής, χαράς και λύπης, ανόδου και πτώσης.
«Η
πρώτη συλλογή διηγημάτων μου, με τίτλο «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες
ιστορίες», αποτελεί προϊόν αφύπνισης της μνήμης για τον γενέθλιο τόπο. Σε αυτή
την ανάκληση του κόσμου του χθες με ώθησε η φθορά των ήχων, των λέξεων, των
εικόνων, καθώς και η απώλεια των ανθρώπων, πραγμάτων και καταστάσεων στο
πέρασμα του χρόνου. Οδηγός μου στο ταξίδι αυτό δεν ήταν η νοσταλγία. Θέλησα
απλώς να διασώσω από τη λήθη εκείνες τις σκοτεινές και θλιβερές όψεις της ζωής
που αφήνει στη σκιά ο εξωραϊσμός της μνήμης. Ανασύροντας ιστορίες από το
παρελθόν, επιδίωξα να περιγράψω έναν κόσμο πραγματικό που πολύ απέχει από την
εικόνα που δημιουργεί η νοσταλγική αναπόληση▪ έναν κόσμο σκληρό, που
διακατεχόταν από πάθη και ένστικτα σκοτεινά, αλλά συνάμα διέθετε απλότητα και
ομορφιά που έχουν εκλείψει στις μέρες μας. Προσπάθησα να δώσω πνοή στο βλέμμα
και στη φωνή των ανθρώπων μιας εποχής αλλοτινής. Γιατί στο βλέμμα και στη φωνή
τους καθρεφτίζεται η ψυχή τους. Και αυτήν ακριβώς την ψυχή θέλησα να αναστήσω»
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Οι
εικόνες που μεταφέρει ο Κανελλόπουλος στο χαρτί είναι σκληρές και γεμάτες βία,
αγροτικές εργασίες, έχθρες και μίση, προξενιά και έρωτες, το χρήμα και οι
κληρονομιές, παρεξηγήσεις και συμφιλιώσεις, βεντέτες και γάμοι, συζητήσεις στα
καφενεία, φτώχεια και αγώνας, θάνατοι (πολλοί θάνατοι) και πάθη. Το κοινωνικό
σχόλιο είναι εμφανές σε δεύτερο επίπεδο, ενώ η υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας
είναι έντονη και περνάει μέσα από τις ιστορίες. Οι λεπτομέρειες στα διηγήματα
είναι εξαιρετικές, «ακούμε» κυριολεκτικά τον ήχο του όπλου μέσα στη σπηλιά, τις
φτυαριές πάνω από τα φέρετρα, τον ήχο των ρυακιών και των ρεμάτων, «μυρίζουμε»
τα δωμάτια των σπιτιών, το λιτό φαγητό. Σκηνές της επαρχίας, καθόλου
ειδυλλιακές, σκληρές και πολύ καθημερινές.
Χαρακτηριστικοί
τύποι του χωριού μπαινοβγαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, με ονόματα που
τραβάνε την προσοχή: «Τάσης Βασκαντήρας», «Μουστοβασίλης», «Αγαμέμνων
Απαλοχέρης», «ο Ντίνος ο Γαζέτας», «ο Τραγότσαλος», διάλογοι ζωντανοί, ιστορίες
απλές αλλά αφοπλιστικές που καθώς προχωράει το βιβλίο και ο αναγνώστης
εισέρχεται όλο και περισσότερο στο κλίμα του, τον παρασύρουν και τον βυθίζουν
μέσα τους. Στο βιβλίο διακρίνονται απόηχοι από Καρκαβίτσα, Βαλτινό,
Παπαδημητρακόπουλο αλλά και Μηλιώνη, Παπαμάρκο.
Είναι
γεγονός ότι δεν είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο επίπεδο, υπάρχει ανισότητα σε
κάποιες από τις ιστορίες, ξεχωρίζουν όμως τρία-τέσσερα, τα οποία είναι πολύ
καλά, θα τα χαρακτήριζα εξαιρετικά. «Η μισάντρα», «Η δωρεά», «Ο Τάσης
Βασκαντήρας» και (κυρίως το εκπληκτικό) «Η μάνα δεν ήξερε γράμματα» που κλείνει
την συλλογή αρμονικά, είναι στιβαρές και πολύ ποιοτικές ιστορίες, που θα
μπορούσαν το καθένα από αυτά να σταθούν ως αυτόνομες νουβέλες.
