Παρασκευή, Μαΐου 31, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 31, 2019 | Permalink
Κόκαλα από ήλιο

Στην αρχή σε εντυπωσιάζει το ύφος! Μπερδεύεσαι λίγο από την έλλειψη σημείων στίξης - χωρίς τελεία, ένα βιβλίο ολόκληρο μια πρόταση χμμ -, μετά από δυο τρεις σελίδες, συνηθίζεις. Στη διάρκεια της ανάγνωσης, συνειδητοποιείς ότι διαβάζεις μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος· μια ιστορία σπαρακτική που στην ραχοκοκαλιά της περικλείει όλες τις βασικές ιδιότητες που κάνουν ένα βιβλίο ξεχωριστό και για τις οποίες θα μιλήσω παρακάτω. Ο λόγος για το μυθιστόρημα του Ιρλανδού Mike McCormack (Λονδίνο 1965) με τίτλο "ΚΟΚΑΛΑ ΑΠΟ ΗΛΙΟ" ("Solar bones") - (εκδ. Αντίποδες, μετάφρ. Π.Κεχαγιάς, σελ. 329), ένα βιβλίο, που βραβεύτηκε το 2016 με το Goldsmiths prize και το 2018 με το International Dublin literary award, και το οποίο, έγινε περισσότερο γνωστό στη χώρα μας, και δημιούργησε ένα hype όταν κυκλοφόρησε, για το μοντερνιστικό του στυλ, αποδεικνύεται όμως ένα έξοχο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.


Ιρλανδία, δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και το ημερολόγιο γράφει 2 Νοεμβρίου, είναι η "Ημέρα των Ψυχών" ("All Souls Day"), οι καμπάνες του Λούισμπεργκ, της κομητείας Μάγιο, στη δυτική ακτή του νησιού, χτυπάνε και ο Μάρκους Κονγουέι, ένας σοβαρός, μεσήλικας μεσοαστός, περιγράφει μέσα σε μία ώρα, από τις 12 έως τη 1μ.μ, τη ζωή των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων (και όχι μόνο) που ζει σε αυτό το σπίτι με την οικογένειά του, τη σύζυγό του Μερέιντ και τα δύο του παιδιά, την Άγκνες και τον Ντάνα.

Μέσα από την συνειδησιακή ροή του λόγου του αφηγητή, περνάνε οι επαγγελματικές του στιγμές, η οικογενειακή ζωή με τα μικρά και τα μεγάλα της προβλήματα, οι ευτυχισμένες στιγμές με την Μερέιντ αλλά και κάποιες άσχημες, τα δύο του παιδιά που ενήλικες πλέον ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, η ζωγράφος Άγκνες με την έκθεση στο Γκάλγουεϊ (την πόλη που ζει), που τους σκανδαλίζει όλους και πρώτιστα τον πατέρα της, ο Ντάνα που κάνει την επανάστασή του φεύγοντας για την Αυστραλία σε μια (όπως λέει) φωτογραφική αποστολή. Περνάνε σκηνές καθημερινότητας - οι γείτονες με το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά σαν καλορυθμισμένα ρολόγια, οι συνομιλίες με τα παιδιά όταν ήταν μικρότερα, η επικοινωνία με skype με τον Ντάνα, οι μουσικές των King Crimson, των Radiohead, το Battlestar Galactica και άλλα.


"...και κοίταξα την οθόνη να μαυρίζει με μια έκρηξη από παράσιτα ενώ έσβηνε, βυθίζοντας το δωμάτιο σε μια σκοτεινή σιωπή και κάτι σαν κάψιμο πίσω από τα μάτια μου σαν να τα είχε τσουρουφλίσει το φως της οθόνης, η αίσθηση που φαντάζεσαι ότι θα είχες λίγο πριν ο κόσμος παραδοθεί στις φλόγες, μια στοχευμένη διάβρωση που κατατρώει τα ραβδία και τα κωνία, διαλύοντας την εσωτερική δομή των ματιών μέχρι που να βγουν από τη θέση τους και να χυθούν στα μάγουλα, κι εσύ να μείνεις με άδειες κόγχες στη μέση κάποιας ερημιάς με τον άνεμο να περνάει σφυρίζοντας μέσα απ' το κρανίο σου, λίγο πριν ο κόσμος καταρρεύσει
βουνά, ποτάμια και λίμνες
εκτάρια, στρέμματα, τετραγωνικά
στη λήθη, πριν παρασυρθεί σ' εκείνο το ρήγμα της πλάσης όπου όλοι καταστρέφονται στις ανταριασμένες παλίρροιες και τα κύματα της ανυπαρξίας, ο υλικός κόσμος να παραδίνεται στις φλόγες
βουνά, ποτάμια και λίμνες
και μαζί του να χάνονται και όλοι εκείνοι οι ανθρώπινοι ρυθμοί που μας ενώνουν και συγκροτούν το κόσμο σε κοινότητα, κάθε μέρα οι ίδιες
τελετές, ρυθμοί και τελετουργίες
που κρατάνε τον κόσμο όρθιο σαν κόκαλα από ήλιο, εκείνο το απόκρυφο αμάλγαμα από χρόνο κι από φως που το βλέπω να εκτείνεται μέσα σε κάθε λεπτό της ημέρας από τη στιγμή που σηκώνομαι το πρωί και στέκομαι στο παράθυρο της κουζίνας μ' ένα φλυτζάνι τσάι στο χέρι, κοιτάζοντας τα πρώτα αυτοκίνητα να περνάνε στο δρόμο, όλα τους γνωστά..."

Ο Μάρκους είναι μηχανικός, που εργάζεται στην περιφέρεια, έχει δηλαδή στην ευθύνη του τα δημόσια έργα για την κομητεία, ενώ ειδικεύεται στην κατασκευή γεφυριών. Περιγράφει το επίπλαστο οικονομικό θαύμα της Ιρλανδίας και την οικονομική κρίση που ακολούθησε. Τις ρεμούλες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη δουλειά του, ενώ μέσα από γκροτέσκες σκηνές, με την περιγραφή ενός ιού που χτυπάει την πόλη, και για τον οποίο "ουδείς ευθύνεται" παρά μόνο η άναρχη επέκταση της πόλης, ο γρήγορος πλουτισμός, περιγράφεται εμμέσως η ατμόσφαιρα της χώρας, όταν χτύπησε η οικονομική κρίση.
Ο Μάρκους αναζητάει τις ευθύνες του, για τα παιδιά του, για το αν έπρεπε να κλείσει τα μάτια και να μην επιμένει σε κάποιες επαγγελματικές αποφάσεις συμβιβαζόμενος με την πραγματικότητα, για τον πατέρα του που πέθανε μόνος, κάνει έναν απολογισμό, εισδύοντας στα βαθύτερα της ύπαρξής του.

"...κανείς δεν έφταιγε και κανείς δεν ήταν υπεύθυνος
η είδηση αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα της πόλης σαν ομίχλη που κάθε μέρα που περνούσε πύκνωνε και κουκούλωνε την καταστροφή και φαινόταν πια ότι κανείς δεν θα βρισκόταν υπόλογος, η πόλη ήταν πια τόσο βαθιά τυλιγμένη στη καταχνιά που
άρχισε να κατοικεί σ' έναν ονειρικό χρόνο όπου το παρελθόν και το μέλλον της εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα, μια ολόκληρη πόλη που ονειρευόταν τον εαυτό της με όλα της τα κτίρια, καινούργια και παλιά, όλους τους ασφάλτινους και λιθόστρωτους δρόμους, όλα της τα ρολόγια και τα καμπαναριά, όλες της τις πινακίδες και τα μνημεία και τα αγάλματα, όλα της τα οριζόντια δίκτυα, το νερό και το ηλεκτρικό, κάθε κομμάτι της να συσπάται ανάμεσα στην πραγματική της υπόσταση και στην ονειρική της ζωή όπου περνούσε μέσα απ' όλες τις μορφές του παρελθόντος της, η ιστορία της εκτυλισσόταν σε ένα ασταμάτητο ντελίριο..."


Το παρελθόν εισέρχεται στο παρόν και οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, οι αδιόρατες κινήσεις, εναλλάσσονται με τα μεγάλα προβλήματα της Ιρλανδίας αλλά και της ανθρωπότητας, μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του Μάρκους, σε ένα μυθιστόρημα που αποτίει φόρο τιμής στους γίγαντες της Ιρλανδικής λογοτεχνίας, συνδιαλεγόμενο απευθείας μαζί τους. Τζόις και Μπέκετ βρίσκονται μπροστά μας, μέσα από την γραφή του Μακόρμακ - περισσότερο ο πρώτος θα έλεγα, ενώ ο ρυθμός του βιβλίου έχει μια μουσικότητα που ξαφνιάζει, και η κλίμακα της έντασης παίρνει μαζί της τον αναγνώστη σε ένα υπέροχο ταξίδι απόλαυσης. Όπως έγραψε κι ένας ξένος κριτικός, το μυθιστόρημα αποτελεί "ένα ξόρκι για τα φαντάσματα της ζωής μας" - οι "Νεκροί" του Τζόις δεν βρίσκονται πολύ μακριά...

