Ο
Ιταλός Mario Andrea Rigoni (1948 Asiago,
Veneto– 2021 Montebelluna, Veneto), που πέθανε πριν από λίγους μήνες, ήταν περισσότερο
γνωστός στη χώρα του, ως δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Ασχολήθηκε επί μακρόν
με το έργο του συμπατριώτη του μέγιστου ποιητή Giacomo Leopardi, ενώ σύστησε στο
Ιταλικό κοινό τον σπουδαίο Ρουμάνο φιλόσοφο και διανοητή Emile Cioran, του οποίου μετέφρασε τα έργα, η δε
αλληλογραφία τους εκδόθηκε το 2007, με τίτλο «Mon cher ami». Ο Ριγκόνι
όμως δεν έγραφε μόνο δοκίμια αλλά και ποίηση και διηγήματα. Με την ιδιότητα του
λογοτέχνη, ήταν ουσιαστικά άγνωστος έξω από τη χώρα του, ενώ στην Ελλάδα είχαν
δημοσιευτεί από την μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Φραγκούλη, παλαιότερα ιστορίες του (που περιέχονται σε αυτό
τον τόμο), στα περιοδικά «Νέον Πλανόδιον»,
«Νέα Ευθύνη», στο Documento και στο ιστολόγιο «Cantus Firmus».
Η
ωραία έκδοση της Loggia, ενός μικρού
τόμου, με μια ανθολογία επιλεγμένων διηγημάτων από τις τέσσερις συλλογές («Dall’ altra parte» του 2009, «Estraneita» του 2014, «Miraggi» του 2017, «Disingani» του 2019), με τίτλο «Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΟΨΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ» (σελ.147), σε φροντισμένη μετάφραση
της Μαρίας Φραγκούλη και επίμετρο
του Ματέο Μαρκεζίνι, έρχεται να συστήσει με τον καλύτερο τρόπο τον
συγγραφέα στη χώρα μας, με ένα βιβλίο που εντυπωσιάζει με το αφηγηματικό του
ύφος.
Δεκαοκτώ
ιστορίες («Δεκαεπτά διηγήματα και ένα
παραμύθι», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) απαρτίζουν τον τόμο.
Ιστορίες σύντομες, πολλές είναι 4-5 σελίδων, που διακρίνονται όχι μόνο για το
ύφος αλλά και για την υπαινικτικότητά τους, την οικονομία λόγου και την
ατμόσφαιρα που πλάθει ο ικανότατος συγγραφέας. Διηγήματα που κινούνται σε μια
μεγάλη θεματική γκάμα κι όπου τονίζεται – όπως αναφέρει ο τίτλος τους -, τι
υπάρχει πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων, των συζητήσεων, των καταστάσεων.
Μπορεί
να ξεχωρίζουν στον υπότιτλο τα διηγήματα από το «παραμύθι» με το οποίο κλείνει
το βιβλίο, αλλά ουσιαστικά και το πρώτο διήγημα θυμίζει παραμύθι («Εν πλω») όπου μια γυναίκα που κάνει
ηλιοθεραπεία σε ένα σκάφος, μαγνητίζεται από το βλέμμα μιας φώκιας και
πέφτοντας στη θάλασσα έχει μαζί της έναν θερμό εναγκαλισμό, ενώ στο δεύτερο
διήγημα, που είναι από τα καλύτερα της συλλογής («Στα γόνατά μου»), ένας άντρας ερωτεύεται με πάθος την εικοσάχρονη
κόρη μιας πρώην ερωμένης του. Η φανερή ομοιότητα μάνας – κόρης δεν ενοχλεί τον
εραστή, μέχρι που σε μια τρυφερή στιγμή θα βρεθεί προ μιας σοκαριστικής
αποκάλυψης. Το «Γράμμα σε μια ευγενική
δεσποινίδα», είναι η ιστορία ενός συνταξιούχου που παρακολουθεί με κάθε
δυνατό τρόπο μια γυναίκα που μένει απέναντί του με την οποία έχει αποκτήσει
εμμονή, ενώ το τέταρτο διήγημα «Το αλλού»
μας μεταφέρει σε ένα νησί του νότιου ημισφαίριου, όπου ο αφηγητής διαμένει με
την ντόπια σύζυγό του. Αυτός όμως ο επίγειος παράδεισος κρύβει κινδύνους που
ωθούν σε προβληματισμούς για το τι υπάρχει «πίσω από την βιτρίνα».
«Δεν πρέπει όμως να
με σκέφτεστε ως παράφρονα, πόσο μάλλον ως βιαστή ή κατά συρροή δολοφόνο! Μήπως
απλώς σαν ηδονοβλεψία; Αν το θέλετε, σύμφωνοι, αλλά υπό τον όρο να αποκλείσετε
από αυτή την κλίση ή την παθολογία ακριβώς το βασικό κίνητρο: το σεξουαλικό.
