Τετάρτη, Οκτωβρίου 27, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 27, 2021 | Permalink
Paul Auster και σινεμά (Κείμενο για το τχ 192 του περιοδικού ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ - Ιανουάριος-Μάρτιος 2022)
Η συγγραφέας και καλή φίλη Εύα Στάμου, μου ζήτησε ένα κείμενο για το νέο τεύχος του αειθαλούς περιοδικού "Οδός Πανός" (που συμπλήρωσε 41 χρόνια κυκλοφορίας!), το οποίο είναι αφιερωμένο σε έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, τον Αμερικανό Paul Auster.
Η αλήθεια είναι, ότι βασανίστηκα αρκετά για το τι να γράψω για τον Auster που να μην εμπίπτει σε αφόρητες κοινοτοπίες και κλισέ. Εξάλλου νιώθω ότι έχουν γραφτεί (και θα συνεχίσουν να γράφονται) τόσα ωραία κείμενα για τον σπουδαίο συγγραφέα (στην Ελλάδα έχει φανατικό κοινό) που νιώθω ότι έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα πάντα.

Με το κείμενο για την κινηματογραφική πορεία του Paul Auster - ατελές σίγουρα και με πολλές ελλείψεις, αισθάνομαι ότι εκπληρώνω μια υποχρέωση προς τον εαυτό μου (κυρίως), αφού πάντα με απασχολούσε η σχέση του συγγραφέα με το σινεμά. Παραθέτω το κείμενο, αλλά σίγουρα θα το απολαύσετε καλύτερα αγοράζοντας (και στηρίζοντας μ' αυτό τον τρόπο) το περιοδικό.

Paul Auster και σινεμά
 
 
Αρχικά γνωστός ως ποιητής, προτού καθιερωθεί στην συνείδηση του κοινού ως συγγραφέας, ο Paul Auster (Νιούαρκ, 1947) κυρίως με το αριστουργηματικό «Η Τριλογία της Νέας Υόρκης», είναι ένας συγγραφέας που τον απασχολεί ιδιαίτερα ο κινηματογράφος, κυρίως δε, η σχέση του μέσου με την λογοτεχνία. Στις ιστορίες του, επανέρχονται διαρκώς στοιχεία, όπως η αναζήτηση ταυτότητας, η μνήμη, το υπερφυσικό, η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναξιά (κυρίως η μοναχικότητα), ο πατέρας, η σχέση αιτίου και αιτιατού, η αδυναμία του ανθρώπου να υλοποιήσει τα όνειρά του και άλλα πολλά. Ο Auster θεωρεί τον εαυτό του, «ρεαλιστή συγγραφέα», τα βιβλία του – εκτός ίσως από το πιο πρόσφατο, το «4,3,2,1» (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Μ.Ξυλούρη), δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, όμως στις πιο επιτυχημένες του στιγμές στον κινηματογράφο, στον «Καπνό» και στο «Λίγος καπνός ακόμα», ο ρεαλισμός επικρατεί.
 
 

Στις ταινίες που σκηνοθέτησε ή έγραψε τα σενάρια, ο Auster αποπειράθηκε να «περάσει» στην οθόνη τις εμμονές του, τις περισσότερες φορές όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα. Η φιλοδοξία του να γίνει ένας «auteur» ολοκληρώθηκε γρήγορα, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με το σενάριο που στα χέρια ικανών σκηνοθετών θα μπορούσε να υλοποιήσουν τα οράματά του.
 
Η πρώτη σεναριακή προσπάθεια του συγγραφέα έγινε με την ταινία «Music of Chance» (το βιβλίο στα ελληνικά είναι «Η Μουσική του πεπρωμένου», εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφρ. Α.Σφακιανάκη), που σκηνοθέτησε ο έμπειρος Philip Haas. Δυστυχώς δεν κατάφερα να δω την ταινία – το βιβλίο θεωρείται από τα ελάσσονα του συγγραφέα, παρότι είναι πολύ καλό, ενώ δε παρότι η ταινία απέσπασε καλές κριτικές, η εμπορική της πορεία ήταν κάτω του μετρίου.
 
