Παρασκευή, Μαΐου 31, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 31, 2019 | Permalink
Κόκαλα από ήλιο
Στην
αρχή σε εντυπωσιάζει το ύφος! Μπερδεύεσαι λίγο από την έλλειψη σημείων στίξης -
χωρίς τελεία, ένα βιβλίο ολόκληρο μια πρόταση χμμ -, μετά από δυο τρεις
σελίδες, συνηθίζεις. Στη διάρκεια της ανάγνωσης, συνειδητοποιείς ότι διαβάζεις
μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος· μια ιστορία σπαρακτική που στην ραχοκοκαλιά
της περικλείει όλες τις βασικές ιδιότητες που κάνουν ένα βιβλίο ξεχωριστό και
για τις οποίες θα μιλήσω παρακάτω. Ο λόγος για το μυθιστόρημα του Ιρλανδού Mike McCormack (Λονδίνο 1965) με
τίτλο "ΚΟΚΑΛΑ ΑΠΟ ΗΛΙΟ" ("Solar
bones") - (εκδ. Αντίποδες, μετάφρ. Π.Κεχαγιάς, σελ.
329), ένα βιβλίο, που βραβεύτηκε το 2016 με το Goldsmiths prize και το 2018 με το International Dublin
literary award, και το οποίο,
έγινε περισσότερο γνωστό στη χώρα μας, και δημιούργησε ένα hype όταν κυκλοφόρησε, για το μοντερνιστικό του στυλ,
αποδεικνύεται όμως ένα έξοχο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.
Ιρλανδία,
δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και το ημερολόγιο γράφει 2 Νοεμβρίου, είναι η
"Ημέρα των Ψυχών" ("All Souls Day"), οι
καμπάνες του Λούισμπεργκ, της κομητείας Μάγιο, στη δυτική ακτή του νησιού,
χτυπάνε και ο Μάρκους Κονγουέι, ένας σοβαρός, μεσήλικας μεσοαστός, περιγράφει μέσα
σε μία ώρα, από τις 12 έως τη 1μ.μ, τη ζωή των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων
(και όχι μόνο) που ζει σε αυτό το σπίτι με την οικογένειά του, τη σύζυγό του
Μερέιντ και τα δύο του παιδιά, την Άγκνες και τον Ντάνα.
Μέσα
από την συνειδησιακή ροή του λόγου του αφηγητή, περνάνε οι επαγγελματικές του
στιγμές, η οικογενειακή ζωή με τα μικρά και τα μεγάλα της προβλήματα, οι
ευτυχισμένες στιγμές με την Μερέιντ αλλά και κάποιες άσχημες, τα δύο του παιδιά
που ενήλικες πλέον ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, η ζωγράφος Άγκνες με την
έκθεση στο Γκάλγουεϊ (την πόλη που ζει), που τους σκανδαλίζει όλους και
πρώτιστα τον πατέρα της, ο Ντάνα που κάνει την επανάστασή του φεύγοντας για την
Αυστραλία σε μια (όπως λέει) φωτογραφική αποστολή. Περνάνε σκηνές
καθημερινότητας - οι γείτονες με το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά σαν
καλορυθμισμένα ρολόγια, οι συνομιλίες με τα παιδιά όταν ήταν μικρότερα, η
επικοινωνία με skype με τον Ντάνα, οι
μουσικές των King Crimson, των Radiohead, το Battlestar Galactica και άλλα.
"...και
κοίταξα την οθόνη να μαυρίζει με μια έκρηξη από παράσιτα ενώ έσβηνε, βυθίζοντας
το δωμάτιο σε μια σκοτεινή σιωπή και κάτι σαν κάψιμο πίσω από τα μάτια μου σαν
να τα είχε τσουρουφλίσει το φως της οθόνης, η αίσθηση που φαντάζεσαι ότι θα
είχες λίγο πριν ο κόσμος παραδοθεί στις φλόγες, μια στοχευμένη διάβρωση που
κατατρώει τα ραβδία και τα κωνία, διαλύοντας την εσωτερική δομή των ματιών
μέχρι που να βγουν από τη θέση τους και να χυθούν στα μάγουλα, κι εσύ να
μείνεις με άδειες κόγχες στη μέση κάποιας ερημιάς με τον άνεμο να περνάει
σφυρίζοντας μέσα απ' το κρανίο σου, λίγο πριν ο κόσμος καταρρεύσει
βουνά,
ποτάμια και λίμνες
εκτάρια,
στρέμματα, τετραγωνικά
στη
λήθη, πριν παρασυρθεί σ' εκείνο το ρήγμα της πλάσης όπου όλοι καταστρέφονται
στις ανταριασμένες παλίρροιες και τα κύματα της ανυπαρξίας, ο υλικός κόσμος να
παραδίνεται στις φλόγες
βουνά,
ποτάμια και λίμνες
και
μαζί του να χάνονται και όλοι εκείνοι οι ανθρώπινοι ρυθμοί που μας ενώνουν και
συγκροτούν το κόσμο σε κοινότητα, κάθε μέρα οι ίδιες
τελετές,
ρυθμοί και τελετουργίες
που
κρατάνε τον κόσμο όρθιο σαν κόκαλα από ήλιο, εκείνο το απόκρυφο αμάλγαμα από
χρόνο κι από φως που το βλέπω να εκτείνεται μέσα σε κάθε λεπτό της ημέρας από
τη στιγμή που σηκώνομαι το πρωί και στέκομαι στο παράθυρο της κουζίνας μ' ένα
φλυτζάνι τσάι στο χέρι, κοιτάζοντας τα πρώτα αυτοκίνητα να περνάνε στο δρόμο,
όλα τους γνωστά..."