Ολοζώντανη και ιδιαίτερα εντυπωσιακή αφήγηση μέσα από τον μοντερνισμό του ύφους, που στην περίπτωση του βιβλίου λειτουργεί ιδανικά, και εξυπηρετεί απόλυτα τον ρυθμό του μυθιστορήματος, κάνοντας τον ενεργητικό αναγνώστη μέρος της ιστορίας. Ανθρωπιά και ενσυναίσθηση, τρυφερότητα και αγάπη, ξεχειλίζουν από τις σελίδες ενός έξοχου σπαρακτικού αλλά και γεμάτου χιούμορ, "πλούσιου μυθιστορήματος" από το οποίο δεν πετάς κυριολεκτικά τίποτα. Πολλά βεβαίως οφείλουμε στην θαυμάσια μετάφραση του Π.Κεχαγιά, ο οποίος "έπιασε" απόλυτα τον ρυθμό και το ύφος του συγγραφέα.

Βαθμολογία 85 / 100



 
Δευτέρα, Μαΐου 27, 2019
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 27, 2019 | Permalink
"Όταν δεν το περιμένεις"

Πολλές φορές, τα ωραία βιβλία σε βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένεις. Τι πιο ταιριαστός λοιπόν, ο τίτλος μιας από αυτές τις αναπάντεχες λογοτεχνικές συναντήσεις, που περιγράφει ακριβώς αυτό το συναίσθημα της έκπληξης. Το «ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ» («Widerfahrnis») το βραβευμένο με το εθνικό βραβείο της χώρας, το 2016, μυθιστόρημα του Γερμανού Bodo Kirchhoff (Αμβούργο,1948) – (εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Δέσπ. Κανελλοπούλου, σελ.266), αυτό το ιδιόμορφο «μυθιστόρημα δρόμου», είναι ένα γλυκόπικρο βιβλίο γεμάτο ανθρωπιά, με μια ιστορία τόσο σαγηνευτική που είναι αδύνατο να της αντισταθείς.

«Οι αναμνήσεις θα έπρεπε να είναι σαν τα λήμματα μιας εγκυκλοπαίδειας, να χρησιμεύουν μόνο στο να βάζουν τις σωστές πληροφορίες στη σωστή σειρά, αλλά στην πραγματικότητα είναι ψίθυροι, σειρήνες που έρχονται να σε πλανέψουν ή να σε πληγώσουν, ή και τα δύο μαζί.»


Ο Γιούλιους Ράιτερ και η Λεώνη Παλμ. Δύο ολοζώντανοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, δύο άνθρωποι ηλικιωμένοι, εκείνος πλησιάζει τα 70, εκείνη μικρότερη, που έχουν περάσει από σκοπέλους και τρικυμίες στη ζωή τους, συναντιούνται και αποτολμούν ένα ταξίδι προς τον Νότο, για όπου τους βγάλει, γνωρίζοντας μέσα τους, ότι όταν επιστρέψουν τίποτα δεν θα είναι ίδιο στη ζωή τους, από εδώ και πέρα.

Ο Ράιτερ, είχε έναν αρκετά γνωστό εκδοτικό οίκο που έκλεισε, η Λεώνη ένα καπελάδικο που χτυπήθηκε από την πορεία των πραγμάτων – οι άνθρωποι δεν διαβάζουν βιβλία και δεν αγοράζουν ποιοτικά καπέλα πλέον. Ζουν και οι δυο, σε ένα συγκρότημα κατοικιών στις Βαυαρικές Άλπεις, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία και ένα βράδυ, η Λεώνη βρίσκεται έξω από την πόρτα του Ράιτερ, ο οποίος το ίδιο απόγευμα είχε διαλέξει στη τύχη, ένα μικρό βιβλίο χωρίς τίτλο, με μόνο το όνομα της συγγραφέως στο εξώφυλλο,  από την βιβλιοθήκη του συγκροτήματος. Η Λεώνη τον ενοχλεί βραδιάτικα για να τον καλέσει στην αναγνωστική λέσχη που συντονίζει κι εκείνος της προσφέρει ένα ποτήρι κόκκινο Ιταλικό κρασί. Πάνω στη κουβέντα του μιλάει για ένα παλιό BMW ανοιχτό αυτοκίνητο που έχει και δεν το μετακινεί πια. Συμφωνούν να πάνε μέσα στη νύχτα για ένα τεστ-ντράιβ, να δουν αν λειτουργεί το αυτοκίνητο. Είναι άνοιξη, έξω έχει χιονίσει, το κρύο είναι τσουχτερό και με τα πολλά, το βάζουν μπροστά και φεύγουν. Χωρίς να το πολυσκεφτούν, θα βρεθούν στην Αυστρία και αποφασίζουν να τραβήξουν προς την Ιταλία καθώς η αίσθηση της ελευθερίας στο δρόμο τους κατακλύζει και η κουβέντα-γνωριμία τους παρασέρνει.

«Ο Ράιτερ κοίταζε τον δρόμο, είχε σχεδόν ξεχάσει πόσο όμορφη μπορούσε να είναι η οδήγηση τη νύχτα πλάι σε μια γυναίκα.»

Διατρέχοντας τον Ιταλικό αυτοκινητόδρομο και σταματώντας για προμήθειες σε τσιγάρα, τρόφιμα και πρόχειρα ρούχα, η απόφαση είναι ομόφωνη – να φτάσουν όσο νοτιότερα μπορούν, ο προορισμός τους είναι πλέον η Σικελία. Η ωραία διαδρομή, ο γλυκός καιρός, αλλά κυρίως η ευκαιρία για ατελείωτους διαλόγους πάνω στη ζωή τους, έχουν φέρει πολύ κοντά τους δύο ανθρώπους που σχεδόν δεν καταλαβαίνουν, πότε θα βρεθούν στην Κατάνια. Εκεί, στο χάος της πόλης με τις φωνές των μικροπωλητών και την πολυκοσμία, θα γνωρίσουν ένα μικρό σκουρόχρωμο κορίτσι, που προσπαθεί να τους πουλήσει ένα μενταγιόν. Το κορίτσι είναι πολύ γλυκό, αμίλητο αλλά και επίμονο, αυτόματα τα ανθρωπιστικά τους αντανακλαστικά θα λειτουργήσουν, θα της προσφέρουν φαγητό, θα την βάλουν στο τραπέζι τους, θα την φιλοξενήσουν στο δωμάτιο που έχουν νοικιάσει. Η περιπέτειά τους αλλάζει ύφος και τόνο και μετατρέπεται από εκδρομή σε κάτι πιο σοβαρό.


Εξαιρετικός αφηγηματικός ρυθμός, διάλογοι αφοπλιστικοί και μια σαγηνευτική ερωτική και όχι μόνο ιστορία, χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα του Κίρχοφ. Οι δύο άνθρωποι στα τελειώματα της ζωής τους, ξανανιώνουν μέσα από την τυχαία γνωριμία τους, δεν θα είναι πλέον δύο ηττημένοι που απλά μετρούσαν τον χρόνο και οι ημέρες τους φαίνονταν ίδιες, αλλά δύο ενήλικες που έχοντας ζήσει γεμάτες ζωές, και κουβαλώντας πληγές και φαντάσματα, θα ξανανιώσουν τον έρωτα, θα ξαναβρούν την χαρά του διαλόγου, την γοητεία της γνωριμίας με έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο. Θα καπνίσουν ατελείωτα τσιγάρα, θα οδηγήσουν για εκατοντάδες χιλιόμετρα ακούγοντας την ίδια παλιομοδίτικη κασέτα, θα ερωτευτούν για τελευταία φορά στη ζωή τους.

«Όλο αυτό μπορεί να τελειώσει εδώ και τώρα, του είπε. Γιατί πιστεύετε ότι βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή οι δυο μας σ’ αυτό εδώ το αυτοκίνητο; Εξαιτίας ενός βιβλίου; Το πιστεύετε στ’ αλήθεια; Πήρε ένα τσιγάρο, πήρε και τον αναπτήρα, και του γύρισε ελαφρά την πλάτη. Βρισκόμαστε εδώ εξαιτίας των ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια ή δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή μας…»

Το μυθιστόρημα, εκτυλίσσεται μέσα σε 4-5 ημέρες (τρεις μέρες θα κάνουν να φτάσουν στην Σικελία και 1-2 μέρες μετά εκεί), και θα αλλάξει ύφος μετά τα 2/3 του, το ανέμελο road trip και η ερωτική ιστορία, θα συναντήσουν την προσφυγική κρίση, θα βρεθούν μπροστά της χωρίς να μπορούν να την αποφύγουν, και αυτόματα τα διλήμματα θα προκύψουν. Τι κάνουν δύο μορφωμένοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μπροστά σε τέτοιες συνθήκες; Η κουλτούρα τους, ο τρόπος σκέψης τους, δεν τους επιτρέπει να γυρίσουν το πρόσωπο. Θα εμπλακούν, και το ταξίδι τους θα αποκτήσει ένα άλλο νόημα. Θα προκύψουν διαφωνίες για τον χειρισμό του και η συνέχεια θα είναι διαφορετική από αυτό που έδειχνε στην πορεία του ταξιδιού τους, ενώ το πικρό φινάλε του βιβλίου θα έρθει φυσιολογικά.

