Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2022 | Permalink
"Η σκοτεινή πλευρά του καθρέφτη"

 

Ο Ιταλός Mario Andrea Rigoni (1948 Asiago, Veneto– 2021 Montebelluna, Veneto), που πέθανε πριν από λίγους μήνες, ήταν περισσότερο γνωστός στη χώρα του, ως δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Ασχολήθηκε επί μακρόν με το έργο του συμπατριώτη του μέγιστου ποιητή Giacomo Leopardi, ενώ σύστησε στο Ιταλικό κοινό τον σπουδαίο Ρουμάνο φιλόσοφο και διανοητή Emile Cioran, του οποίου μετέφρασε τα έργα, η δε αλληλογραφία τους εκδόθηκε το 2007, με τίτλο «Mon cher ami». Ο Ριγκόνι όμως δεν έγραφε μόνο δοκίμια αλλά και ποίηση και διηγήματα. Με την ιδιότητα του λογοτέχνη, ήταν ουσιαστικά άγνωστος έξω από τη χώρα του, ενώ στην Ελλάδα είχαν δημοσιευτεί από την μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Φραγκούλη, παλαιότερα ιστορίες του (που περιέχονται σε αυτό τον τόμο), στα περιοδικά «Νέον Πλανόδιον», «Νέα Ευθύνη», στο Documento και στο ιστολόγιο «Cantus Firmus».
 
Η ωραία έκδοση της Loggia, ενός μικρού τόμου, με μια ανθολογία επιλεγμένων διηγημάτων από τις τέσσερις συλλογές Dallaltra parte» του 2009, «Estraneita» του 2014, «Miraggi» του 2017, «Disingani» του 2019), με τίτλο «Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΟΨΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ» (σελ.147), σε φροντισμένη μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη και επίμετρο του Ματέο Μαρκεζίνι, έρχεται να συστήσει με τον καλύτερο τρόπο τον συγγραφέα στη χώρα μας, με ένα βιβλίο που εντυπωσιάζει με το αφηγηματικό του ύφος.


Δεκαοκτώ ιστορίες («Δεκαεπτά διηγήματα και ένα παραμύθι», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) απαρτίζουν τον τόμο. Ιστορίες σύντομες, πολλές είναι 4-5 σελίδων, που διακρίνονται όχι μόνο για το ύφος αλλά και για την υπαινικτικότητά τους, την οικονομία λόγου και την ατμόσφαιρα που πλάθει ο ικανότατος συγγραφέας. Διηγήματα που κινούνται σε μια μεγάλη θεματική γκάμα κι όπου τονίζεται – όπως αναφέρει ο τίτλος τους -, τι υπάρχει πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων, των συζητήσεων, των καταστάσεων.
 
Μπορεί να ξεχωρίζουν στον υπότιτλο τα διηγήματα από το «παραμύθι» με το οποίο κλείνει το βιβλίο, αλλά ουσιαστικά και το πρώτο διήγημα θυμίζει παραμύθι («Εν πλω») όπου μια γυναίκα που κάνει ηλιοθεραπεία σε ένα σκάφος, μαγνητίζεται από το βλέμμα μιας φώκιας και πέφτοντας στη θάλασσα έχει μαζί της έναν θερμό εναγκαλισμό, ενώ στο δεύτερο διήγημα, που είναι από τα καλύτερα της συλλογής («Στα γόνατά μου»), ένας άντρας ερωτεύεται με πάθος την εικοσάχρονη κόρη μιας πρώην ερωμένης του. Η φανερή ομοιότητα μάνας – κόρης δεν ενοχλεί τον εραστή, μέχρι που σε μια τρυφερή στιγμή θα βρεθεί προ μιας σοκαριστικής αποκάλυψης. Το «Γράμμα σε μια ευγενική δεσποινίδα», είναι η ιστορία ενός συνταξιούχου που παρακολουθεί με κάθε δυνατό τρόπο μια γυναίκα που μένει απέναντί του με την οποία έχει αποκτήσει εμμονή, ενώ το τέταρτο διήγημα «Το αλλού» μας μεταφέρει σε ένα νησί του νότιου ημισφαίριου, όπου ο αφηγητής διαμένει με την ντόπια σύζυγό του. Αυτός όμως ο επίγειος παράδεισος κρύβει κινδύνους που ωθούν σε προβληματισμούς για το τι υπάρχει «πίσω από την βιτρίνα».
 
«Δεν πρέπει όμως να με σκέφτεστε ως παράφρονα, πόσο μάλλον ως βιαστή ή κατά συρροή δολοφόνο! Μήπως απλώς σαν ηδονοβλεψία; Αν το θέλετε, σύμφωνοι, αλλά υπό τον όρο να αποκλείσετε από αυτή την κλίση ή την παθολογία ακριβώς το βασικό κίνητρο: το σεξουαλικό. Δεν ερεθίστηκα ποτέ σκεπτόμενος εσάς. Ίσως μιαν άλλη, περιστασιακά, όχι εσάς, αν και δεν αποκλείω ότι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, θα επρόκειτο μόνο για μια λεπτομέρεια. Όχι, πρέπει να γνωρίζετε ότι απολαμβάνω μια ευχαρίστηση ευρύτερη και πιο εκλεπτυσμένη: να βλέπω δίχως να με βλέπουν, να κατέχω δίχως να με κατέχουν, να ορίζω τη ζωή σας με τρόπο που, μολονότι είναι δυνητικός ή φανταστικός, ωστόσο δεν είναι ελλιπής και, προπαντός, μπορεί να μετασχηματιστεί σε πραγματικότητα. Σας ομολογώ ότι ενίοτε αυτό το τελευταίο με πανικοβάλλει και με ανησυχεί. Είναι το πιο μεθυστικό, αλλά επίσης και το πιο επικίνδυνο, διότι το να είμαι ο αόρατος αφέντης της ζωής σας έχει κάτι το θεϊκό και το δαιμονιακό συγχρόνως. Παρόλο που είμαι καλός άνθρωπος, τι θα συνέβαινε αν η κατάσταση ξέφευγε από τα χέρια μου; Αν η απλή γνώση γινόταν πράξη; Συνειδητοποιείτε τι σημαίνει να μη χρειάζεται να δώσω λόγο σε κανέναν γι’ αυτό το θανάσιμο προνόμιο του να σας γνωρίζω δίχως να με γνωρίζετε;»Γράμμα σε μια ευγενική δεσποινίδα»)
 
Στο πέμπτο διήγημα («Όνειρα δόξας»), ένας μεσήλικας καλλιτέχνης μιας επαρχιακής πόλης, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο συνειδητοποιώντας ότι θα παραμείνει άγνωστος και ανώνυμος, οραματίζεται ότι η αξία του θα αναγνωριστεί μετά θάνατο, όπως συμβαίνει σε πολλούς μεγάλους δημιουργούς, ενώ στο επόμενο διήγημα («Άνδρας σε αναπηρικό καροτσάκι»), η γνωριμία του αφηγητή σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό με έναν παλιό ναυτικό που τυφλός και ανάπηρος κάθεται με τις ώρες στο αναπηρικό καροτσάκι του, οδηγεί σε συζητήσεις για τόπους μακρινούς. Το έβδομο και μάλλον καλύτερο διήγημα της συλλογής («Στην άλλη μεριά»), είναι η ιστορία ενός συνηθισμένου ταξιδιού με τρένο που μετατρέπεται σε Καφκικό εφιάλτη, όταν ο αφηγητής διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι επιβάτες αλλά ούτε και προσωπικό στο τρένο που διασχίζει την Γαλλική εξοχή. Σχεδόν υποδειγματικό διήγημα είναι η «Λήθη», όταν δύο πρώην σύζυγοι συναντιούνται ξανά μετά από δεκαετίες, αλλά τα πράγματα πλέον είναι τελείως διαφορετικά καθώς ο ένας πάσχει από αλτσχάιμερ. Στην ιστορία που ακολουθεί («Κόλαση»), ένας άνδρας είναι ο μοναδικός επιζών ενός αεροπορικού δυστυχήματος και ακινητοποιημένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ευρισκόμενος μεταξύ ζωής και θανάτου, αντιλαμβάνεται όλες τις συζητήσεις αλλά δεν μπορεί να κουνήσει τα μέλη του σώματός του.
 