Την γενικότερη αποδοχή στο σινεμά, ο Auster, την γνώρισε με το σενάριο του «Καπνού» («Smoke»), ταινία που σκηνοθέτησε ο άνισος Wayne Wang. Στην πολυφωνική και πολυεπίπεδη αυτή ταινία, που προήλθε από ένα διήγημα που ο Auster έγραψε για την Χριστουγεννιάτικη έκδοση των New York Times, με τίτλο «Augie Wrens Christmas story» και όπου η ιστορία του Όγκι Ρεν λειτουργεί ως η βάση απ’ όπου ξεκινάει η ιστορία που αφηγείται το φιλμ, έχουμε μια ρεαλιστική προσέγγιση (και πιο κατανοητής για το ευρύ κοινό) της αφηγηματικής τεχνικής του σπουδαίου συγγραφέα.
 

Το μικρό μαγαζί, σκηνικό της ταινίας, που πουλάει καπνό, αποτελεί μια μεταφορά του μικρόκοσμου του Μπρούκλιν, μιας πολυπολιτισμικής περιοχής της Νέας Υόρκης, ένα χωνευτήρι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Στο μαγαζί βρίσκουν την ευκαιρία μοναχικοί άνθρωποι να μιλήσουν με κάποιον (ευήκοο συνήθως) και μια μορφή σχέσης να αναπτυχθεί μεταξύ τους.
 
Το κάπνισμα αποτελεί μια ανθρώπινη ζεστή συνήθεια κοινωνικοποίησης, φιλικής διάθεσης, ανοίγματος προς τον άλλον, ο Auster στο σενάριο της ταινίας, ουσιαστικά αφήνει τους ήρωές του/ τους πρωταγωνιστές του, να συνομιλούν ατελείωτα, αφήνοντας τον χρόνο να κυλάει, με απώτερο σκοπό να απεικονίσει τα συναισθήματά τους, να «ξεδιπλώσουν» τον βαθύτερο εαυτό τους, κινηματογραφικά δε, με τον τρόπο που ο Α. Ρεναί, ο Ρενουάρ κι ο Μπρεσόν έκαναν στις ταινίες τους. Στον «Καπνό», τίθενται μια σειρά από ηθικά διλήμματα: η κλοπή χρημάτων από ανάγκη, η καταγγελία του κλέφτη στην αστυνομία, η κοροϊδία μιας τυφλής γυναίκας, ενώ συνεχώς επανέρχονται προς κρίση από τον θεατή, ερωτήματα όπως, που σταματάει η αλήθεια και αρχίζει η μυθοπλασία, πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια «αληθινή ιστορία» μυθοπλαστικά, πότε ένας καλλιτέχνης έχει (και ποια είναι αυτή, η) ηθική υποχρέωση; Οι λύσεις που δίδονται είναι όλες αντισυμβατικές και παράδοξες.
 
Ουσιαστικά λοιπόν, «Ο Καπνός» είναι μια ταινία για την ζωή στην μεγαλούπολη, ένα φιλμ διαλόγου που συνδυάζεται με την εικόνα, είναι ένα λογοτεχνικό έργο «εν κινήσει», όπου η εμπειρία του θεατή, ομοιάζει με την ανάγνωση ενός βιβλίου – όπως δε, και στην ανάγνωση, η ταινία λειτουργεί καλύτερα σε οικιακή προβολή, όπου μπορείς να γυρίσεις πίσω και να ξαναδείς σκηνές, να σκεφτείς τους διαλόγους και αυτά που ίσως σου διαφεύγουν με την πρώτη θέαση – το δε βασικό μουσικό κομμάτι, «Innocent when you dream» (ίσως ότι καλύτερο έχει τραγουδήσει ο Tom Waits), συμπληρώνει αρμονικά με τους στίχους του την εικόνα.
 