«Κανένα πρώτο φιλί δεν πετυχαίνει αν δεν υπερβείς τον εαυτό σου. Αλλά που θα ήμασταν χωρίς λίγη υπεραυτοεκτίμηση – ο καθένας θα ήταν κλεισμένος στο καβούκι του, ένας πρόσφυγας της ζωής!»

Υπέροχο μυθιστόρημα το «Όταν δεν το περιμένεις», σε εγκλωβίζει μέσα του, με τις κατάλληλες δόσεις συναισθηματισμού, και τους ευφυέστατους διαλόγους, όπως και την αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει. Ανθρωπισμός και αλληλεγγύη, διακριτικότητα και ελπίδα, τα λάθη που κάναμε, οι αποφάσεις που πήραμε, οι άνθρωποι που γίναμε, περνάνε μέσα από τις εξομολογήσεις των δύο ανθρώπων, που αφήνονται να παρασυρθούν για πρώτη φορά στη ζωή τους, από τις παρορμήσεις τους και από τα παιχνίδια της τύχης. Το υπαρξιακό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Κίρχοφ, συγκινητικό και συναισθηματικό χωρίς να γίνεται μελό, στιβαρό και συγκροτημένο μέσα στην φαινομενική του απλότητα, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να ξεχάσεις εύκολα.

Βαθμολογία 84 / 100





 
Τετάρτη, Μαΐου 22, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 22, 2019 | Permalink
Δύο ελληνικά αστυνομικά: "Ο Δύτης" και "Memento Mori"

Με δύο μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων, που φέρουν την ταμπέλα του αστυνομικού, και που αυτό ίσως να είναι το μόνο κοινό στοιχείο μεταξύ τους, θα ασχοληθώ σήμερα στο blog. Είναι «Ο ΔΥΤΗΣ», το νέο μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη (Αίγιο, 1967) -  (εκδ. Ίκαρος, σελ. 243), και το «MEMENTO MORI», δεύτερο μυθιστόρημα του Κύπριου Δώρου Αντωνιάδη (Λευκωσία, 1974) – (εκδ. Καστανιώτη, σελ.277). Περισσότερο κοινωνικό νουάρ το πρώτο, πιο καθαρό αστυνομικό μυθιστόρημα το δεύτερο, τα δύο αυτά βιβλία, με πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες που κρατάνε τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, παρουσιάζουν (κυρίως το πρώτο) πολλές και αξιοσημείωτες αρετές, που δείχνουν την ζωντάνια και την εξέλιξη της νουάρ λογοτεχνίας στη χώρα μας.


Στον «Δύτη», έχουμε ένα κοινωνικό και ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία νουάρ, όπου ο Μίνως Ευσταθιάδης, ένας σχετικά έμπειρος συγγραφέας με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του, πραγματοποιεί το πιο φιλόδοξο βήμα στην συγγραφική του πορεία, με ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Γερμανία και στην Ελλάδα με μια ιστορία σύγχρονη όπου όμως η επίλυσή της κρύβεται στο παρελθόν.

Ο Κρις Πάπας, ντετέκτιβ στο Αμβούργο, που κατάγεται από το Αίγιο, θα δεχτεί την επίσκεψη ενός υπέργηρου ατόμου (ακαθόριστης ηλικίας με τον χρόνο να έχει αφήσει έντονα τα σημάδια στο πρόσωπό του), ο οποίος του αναθέτει την παρακολούθηση μιας γυναίκας. Ο Πάπας, "ο φθηνότερος ντετέκτιβ της πόλης" και ίσως ο πιο αποξενωμένος, θα δεχτεί γιατί τα χρήματα είναι αρκετά και η δουλειά φαίνεται εύκολη. Η γυναίκα που θα παρακολουθήσει, είναι η Εύα Ντέμπλινγκ, μια όμορφη σαραντάρα που εργάζεται σε ένα δικηγορικό γραφείο. Ο Πάπας παρακολουθεί το γραφείο της γυναίκας όλη τη μέρα χωρίς να προκύπτει κάτι ιδιαίτερο, μέχρι αργά το απόγευμα, όταν εκείνη φεύγει και πηγαίνει σε ένα φτηνιάρικο ξενοδοχείο του λιμανιού, όπου πιάνει ένα δωμάτιο. Ο ντετέκτιβ που νιώθει κομμάτια, από το κρύο που έφαγε όλη τη μέρα στο δρόμο, και με τον πυρετό να τον κατακλύζει, δωροδοκώντας τον ρεσεψιονίστ πιάνει το δωμάτιο που είναι μεσοτοιχία με αυτό που έπιασε το αντικείμενο της παρακολούθησής του.
Μετά από λίγο αντιλαμβάνεται ότι στο διπλανό δωμάτιο υπάρχει ένας άντρας μαζί με την Εύα Ντέμπλινγκ, ο οποίος ακούγεται να της δίνει εντολές, εκείνη να ανοίγει την πόρτα να βγαίνει στον διάδρομο και να ξαναμπαίνει στο δωμάτιο, κι ένα μέταλ τραγούδι να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές. Μετά την βαβούρα, ακολουθεί σιωπή, η κούραση καταβάλλει τον Πάπας, ο οποίος αποκοιμιέται. Όταν ξυπνάει, το διπλανό δωμάτιο είναι άδειο εδώ κι αρκετές ώρες. Εκνευρισμένος από την αποτυχία, γυρίζει σπίτι του.


Το επόμενο πρωί, ένας αστυνομικός επιθεωρητής του χτυπάει την πόρτα, ρωτώντας τον, αν ήξερε έναν τύπο που βρέθηκε νεκρός, στο ξενοδοχείο που έμεινε ο ίδιος το προηγούμενο βράδυ, και στο πορτοφόλι του βρέθηκε η επαγγελματική κάρτα του Κρις Πάπας. Ο ντετέκτιβ βλέπει τη φωτογραφία του νεκρού, που δεν είναι άλλος από τον γηραιό πελάτη του. Αρνείται οποιαδήποτε σχέση, πηγαίνει στο ξενοδοχείο και μαθαίνει ότι ο μυστηριώδης γηραιός κύριος αυτοκτόνησε τα ξημερώματα στο ίδιο δωμάτιο που έμενε η Εύα Ντέμπλινγκ.
Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, όταν μέσω μιας επαφής του στην αστυνομία, ο Πάπας μαθαίνει ότι η Εύα Ντέμπλινγκ, πέταξε για Ελλάδα και δηλώνει μόνιμη κάτοικος της χώρας, τα τελευταία χρόνια, διατηρώντας ένα σπίτι σε ένα παραλιακό χωριό, κοντά στο Αίγιο, την πόλη στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος. Ο εμβρόντητος από τις εξελίξεις Κρις Πάπας, μεταβαίνει στο Αίγιο, προσπαθώντας να βγάλει άκρη στην υπόθεση, και αντιλαμβάνεται ότι έχει εμπλακεί με ένα μυστηριώδη τρόπο, που γίνεται ακόμα σκοτεινότερος καθώς ξετυλίγεται ένα κουβάρι που η αρχή του πηγαίνει πολύ πίσω στο παρελθόν, στις μέρες της Ναζιστικής κατοχής στο Αίγιο και στις γύρω περιοχές. Μια ιστορία από αυτές τις μαύρες μέρες, με προεκτάσεις μέχρι το σήμερα, με ενοχές που βασάνισαν ψυχές και γρίφους που έδειχναν άλυτοι.

Το βιβλίο ξεκινάει σαν μια τυπική αστυνομική ιστορία και μετατρέπεται σε ψυχολογικό και κοινωνικό θρίλερ. Τα γεγονότα από το παρελθόν, - από την Ναζιστική κατοχή, την σφαγή των Καλαβρύτων, το «Σπίτι της Αλήθειας» στο Αίγιο που ήταν τόπος βασανιστηρίων με τις φωνές να ακούγονται έξω και να αποτελούν εφιάλτη για τους κατοίκους της πόλης – εισβάλλουν στην πλοκή του βιβλίου και επικαλύπτουν την αρχική ιστορία. Είναι εξαιρετικό το εύρημα του συγγραφέα να μη περιορίσει την ιστορία του στο σήμερα, και να την «απλώσει» αναμειγνύοντας το χθες με το τώρα, όμως αυτό του γυρίζει μπούμερανγκ, καθώς η ιστορία από το παρελθόν αποδεικνύεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τα γεγονότα του παρόντος, κατά τέτοιο τρόπο που, ο αναγνώστης φθάνει στο σημείο να μην ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το ποιος είναι ο ένοχος.


Καλοκουρδισμένος ρυθμός, οικονομία και πυκνότητα λόγου και αγωνία, μας προσφέρουν ένα πολύ αξιόλογο page-turner βιβλίο, με στοιχεία αρχαίας τραγωδίας και πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία. Η γοητεία της πλοκής όμως, δεν παρασέρνει μόνο τον αναγνώστη αλλά μάλλον και τον συγγραφέα που αφήνει αρκετά αφηγηματικά χάσματα, καθώς η ιστορία του γεμίζει όλο και περισσότερο με στοιχεία του παρελθόντος που αναμειγνύονται με το σήμερα.