Το διήγημα «Όπως τα δέντρα – μια ιστορία του 1943» που θα μπορούσε να είναι μια θαυμάσια νουβέλα, είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται στις τελευταίες ημέρες του Φασιστικού καθεστώτος, με ηρωίδα μια κοπέλα που μένει σε μια καλύβα μέσα στο δάσος και διασώζει όποιον περνάει και της ζητάει καταφύγιο οδηγώντας την σε μπελάδες που μπορεί να αποβούν μοιραίοι, ενώ στο ενδέκατο διήγημα («Ακόμα μια μέρα»), ένας άνδρας προσπαθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά ενός ποταμού και στο επόμενο διήγημα («Γωνιακό τραπεζάκι»), ένα ζευγάρι σε κρίση, συζητάει υπό το βλέμμα ενός ερωτύλου σερβιτόρου και θυμάται την ιστορία του σκορπιού με τον βάτραχο. Στο θαυμάσιο «Το εξομολογητήριο», μια παρέα νεαρών φίλων αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι εξομολόγησης διαλέγοντας μια εκκλησία ως σκηνικό. Ενώ μια αποκάλυψη φαίνεται να ανατρέπει τις ισορροπίες μεταξύ τους, η πραγματικότητα εισβάλλει στο παιχνίδι με μια δολοφόνο που θέλει να εξομολογηθεί την πράξη της.
 
Το «Tristesse» είναι η ιστορία μιας διαδικτυακής γνωριμίας που εξελίσσεται με ρομαντικό τρόπο μέχρι την τελευταία πρόταση που χαλάει το σκηνικό, ενώ το δέκατο πέμπτο διήγημα («Ο άντρας του παρελθόντος»), είναι η ιστορία μιας παρακολούθησης («stalking») για ένα δραματικό συμβάν του παρελθόντος που είχε στοιχίσει μια ζωή και είχε ανατρέψει τελείως μια άλλη με τραγικές συνέπειες. Στο επόμενο διήγημα («Στη χλόη»), ένας τραυματισμένος άνδρας που βρίσκεται σε ένα δάσος, περνάει ώρες αγωνίας, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει, ενώ στο δέκατο έβδομο διήγημα («Μια οποιαδήποτε μέρα»), ένας άνδρας σε μια συνηθισμένη και ρουτινιάρικη μέρα, βιώνει μια υπερφυσική εμπειρία. Το βιβλίο κλείνει το παραμύθι «Η πληγή του Κάλεμπ», που εξελίσσεται στο Μαρόκο στην οροσειρά του Άτλαντα, όπου ένας νεαρός βοσκός μαγεύεται από μια κοπέλα σαν οπτασία, την οποία ψάχνει σε όλη του τη ζωή χωρίς επιτυχία.
 
«Ήταν θαμμένος ζωντανός, θαμμένος σε εκείνον τον τόπο χωρίς τόπο, μέσα στο «εγώ» του, θεατής και ανίσχυρο θύμα των επιθέσεων που το μυαλό έκανε ενάντια στα ίδια του τα όρια, σαν κύματα που σπάνε σε ένα συμπαγές φράγμα χωρίς ρήγματα. Δεν μπορούσε πια να αντέξει την αδάμαστη κίνηση που γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο περιστροφική. Σε αυτή την κατάσταση οποιοσδήποτε σωματικός πόνος θα ήταν μια παρέκκλιση, μια εκτόνωση της παλίρροιας, που αδιάκοπα υψωνόταν και αποτραβιόταν μέσα του. Αλλά το μαρτύριό του δεν είχε σχεδόν τίποτε το υλικό. Μονάχα ένα μολύβδινο βάρος που του προκαλούσε ίλιγγο μες στο κεφάλι και τον έσπρωχνε βίαια προς τη γη. Έκανε να πιαστεί. Αλλά από πού; Και με τι; Δεν υπήρχε πια γη γι’ αυτόν… Νόμιζε πως λιποθυμούσε ή τρελαινόταν. Όμως, δεν συνέβαινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.»Κόλαση»)


Η ποικιλία των θεμάτων που έχουν οι ανθολογημένες ιστορίες του βιβλίου, κινούνται μεταξύ διαφόρων θεματικών, δίνοντάς μας την δυνατότητα να περιπλανηθούμε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Ριγκόνι. Στιγμιότυπα της καθημερινότητας, αδιέξοδες καταστάσεις, έρωτες, μοναξιά, αυτοπροσδιορισμός και αναζήτηση ταυτότητας, ένα αφήγημα για μια ιστορική στιγμή που ξεπερνάει τα χρονικά πλαίσια. Στα περισσότερα διηγήματα είναι εμφανής ο υπαρξιακός τόνος, η αγωνία του ατόμου και οι ανασφάλειές του, σε κάποια κυριαρχεί η έντονα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, μερικά έχουν γκροτέσκα στοιχεία.
 
Η ανθρώπινη άβυσσος, τα πάθη και οι εμμονές της ύπαρξης είναι εμφανή στα περισσότερα από τα επιμελώς επιλεγμένα διηγήματα του βιβλίου. Είναι εμφανής η πρόθεση στο σύνολο των διηγημάτων, να τονισθεί η «σκοτεινή όψη των πραγμάτων», αυτό το αφηρημένα αβέβαιο που υπάρχει πίσω από τον καθρέφτη. Χωρίς να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα το θέμα του και μέσα σε λίγες προτάσεις περιγράφει καταστάσεις που άλλοι θα χρειάζονταν σελίδες, με απλότητα αλλά πολλή ουσία και αφηγηματική καθαρότητα.
 
Ο Καλβίνο, ο Μοράβια, ο Μπασάνι διακρίνονται ως επιρροές, αλλά δεν μπορεί κάποιος να μη φέρει στο νου, τα διηγήματα του Κάρβερ, του Τσέχοφ και του Μοπασσάν. Ο Ριγκόνι ανατέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη με υποδόριο τρόπο, χωρίς να το καταλαβαίνεις και οι ιστορίες του, εισέρχονται εντός του αναγνώστη που εάν αφεθεί στη γοητεία τους, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει. Πολύτιμη η πρώτη μας γνωριμία με έναν πολύ αξιόλογο συγγραφέα και αναμένουμε να εκδοθούν στη χώρα μας οι «Αφορισμοί» του για να μπορέσουμε να τον απολαύσουμε σε ένα είδος που διακρίθηκε ιδιαίτερα.

Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του Σ/Κ (29/1/22)
 
Βαθμολογία 84 / 100



 
 
Σάββατο, Ιανουαρίου 22, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 22, 2022 | Permalink
"Omnia sunt communia" ("Ο πόλεμος των φτωχών" και "Κανίβαλος")

 

Με δύο ωραία βιβλία, δύο μικρά κείμενα που αναφέρονται σε ιστορικά περιστατικά, το ένα μεγαλύτερης εμβέλειας, το άλλο μικρότερης, ασχολείται σήμερα το blog. «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ» («La Guerre des Pauvres»), του πάντα ενδιαφέροντα, Γάλλου συγγραφέα και κινηματογραφικού σκηνοθέτη Eric Vuilllard (1968, Lyon) – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Γ.Φαράκλας, σελ.89) και ο «ΚΑΝΙΒΑΛΟΣ» («Cannibale»), του (επίσης) Γάλλου συγγραφέα (περισσότερο γνωστού από τα «polar» μυθιστορήματά του), σεναριογράφου και πολιτικού ακτιβιστή Didier Daeninckx (1949, Saint-Denis) – (εκδ. Oposito, μετάφρ. Μ.Θεοχάρη, σελ.109), μιλάνε για την κοινωνική ανισότητα, το πρόβλημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, προβλήματα που είναι πάντα επίκαιρα – έχουν όμως και μεγάλη λογοτεχνική αξία.