Τα ίδια πάνω-κάτω, ισχύουν και για την συνέχεια του «Καπνού», το «Λίγος καπνός ακόμα» («Blue in the face»), όπου εδώ ο Auster δοκιμάζει τις ικανότητές του και στην σκηνοθεσία, με την βοήθεια βέβαια και του Wayne Wang. Στην ουσιαστικά συλλογική αυτή δουλειά (με τις πολλές cameo εμφανίσεις ηθοποιών, σκηνοθετών, τραγουδιστών), όπου παραγωγοί, ηθοποιοί και όλοι οι συντελεστές της ταινίας, βοήθησαν στο σενάριο, το Μπρούκλιν προβάλλει ως βασικός πρωταγωνιστής, ερχόμενο σε αντίθεση με την αποπροσωποποίηση και την ψυχρότητα του Μανχάταν, όπου δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για την ανάπτυξη των ανθρώπινων σχέσεων ή ακόμα και με τα ακριβά προάστια, όπου χωρίς αυτοκίνητο δεν μπορείς να ζήσεις.
 


 Στο «Λίγος καπνός ακόμα», είναι που ο Auster περιγράφει ένα από τα πλέον τραυματικά γεγονότα της εφηβείας του, την μετακόμιση της ομάδας μπέιζμπολ της συνοικίας, των Dodgers, το 1958 σε μια άλλη πόλη – σκηνή που έχει μεταφερθεί σε άπειρες σελίδες στα βιβλία του. Ο κυνισμός και η καθαρά οικονομοτεχνική υλοποίηση της απόφασης, φέρνει στην επιφάνεια τις αλλαγές που γίνονται στον κόσμο εν αγνοία των ρομαντικών θαμώνων του μικρομάγαζου, και την συνειδητοποίησή τους ότι χάνεται πλέον η αίσθηση της γειτονιάς και της συντροφικότητας που απολάμβαναν. Η μετακόμιση της ομάδας, θα μεταβάλλει τα σχέδια για πώληση του καταστήματος.
Με το «Λίγος Καπνός ακόμα», ο Auster παρουσιάζεται πολυπρισματικός και επιλύει κάποια από τα θέματα που έθιξε η προηγούμενη ταινία, ενώ βάζει πολλή μουσική και κουβέντα γύρω από αυτήν στα θέματά του. Η ταινία αποπνέει τη συντροφικότητα και την θέρμη που επιθυμούσε ο δημιουργός της, καθιστώντας την μια από τις πιο προσωπικές του δημιουργίες στο σύνολο του έργου του.
 
Με τον «Καπνό» και το «Λίγος καπνός ακόμα», ο Auster προσπάθησε (και σε ένα βαθμό το πέτυχε), να μεταφέρει την λογοτεχνία στο σινεμά – προσοχή: όχι να μεταφέρει ένα λογοτεχνικό έργο όπως γίνεται συνήθως. Ηθικά διλήμματα και η προτίμηση (η αγάπη αν προτιμάτε) προς το «παράδοξο», το «παράλογο» κυριαρχούν στις ταινίες. Ο Auster θεωρεί ότι το παραδοσιακό σινεμά δεν απεικονίζει σε βάθος την πραγματική ανθρώπινη φύση, τις σκέψεις και τις πράξεις τους, παρά τον επιφανειακό ρεαλισμό που χρησιμοποιούν.
 
Η συνέχεια όμως, δεν υλοποίησε τις προσδοκίες που οι δύο ταινίες του «Καπνού» καλλιέργησαν. Στο καταφρονεμένο από τους κριτικούς (και το κοινό) "LULU ON THE BRIDGE", ο Auster επικεντρώνει το βλέμμα του, στις γυναίκες. Σε αυτό το homage στον Παμπστ και στην ταινία του «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ» του 1929, o Auster σε διάφορα επεισόδια διηγείται με διαφορετικό τρόπο την ιστορία της Lulu, η οποία στο θεατρικό έργο του Βέντεκιντ (που μετέφερε ο Παμπστ στη βωβή του ταινία) είναι ένα πλάσμα εκδικητικό, χωρίς ηθική, χωρίς συναίσθημα. Στην ταινία του ο Auster παρουσιάζει ένα πρόσωπο της Lulu διαφορετικό πιο συναισθηματικό και ανθρώπινο, ενώ παρακολουθούμε και πως αναμειγνύεται η προσωπική ζωή της πρωταγωνίστριας που υποδύεται την Lulu στο θέατρο με το έργο καθεαυτό. Βέβαια, όλη η πλοκή στο έργο είναι προϊόν της φαντασίας ενός μουσικού που περνάει μια κρίση ταυτότητας προεκτείνοντας τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς του στην σύντροφο του/πρωταγωνίστρια ηθοποιό.
 