Οικονομία
λόγου, γλαφυρότητα και δυναμισμός στην αφήγηση, όπως και η ακρίβεια και η
αφαίρεση, δείγμα της ποιητικής σκευής του Κανελλόπουλου χαρακτηρίζουν την
συλλογή. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να εκβιάσει ηθικά διδάγματα, στέκεται πάνω
από τους ήρωές του με αγάπη και συμπόνια ελέγχοντας απόλυτα τον ρυθμό των
ιστοριών του, δίνοντας με λίγα αλλά μεστά λόγια στον αναγνώστη να καταλάβει και
να μπει στο κλίμα. Ένα βιβλίο που δείχνει ότι ο συγγραφέας του, μπορεί να
"ανοιχθεί" και σε άλλα λογοτεχνικά είδη με την ίδια επιτυχία (ίσως
και μεγαλύτερη) από αυτήν που είχε ως ποιητής.
Εκλεκτικές
συγγένειες με τον "Θάνατο του αστρίτη" βρήκα στο ύφος των ιστοριών
του νεότατου ποιητή και εικαστικού, Κυριάκου Συφιλτζόγλου στο «Δραμάιλο» (εκδ. Αντίποδες, σελ.77), ένα
εκπληκτικό μικρό βιβλίο σε έκδοση κόσμημα, που αποτελεί ένα ταξίδι μέσα σε ερειπωμένα
σπίτια της Δραμινής επαρχίας, όπου «συνομιλούν» οι μικρές ιστορίες (πολλές από
αυτές, είναι μόνο μια παράγραφος) με τις λιτές αλλά υπέροχες φωτογραφίες του
συγγραφέα.
«Δραμάιλο < Δραμάγιλο < Δραμάγιολου (τουρκ.): ο δρόμος για τη Δράμα.»
Παράθεση
ονομάτων σαν προσκλητήριο νεκρών, χρονολογίες γέννησης και θανάτου μετατρέπουν
την συλλογή από ιδιωτική σε συλλογική, την ιστορία από προσωπική σε γενική, την
θλίψη από ατομική σε γενική. Το βιβλίο έχει χρώμα ασπρόμαυρο, σαν τα
συναισθήματα που σου γεννάει, σαν τις φωτογραφίες που βρίσκονται στις σελίδες
του. Εικόνες από σπίτια μισογκρεμισμένα, πορτρέτα ανθρώπων, νεκροταφεία, ένας
τάφος σε ένα λιβάδι, μια καρέκλα, δυο κρεμάστρες, η μια κενή, η άλλη έχει ένα
παντελόνι, μια μικρή εικόνα και δίπλα ένα σκουριασμένο κουτάλι, ένα ζευγάρι,
ένα διπλό κρεβάτι. Θα μπορούσαν να είναι σε ένα παράδρομο του Route 66, θα μπορούσαν να είναι σε μια στέπα της Ρωσίας,
εικόνες που στέκεσαι και τις κοιτάς για ώρες καθώς «αφηγούνται» με διαφορετικό
τρόπο, άλλες ιστορίες ή μήπως είναι οι ίδιες;
«Αυτός
το ’38, το ’39 ΄χε παντρευτεί, θα σε γελάσω. Γιανγκουνίδης Παύλος. Με τον
αδερφό μου κάναν παρέα. Ίδιο λόχο και στην Αλβανία. Όχι, παιδιά δεν θυμάμαι.