Ωραίο μυθιστόρημα «Ο Δύτης», αυτό το επώδυνο ταξίδι στην ανθρώπινη φρίκη, θέτει ερωτήματα για το μυστήριο της ανθρώπινης φύσης, για την συνείδηση και την ατομική ευθύνη, για τις ενοχές και τα όρια της συνείδησης. Αποτελεί ένα μεγάλο βήμα στην συγγραφική πορεία του Μ. Ευσταθιάδη και δημιουργεί απαιτήσεις για την συνέχεια.

Βαθμολογία 78 /100

Περισσότερο αστυνομικό με την παραδοσιακή έννοια του όρου, είναι το μυθιστόρημα «Memento mori» του Δώρου Αντωνιάδη, που μπορεί να είναι το δεύτερό του, αλλά αποτελεί prequel του πρώτου του βιβλίου «Το μάτι του ταύρου», με ήρωα έναν κουρασμένο αστυνόμο του τμήματος Ανθρωποκτονιών.


Ο γιός ενός πρώην διάσημου μπασκετμπολίστα, του διεθνή Κων/νου Σέργου, εξαφανίζεται χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Δεν ήταν η μη προσέλευση του νεαρού Αλέξανδρου Σέργου στο ραντεβού που είχε με τον πατέρα του για πρωινό, αυτό που ανησύχησε τόσο πολύ τον ιδιόρρυθμο και με άκρες στην αστυνομία Κων/νο Σέργο, όσο ένα mail που έλαβε στον υπολογιστή του με μια κρεμάλα, το παιχνίδι που έπαιζε με τον γιό του παλαιότερα. Ο αστυνομικός Ελευθεριάδης, μόνιμος όπως φαίνεται ήρωας του Αντωνιάδη, αναλαμβάνει την υπόθεση, αφού εμπλέκεται με περίεργο τρόπο, καθώς φαίνεται από το όνομα αποστολέα να έχει στείλει το περίεργο mail στον Κων/νο Σέργο, πράγμα που εκείνος, αγνοεί τελείως.

Ο Ελευθεριάδης, θα βρει τον Αλέξανδρο Σέργο, αναίσθητο, σε κωματώδη κατάσταση στο διαμέρισμά του, και η κατάστασή του δείχνει πολύ σοβαρή και μη αναστρέψιμη. Τις μέρες που περνάνε, τα mails συνεχίζονται όλο και πιο γριφώδη και μακάβρια, με τον Ελευθεριάδη να προσπαθεί από τη μια να τα ερμηνεύσει, εξασκώντας την παλιά του ικανότητα στην επίλυση των γρίφων, από την άλλη να βρει ποιος τα στέλνει, καθώς σύντομα μαθαίνει πως αποστέλλονται από έναν server στη Ρωσία. Η υπόθεση παίρνει μια περίεργη τροπή όπου ανακατεύονται πρόσωπα από το παρελθόν του Ελευθεριάδη και του Κων/νου Σέργου, άτομα από το φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον του Αλέξανδρου Σέργου αλλά και Ρώσοι παρακρατικοί.


Στακάτος και γρήγορος ρυθμός, μαθηματικοί γρίφοι, πολλή χρήση της τεχνολογίας και μια ιστορία με ανατροπές, συνθέτουν το μυθιστόρημα του Αντωνιάδη. Η σύγχρονη Αθήνα με τα άγχη της, τα οικογενειακά προβλήματα, το θέμα της ομοφυλοφιλίας, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας που από τη μια σε κρατάει σε αγωνία και περιέργεια, από την άλλη βαρυφορτώνεται με τα νοητικά παιχνίδια και τα πολλά κλισέ.

Είναι ένα κλασσικό «whodunit» μυθιστόρημα, το «Memento mori», με μια ενδιαφέρουσα υπόθεση και κινηματογραφικό ρυθμό, αλλά με ελάχιστη ανάπτυξη στέρεων χαρακτήρων, που θα προσέδιδαν όγκο και περιεχόμενο στην ιστορία που περιγράφεται, ο συγγραφέας θέλει να πει πολλά και κάπου χάνει την συνοχή στη πλοκή και στην δομή του βιβλίου. Μια αξιόλογη προσπάθεια που θα λειτουργούσε καλύτερα ως μοντέρνα τηλεοπτική σειρά, ή, κινηματογραφικό σενάριο, καθώς παρουσιάζει στοιχεία που θα ενθουσίαζαν τους φανατικούς των αστυνομικών θεαμάτων.

Βαθμολογία 71 / 100



 
Παρασκευή, Μαΐου 17, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 17, 2019 | Permalink
"Τι ήξερε η Μέιζι"
Διατρέχοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος "ΤΙ ΗΞΕΡΕ Η ΜΕΪΖΙ" ("What Maisie knew"), του μεγάλου Αμερικανού (αλλά πολιτογραφημένου Άγγλου), συγγραφέα Henry James (1843-1916), ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα. Μαγεύεται (ως συνήθως) από το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα και παρακολουθεί με τεράστιο ενδιαφέρον τις περιγραφές του, αλλά από την άλλη, πρέπει να προσπαθήσει πολύ, να συγκρατεί από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, τα νεύρα του, με αυτά που εκτυλίσσονται στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζει. Για να μη παρεξηγηθώ, το "ΤΙ ΗΞΕΡΕ Η ΜΕΪΖΙ" (εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Σ. Τριανταφύλλου, (έξοχο) επίμετρο Paul Theroux, σελ. 475), είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, απίστευτα μοντέρνο (παρότι γράφτηκε στο τέλος του 19ου αιώνα), ένα οξύ και διαυγέστατο κοινωνικό σχόλιο για την Βρετανική κοινωνία και όχι μόνο, αλλά οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι ικανές να σε εξοργίσουν.


Ο Τζέιμς, βάζει τον αναγνώστη από την αρχή του βιβλίου, στην καρδιά της προβληματικής που αναπτύσσεται καθ' όλη τη διάρκεια του. Ένα μικρό κορίτσι, γίνεται μπαλάκι μεταξύ ενός ζεύγους που αποφασίζει να πάρει διαζύγιο. Η κηδεμονία του παιδιού δίνεται στον πατέρα - όπως γράφει με απόλυτη κομψότητα και ειρωνεία ο Τζέιμς: "Ο πατέρας, αν και είχε λερωμένη τη φωλιά του...πήρε το παιδί: όχι τόσο επειδή η ηθική της μητέρας είχε υποστεί μεγαλύτερη φθορά, αλλά επειδή στη στιλπνή επιδερμίδα μιας γυναίκας (και της εν λόγω κυρίας είχε γίνει ιδιαίτερα αντιληπτή στην αίθουσα του δικαστηρίου) φαίνονται ευκολότερα οι κηλίδες". Όμως μια οικονομική υποχρέωση του πατέρα προς την σύζυγο για τα έξοδα διατροφής της μικρής πριν την δίκη, και η αδυναμία του να την πληρώσει, ανάγκασε τους δύο αντίδικους να οδηγηθούν προς έναν συμβιβασμό, και τον δικαστή να προβεί σε μια "Σολομώντεια λύση", να μοιράσει το παιδί στα δύο (ευτυχώς όχι κυριολεκτικά) - υποχρεώνοντας τους γονείς να το έχουν ανά εξάμηνο.

"Ο χωρισμός τους είχε κάνει πάταγο, κι ενώ είχαν υπάρξει εντελώς ασήμαντοι μαζί, έμελλε να γίνουν πολύ εντυπωσιακοί χώρια."

Το ζεύγος Φάραντζ, δεν θα διστάσει να αναθέσει την μικρή Μέιζι σε γκουβερνάντες και να μην ασχολείται άλλο με το παιδί, με μια αδιαφορία που μετατρέπεται σε σχετικό ενδιαφέρον μόνο, όταν αρχίζει ή τελειώνει το εξάμηνο - αν και πολλές φορές αυτό ξεχειλώνει λίγο, ανάλογα με τις διασκεδάσεις ή τα ταξίδια που κάνουν.
Η Μέιζι, στα έξι της η και λιγότερο όταν ξεκινάει η ιστορία, είναι ένα πανέξυπνο και πολύ παρατηρητικό παιδί, που θα υποχρεωθεί να παριστάνει το χαζό, και το μόνο που αποζητάει είναι αγάπη και στοργή από τους γονείς της και τους γύρω της. Οι μόνοι άνθρωποι που περισσότερο ή λιγότερο, της προσφέρουν αυτά που ζητάει είναι οι γκουβερνάντες της, με τις οποίες αναπτύσσει ιδιαίτερη σχέση, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που περνάει μαζί τους. Στα σπίτια δε, των γονιών της, αποτελεί αντικείμενο περιέργειας και κάπου ιδιαίτερης τρυφερότητας από τους φίλους του πατέρα της, ενώ η μητέρα της, αλλάζει συντρόφους συνεχώς, χωρίς να κρύβεται από την Μέιζι, η οποία σύντομα αναπτύσσει μια στρεβλή άποψη περί του κόσμου, των σχέσεων, του έρωτα αλλά και του γάμου.