Κανείς δεν κατάλαβε τι είχε στο μυαλό του ο Auster με αυτή την ταινία. Υπάρχουν σκηνές που κινηματογραφούνται με πειραματικό τρόπο, σε μια προσπάθεια του Auster να χρησιμοποιήσει όλες τις τεχνικές που έχει στα χέρια του για να εξερευνήσει τις απεριόριστες δυνατότητες του φακού. Εκείνος κατηγόρησε τους παραγωγούς ότι έκοψαν από το μοντάζ κρίσιμες σκηνές που εξηγούσαν τη λογική του.
Απ’ ότι αντιλαμβανόμαστε, τα βασικά θέματα που απασχολούν τον Auster είναι παρόντα (όπως κι αρκετοί ηθοποιοί που συμμετείχαν στις προηγούμενες ταινίες, με προεξάρχοντα τον Harvey Keitel), η επικοινωνία με τους άλλους, η συγχώρεση, η έλλειψη κατανόησης, η φιλία, η αγάπη, μόνο που αποτυπώνονται καλύτερα μέσω του ρεαλισμού των δύο ταινιών του «Καπνού» παρά στην φαντεζί προσέγγιση της Lulu – κι εδώ υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση/συμπέρασμα του Auster, ότι οι γυναικείες εικόνες που κουβαλάμε στη μνήμη μας και θαυμάζουμε, είναι από κινηματογραφικές ταινίες. Υπέροχες γυναίκες, σε εκπληκτικές πόζες που στοιχειώνουν τα όνειρά μας, γιατί η εικόνα των γυναικών είναι μέσω των ανδρικών φαντασιώσεων.
 
Η αγάπη του Auster με το σινεμά, τον οδήγησε και στο γράψιμο ενός από τα καλύτερα βιβλία του, του BOOK OF ILLUSIONS (στα ελληνικά «Τοβιβλίο των ψευδαισθήσεων», εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφρ. Β.Κυριαζή), που το θέμα του είναι η αναζήτηση ενός εξαφανισμένου σκηνοθέτη ταινιών του βωβού σινεμά. Από αυτό το βιβλίο, είναι η ιστορία που περιγράφει η πιο αποτυχημένη ταινία που σκηνοθέτησε ο συγγραφέας, «THE INNER LIFE OF MARTIN FROST» η οποία απέτυχε τόσο εμπορικά, όσο και στις κριτικές, ουσιαστικά βάζοντας τελεία στην σύντομη κινηματογραφική του καριέρα.
 


 Στην ταινία αυτή που ακόμα και ο πιο φανατικός θαυμαστής του Auster δυσκολεύεται να παρακολουθήσει, περιγράφεται η ζωή ενός επιτυχημένου συγγραφέα που φιλοξενείται στο σπίτι φίλων, για να γράψει το τέταρτο βιβλίο του. Όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι που μια μέρα ξυπνάει και στην άκρη του κρεβατιού, βρίσκεται μια μυστηριώδης γυναίκα που του συστήνεται ως ανεψιά των φίλων του και φανατική θαυμάστρια των βιβλίων του. Η γυναίκα ήρθε για να μείνει, ο συγγραφέας επιθυμεί την απομόνωση, αλλά με τον καιρό και μέσα από τις συζητήσεις τους (φιλοσοφικές ως επί το πλείστον) έλκεται και την ερωτεύεται. Στην συνέχεια η ιστορία μπερδεύεται τόσο πολύ (ο συγγραφέας ξεκινάει μια άλλη ιστορία υπό την επιρροή του έρωτά του, αλλά μόλις την τελειώνει, εκείνη πεθαίνει, την πετάει στην φωτιά και τότε εκείνη ζωντανεύει κλπ), που η ταινία είναι αβάσταχτη.
 