Ο Thomas Muntzer (1489-1525), είναι μια από τις γοητευτικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Ιερέας και Θεολόγος της Καθολικής Εκκλησίας, ήρθε σε σύγκρουση με τον Λούθηρο (του οποίου υπήρξε μαθητής) και το κατεστημένο της Καθολικής εκκλησίας, και ηγήθηκε το 1524 της «Εξέγερσης των Χωρικών», της μεγαλύτερης εξέγερσης που είχε γνωρίσει η Κεντρική Ευρώπη. Ο πόλεμος των φτωχών αγροτών κατά της εξουσίας της Εκκλησίας και όχι μόνο, βρίσκεται στο κέντρο του χρονικού «Ο πόλεμος των φτωχών» του Ερίκ Βυϊγιάρ, όπως ήταν και στο εκπληκτικό μυθιστόρημα «Ο Εκκλησιαστής» της κολεκτίβας με το όνομα Luther Blissett, που κυκλοφόρησε το 2001.
 
«Μουντ λέγεται το στόμα και τσερσταίρουνγκ η καταστροφή. Έτσι μπορούμε ελεύθερα να διακρίνουμε στο όνομα Τόμας Μύν-τσερ μια θαυμαστή σύγκλιση μεταξύ του λόγου και της άρνησης. Βέβαια μπορούμε να εντάξουμε τον Μύντσερ στους παθιασμένους ιδεαλιστές που στιγματίζει η ιατρική, μπορούμε κάλλιστα να παλουκώσουμε σε ένα ντιβάνι τον Ρουσσώ, τον Τολστόι, τον Λένιν, και να τους βάλουμε να μας εξομολογηθούν τα πάντα. Όλη τους η αγανάκτηση και όλη τους η ζέση μπορούν να ερμηνευτούν ως η μεταμόρφωση ενός προσωπικού πόνου ž και;
Ξαφνικά τα κεφάλια μεθούν και τα σώματα έχουν την αλαφράδα του φωτός. Τότε όλα μπορούν να ειπωθούν! Οι σκέψεις αστράφτουν, έλκονται. Αν δεν αφήσεις πίσω σου ούτε μια λέξη, πέφτεις για πάντα στην αφάνεια. Σε τρώει η μαρμάγκα, δεν βλέπεσαι πια, δεν ακούγεσαι πια. Όσοι σε αγαπούν νιώθουν τύψεις ž οι δε τύψεις κάνουν καλό. Είναι η μεγάλη ισότητα του κενού.»


Ο Βυϊγιάρ ουσιαστικά ξαναγράφει την ιστορία με δικό του τρόπο, με μικρά κεφάλαια και με κινηματογραφικό τρόπο, δεν αποπειράται ακόμα μια βιογραφία του Τόμας Μύντσερ, αλλά πραγματοποιεί με πανοραμικό τρόπο και με αφηγηματική δεινότητα (που είναι γνώριμη από τα υπόλοιπα βιβλία του που έχουν εκδοθεί στη χώρα μας), μια σύνοψη των γεγονότων που προηγήθηκαν της «Εξέγερσης των χωρικών» και τις αναταραχές στην Ευρώπη με ανθρώπους που πήραν τα όπλα πριν τον Μύντσερ και τις ιδέες του.
 

Από την Αγγλία και τους ξεσηκωμούς των απλών ανθρώπων τον 14ο και τον 15ο αιώνα, τα διδάγματα του Λούθηρου που με την εξάπλωση της τυπογραφίας έφθασαν παντού, στον Γιαν Χους της Βοημίας, στον Τόμας Μύντσερ, όλες οι μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις οδηγούν σε αυτό που συνέβη μεταξύ 1524-1525, όταν η άρνηση των τοπικών ηγεμόνων και των εκκλησιαστικών ηγετών, συνετέλεσε σε ένα απίστευτα βίαιο και αιματηρό πόλεμο που μπορεί να ξεκίνησε από ερμηνείες της Βίβλου και για τα κηρύγματα περί ισότητας, από αντίδραση σε άδικους φόρους για να θέσει ερωτήματα περί της φύσης της κοινωνίας και της εξουσίας της εποχής.

«… Και ξέρει να γράφει ο Τόμας Μύντσερ, η γραφή του έχει κάτι το ζωηρό και το δυσοίωνο, ένα οξυμμένο μίσος, μια ανελέητη ευστοχία, ενώ είναι συνάμα μειλίχια. Ο Νίτσε θα εμπνευστεί κρυφά από αυτόν, από το μυντσερικό ξεχείλισμα, από την υπερβολή του. Αλλά ο Μύντσερ είναι άνθρωπος της δράσης, αυτά που γράφει τον συνεπαίρνουν. Δεν περιφρονεί τον απλό άνθρωπο, τον κοινό άνθρωπο. Ο Μύντσερ είναι ο νάρκισσος και το γαϊδουράγκαθο, η τσουκνίδα και ο χυμός. Παραθέτει τον Δανιήλ: «η εξουσία θα δοθεί στον λαό». Ο Νίτσε τώρα είναι πολύ μακριά.»
 
Ο πόλεμος αυτός, γράφει στο βιβλίο του ο στυλίστας και πάντα καίριος Vuillard, αφορά τα πάντα: το δικαίωμα των ηγεμόνων για την «πρώτη νύχτα», για τα άδικα ενοίκια, για την γενικότερη πείνα και τις ταπεινώσεις που υφίστανται οι φτωχοί αγρότες. Είναι μια ιστορία που δεν έχει τέλος, είναι ένας πόλεμος που συνεχίζεται λέει ο συγγραφέας, επεκτείνοντας τη σκέψη του.
 
«Ο πόλεμος των φτωχών», είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο γραμμένο με στυλ, με θαυμαστή οικονομία λόγου, με πολύ χιούμορ, που δεν ακολουθεί τον συνήθη δρόμο ενός ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά δίνει στον αναγνώστη να κατανοήσει το κλίμα της εποχής και να συνδέσει το χθες με το σήμερα με δημιουργικό και ευφυή τρόπο.
 
Βαθμολογία 83 / 100
 
Μπορεί ο Βυϊγιάρ να περιγράφει τον κόσμου του 16ου αιώνα, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, τα πράγματα σε κάποιους τομείς, δεν άλλαξαν πολύ στους αιώνες που ακολούθησαν. Ο Didier Daeninckx στον «Κανίβαλο», ασχολείται με ένα φρικιαστικό (στη σύλληψή του) γεγονός, που ήταν κάτι σύνηθες στην εποχή, παρότι μας φαίνεται αδιανόητο σήμερα.


Το 1931, στο Παρίσι, πραγματοποιήθηκε η Διεθνής Αποικιακή Έκθεση, όπου πολίτες διαφόρων μακρινών αποικιών της Γαλλίας, μεταφέρθηκαν και παρουσιάστηκαν ως εκθέματα σε κλουβιά. Στην έκθεση υπήρχαν επίσης κλουβιά με ζώα και κατασκευές από τα μέρη αυτά. Πάνω από 100 Κανάκ, κάτοικοι της Νέας Καληδονίας δηλαδή, αυτού του συμπλέγματος νησιών του Ειρηνικού Ωκεανού, μεταφέρθηκαν και εκτέθηκαν, χόρεψαν και τραγούδησαν με όσο λιγότερα ρούχα γινόταν, ως αντιπροσωπευτικά δείγματα «Ανθρωποφάγων»!
 