Ο
Μάρκους είναι μηχανικός, που εργάζεται στην περιφέρεια, έχει δηλαδή στην ευθύνη
του τα δημόσια έργα για την κομητεία, ενώ ειδικεύεται στην κατασκευή γεφυριών.
Περιγράφει το επίπλαστο οικονομικό θαύμα της Ιρλανδίας και την οικονομική κρίση
που ακολούθησε. Τις ρεμούλες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη δουλειά
του, ενώ μέσα από γκροτέσκες σκηνές, με την περιγραφή ενός ιού που χτυπάει την
πόλη, και για τον οποίο "ουδείς ευθύνεται" παρά μόνο η άναρχη
επέκταση της πόλης, ο γρήγορος πλουτισμός, περιγράφεται εμμέσως η ατμόσφαιρα
της χώρας, όταν χτύπησε η οικονομική κρίση.
Ο
Μάρκους αναζητάει τις ευθύνες του, για τα παιδιά του, για το αν έπρεπε να
κλείσει τα μάτια και να μην επιμένει σε κάποιες επαγγελματικές αποφάσεις
συμβιβαζόμενος με την πραγματικότητα, για τον πατέρα του που πέθανε μόνος,
κάνει έναν απολογισμό, εισδύοντας στα βαθύτερα της ύπαρξής του.
"...κανείς
δεν έφταιγε και κανείς δεν ήταν υπεύθυνος
η
είδηση αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα της πόλης σαν ομίχλη που κάθε μέρα που
περνούσε πύκνωνε και κουκούλωνε την καταστροφή και φαινόταν πια ότι κανείς δεν
θα βρισκόταν υπόλογος, η πόλη ήταν πια τόσο βαθιά τυλιγμένη στη καταχνιά που
άρχισε
να κατοικεί σ' έναν ονειρικό χρόνο όπου το παρελθόν και το μέλλον της
εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα, μια ολόκληρη πόλη που ονειρευόταν τον εαυτό της με
όλα της τα κτίρια, καινούργια και παλιά, όλους τους ασφάλτινους και
λιθόστρωτους δρόμους, όλα της τα ρολόγια και τα καμπαναριά, όλες της τις πινακίδες
και τα μνημεία και τα αγάλματα, όλα της τα οριζόντια δίκτυα, το νερό και το
ηλεκτρικό, κάθε κομμάτι της να συσπάται ανάμεσα στην πραγματική της υπόσταση
και στην ονειρική της ζωή όπου περνούσε μέσα απ' όλες τις μορφές του
παρελθόντος της, η ιστορία της εκτυλισσόταν σε ένα ασταμάτητο ντελίριο..."
Το
παρελθόν εισέρχεται στο παρόν και οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, οι
αδιόρατες κινήσεις, εναλλάσσονται με τα μεγάλα προβλήματα της Ιρλανδίας αλλά
και της ανθρωπότητας, μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του Μάρκους, σε ένα
μυθιστόρημα που αποτίει φόρο τιμής στους γίγαντες της Ιρλανδικής λογοτεχνίας,
συνδιαλεγόμενο απευθείας μαζί τους. Τζόις και Μπέκετ βρίσκονται μπροστά μας,
μέσα από την γραφή του Μακόρμακ - περισσότερο ο πρώτος θα έλεγα, ενώ ο ρυθμός
του βιβλίου έχει μια μουσικότητα που ξαφνιάζει, και η κλίμακα της έντασης
παίρνει μαζί της τον αναγνώστη σε ένα υπέροχο ταξίδι απόλαυσης. Όπως έγραψε κι
ένας ξένος κριτικός, το μυθιστόρημα αποτελεί "ένα ξόρκι για τα φαντάσματα
της ζωής μας" - οι "Νεκροί" του Τζόις δεν βρίσκονται πολύ
μακριά...
Ολοζώντανη
και ιδιαίτερα εντυπωσιακή αφήγηση μέσα από τον μοντερνισμό του ύφους, που στην
περίπτωση του βιβλίου λειτουργεί ιδανικά, και εξυπηρετεί απόλυτα τον ρυθμό του
μυθιστορήματος, κάνοντας τον ενεργητικό αναγνώστη μέρος της ιστορίας. Ανθρωπιά
και ενσυναίσθηση, τρυφερότητα και αγάπη, ξεχειλίζουν από τις σελίδες ενός
έξοχου σπαρακτικού αλλά και γεμάτου χιούμορ, "πλούσιου
μυθιστορήματος" από το οποίο δεν πετάς κυριολεκτικά τίποτα. Πολλά βεβαίως
οφείλουμε στην θαυμάσια μετάφραση του Π.Κεχαγιά, ο οποίος "έπιασε"
απόλυτα τον ρυθμό και το ύφος του συγγραφέα.
Βαθμολογία
85 / 100