Γύρισε και με τα χωράφια, καπνά κυρίως. Ελάχιστα σου λέω, όλα οι Βούλγαροι τα
παίρναν. Ναι, απ’ ένα χωριό της Τραπεζούντας. Το δικό μας ήταν η Τσιρογιάννη,
απ’ τη Ραιδεστό, Θρακιώτες. Ήσυχο κορίτσι. Το ’43 έγινε αυτό. Ούτε τότε είχαν
παιδιά. Τη βρήκε χαλασμένη, στα αίματα. Τίποτα, κανένα δεν έπιασαν. Ναι, τη
θάψαν. Αυτός χάζεψε, γυρνούσε όλη μέρα μ’ ένα στειλιάρι. Το χτυπούσε στο χώμα
και φώναζε, «Κόλαση, Παράδεισος». Τίποτα άλλο. Αυτό μονάχα. Όχι, δεν πείραξε
κανέναν, ποτέ. Πως δε τη θυμάμαι, όμορφη ήταν, Ναταλία τη λέγαν. Ναι, εδώ,
συνταξιούχος τώρα. Να’σαι καλά.»
Το
«Δραμάιλο» (αφιερωμένο στην μητέρα του συγγραφέα που σχετικά πρόσφατα χάθηκε), είναι
μια συλλογή πεζοποιημάτων, καθώς τα πεζά διακρίνονται από έντονη ποιητικότητα,
ο λόγος είναι υπαινικτικός και αφαιρετικός, ενώ η προφορικότητα στην γραφή έχει
δύναμη παρά την δυσκολία που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης με τις πολλές άγνωστες
λέξεις (ντοπιολαλιές και κατασκευές του συγγραφέα) και την απουσία γλωσσαριού,
παρασύρεται όμως από τον λυρισμό και την γοητεία του κειμένου, διαβάζοντας τις
ιστορίες δυο και τρεις φορές για να τις κατανοήσει.
Σταυροδρόμι
πολιτισμών ο νομός Δράμας και οι γύρω περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας, με
πρόσφυγες Καππαδόκες, Πόντιους, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, οι οποίοι
έφτασαν στον τόπο με τις ανταλλαγές των πληθυσμών τα χρόνια που ακολούθησαν την
Μικρασιατική καταστροφή. Ο Συφιλτζόγλου καταγόμενος κι αυτός από μια τέτοια
οικογένεια (ο πατέρας Καππαδόκης, η μάνα Πόντια), άκουγε από μικρός τους ήχους,
τις λέξεις, τις προφορές - όλα αυτά τα ενσωματώνει με δημιουργικό και
ευρηματικό τρόπο στις ιστορίες του. Δεν είναι όμως μόνο η γλώσσα που ζωντανεύει
μέσα από τη μνήμη, είναι και οι εικόνες από σφαγές και βιασμούς, από την
Βουλγαρική κατοχή, από πολέμους που περνάνε δυναμικά μέσα από τις σελίδες της
συλλογής, άλλοτε ως κεντρικό σημείο, άλλοτε χρησιμεύοντας ως φόντο.
«Ο μπαρμπα-Λιας,
με την Ακού-γιαγιά κι εφτά παιδιά. Ανταναλής, κοντόκανος, με καλπάκι στο
κεφάλι. Με βράκα στο γόνατο. Στο ξεραντήριο την πέρναγε. Μια ζωή δυο μέτρα κάτω
από το χώμα, δροσά και θεριακλής. Κατέβαζε καπνό απ' το σιρίκι, παστάλι κι αλαμπούρα.
Πουλούσε γύρω στα χωριά, πότε αυγό πότε δεκάρα. Το υπόλοιπο στο γόνατο,
ψιλόκομα με το χαβάνι, χαρμάνι δυνατό. Μια δυο οι τζούρες, γιαβάσικο στα χείλη,
τα μάτια τεμλερέ. Έτσι κυλούσε ο καιρός, μέχρι την καρφωτή. Μπουκάρουν νύχτα οι
χωροφυλάκοι, τον πιάνουν στο χαβά. Του σκαν σκαμπίλι ανάστροφο, του ρίχνουν τον
καπνό. Τραβά μαχαίρι αυτός, στις καρωτίδες σταυρωτά. Δερβίσηδες τα όργανα, το
αίμα γύρω χορευτό. Ο μπαρμπα-Λιας σιχτίριζε, του βρέχαν το παστάλι.»