«Αυτό το ταξίδι είναι η ευκαιρία της ζωής σας. Χάρη στη Γαλλική Ομοσπονδία Παλαιών Αποικιοκρατών, και τη διαμεσολάβησή της προς στον κ. Κυβερνήτη, η Νέα Καληδονία θα λάβει τη θέση που της αρμόζει στους κόλπους της επερχόμενης Αποικιακής Εκθέσεως. Στο πλευρό των αδερφών σας – εκ πολιτισμικής απόψεως – από την Αφρική, την Ασία, την Αμερική, θα εκπροσωπήσετε τον αρχέγονο πολιτισμό της Ωκεανίας. Δια μέσου των τραγουδιών και των χορών σας θα καταδείξετε πως αποίκιση δεν σημαίνει απλώς να αποψιλώνεις τη ζούγκλα, να κατασκευάζεις προβλήτες και εργοστάσια ή να χαράζεις δρόμους ž σημαίνει επίσης να κατακτάς, δια της ανθρώπινης προσήνειας, τις άγριες ψυχές από τη σαβάνα, το δάσος ή την έρημο…»
 
Ο Ντενίνξ διηγείται την ιστορία του με την μορφή της μυθοπλασίας, έχοντας ως ήρωά του, τον γηραιό πλέον Γκοσενέ, που ήταν ένας από τους ανθρώπους που ταξίδεψαν και εκτέθηκαν στα κλουβιά της Έκθεσης. Η αφήγηση ξεκινάει την δεκαετία του ΄80 όταν οι Κανάκ αυτονομιστές εξεγέρθηκαν ζητώντας την ανεξαρτησία των νησιών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι τα γεγονότα κορυφώθηκαν το 1988 με την αιματηρή καταστολή από τις Γαλλικές αρχές στην Ουβέα, όπως επίσης στα τέλη του 20ου αιώνα χορηγήθηκε μερική αυτονομία στη Νέα Καληδονία, ενώ ακόμα δεν έχει γίνει ανεξάρτητο κράτος καθώς στα δημοψηφίσματα η πρόταση περί ανεξαρτησίας μοιοψηφεί.
 

Ο Γκοσενέ θα μεταβεί με τους συμπατριώτες του, για να χρησιμεύσουν ως εκθέματα στην Έκθεση. Έχει αναλάβει την προστασία της συγχωριανής του Μινοέ, την οποία όμως οι διοργανωτές της έκθεσης, δανείζουν με άλλους τριάντα συμπατριώτες της, σε ένα Γερμανικό τσίρκο ως ανταπόδοση για τους κροκόδειλους που η Έκθεση δανείστηκε από αυτούς. Ο Γκοσενέ θα τρέξει για να προλάβει την Μινοέ, προτού επιβιβαστεί με τους άλλους σε ένα τρένο για τη Φραγκφούρτη. Μαζί του θα έχει έναν συμπατριώτη του, με τον οποίο το σκάνε από την Έκθεση και περιπλανώνται στους δρόμους του Παρισιού, ενώ οι Αστυνομικές Αρχές τους κυνηγάνε ως επικίνδυνους «Κανίβαλους».

Η νουβέλα του Ντενίνξ, με γλώσσα κοφτή και ύφος αστυνομικού μυθιστορήματος, αποπνέει δυναμισμό και έχει ωραίο αφηγηματικό ρυθμό. Ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί καταγγελτικό ύφος, απλά είναι τόσο δυνατό το γεγονός ότι άνθρωποι βρισκόντουσαν σε κλουβιά ως εκθέματα, που τον προσπερνάει, οπότε η απόπειρα μυθοπλασίας, όταν κυρίως δεν υπάρχει εμβάθυνση στους χαρακτήρες, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων.
 
Λιτό και περιεκτικό ο «Κανίβαλος», είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο που στηλιτεύει την αποικιοκρατία και τον ρατσισμό, την δουλοπαροικία και την εκμετάλλευση. Ιδανικό για νεανικό ανάγνωσμα, μπορεί να χρησιμεύσει και ως μάθημα ιστορίας για τους νεότερους, ενώ ωθεί τον αναγνώστη για περαιτέρω ψάξιμο της ιστορίας και στοχασμό για πράγματα που μόνο συναισθήματα ντροπής για το ανθρώπινο είδος μπορούν να προκαλέσουν.
 
Βαθμολογία 79 / 100
 


 
 
 
 
 
Σάββατο, Ιανουαρίου 15, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 15, 2022 | Permalink
Απώλειες (Yudith Schalansky - Κατάλογος απολεσθέντων)

 

«Το παρόν δεν είναι παρά μια μελλοντική εκδοχή του παρελθόντος.»
 
Σε μια συνέντευξή της η Γερμανίδα συγγραφέας Judith Schalansky (1980, Greifswald) γεννημένη στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, αναφέρει ότι η παιδική της ηλικία ήταν πλημμυρισμένη από άτλαντες, χάρτες εγκυκλοπαίδειες και πολλά πολλά βιβλία, που την χρησιμότητα (και αναγκαιότητά τους) την συνειδητοποίησε όταν ενηλικιώθηκε. Αυτή η παιδική εμπειρία αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο, στο εξαιρετικό «ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΩΝ» («Verzeichnis eineger Verluste»), μια (τυπικά) συλλογή διηγημάτων, με κοινό άξονα που μπορεί να τη δει κάποιος και ως χαλαρό μυθιστόρημα ▪ ένα βραβευμένο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2018 και εκδόθηκε πολύ πρόσφατα στη χώρα μας, σε μια υπέροχη έκδοση από τους «Αντίποδες» (340 σελίδες), σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη.
 

«Το δίχως άλλο, είναι δυσάρεστο να ξεχνάμε τα πάντα. Όμως, πιο δυσάρεστο είναι να μην ξεχνάμε τίποτε. Όπως και να το κάνουμε, κάθε νέα γνώση γεννιέται από τη λήθη. Αν όλα απομνημονεύονται αδιακρίτως, όπως στα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, χάνουν τη σημασία τους και καταντούν μια άναρχη συσσώρευση άχρηστων πληροφοριών.»
 
Μια σειρά από παράδοξες αφηγήσεις συνθέτουν τις 12 ιστορίες του βιβλίου, που συνδέονται με μια υποδόρια διασύνδεση σε μια πολύ σαγηνευτική αφήγηση που θυμίζει τις ιστορίες του Χ.Λ.Μπόρχες αλλά και το ύφος του W.G.Sebald. Με έναν αφοπλιστικό και ταυτόχρονα ιδιαίτερα σαγηνευτικό εισαγωγικό σημείωμα, όπου η συγγραφέας αναφέρει αντικείμενα που χάθηκαν (από αρχαιότητες που ανατινάχθηκαν στη Συρία μέχρι την κλοπή του κρανίου του σκηνοθέτη Φ.Μουρνάου) ή που βρέθηκαν (από ένα άγνωστο μυθιστόρημα του Γουόλτ Γουίτμαν, μέχρι τα κουφάρια των Terror και Erebus στην Αρκτική) στον κόσμο, κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου της, και έναν θαυμάσιο φιλοσοφικό πρόλογο (που χρήσιμο είναι να διαβαστεί ξανά με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης στο βιβλίο) όπου παρατίθεται σε μερικές σελίδες δοκιμιακού ύφους, το τι ακριβώς είναι το βιβλίο, περνάμε στις 12 ιστορίες.
 
Μια ατόλη στον Ειρηνικό που εξαφανίστηκε από τους Χάρτες, μια παγκόσμια θρησκεία που χάθηκε, μια βουβή ταινία που καταστράφηκε, ένας έρωτας που τελείωσε, ένας πίνακας που καταστράφηκε, μια μονομαχία μεταξύ άγριων ζώων που δεν υπάρχουν πλέον, μια ντίβα του Χόλιγουντ (η Γκρέτα Γκάρμπο), που έχασε τη νεότητα της και περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης, η ποίηση της Σαπφούς που σώθηκαν μόνο κάποια αποσπάσματα, ένας πίνακας που κάηκε, ένας άνδρας που δημιουργεί ένα αρχείο με οτιδήποτε έχει χαθεί στο φεγγάρι,
 
Κάθε ιστορία ξεκινάει με ένα είδος εγγραφής σε ένα κατάλογο, κάτι χαμένου στο παρελθόν, και μετά προχωράει σε μια περιγραφή είτε από κάποιον ερευνητή-αφηγητή, είτε από έναν αφηγηματικό συνειρμό. Οι περιγραφές κάποιες φορές αποκτούν ποιητική/λυρική υφή – κυρίως όταν ο αφηγητής περιπλανιέται στη φύση ή όταν σκαλίζει αρχεία, ενώ το κλίμα παραμένει μελαγχολικό και στοχαστικό καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου.
 