"Η Μέιζι βρισκόταν στην ηλικία όπου όλες οι ιστορίες είναι αληθινές κι όλες οι ιδέες είναι ιστορίες. Το καθημερινό ήταν το απόλυτο, μόνο το παρόν ήταν ζωντανό."

Η Μέιζι μεγαλώνοντας, δείχνει να προσαρμόζεται εύκολα, στο ερωτικό γαϊτανάκι που εκτυλίσσεται μπροστά της, στην καθημερινότητά της – εξάλλου δεν έχει γνωρίσει και τίποτε άλλο ση ζωή της, παρά γκομενοδουλειές και υστερίες. Μια ζωή παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς, εραστές και ερωμένες, υποψήφιους συζύγους και ευκατάστατους κυρίους που διεκδικούν την μητέρα της, και υποψήφιες νύφες για τον πληθωρικό πατέρα της, γκουβερνάντες που παίρνουν περισσότερες ελευθερίες. Μαθήματα δεν παρακολουθεί, η εκπαίδευσή της πάει όλο και πιο πίσω, και η αδιαφορία των γονέων κορυφώνεται σε σημείο να την παρατήσουν τελείως στα χέρια ενός ζεύγους που δημιουργείται από μια ερωτική τραμπάλα που προκύπτει, του σερ Κλοντ πρώην δεύτερου συζύγου της κας Φάραντζ και της πρώην γκουβερνάντας της, της δεσποινίδος Όβερμορ που κάποια στιγμή παντρεύτηκε τον κο Φάραντζ! Η Μέιζι είναι πλέον στην εφηβεία της, και ζώντας ουσιαστικά μέσα σε ένα μυθιστόρημα με πολλές παραμέτρους, σε συνεχή παραζάλη τόσα χρόνια, έχοντας μπερδέψει πρόσωπα και καταστάσεις, παρασύρεται από την πραγματικότητα που έχει εισβάλλει στη ζωή της.

"Τα πιο ανθρώπινα είναι εκείνα που αντανακλούν, μέσ' από τη σύγχυση της ζωής, τη στενή σχέση της χαράς με τη θλίψη, των πραγμάτων που βοηθούν με τα πράγματα που πληγώνουν. Είναι ένα παράξενο κράμα με δύο όψεις: η μία όψη είναι το δίκιο και η άνεση, και η άλλη ο πόνος και το άδικό του."

Η Μέιζι εξελίσσεται κατά την διάρκεια του βιβλίου, είναι μία από τις πιο στέρεες ηρωίδες του συνολικού λογοτεχνικού έργου του Τζέιμς. Αυτά τα επτά περίπου χρόνια που διατρέχει η ιστορία, μπορεί η Μέιζι να αργεί να συνειδητοποιήσει μερικά πράγματα – πως άλλωστε, αφού είναι ένα παιδάκι 6 χρονών όταν αρχίζει το μυθιστόρημα, αλλά καθώς προχωράει η εξέλιξη της πλοκής, ο συγγραφέας με υπομονή χτίζει την προσωπικότητά της, εξιστορεί τις συνεχείς απογοητεύσεις της από τους γονείς της, από τους ανθρώπους που στην αρχή λατρεύει και μετά αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτούς αποτελεί βάρος, περιγράφει τις αλλαγές στη συμπεριφορά της, την πίστη και (γιατί όχι) τον έρωτά της για τον “ιδανικό” στα μάτια της σερ Κλοντ, την πρόωρη ωρίμανσή της.


Επηρεασμένο από βιβλία του Ντίκενς (που ήταν μαέστρος στο πώς να χρησιμοποιήσει ιδανικά τα παιδιά στην μυθοπλασία του), το μυθιστόρημα του Χ. Τζέιμς, είναι ένα από τα πιο παράξενα βιβλία του – αλλά ίσως και ένα από τα γοητευτικότερα. Η Μέιζι, μια αδαής μικρή σοφή, που όλοι και κανένας εξαρτώνται από αυτήν κι αυτή απ' όλους τους εγωιστές κι ανίκανους (αλλά κάποιους με αναμφισβήτητα καλές προθέσεις), χάνει σιγά σιγά την αθωότητά της, την εκμεταλλεύονται, και την χρησιμοποιούν οι ενήλικες για τα παιχνίδιά τους, αλλά δεν χάνει την καλοσύνη της και την αξιοπρέπειά της, δεν προκαλεί οίκτο στον αναγνώστη. Η εκπληκτική ικανότητα του Τζέιμς, στο χτίσιμο των χαρακτήρων του, στην δομή των ιστοριών του, φαίνεται για άλλη μια φορά, με την μικρή και ολοζώντανη ηρωίδα του, που λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος στην εξέλιξη της πλοκής, ενώ σκιαγραφείται με λεπτομέρεια ο χαρακτήρας της ως παιδί αρχικά και αργότερα στην εφηβεία της, αφήνοντας αιχμές για το ακαθόριστο μέλλον της.

Σάτιρα των κοινωνικών ηθών στο Λονδίνο του τέλους του 19ου αιώνα, αλλά και κοινωνικό σχόλιο για τους αριβίστες και καλομαθημένους μεγαλοαστούς της εποχής, το "ΤΙ ΗΞΕΡΕ Η ΜΕΪΖΙ", είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τις λάθος επιλογές που μπορούν να καταστρέψουν ζωές, τον εγωισμό και την επιπολαιότητα,  την αγάπη και την καλοσύνη, την αξιοπρέπεια και την διαφθορά, τον σκληρό κόσμο της παιδικής ηλικίας αλλά και το πόσο απρόβλεπτα είναι τα παιδιά. Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, γραμμένο με αυτό το ακαταμάχητο αφηγηματικό ύφος του Χένρι Τζέιμς, που υφαίνει την ιστορία του, με ηρεμία και ρυθμό, χαρίζοντας μοναδικές σελίδες λογοτεχνικής απόλαυσης.

Το βιβλίο διασκευάσθηκε για τον κινηματογράφο το 2012, όπου η ιστορία μεταφέρθηκε στην σύγχρονη εποχή (απόδειξη για το πόσο διαχρονικό είναι το μυθιστόρημα του Τζέιμς) ικανοποιητικά, υπηρετούμενο από ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών (Τζ.Μουρ, Στ.Κούγκαν, Αλ.Σκάρσγκαρντ).

Βαθμολογία : 85 / 100








 
Τρίτη, Μαΐου 14, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 14, 2019 | Permalink
Σάμα

«Βγήκα από την πόλη, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, για μια μοναχική συνάντηση με το πλοίο που περίμενα, δίχως να ξέρω πότε θα’ρθει.
Έφτασα ως την παλιά αποβάθρα, μια κατασκευή ανεξήγητη, μιας και η πόλη με το λιμάνι της βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση, ένα τέταρτο της λεύγας πιο πάνω στο ποτάμι.
Ανάμεσα στους ξύλινους πασσάλους της, λωρίδες ποταμίσιου νερού στροβιλίζονταν ορμητικά.
Παγιδευμένη στα κυματάκια και στις αδιέξοδες νερογυρισιές, μια μαϊμού, νεκρή, ανέπαφη ακόμα, λικνιζόταν μπρος πίσω με σταθερό ρυθμό. Όλη της τη ζωή, το νερό στις παρυφές του δάσους την προσκαλούσε σε ένα ταξίδι που δεν έκανε παρά μονάχα όταν δεν ήταν πια μαϊμού αλλά κουφάρι μαϊμούς. Το νερό ήθελε να την πάρει μακριά, και θα τα κατάφερνε αν εκείνη δεν μπλεκόταν στους πασσάλους της παμπάλαιας αποβάθρας. Εκεί βρισκόταν, έτοιμη να φύγει, χωρίς να φεύγει, εκεί βρισκόμασταν και οι δυο.
Εκεί βρισκόμασταν, έτοιμοι να φύγουμε, χωρίς να φεύγουμε.»

Ο Δον Ντιέγο ντε Σάμα, περιμένει μια μετάθεση που δεν έρχεται ποτέ, ένα ταχυδρομείο που θα του φέρει τα καλά νέα, μια θέση κοντά στην οικογένειά του, την γυναίκα του Μάρτα, τα παιδιά του, την μητέρα του. Ο Σάμα, είναι ο ήρωας του ομώνυμου, εκπληκτικού μυθιστορήματος "ΣΑΜΑ" ("Zama"), του σπουδαίου Αργεντίνου συγγραφέα Antonio Di Benedetto (1922-1986) - (εκδ. Καστανιώτη, (ωραιότατη) μετάφρ. Α. Βερροιοπούλου, σελ. 297), ενός λυρικού, υπαρξιακού βιβλίου, που περιγράφει την αργή και σταθερή πτώση ενός ανθρώπου.