Απόηχοι του
παρελθόντος που καθορίζονται από το ύφος των μικροϊστοριών που αφηγείται ο
Συφιλτζόγλου, καθώς η μνήμη και η απώλεια κυριαρχούν στο βιβλίο. Βία και
θάνατος, προσφυγιά και ξεριζωμός. Ένας τόπος που έχει γνωρίσει μετακινήσεις
πληθυσμών, καταστροφές, πολέμους, κατοχές. Ένα σταυροδρόμι ζώντων και τεθνεώτων
και ο συγγραφέας με μάτι εξασκημένο αιχμαλωτίζει εικόνες, που τις μεταφέρει
δημιουργικά στο χαρτί. Το ταλέντο του Συφιλτζόγλου ξεχειλίζει, εξαίρετος
ποιητής, εκπληκτικός φωτογράφος, έξοχος πεζογράφος, από αυτόν πρέπει να
περιμένουμε πολλά!
«Ιωάννης
Μωύσογλου, κλάση ’21. Τον πήραν οι Βούλγαροι το ’43, ντουρντουβάκι, να σπάει
πέτρες στο Τσέρο Τσάροβο. Γύρισε με πετροζουλήγματα στα πόδια. Ούτε οι ντομάτες
με ζάχαρη ούτε τα κρεμμύδια ούτε η κοπριά. Τίποτα. Γίναν τα πόδια του σαν
μαυρολάχανα. Βγάλαν σκουλήκια και πριν πεθάνει είχαν ήδη αρχίζει να τον
κονταίνουν.»
Όσο αφορά το "Θάνατο του αστρίτη" το βρήκα άρτιο τόσο υφολογικά όσο και δραματουργικά - μια αξιόλογη συλλογή που πρέπει να διαβαστεί, και, νομίζω, θα διαβαστεί. Όμως, αυτού του είδους τα βιβλία μου φέρνουν στο νου ένα θαυμάσιο κυρίως πιάτο που σερβίρεται μετά το γλυκό...
Εννοώ πως "Ο Αστρίτης" διαβάζεται όπως ακούγεται η μουσική των Monophonics, Amy Winehouse, Sharon Jones, Charles Bradley, Nick Waterhouse. Εξαίσιες μελωδίες αλλά ετεροχρονισμένες. Στο ίδιο στυλ εκτιμώ περισσότερο τα "πειραγμένα" κομμάτια των Gramatik και Frenic. Θέμα γούστου.
Επανέρχομαι γιατί αναρωτιέμαι τι επιπτώσεις έχει στα διηγήματα του «Αστρίτη» ο ετεροχρονισμός τους, ότι γράφτηκαν 50, 70, ίσως και 100 χρόνια μετά από μια «φυσική» τους δημοσίευση. Σκέφτομαι πως αν δημοσιεύονταν στον «καιρό» τους, η δραματικότητα, που είναι η καρδιά όλων των ιστοριών, θα ήταν πιστευτή∙ ο αναγνώστης θα ζούσε κάθε στιγμή της ιστορίας ακόμα κι αν αυτή ήταν φανταστική – όπως και είναι. Όμως η δημοσίευση των ιστοριών αυτών σήμερα, το 2018, νομίζω πως στερεί από τον αναγνώστη την αληθινή συγκίνηση που επικαλούνται - και όχι άδικα - οι εν λόγω ιστορίες. Έτσι, με μια δεύτερη ανάγνωση, βλέπουμε μόνο έναν δεξιοτέχνη συγγραφέα να χειρίζεται άριστα τη γλώσσα του τόπου του, και, τελικά, τα διηγήματα να απογυμνώνονται από τον δραματικό χαρακτήρα τους και να διαβάζονται πλέον ως απολαυστικές δημιουργίες στο ... «αποστειρωμένο» περιβάλλον της πολίχνης.
Όσο αφορά το "Θάνατο του αστρίτη" το βρήκα άρτιο τόσο υφολογικά όσο και δραματουργικά - μια αξιόλογη συλλογή που πρέπει να διαβαστεί, και, νομίζω, θα διαβαστεί. Όμως, αυτού του είδους τα βιβλία μου φέρνουν στο νου ένα θαυμάσιο κυρίως πιάτο που σερβίρεται μετά το γλυκό...