«Τα σωζόμενα σαπφικά ποιήματα και αποσπάσματα, σύντομα, ασύνδετα και διαμελισμένα, δεν ξεπερνούν συνολικά τους εξακόσιους στίχους. Σύμφωνα με υπολογισμούς από το έργο της Σαπφούς μάς έχει παραδοθεί σχεδόν το επτά τοις εκατό. Σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς, σχεδόν το επτά τοις εκατό όλων των γυναικών έλκονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από γυναίκες, αν και κανένα υπολογιστικό μοντέλο δεν πρόκειται να αποδείξει ποτέ αν υπάρχει εδώ κάποιος συσχετισμός.»
 
Η Σαλάνσκυ θεωρεί ότι μπορούμε να δούμε το σύμπαν ως ένα απέραντο αρχείο, ένα σύμπαν που αποσυντίθεται και καταστρέφεται διαρκώς. Για να κατανοήσουμε το παρόν και το μέλλον λέει, πρέπει να γνωρίζουμε το παρελθόν μας. Το παρελθόν όμως, η ιστορία, δεν είναι κάτι ακίνητο, είναι κάτι που διαρκώς ερευνάται, αμφισβητείται, ανακαλύπτονται πράγματα γι’ αυτό, χαμένα ντοκουμέντα που ανατρέπουν δεδομένα, διαφορετικές προσεγγίσεις κι ερμηνείες. Κάθε κτίριο είναι ένα ερείπιο του μέλλοντος, κάθε τι που δημιουργείται είναι προορισμένο κάποια στιγμή είτε να καταστραφεί, είτε να περιπέσει σε αχρηστία. Οι ζωντανοί ψάχνουν τους νεκρούς και την χαμένη μνήμη – διότι η μνήμη πονάει και οι άνθρωποι την θάβουν μαζί με τις ενοχές και τον πόνο
 
Ο «Κατάλογος απολεσθέντων», είναι ένα βιβλίο που μιλάει για απώλειες. Απώλειες ανθρώπων, ζώων, αντικειμένων, γεωγραφικών τόπων, σπιτιών, απώλειες της νιότης και της ομορφιάς, απώλειες του έρωτα. Η Σαλάνσκυ με ποιητική πρόζα χωρίς περιττούς λυρισμούς, σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα που διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου της, μιλάει για την ρευστότητα της ανθρώπινης ιστορίας, την μνήμη, τις αναμνήσεις και την λησμονιά. Μιλάει για το τι θα γινόταν αν αυτά που χάθηκαν ή καταστράφηκαν, είχαν διαφορετική μοίρα, για τα παιχνίδια της τύχης και την αυτοκαταστροφικότητα της ανθρώπινης φύσης.
 
«…το σύμπαν διαστέλλεται και διογκώνεται, αναγκάζει τους γαλαξίες να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, λες και θέλει να ξεφύγει από τις θεωρίες που πασχίζουν να το συλλάβουν. Και μόνο η σκέψη αυτής της φυγής, της ανεξέλεγκτης διόγκωσης στο αεικίνητο κενό, μοιάζει πιο τρομακτική από την ιδέα της συρρίκνωσης, της συστολής του σύμπαντος σ’ εκείνο το πρωταρχικό τρωτό σημείο απ’ όπου άρχισαν όλα, όταν όλη η δύναμη και η μάζα, όλος ο χρόνος και ο χώρος ενυπήρχαν συγχωνευμένοι, πρώτα σε μια κουκκίδα, ύστερα σε ένα σβόλο θαμμένο ζωντανό: μια έκρηξη, ένας διαστελλόμενος χώρος, μια μάζα διάπυρη και συμπιεσμένη, που διογκώνεται, ψύχεται, ώσπου σχηματίζονται από αυτήν τα άτομα, και το φως διαχωρίζεται από την ύλη για να δημιουργηθεί ο ορατός κόσμος – όσο εξωπραγματικό κι αν ακούγεται: ήλιοι, μοριακά νέφη, αστρική σκόνη, κοσμικά παράσιτα. Κάθε ερώτημα για την αρχή του κόσμου είναι και ένα ερώτημα για το τέλος του. Ποιος ξέρει αν όλα θα διογκωθούν και θα επιταχυνθούν ή αν μια μέρα θα αντιστραφούν και θα συρρικνωθούν ξανά, παγιδευμένα σε βρόχους που δεν γνωρίζουν ούτε γέννηση ούτε αποσύνθεση; Πόσα δεν ξέρουμε! Το μόνο βέβαιο είναι ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει, πιθανώς προσωρινά, αλλά δεν παύει να είναι ό,τι πιο φρικτό μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Ο ήλιος θα διογκωθεί καταπίνοντας τον Ερμή και την Αφροδίτη, προτού σκεπάσει σαν κόκκινος γίγαντας ολόκληρο τον ουρανό πάνω από τη Γη. Και από την ανελέητη θερμότητα θα εξατμιστεί όλο το νερό των ωκεανών, τα πετρώματα θα λιώσουν, ο γήινος φλοιός θα σκιστεί σε χίλια κομμάτια και το μάγμα θα ξεχυθεί με ορμή από τα σπλάχνα της Γης, προτού ένα πολικό ψύχος σαρώσει τα πάντα και σημάνει το τέλος του χρόνου.»


Ενδελεχής έρευνα, έμφαση στις λεπτομέρειες παρατηρεί κανείς στο βιβλίο αλλά εκείνο που πρώτιστα σαγηνεύει είναι, ο εξαιρετικός αφηγηματικός ρυθμός, η μουσικότητα, το τρυφερό και διεισδυτικό βλέμμα. Στοιχεία που συνθέτουν το λογοτεχνικό ύφος της 40χρονης συγγραφέως που κάθε βιβλίο της βραβεύεται, ενώ σπουδαιότερο έργο της θεωρείται το «Ο ΑΤΛΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΩΝ ΝΗΣΙΩΝ» του 2009, που έχει αποσπάσει αρκετά βραβεία και θα μεταφραστεί σύντομα στα ελληνικά. Το λογοτεχνικό της ύφος θυμίζει (όπως γράφω παραπάνω) έντονα Μπόρχες και Ζέμπαλντ (κυρίως τον δεύτερο), και όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας, μια συγγραφέα που γνωρίζει καλά, πώς να αφηγηθεί μια ιστορία χρησιμοποιώντας την ειρωνεία και το χιούμορ και μετατρέποντας με άνεση, το παρελθόν σε παρόν.
 
Θραύσματα μνήμης, θραύσματα ζωής σε αυτό το ιδιόρρυθμο αλλά τόσο σαγηνευτικό ανάγνωσμα. Ο «Κατάλογος απολεσθέντων» δεν είναι ένα βιβλίο της μιας ανάγνωσης. Ο προσεκτικός αναγνώστης αφού αφεθεί στον υπέροχο αφηγηματικό ρυθμό της συγγραφέως, θα διαπιστώσει ότι μέσα από την αναζήτηση των χαμένων πραγμάτων, ουσιαστικά ανακαλύπτουμε ξανά (και διαρκώς) τον εαυτό μας, κι ότι η λήθη περιλαμβάνει την τραγωδία εντός της. Σπουδαίο βιβλίο που κεντρίζει συνεχώς τον αναγνώστη του, δίνοντας του, πολύ υλικό για βαθύτερη σκέψη.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2022 | Permalink
"Μια ζωή σε μέγεθος νουβέλας" ("Ο ΦΙΛΟΣ" της Sigrid Nunez)

 

«Νομίζω πώς προτιμώ μια ζωή σε μέγεθος νουβέλας.»
 