Το μυθιστόρημα, διατρέχει τρείς χρονικές περιόδους, καλύπτοντας ένα διάστημα δέκα ετών, ξεκινάει το 1790, συνεχίζεται με ένα χρονικό άλμα στο 1794 για να ολοκληρωθεί το 1799. Ο Σάμα είναι ένας ανώτερος κυβερνητικός υπάλληλος, που είναι διορισμένος ως νομικός σύμβουλος του κυβερνήτη, στην Ασουνσιόν της Παραγουάης, χιλιάδες μίλια μακριά από την οικογένειά του, σε μια πόλη στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα, που ήταν περισσότερο ένα μεγάλο χωριό. Ο Σάμα ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί στην αμερικάνικη ήπειρο, είναι ένας γηγενής Αμερικανός, πράγμα που τον καθιστά δεύτερης κλάσης υπάλληλο, έναντι των Ισπανών κυβερνητικών αξιωματούχων. Βρισκόμαστε στην περίοδο της αποικιοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα στα χρόνια της Ισπανικής Αντιβασιλείας. Υπήρχε ήδη η κοινωνική και πολιτική αφύπνιση των κρεολών, των λευκών δηλαδή απογόνων των Ισπανών κατακτητών, η οποία θα ξεσπάσει στον πόλεμο της ανεξαρτησίας στις αρχές του 19ου αιώνα (1810-1818), δημιουργώντας το κράτος της Αργεντινής.

«Το παρελθόν ήταν ένα τετραδιάκι με σημειώσεις που είχα χάσει σε μια ανύποπτη στιγμή.»

Ο Σάμα αισθάνεται ότι βρίσκεται σε δυσμένεια, στην κυβερνητική υπηρεσία, αλλά δεν κάνει και τίποτα για να γίνει έστω και ελάχιστα δημοφιλής, εκφράζοντας όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την έντονη δυσαρέσκειά του, για μια μετάθεση που αργεί να έρθει, παρά τις διαβεβαιώσεις των ανωτέρων του, για τις καθυστερήσεις στις πληρωμές που τον φέρνουν σε κατάσταση ένδειας, για τις συνθήκες ζωής στην απομονωμένη επαρχία. Ζει ανάμεσα στους ντόπιους, διαμένει σε διαμερίσματα που του νοικιάζουν κρεολοί, κινείται σε μια μόνιμη κατάσταση δυσθυμίας και μελαγχολίας, αλλά και ερωτικής στέρησης και επιθυμίας.

«Το βράδυ εκείνο ονειρεύτηκα πως με το πλοίο έφτασε μια γυναίκα μόνη και γελαστή, πως έφτασε για μένα μόνο, αποζητώντας την προστασία μου, την ασφάλεια της αγκαλιάς μου, για να σμίξει την τρυφερότητά της με τη δική μου. Μπόρεσα να διακρίνω το ευγενικό της πρόσωπο, το ξανθό χνούδι στον λαιμό της, όμοιο με ροδάκινου, που λίγωνε τις αισθήσεις μου.
Δεν ήταν η Μάρτα. Δεν ήταν η Λουσιάνα. Δεν ήταν καμία από τις γυναίκες που ήξερα.»

Η ερωτική του απελπισία και μοναξιά, θα τον οδηγήσει, στην μάταιη πολιορκία της Ισπανίδας Λουσιάνα, συζύγου ενός ανώτερου κυβερνητικού υπαλλήλου, η οποία παίζει μαζί του, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, ενώ αργότερα στο βιβλίο, μετά από τέσσερα χρόνια, θα τον βρούμε πατέρα ενός παιδιού με μια Ινδιάνα. Τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα με τον μισθό του να μη φτάνει ποτέ, όπως και η πολυαναμενόμενη μετάθεση που δεν έρχεται, τον βυθίζουν όλο και περισσότερο μέσα στην απελπισία και την αφόρητη μοναξιά. Το σουρεαλιστικό τρίτο μέρος, το 1799 πια, τον βρίσκει σε ακόμα απελπιστικότερη κατάσταση, όπου παίρνει αποφάσεις χωρίς ειρμό, χωρίς λογική οδηγώντας τα πράγματα πλέον στα άκρα.

«Εγώ, καταμεσής μιας ολόκληρης ηπείρου, αόρατης στα μάτια μου, παρότι την ένιωθα ολόγυρά μου σαν έναν έρημο παράδεισο, αχανή για τα πόδια τα δικά μου. Η Αμερική δεν υπήρχε παρά μόνο για μένα▪ υπήρχε όμως μόνο στις ανάγκες μου, στις επιθυμίες και στους φόβους μου.»


Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το μυθιστόρημα του Ντι Μπενεντέτο, είναι ταυτόχρονα πολύπλοκο και απλό. Σε πρώτο επίπεδο δεν γίνονται σπουδαία πράγματα καθώς ακολουθούμε την ολίσθηση του Σάμα και τα συνεχή του σφάλματα (για να μη πω κάτι βαρύτερο), την  κατάσταση αποξένωσής του, την απελπισία και την κατάθλιψή του, ενώ προσπαθεί να πιαστεί από εφήμερες σχέσεις και κουβέντες, ελπίδες που διαψεύδονται πολύ γρήγορα και παρεξηγήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις με τα νεύρα τεντωμένα.

Το μυθιστόρημα περιγράφει ουσιαστικά μια ιστορία πτώσης, αναμονής και άγχους. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες σελίδες, ότι αυτή η μετάθεση δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, το πολυπόθητο νέο δεν θα φτάσει. Είναι άξια θαυμασμού η ικανότητα του συγγραφέα, στην διάρθρωση και στην αρχιτεκτονική του υλικού του. Στις τρεις χρονικές περιόδους που χωρίζεται η πλοκή του βιβλίου, ο Σάμα αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα (χωρίς όμως τα παλαιά να πάψουν να τον ταλαιπωρούν), πρώτα το σεξουαλικό, μετά το οικονομικό και τελευταία το θέμα της επιβίωσής του. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτός ο ανώριμος και διχασμένος ήρωας, κάνει τις λάθος εκτιμήσεις, χάνει την αξιοπρέπειά του, υποπίπτει στο ένα σφάλμα μετά το άλλο, ζει πρώτιστα με τις φαντασιώσεις του για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα που μονίμως τον απογοητεύει.

«Όλοι, σχεδόν όλοι, είμαστε ασήμαντα γεγονότα. Κατασκευάζουμε ένα ανάξιο λόγου παρόν και εισπράττουμε ένα απεχθές παρελθόν.»

Απόηχοι κυρίως από την «Ναυτία» του Σαρτρ, όπως και από τον «Ξένο» του Καμύ, αλλά και από τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι, υπαρξιακό άγχος και αποξένωση, ατμόσφαιρα που σε πνίγει, αφόρητη μοναξιά και ένα κλίμα παράνοιας, αλλά και εύστοχο υπαινικτικό σχόλιο για την αποικιοκρατία, σημαδεύουν το «Σάμα», το ψυχολογικό και αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ντι Μπενεντέτο, ένα μεγαλειώδες βιβλίο που στην απόλαυση του συντελεί τα μέγιστα η εξαιρετική μετάφραση (και το κατατοπιστικότατο επίμετρο) της Άννας Βερροιοπούλου (που την δουλειά της θαυμάσαμε και στην έξοχη νουβέλα «Οι αυτόχειρες» του ίδιου συγγραφέα).

Βαθμολογία 88 / 100




Υ.Γ. 1/ Το «ΣΑΜΑ» μεταφέρθηκε στην οθόνη από την Αργεντινή σκηνοθέτιδα Lucrecia Martel, το 2017 και διακρίθηκε σε αρκετά φεστιβάλ. Αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο, απολαμβάνεις περισσότερο αυτή την θαυμάσια ταινία, η οποία όμως εστιάζει περισσότερο στο αποικιοκρατικό κλίμα και στην ατμόσφαιρα, παρά στην υπαρξιακή πλευρά της ιστορίας. Η σκηνοθέτις δεν ακολουθεί τις χρονικές περιόδους του μυθιστορήματος, κι ο θεατής δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές του χρόνου, βλέπει τις σκηνές τη μια μετά την άλλη με μια ονειρική χροιά. Δεν μπορώ όμως να είμαι αντικειμενικός γιατί έκανα διαρκώς τις συγκρίσεις με το βιβλίο πράγμα που σίγουρα αδικεί το φιλμ, που έχει την δικιά του αξία και έτσι πρέπει να κριθεί.


Υ.Γ. 2/  Το blog έκλεισε αυτές τις μέρες, τα 13 του χρόνια (2006-2019). Σας ευχαριστώ που συνεχίζετε να με διαβάζετε.
 
Σάββατο, Μαΐου 04, 2019
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαΐου 04, 2019 | Permalink
"Σινική μελάνη"

Σπανίζουν τα ελληνικά μυθιστορήματα που ασχολούνται με το είδος που αποκαλείται «στρατοπεδική λογοτεχνία», δηλαδή, τα βιβλία μυθοπλασίας που έχουν ως θέμα τους τον «στρατοπεδικό εγκλεισμό». Οι περιπτώσεις είναι λίγες και αφορούν αυτοβιογραφικά εν πολλοίς ντοκουμέντα ή μαρτυρίες με λογοτεχνικό ύφος, όπως το ανεπανάληπτο «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα ή το «Στάλαγκ VI C» του Όμηρου Πέλλα.