Το θέμα του έργου που υπάρχει σε διαφορετική ελαφρώς μορφή στο «Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων», δεν λειτουργεί καθόλου στον κινηματογράφο. Ο Auster ακολουθεί τις εμμονές του, σχετικά με το «γιατί γράφουμε», τονίζοντας τις αντιθέσεις μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, για το τι έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας και πως αποτυπώνεται αυτό στον γραπτό λόγο, μόνο που όλα αυτά που μπορεί να λειτουργήσουν μαγικά σε ένα βιβλίο, δεν μπορούν (εκτός κι αν είσαι σκηνοθέτης μεγάλου μεγέθους) να αποδοθούν στην οθόνη.
 
Ήταν η τελευταία προσπάθεια του Auster ως σκηνοθέτη, ενώ έχει γράψει το σενάριο μιας πολύ πρόσφατης ταινίας, που μεταφέρει στον κινηματογράφο, το δυστοπικό μυθιστόρημά του «Στην χώρα των έσχατων πραγμάτων» (εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφρ. Α.Σφακιανάκης), από τον Αργεντινό σκηνοθέτη Alejandro Chomski.
 
Ουσιαστικά λοιπόν, τον Paul Auster θα τον θυμόμαστε κινηματογραφικά, κυρίως με τις δύο ταινίες του «Καπνού», που σκηνές τους αναπαράγονται είτε ως κλιπάκια στο YouTube, είτε ως μικρά επεισόδια σε κινηματογραφικές σκηνές ανθολογίας. Εξάλλου απεικονίζουν μια πραγματικότητα που περνάει με τον καιρό στην λήθη – ανθρώπους να καπνίζουν.
Ο συγγραφέας γενικότερα, θεωρεί ότι το κοινό παρακολουθεί μια ιστορία, μαγεμένο από τις εικόνες – την οποία μπορεί να θεωρεί ρεαλιστική -, αλλά βγαίνοντας από την αίθουσα, την λησμονεί γρήγορα. Το αντίθετο συμβαίνει με τα βιβλία, τα λογοτεχνικά έργα «απαιτούν» την προσοχή και την «συμμετοχή» του αναγνώστη, που εισέρχεται μέσα τους. Στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, ο αναγνώστης γίνεται μέρος του έργου, οι χαρακτήρες «φίλοι του». Αυτό αποπειράθηκε και εν μέρει το πέτυχε ο Auster σε αυτές τις δύο ταινίες▪ οι ηθοποιοί παίζουν σαν να γνωρίζονται μεταξύ τους – αυτό επιτεύχθηκε μετά από συνεχείς πρόβες με τον Auster παρόντα, η φιλική ατμόσφαιρα είναι διάχυτη και έτσι οι συζητήσεις γίνονται πιο ρεαλιστικές και ζωντανές.
 
Ακριβώς, αυτές τις συζητήσεις με το στοχαστικό και νοσταλγικό ύφος, πέτυχε να αποδώσει ο μεγάλος συγγραφέας, κάτι που δεν κατάφερε στις επόμενες ταινίες με τις οποίες ασχολήθηκε, δείχνοντας ότι τουλάχιστον κινηματογραφικά, αυτό το ύφος έπρεπε να ακολουθήσει. Ακόμα όμως και στις μεγάλες του αποτυχίες, υπάρχουν εξαίσιες στιγμές, σαν φωτεινοί φάροι, τονίζοντας όμως με αυτές τις εξαιρέσεις, την απόσταση που υπάρχει μεταξύ λογοτεχνίας και σινεμά, εικόνας και γραπτού λόγου, φαντασίας στην οθόνη και φαντασίας στο χαρτί.
 
Άγης Αθανασιάδης («librofilo.blogspot.com»)


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home