Μια αληθινή έκπληξη, είναι «Ο ΦΙΛΟΣ» («The Friend»), ένα μυθιστόρημα χωρίς ιδιαίτερες συστάσεις (στους «βιβλιοφιλικούς κύκλους») – αν και το National Book Award, που απέσπασε το 2018 στις Η.Π.Α. συνιστά κορυφαία διάκριση -, από μια άγνωστη στη χώρα μας (υποθέτω και στην υπόλοιπη Ευρώπη) συγγραφέα (και καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής στο Boston University), την Αμερικανίδα (με ρίζες από Παναμά και Γερμανία) Sigrid Nunez (1951, Νέα Υόρκη), που έφτασε τα 67 της χρόνια για να γίνει γνωστή και στη χώρα της με αυτό, το έβδομο βιβλίο της. «Ο Φίλος» αυτή η υπέροχη νουβέλα των 244 σελίδων, που λατρεύουν όσοι την διαβάζουν, κυκλοφόρησε εντός της χρονιάς, στη χώρα μας από τις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina, σε ωραία μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου.


Το μυθιστόρημα της Nunez, ισορροπεί θαυμαστά μεταξύ διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση και  έχοντας την μορφή του «autofiction», κινείται μεταξύ μυθοπλασίας, χρονικού και δοκιμίου, βομβαρδίζοντας (κυριολεκτικά) τον αναγνώστη με έξοχα αποφθέγματα δεκάδων συγγραφέων, σε ένα προσωπικό και εξομολογητικό ύφος ενός ευαίσθητου και στοχαστικού, μοναχικού ανθρώπου που ζει σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη. Η ουσία όμως είναι (και αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει τον αναγνώστη), ότι έχουμε μπροστά μας, μια δυνατή ιστορία γεμάτη συναισθήματα που δεν εκτρέπεται σε μελοδραματισμούς.
 
Η ανώνυμη αφηγήτρια, είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής σε ένα πανεπιστήμιο, όταν πληροφορείται ότι ο καλύτερός της φίλος και προσωπικός της μέντορας αυτοκτόνησε. Η αφηγήτρια μια μεσήλικας μοναχική γυναίκα, που ζει μόνη της σε ένα διαμέρισμα του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, συντρίβεται με τα τραγικά νέα, και προσπαθεί να ανασυνθέσει μέσα από τις αναμνήσεις της, την προσωπικότητα του άντρα, ενός χαρισματικού ανθρώπου, συγγραφέα και καθηγητή, μεγάλου «γυναικά» που έκανε τρεις γάμους και είχε αναρίθμητες ερωμένες, κυρίως μεταξύ των φοιτητριών του. Μια από αυτές για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήταν και η αφηγήτρια του βιβλίου, που όμως παρέμεινε κοντά του, σε μια φιλία που δυνάμωσε μετά το ερωτικό τους ξέσπασμα (και την προσωπική της απογοήτευση).
 
«Άραγε ισχύει πώς ο λογοτεχνικός κόσμος είναι ναρκοθετημένος με μίσος, ένα πεδίο μάχης γεμάτο ελεύθερους σκοπευτές όπου εκδηλώνονται συνέχεια ζηλοφθονίες κι αντιπαλότητες; ρώτησε ο δημοσιογράφος του NPR τον διακεκριμένο συγγραφέα. Πού παραδέχτηκε πώς είναι. Υπάρχει πολύς φθόνος και κακία, είπε ο συγγραφέας. Και προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση: Μοιάζει με μια βυθιζόμενη σχεδία πάνω στην οποία πασχίζουν ν’ ανέβουν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι. Οπότε, μόλις σπρώξεις κάποιον, η σχεδία υψώνεται λιγάκι για σένα.
Εάν η ανάγνωση όντως αυξάνει την ενσυναίσθηση, όπως μάς λένε διαρκώς, τότε φαίνεται πώς η γραφή αφαιρεί ένα μέρος της.»
 
Λίγο καιρό μετά την κηδεία, η αφηγήτρια δέχτηκε μια κλήση από την σύζυγο νο3 – με την οποία δεν είχε και τις καλύτερες των σχέσεων -, που της ζητάει να πάρει τον σκύλο του εκλιπόντος, έναν γηραιό μολοσσό που ονομάζεται «Απόλλων», ο οποίος πενθεί βγάζοντας τρομαχτικά ουρλιαχτά. Η αφηγήτρια καταρχάς αρνείται λόγω της απαγόρευσης κατοικίδιων στην πολυκατοικία που διαμένει, μετά πείθεται και παίρνει τον γιγαντόσωμο σκύλο στο διαμέρισμά της, με σκοπό να του βρει κάποιο σπίτι. Όσο όμως οι μέρες περνάνε, δένεται όλο και περισσότερο με τον απίστευτα ήρεμο σκύλο που είναι περισσότερο θλιμμένος από αυτήν.

Στο σημείο αυτό, η συγγραφέας μεταθέτει το κέντρο βάρος του μυθιστορήματος, από την ιστορία ανάμνησης του εκλιπόντος φίλου, στην σχέση μεταξύ των δύο συγκατοίκων, της αφηγήτριας και του νέου της «κολλητού», του μοναδικού Απόλλωνα. Η γυναίκα, που κινδυνεύει με έξωση από το διαμέρισμα, και ο σκύλος (που είναι ένας «αγαθός γίγαντας»), κουβαλάνε το πένθος τους συνεχώς και διαρκώς σκέπτονται τον εκλιπόντα που (ίσως και να) περιμένουν να εμφανιστεί ξανά μπροστά τους. Ο «βιβλιόφιλος» Απόλλων (που περιμένει καθημερινά να του διαβάσει αποσπάσματα από βιβλία η αφηγήτρια), προσκολλάται μετά από το αρχικό στάδιο αμηχανίας στη δυστυχισμένη γυναίκα και εκείνη αποκτάει νέο νόημα στη ζωή της, αντικρύζοντας το θλιμμένο βλέμμα του σκύλου.
 
«Μήπως πιστεύω πώς αν είμαι καλή μαζί του, αν ενεργώ ανιδιοτελώς και κάνω θυσίες γι’ αυτόν, μήπως πιστεύω πώς αν αγαπώ τον Απόλλωνα – τον όμορφο, γηράσκοντα, μελαγχολικό Απόλλωνα – θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα βρω στη θέση του εσένα, που θα έχεις επιστρέψει από τους νεκρούς;»
 
Η ιστορία του Απόλλωνα θυμίζει λίγο το «Χάτσικο», την ταινία όπου ο σκύλος περίμενε υπομονετικά στον σταθμό του τρένου, τον «κύριό του» να επιστρέψει ακόμα και μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, η σχέση της αφηγήτριας με τον σκύλο είναι αφοπλιστική και πολύ συναισθηματική, αλλά ουσιαστικά το autofiction της Nunez, είναι ένα βιβλίο για την γραφή και τους συγγραφείς.

Ο φιλικός κύκλος της αφηγήτριας, όπως και ο εκλιπών μέντοράς της είναι συγγραφείς ή καθηγητές Δημιουργικής Γραφής, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα, τον νέο-συντηρητισμό που έχει επικρατήσει στο Αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανατρέποντας όλα τα δεδομένα, σε βαθμό που (όπως αναφέρεται κάπου στο βιβλίο), η αίθουσα διδασκαλίας να έχει απωλέσει αυτή την «ερωτική ατμόσφαιρα» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου και οι μαθητές της να γράφουν βιβλία Φαντασίας για μυθικά βασίλεια χωρίς να υπάρχει μέσα στο κείμενό τους, ερωτικές σκηνές ενώ δεν περιλαμβάνεται κανένας σημαντικός γυναικείος χαρακτήρας, κι όταν ρωτάει έναν φοιτητή γιατί το κάνει αυτό, εκείνος της απαντάει ότι «κόβει» τις σκηνές με σεξ για το Εργαστήριο  - «Πλάκα μου κάνετε; Ξέρετε πώς θα αντιδρούσαν. Εννοώ, ξέρετε, οι γυναίκες. Μπορεί και να μ’ έδιωχναν από τη σχολή.»
 