Αν λοιπόν είναι δύσκολο να βρούμε μυθιστορήματα που ασχολούνται με αυτά τα θέματα, είναι μάλλον ακατόρθωτο να βρούμε κάποιο λογοτεχνικό έργο που να έχει ως θέμα του, τα στρατόπεδα εγκλεισμού (ή εργασίας), στην Αλβανία του Εμβέρ Χότζα και αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει ένα πολύ σημαντικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε τον προηγούμενο χρόνο. Ο έμπειρος και δοκιμασμένος συγγραφέας Τηλέμαχος Κώτσιας, με το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝΗ» - (Εκδ. Πατάκη, σελ. 507), αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία με πολλά στοιχεία οικογενειακής αυτοβιογραφίας, μια ιστορία για την αξιοπρέπεια και την αναζήτηση ελευθερίας.


Τρείς νέοι μεγαλώνουν, στην περιοχή της Δρόπολης, στον Αλβανικό νότο, όπου στα περισσότερα χωριά το ελληνικό στοιχείο είναι πολυπληθές. Είναι η δεκαετία του ’70, το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα έχει μάτια παντού και παρακολουθεί κάθε κίνηση, οι χαφιέδες παραμονεύουν σε κάθε γωνία, η Ελλάδα είναι κοντά αλλά και πολύ μακριά, καθώς οποιαδήποτε απόπειρα παραβίασης των συνόρων – που δεν βρίσκονται πολύ μακριά, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Στην Ελλάδα επικρατεί η δικτατορία των συνταγματαρχών και η τηλεόραση της ΕΡΤ που πιάνουν οι κάτοικοι των χωριών αυτών, στους δέκτες τους, μεταδίδει μια εικόνα ευημερίας που προκαλεί σε συγκρίσεις για το επίπεδο της ζωής.

«Τόσο άτυχη αυτή η Δρόπολή τους, να βρεθεί ως μειονότητα σε άλλη χώρα; Μα γιατί; Τι αμαρτίες πληρώνει; Αφού ο Άγιος Κοσμάς την είχε ευλογήσει! Και μόνο για είκοσι χιλιόμετρα! Κι επιπλέον, κλείστηκαν ερμητικά έξω, απομονώθηκαν όχι μόνο από τον εθνικό κορμό αλλά και απ' όλον τον έξω κόσμο. Προσπαθούσαν να την εξαλβανίσουν σιγά σιγά, μεθοδικά και με υπομονή, συνήθως όμως συνέβαινε το εντελώς αντίθετο: όποιος Αλβανός ερχόταν γαμπρός σε τούτα τα χωριά, με το πέρασμα του χρόνου εξελληνιζόταν και τα παιδιά του που γεννιούνταν στη Δρόπολη, γεννιούνταν Ελληνόπουλα.»

Ο Σωτήρης, που τον φωνάζανε "Χατζηπαναγή", ποδοσφαιρικό ταλέντο που ονειρευόταν να παίξει σε μια μεγάλη ομάδα της χώρας, ο ατίθασος Αριστοτέλης ή Τέλης, άσος στα μαθηματικά και ο Φώτης, το καλό παιδί του σχολείου και άριστος μαθητής, ορφανός, που μεγάλωνε με τη γιαγιά του, είναι οι τρεις δεκαεπτάρηδες νεαροί που χωρίς να το πολυσκεφτούν, αποφασίζουν να φτιάξουν αυτοσχέδια χαρτιά με πολιτικά συνθήματα για Δημοκρατία και Ελευθερία και να τα σκορπίσουν στο χωριό. Για τον σκοπό τους χρησιμοποιούν σινική μελάνη και ένα μαθηματικό σύμβολο σαν σήμα.

Οι Αρχές κινητοποιούνται, θεωρούν ότι είναι κάποιας μορφής εξέγερση. Βρισκόμαστε στο 1974, λίγο πριν πέσει η χούντα στην Ελλάδα και ενώ το καθεστώς του Χότζα έχει επιτρέψει κάποιες συνταγματικές ελευθερίες και μιας μορφής φιλελευθεροποίηση. Η ασφάλεια δεν θα αργήσει να βρει τους υπεύθυνους των προκηρύξεων. Το χωριό είναι μικρό και ο χαφιεδισμός ανθεί, όπως και η τρομοκρατία. Τα παιδιά έχουν κάνει ένα μοιραίο λάθος, χρησιμοποιώντας σινική μελάνη που δεν βρίσκεται εύκολα στο εμπόριο, οπότε μέσω αυτής, θα συλληφθούν ο Φώτης και ο Τέλης αρχικά και αργότερα από την αφέλεια του Τέλη, θα συλληφθεί και ο Σωτήρης. Ο Φώτης δεν θα αντέξει τα βασανιστήρια της φυλακής, θα φτάσει στη δίκη ουσιαστικά φυτό, οι άλλοι δύο θα καταδικαστούν σε πολυετή φυλάκιση και θα οδηγηθούν στο διαβόητο για τις συνθήκες που επικρατούσαν, στρατόπεδο εργασίας Σπατς στον πάτο μιας χαράδρας. Η κόλασή τους μόλις έχει αρχίσει.

«Η ζωή κελαρύζει γλυκά μέσα σ’ αυτά τα φθαρμένα κουφάρια, τόσο στους γενναίους όσο και στους δειλούς. Η λαχτάρα για έρωτα, οι φαντασιώσεις μέσα στη νύχτα, δίνουν νόημα στην ύπαρξη, δίνουν ελπίδα για τη συνέχισή της. Είναι εκείνη η πλευρά της ζωής που εδώ μέσα δεν μπορούν να τη ζήσουν, παρά μόνο να τη φαντασιωθούν, είναι ο κόσμος των επιθυμιών, της στύσης, αυτού του φωτεινού κεριού που φέγγει κρυφά τη νύχτα και κρατάει την ελπίδα ζωντανή, που λειτουργεί τόσο αυτόνομα στον ανθρώπινο οργανισμό, της λαχτάρας για τη συνέχιση της ζωής.»

Ο Κώτσιας θα επικεντρωθεί στη ζωή του Σωτήρη, αυτός είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Οι συνθήκες στο στρατόπεδο εργασίας, ο αγώνας για επιβίωση, οι ατελείωτες ημέρες, η απελπισία και η μαυρίλα της καθημερινότητας, περνάνε μέσα από την ζωντανή και ρέουσα αφήγηση. Εικόνες σκληρές όχι μόνο από το στρατόπεδο, αλλά και από την ζωή μετά, την απελευθέρωση που θα έρθει πολύ αργότερα, τις συνθήκες ζωής στο χωριό, τους χαφιέδες που είναι παντού - περιγράφοντας μια κοινωνία κατασκόπων, την δυσκολία προσαρμογής, την πίστη για ελευθερία, τις αλλαγές που θα επέλθουν με τα χρόνια.


Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στα μέλη της οικογένειάς του που βασανίστηκαν και υπέφεραν στα κάτεργα του καθεστώτος, στον πατέρα του Γιάννη που έμεινε 7 χρόνια, στον θείο του Βαγγέλη που έμεινε μέσα 11 χρόνια, στον παππού του και σε άλλους.
Σκιαγραφεί με λεπτομέρεια, τις συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα εργασίας, τα σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, τους διαφορετικούς χαρακτήρες της μικροκοινωνίας, αλλά και τους συγχωριανούς και τη σκληρή ζωή στο χωριό, αλλά και τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν στις πλάτες τους με τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και των δύο χωρών, και συνεχίστηκαν και στην Ελλάδα με τις διάφορες οργανώσεις και τις προσπάθειες πατροναρίσματος από την εκάστοτε εξουσία.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά και άκρως πολιτικό βιβλίο, με μια αφήγηση που πολλές φορές φλυαρεί και παρασύρεται στην παράθεση σκέψεων που επαναλαμβάνονται, η "Σινική Μελάνη", είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα για την ελευθερία και το δικαίωμα στη ζωή, για τα δεινά του ολοκληρωτισμού, αλλά και για τον προσωπικό αγώνα των ανθρώπων αυτών, της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, που ήταν "ξένοι" στη χώρα που γεννήθηκαν και "αποδιοπομπαίοι τράγοι" στην χώρα που κατέφυγαν, στον τόπο που μια ζωή ονειρευόντουσαν.

Βαθμολογία 80 / 100



 
Τετάρτη, Μαΐου 01, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 01, 2019 | Permalink
"Σκυλιά που κοιμούνται"

Η περίοδος του Ισπανικού Εμφυλίου και τα χρόνια της στυγνής δικτατορίας του Φράνκο, προσφέρουν άφθονο και ανεξάντλητο λογοτεχνικό υλικό. Έχοντας βιώσει αντίστοιχες ιστορικές περιόδους στη χώρα μας, βρίσκουμε πολλές συγγένειες στις αφηγήσεις αυτές, καθώς μας θυμίζουν καταστάσεις εφιαλτικές, ίσως όχι στο μέγεθος της Ισπανικής τραγωδίας (μη το ξεχνάμε, ο Εμφύλιός τους ήταν από τους πιο αιματηρούς και η δικτατορία διήρκεσε 40 χρόνια) αλλά εξίσου σπαρακτικές. Ο έμπειρος και ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα του συγγραφέας και δημοσιογράφος Juan Madrid (Μάλαγα,1947) με το ιστορικό νουάρ μυθιστόρημα "ΣΚΥΛΙΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ" ("Perros que duermen") - (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα-Πεδίο, μετάφρ. Αλέξ. Ηλιόπουλος, σελ. 478), μας μεταφέρει μέσω μιας συναρπαστικής και πολύ ενδιαφέρουσας νουάρ ιστορίας στο ταραγμένο παρελθόν και τις προεκτάσεις του στο σήμερα.