Η σχέση ανθρώπου – ζώου κυριαρχεί επίσης στο βιβλίο, καθώς παρακολουθούμε την πορεία της συγκατοίκησης που από αναγκαστική, μετατρέπεται σε απολαυστική (με όλες τις δυσκολίες που εμπεριέχει), όπως επίσης υπάρχουν υπέροχες σελίδες για το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας, τα όρια της μυθοπλασίας και του μυθιστορήματος, και άλλα πολλά γύρω από την γραφή, ενώ στις σελίδες του υπάρχει ένα ατελείωτο name-dropping συγγραφέων και βιβλίων, κανονικός κατάλογος αναφορών.
 
«Παράξενο που η γραφή οδηγεί στην εξομολογηση.
Όχι πως δεν οδηγεί και στην ακατάσχετη ψευδολογία.»


Η αίσθηση και η διαχείριση της απώλειας, η θλίψη και το πένθος είναι διάχυτα σε όλο το μυθιστόρημα της Nunez. Χωρίς όμως συναισθηματισμούς και κραυγές, εξάρσεις και μελοδράματα. Η συγγραφέας μιλάει για την αυτοκτονία και πως την αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, την μοναξιά και την αποξένωση, την συντροφικότητα, την αγάπη και την δημιουργία μέσα από δεκάδες αποφθέγματα από βιβλία, ρητά από συγγραφείς που σε κάποια άλλα βιβλία μπορεί να ενοχλούσαν με το πόσα πολλά είναι, αλλά εδώ εντάσσονται αρμονικά στο ύφος του βιβλίου.        
 
Χαμηλόφωνο και υπαινικτικό ύφος, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και με πολύ χιούμορ που διαπερνάει απ’ άκρη, σ’ άκρη τις σελίδες του, «Ο φίλος» είναι ένα γράμμα, μια στοχαστική εξομολόγηση προς έναν αγαπημένο άνθρωπο που χάθηκε για πάντα αλλά και ένας ύμνος για τη ζωή και την αναζήτηση ευτυχίας.
Η Sigrid Nunez ξεπερνάει με ευστροφία τα ενοχλητικά σημεία ενός autofiction, όπου τις περισσότερες φορές η αυτοαναφορικότητα είναι απωθητική και εκλαμβάνεται ως δείγμα «εξυπνακίστικου» ύφους, με την φρεσκάδα της γραφής της, την ωριμότητα και την ηρεμία με την οποία ξετυλίγει την ιστορία της και τέλος το πώς καταφέρνει να «αιχμαλωτίσει» ακόμα και τον πλέον αδιάφορο (ως προς το θέμα του βιβλίου) αναγνώστη εντός της. Ένα βιβλίο – έκπληξη που νιώθεις την επιθυμία να ξαναδιαβάσεις μεγάλα κομμάτια του, απόδειξη της αξίας και της γοητείας του.

Βαθμολογία 86 / 100


 
 
Κυριακή, Ιανουαρίου 02, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιανουαρίου 02, 2022 | Permalink
Αποθέωση της "φλυαρίας" ("Έτσι αρχίζει το κακό")
Οι παλαιότεροι αναγνώστες του blog, θα γνωρίζουν την αδυναμία που έχω στον σπουδαίο Ισπανό συγγραφέα Javier Marias (Μαδρίτη, 1951). Κάθε βιβλίο του, αποτελεί μια αναγνωστική εμπειρία και το πολυσύνθετο και γλαφυρό του ύφος, συντελεί σε (αναγνωστικά) απολαυστικές καταστάεις. Ακόμα και στις πιο ατυχείς του απόπειρες, ο Χαβιέ Μαρίας, έχει δυνατές σελίδες και στιγμές, που αφήνει ενεό τον αναγνώστη με το μοναδικό του στυλ. Μια από αυτές τις περιπτώσεις, όπου ο συγγραφέας δεν ανταποκρίνεται στις (μεγάλες) προσδοκίες του φανατικού θαυμαστή του, είναι το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του «ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ» («Asi empieza lo malo»), που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες στη χώρα μας, σε ωραία μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου (εκδ. Πατάκη, σελ.620).
 

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Μαδρίτη των αρχών της δεκαετίας του 80 και ο αφηγητής Χουάν ντε Βέρε, τότε νεαρός 23 ετών, περιγράφει την ιστορία σαράντα χρόνια αργότερα, όταν μεσήλικας πλέον, με σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές της νεκρούς, κάνει έναν απολογισμό της εποχής, των συγκυριών και των δραματικών καταστάσεων που σημάδεψαν την μετέπειτα ζωή του.
 
Ο νεαρός Χουάν, προσλαμβάνεται ως γραμματέας («Assistant» ουσιαστικά), από έναν παρηκμασμένο παραγωγό κινηματογραφικών ταινιών, τον Εντουάρντο Μουριέλ. Ο τελευταίος είναι ένας εντυπωσιακός σε εμφάνιση άνδρας, που έχει καλυμμένο το ένα του μάτι με μια μαύρη καλύπτρα, από ένα τυχαίο τραύμα του Εμφυλίου όταν ήταν παιδί. Ο Μουριέλ φιλοξενεί αρκετά βράδια τον Χουάν στο σπίτι του, καθώς τελειώνουν αργά τη δουλειά. Στο πολυτελές διαμέρισμα, διαμένουν η σύζυγος του Μουριέλ, Μπεατρίθ Νογκέρα και τα τρία παιδιά τους, όπως και μια καμαριέρα. Ο Χουάν μένει σε ένα μικρό δωμάτιο σαν αποθήκη, το οποίο μέσα από μια κρυφή πόρτα, έχει θέα στα δωμάτια του ζεύγους. Από εκεί, η περιέργειά του τον κάνει αυτόπτη μάρτυρα, μιας περίεργης (το λιγότερο) σκηνής: την Μπεατρίθ να χτυπάει την πόρτα του Μουριέλ, παρακαλώντας τον (ουσιαστικά εκλιπαρώντας τον) για λίγες ερωτικές στιγμές, για λίγη τρυφερότητα και εκείνον να την αποπέμπει με προσβλητικές εκφράσεις. Ο Χουάν σοκάρεται, καθώς ο Μουριέλ δεν εκφραζόταν ποτέ έτσι – πάντα ευγενής, κοσμοπολίτης και αβρος στους τρόπους, ενώ η Μπεατρίθ απόμακρη και ωραιότατη παρά την ηλικία της (τότε τα 40 και κάτι χρόνια της, φαινόταν στον Χουάν, πολλά), με καμπύλες και ωραίο πρόσωπο, έδειχνε μια γυναίκα ποθητή   και ελκυστική.
 
Ο Χουάν τις επόμενες ημέρες, προσπαθεί να κατανοήσει, τι γίνεται και γιατί το ζευγάρι έχει οδηγηθεί σε μια τέτοια σχέση, αλλά τα μισόλογα του Μουριέλ, τον παραπέμπουν σε κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν και τον έχει οδηγήσει στην απομάκρυνσή του από την σύζυγό του. Βρισκόμαστε στην μετά-Φρανκική Ισπανία, σε ένα άκρως Καθολικό κράτος, όπου το διαζύγιο δεν επιτρέπεται, οδηγώντας χιλιάδες γάμους σε μια ασφυκτική κατάσταση. Βρισκόμαστε όμως και σε μια χώρα, που προσπαθεί να εκμοντερνισθεί μετά την 40χρονη δικτατορία, είναι μόλις τέσσερα χρόνια που πέθανε ο Χενεραλίσιμο και η Δημοκρατία είναι κάτι πολύ καινούργιο, ενώ τα τραύματα του παρελθόντος είναι τόσα πολλά που δεν κλείνουν εύκολα. Ο Μουριέλ έχει μάθει κάποια πράγματα για τον παλιό και καλό οικογενειακό φίλο, τον (πολύ επιτυχημένο) γιατρό Βαν Βέκτεν, και αναθέτει στον Χουάν, να έρθει όσο γίνεται εγγύτερά του, κάνοντας παρέα μαζί του – ένας 20άρης με έναν 50άρη ναρκισσευόμενο μεσήλικα, που υπερηφανεύεται ότι δεν υπάρχει γυναίκα που μπορεί να του αντισταθεί. Από την στενή σχέση που θα προκύψει μεταξύ του νεαρού και του γιατρού, ο Μουριέλ θεωρεί ότι θα διεισδύσει στα βαθύτερα μυστικά του Βαν Βέκτεν και να εξακριβώσει τις φήμες για τις συνθήκες επαγγελματικής ανόδου του γιατρού – ο οποίος όμως ήταν εκείνος που έχει σταθεί στην οικογένειά του όσο κανείς άλλος.
 
Ο Χουάν από τη μια προσπαθεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του για την Μπεατρίθ, γοητευμένος από εκείνην, αλλά και αδυνατώντας να κατανοήσει τι έχει συμβεί στο παρελθόν. Την παρακολουθεί διακριτικά στις ατελείωτες βόλτες της, στη Μαδρίτη, όπου γίνεται μάρτυρας μιας (ερωτικής ή κάτι άλλο;) σκηνής μεταξύ της γυναίκας και του μυστηριώδους Βαν Βέκτεν, σε ένα μοναστήρι. Από την άλλη, υποκρίνεται πως είναι κάποιος άλλος, ένας ακούραστος γλεντζές, παρασύροντας τον γιατρό σε ατελείωτα ξενύχτια και πάρτι με τους νεαρούς φίλους και φίλες του.
Ο Μουριέλ κατευθύνει τα νήματα όπως επιθυμεί, φέρνοντας διαρκώς την Μπεατρίθ σε κατάσταση υστερίας, προσπαθώντας δε, να βρει χρηματοδότες για την ταινία που ετοιμάζει, ενώ ο νεαρός Χουάν ενηλικιώνεται μέσα από καταστάσεις που προετοιμάζουν ένα δράμα που αχνοφαίνεται στο βάθος.
 
«… μετά από τόσα χρόνια δικτατορίας, όλος ο κόσμος έκανε χυδαιότητες. Και λοιπόν; Πρέπει να δεχτούμε ότι αυτή η χώρα είναι βρόμικη, πολύ βρόμικη. Συνυπάρχουμε εδώ και δεκαετίες, δεν είχαμε επιλογή, αναγκαστικά γνωριστήκαμε μεταξύ μας. Πολλοί από αυτούς που έκαναν βρομιές, σε άλλες περιστάσεις φέρθηκαν καλά. Ο χρόνο δίνει περιθώριο για πολλά ▪ είναι δύσκολο να κάνεις κακές πράξεις ασταμάτητα, το ίδιο ισχύει και για τις καλές. Δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει υποπέσει σε κάποιο σφάλμα (δε λέω πολιτικό, αλλά προσωπικό), κανείς επίσης που να μην έχει κάνει κάποια μεγάλη χάρη. Πριν από σαράντα χρόνια όχι, τα πράγματα δεν ήταν μεσοβέζικα τότε. Τώρα όμως είμαστε στα 1980, κι αυτά τα σαράντα χρόνια που πέρασαν τα ανακάτεψαν όλα πιο πολύ απ’ ό,τι φανταζόμαστε, δεν είναι δυνατόν πλέον να γυρίσεις πίσω σ’ εκείνες τις μακρινές μέρες. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν μερικοί, ο χρόνος δεν πάγωσε εκεί, παρά συνέχισε και κύλησε, όσο και να προσπάθησαν οι ίδιοι οι φρανκικοί να τον ακινητοποιήσουν. Αυτός που το 1940 ήταν κάθαρμα πιθανόν να μην έπαψε ποτέ να είναι, αλλά είχε την ευκαιρία να το μετριάσει, να γίνει και κάτι άλλο. Η εκδίκηση τελειώνει, η κακία κουράζει, το μίσος φέρνει πλήξη, σε όλους εκτός απ’ τους φανατικούς, ή ίσως και σ’ αυτούς.»
 

Ο τίτλος του βιβλίου, προέρχεται από έναν στίχο του William Shakespeare, στον «Άμλετ»:
«I must be cruel, only to be kind.
Thus bad begins and worse remains behind
»,
ουσιαστικά τονίζοντας ότι το «κακό» συνεχίζει το ταξίδι του κι ότι η «αλήθεια» είναι κάτι πολύ σχετικό και δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί – θα βρίσκεται σε εκκρεμότητα, όσο είμαστε ζωντανοί. Ο Χαβιέ Μαρίας και σε αυτό το μυθιστόρημα, ακολουθεί την άκρως διακριτή του μέθοδο, της υπερανάλυσης των καταστάσεων, τοποθετώντας τους ήρωές του, σε σχέσεις αδιέξοδες, σε καταστάσεις πολύ προσωπικές, που καθορίζονται από την παρουσία ενός τρίτου ή και άλλων, προσώπου, και επηρεάζονται από τις παραδοξότητες της ζωής.
 
Όλα τα στοιχεία που μας έκαναν να αγαπήσουμε τον σπουδαίο Ισπανό συγγραφέα, είναι εδώ: Η μοναδική ατμόσφαιρα, οι φιλοσοφικές συζητήσεις, ο «λαβύρινθος» που μπαίνουν οι ήρωές του, η ζωντάνια στις περιγραφές των σκηνών, το υπαινικτικό πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Η Μαδρίτη των αρχών του ’80 μεταφέρεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, όπως και το κλίμα της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που κυριαρχούσε, ενώ δεν λείπουν οι έμμεσες αναφορές στον Δανό Σαιξπηρικό ήρωα (απ’ όπου και ο τίτλος του βιβλίου), που ζητούσε εκδίκηση θεωρώντας τον εαυτό του καλύτερο απ’ όλους για να συνειδητοποιήσει στο τέλος ότι αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
 
Τι φταίει λοιπόν και το μυθιστόρημα απογοητεύει; Καταρχάς η μεγάλη (εξαντλητική) του διάρκεια. Μια ιστορία που θα μπορούσε να απογειωθεί και να συγκλονίσει σε 250-300 σελίδες, ξεχειλώνει και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, σε μια διπλάσια έκταση, όπου όλα αργούν να υλοποιηθούν. Χρειάζεται να φθάσουμε στο τέλος του μυθιστορήματος για να πληροφορηθούμε το «φοβερό συμβάν» που επηρέασε τις σχέσεις του Μουριέλ με την Μπεατρίθ, χρειάζεται να φθάσουμε στο τέλος για να κλείσει με τραγικό τρόπο μια ιστορία που η κατάληξή της διαφαίνεται από την αρχή. Ο Χαβιέ Μαρίας, δεν είναι λάτρης της οικονομίας του λόγου, αυτό είναι σίγουρο, αλλά την ατέρμονη φλυαρία του «Έτσι αρχίζει το κακό» δύσκολα την ανέχεται ακόμα και ο πιστότερος θαυμαστής του.
 
Είναι ένα μυθιστόρημα βέβαια, που έχει συγκλονιστικές σελίδες (όπως όλα του Ισπανού δημιουργού) και θέτει διαρκώς τον αναγνώστη του, μπροστά σε ηθικά διλήμματα. Το βάρος της Δικτατορίας και πως επηρέασε τις ζωές των ανθρώπων, μυστικά και ψέματα, η συγχώρεση και η τιμωρία, η λήθη και η εκδίκηση, το παρελθόν που καθορίζει το παρόν και το μέλλον, η αγάπη και το μίσος, οι συνέπειες από τα λάθη του παρελθόντος, οι παρορμήσεις και τα συναισθήματα που επηρεάζουν τις αποφάσεις.
 
Θα μπορούσε να είναι ένα στιβαρό «μυθιστόρημα μαθητείας», θα μπορούσε να είναι ένας «φόρος τιμής» στον Σαίξπηρ, θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα αριστούργημα στα χέρια του έξοχου συγγραφέα. Είναι όμως ένα βασανιστικά φλύαρο αλλά πολύ ενδιαφέρον (και γι’ αυτό σε κρατάει ως το τέλος) μυθιστόρημα, που δεν υλοποιεί τις προσδοκίες που έχεις από αυτό.
 
Βαθμολογία 75 / 100

* Πολλές ευχές για τη νέα χρονιά.