Το μυθιστόρημα είναι ένα ταξίδι στην ιστορία της Ισπανίας του 20ου αιώνα, και, εκτυλίσσεται σε τρεις χρονικές περιόδους με τις ιστορίες των δύο πρωταγωνιστών του να κυλούν παράλληλα, ιστορίες δύο ανθρώπων που βρέθηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα και στη μέση θύτες και θύματα σε μια εποχή βίας και αλληλοσπαραγμού.

"Οι αναμνήσεις ποτέ δεν λένε όλη την αλήθεια. Είναι έργα της φαντασίας μας, όπως τα μυθιστορήματα."

2011, και ο δημοσιογράφος και επιτυχημένος συγγραφέας Χουάν Ντελφόρο, με έντονη πολιτική δράση, που κατάγεται από μια οικογένεια που πολέμησε στον Εμφύλιο και βασανίστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι δικαιούχος μιας κληρονομιάς από έναν άνθρωπο που δεν τον γνώριζε. Ο άνθρωπος αυτός, είναι ο Ντίμας Πράδο και ήταν αξιωματικός της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, ενώ είχε υπηρετήσει στον Εμφύλιο ως Φαλαγγίτης. Ο Ντελφόρο κατά τη διάρκεια της συζήτησης με ένα συνεργάτη του Πράδο που είναι ο εντολοδόχος και ο υπεύθυνος για την αποδοχή της κληρονομιάς, διαπιστώνει ότι τόσα χρόνια τύχαινε της βοήθειας του Πράδο, ο οποίος και μετά την πτώση της Φρανκικής δικτατορίας παρέμενε ως συνεργάτης της Ισπανικής Ασφάλειας. Η κληρονομιά, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα τετράδιο, με τις αναμνήσεις, την ιστορία του Ντίμας Πράδο, που ο Ντελφόρο πρέπει να διαβάσει, διότι κατά τον Πράδο, κρύβει ένα μυστικό που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί όσο εκείνος βρισκόταν εν ζωή.

Η αφήγηση μεταφέρεται στο 1938 και στο Μπούργος, την ιστορική πρωτεύουσα της Καστίλλης, που αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα των Φρανκιστών ακόμα προτού λήξει ο Εμφύλιος. Ο Ντίμας Πράδο, στέλεχος της Φάλαγγας, του παραστρατιωτικού κομματιού που πρωτοστάτησε στην εξέγερση των Φασιστών κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, αναλαμβάνει την εξιχνίαση ενός σκηνικού εγκλήματος με δύο πτώματα, στο σπίτι μιας γνωστής του οικογένειας. Μια ιερόδουλος είναι σφαγιασμένη και η μεσήλικας ιδιοκτήτρια του σπιτιού βρίσκεται επίσης νεκρή. Το έγκλημα πρέπει να μείνει μυστικό γιατί στο «ευλογημένο από τον Θεό» καθεστώς του Φράνκο δεν επιτρέπονται τόσο βίαια εγκλήματα. Ο Ντίμας Πράδο αντιλαμβάνεται ότι η εξιχνίαση της δολοφονίας θα του ανοίξει τον δρόμο για να γίνει αστυνομικός επιθεωρητής και να κάνει καριέρα στο Φρανκικό καθεστώς που ήδη κερδίζει τον Εμφύλιο.


1946, Φυλακές του Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία, και ο Χουάν Ντελφόρο Φαρέλ αξιωματικός του Δημοκρατικού στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, βρίσκεται φυλακισμένος από το τέλος του προηγούμενου έτους και καταδικάζεται στη θανατική ποινή. Θα τον γλυτώσει από την εκτέλεση που έδειχνε αναπόφευκτη, ο ανώτατος αστυνομικός επιθεωρητής Ντίμας Πράδο, ο οποίος έδειχνε να γνωρίζει καλά την σύζυγο του Ντελφόρο Φαρέλ, την Κάρμεν Μουνιόθ. Ο Ντίμας Πράδο, δεν σταματάει όμως εκεί την βοήθειά του, κανονίζει συνάντηση του ζεύγους για μερικές ώρες, δείχνει να απλώνει μια ασπίδα προστασίας πάνω από τους δύο ανθρώπους.

Οι δύο ιστορίες του παρελθόντος τρέχουν παράλληλα στο βιβλίο, με τα κεφάλαια να εναλλάσσονται. Τι είναι αυτό που συνδέει τους δύο πρωταγωνιστές που ανήκουν σε εντελώς διαφορετικά στρατόπεδα; Τι ρόλο παίζει η Κάρμεν Μουνιόθ που την δράση της κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, δείχνει να μη γνωρίζει ούτε ο σύζυγός της Ντελφόρο Φαρέλ; Ποιός και γιατί διέπραξε το αποτρόπαιο έγκλημα στο Μπούργος; Ο σατανικός Ντίμας Πράδο που εμπλέκεται σε όλες αυτές τις ιστορίες και γιατί προστατεύει ως το τέλος της ζωής του την οικογένεια των Ντελφόρο;

Μέσα από την αφήγηση του Ντελφόρο Φαρέλ, παρακολουθούμε τις μάχες του Εμφυλίου, την ατμόσφαιρα που επικρατεί στις τάξεις του Δημοκρατικού στρατού, το χάος της πολιορκημένης Μαδρίτης, τις συμπλοκές εκ του συστάδην, τους μικρούς ηρωισμούς και τη μεγάλη ήττα. Μέσα από την αφήγηση του Ντίμας Πράδο, παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες του Φρανκικού καθεστώτος, στην πρώτη μεγάλη πόλη που κατέλαβε και χρησιμοποίησε ως κεντρικό σημείο της εκστρατείας του. Την ατμόσφαιρα τρόμου στην πόλη, τους Γερμανούς αξιωματικούς που είναι παντού, την προσπάθεια ανέλιξης του Ντίμας Πράδο καθώς και την άκρως επιτυχημένη κατοπινή επαγγελματική του καριέρα.

"Είναι παράξενο, όμως αυτό που θυμάμαι περισσότερο από εκείνη την εποχή είναι τα σκυλιά.
"Τα σκυλιά ήρθαν πάλι". Θυμάμαι εκείνη τη φράση να επαναλαμβάνεται στις ημερήσιες αναφορές που έστελνα τον Δεκέμβριο του 1936 στα κεντρικά της ταξιαρχίας. Τα πεινασμένα, αδέσποτα σκυλιά που υπάρχουν παντού, τόσο στο μέτωπο όσο και μέσα στη Μαδρίτη. Τριγύριζαν στα χαλάσματα και τσακώνονταν για τα ελάχιστα αποφάγια που είχαν ακόμη την πολυτέλεια να πετούν οι Μαδριλένοι. Κάποιοι έλεγαν ότι τρέφονταν επίσης με τα πτώματα που έμενα εκτεθειμένα μετά τους βομβαρδισμούς. Οι πολιτοφύλακες του τάγματός μου μού είχαν ήδη πει ότι είχαν δει σκυλιά να περιφέρονται στη γη του κανένα, ανάμεσα στις οχυρώσεις μας και τις οχυρώσεις του εχθρού."


Οι δύο κόσμοι που συγκρούονται καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης της αρκετά μπερδεμένης (είναι η αλήθεια) ιστορίας του Χουάν Μαντρίντ, όπως και η ιστορική διαδρομή που περνάει, από το 1936 έως τις μέρες μας, κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γεμάτη ζωντάνια αφήγηση διανθισμένη με εικόνες βίας, παρακμής, έρωτα και φρίκης, είναι καθηλωτική και ιδιαίτερα συναρπαστική, με πολύ συναίσθημα και εντυπωσιακό ρυθμό.

Δυνατοί χαρακτήρες – κυρίως οι δύο πρωταγωνιστές Ντίμας Πράδο και Χουάν Ντελφόρο Φαρέλ, μαζί με μια αινιγματική γυναίκα και έναν αδίστακτο νεαρό Μαροκινό -, αντιφατικοί και ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο που παρασύρονται μέσα από τις συνεχείς ίντριγκες, μαζί με, μια σαγηνευτική ιστορία με αρκετές ανατροπές, ατμόσφαιρα παρακμής και ζόφου, συνθέτουν ένα θαυμάσιο παζλ, σε ένα ποιοτικό page-turner μυθιστόρημα, που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από τις πρώτες του σελίδες μέχρι το φινάλε που θα συνδέσει τις δύο παράλληλες ιστορίες.

Ρεαλιστικό και σκληρό, το στιβαρό πολιτικοκοινωνικό νουάρ του Χουάν Μαντρίντ, απεικονίζει με σαφήνεια και ένταση, τις σκοτεινές ημέρες μιας χώρας, περιγράφει τις καταστάσεις που την οδήγησαν στην χειρότερη περίοδο της ιστορίας της. Ένα βιβλίο που σε αφήνει με μια πικρή γεύση στο στόμα αλλά και με την αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης.

Βαθμολογία: 82 /100