Δεν ερεθίστηκα ποτέ σκεπτόμενος εσάς. Ίσως μιαν άλλη, περιστασιακά, όχι εσάς,
αν και δεν αποκλείω ότι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει,
θα επρόκειτο μόνο για μια λεπτομέρεια. Όχι, πρέπει να γνωρίζετε ότι απολαμβάνω
μια ευχαρίστηση ευρύτερη και πιο εκλεπτυσμένη: να βλέπω δίχως να με βλέπουν, να
κατέχω δίχως να με κατέχουν, να ορίζω τη ζωή σας με τρόπο που, μολονότι είναι
δυνητικός ή φανταστικός, ωστόσο δεν είναι ελλιπής και, προπαντός, μπορεί να
μετασχηματιστεί σε πραγματικότητα. Σας ομολογώ ότι ενίοτε αυτό το τελευταίο με
πανικοβάλλει και με ανησυχεί. Είναι το πιο μεθυστικό, αλλά επίσης και το πιο
επικίνδυνο, διότι το να είμαι ο αόρατος αφέντης της ζωής σας έχει κάτι το θεϊκό
και το δαιμονιακό συγχρόνως. Παρόλο που είμαι καλός άνθρωπος, τι θα συνέβαινε
αν η κατάσταση ξέφευγε από τα χέρια μου; Αν η απλή γνώση γινόταν πράξη;
Συνειδητοποιείτε τι σημαίνει να μη χρειάζεται να δώσω λόγο σε κανέναν γι’ αυτό
το θανάσιμο προνόμιο
του να σας γνωρίζω δίχως να με γνωρίζετε;» («Γράμμα σε
μια ευγενική δεσποινίδα»)
Στο
πέμπτο διήγημα («Όνειρα δόξας»), ένας
μεσήλικας καλλιτέχνης μιας επαρχιακής πόλης, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο
συνειδητοποιώντας ότι θα παραμείνει άγνωστος και ανώνυμος, οραματίζεται ότι η αξία
του θα αναγνωριστεί μετά θάνατο, όπως συμβαίνει σε πολλούς μεγάλους
δημιουργούς, ενώ στο επόμενο διήγημα («Άνδρας
σε αναπηρικό καροτσάκι»), η γνωριμία του αφηγητή σε έναν παραθαλάσσιο
οικισμό με έναν παλιό ναυτικό που τυφλός και ανάπηρος κάθεται με τις ώρες στο
αναπηρικό καροτσάκι του, οδηγεί σε συζητήσεις για τόπους μακρινούς. Το έβδομο
και μάλλον καλύτερο διήγημα της συλλογής («Στην
άλλη μεριά»), είναι η ιστορία ενός συνηθισμένου ταξιδιού με τρένο που
μετατρέπεται σε Καφκικό εφιάλτη, όταν
ο αφηγητής διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι επιβάτες αλλά ούτε και προσωπικό
στο τρένο που διασχίζει την Γαλλική εξοχή. Σχεδόν υποδειγματικό διήγημα είναι η
«Λήθη», όταν δύο πρώην σύζυγοι
συναντιούνται ξανά μετά από δεκαετίες, αλλά τα πράγματα πλέον είναι τελείως διαφορετικά
καθώς ο ένας πάσχει από αλτσχάιμερ. Στην ιστορία που ακολουθεί («Κόλαση»), ένας άνδρας είναι ο μοναδικός
επιζών ενός αεροπορικού δυστυχήματος και ακινητοποιημένος σε ένα κρεβάτι
νοσοκομείου, ευρισκόμενος μεταξύ ζωής και θανάτου, αντιλαμβάνεται όλες τις
συζητήσεις αλλά δεν μπορεί να κουνήσει τα μέλη του σώματός του.
Το
διήγημα «Όπως τα δέντρα – μια ιστορία του
1943» που θα μπορούσε να είναι μια θαυμάσια νουβέλα, είναι μια ιστορία που
διαδραματίζεται στις τελευταίες ημέρες του Φασιστικού καθεστώτος, με ηρωίδα μια
κοπέλα που μένει σε μια καλύβα μέσα στο δάσος και διασώζει όποιον περνάει και
της ζητάει καταφύγιο οδηγώντας την σε μπελάδες που μπορεί να αποβούν μοιραίοι,
ενώ στο ενδέκατο διήγημα («Ακόμα μια μέρα»),
ένας άνδρας προσπαθεί να αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά ενός ποταμού και στο
επόμενο διήγημα («Γωνιακό τραπεζάκι»),
ένα ζευγάρι σε κρίση, συζητάει υπό το βλέμμα ενός ερωτύλου σερβιτόρου και
θυμάται την ιστορία του σκορπιού με τον βάτραχο. Στο θαυμάσιο «Το εξομολογητήριο», μια παρέα νεαρών φίλων
αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι εξομολόγησης διαλέγοντας μια εκκλησία ως
σκηνικό. Ενώ μια αποκάλυψη φαίνεται να ανατρέπει τις ισορροπίες μεταξύ τους, η
πραγματικότητα εισβάλλει στο παιχνίδι με μια δολοφόνο που θέλει να εξομολογηθεί
την πράξη της.
Το
«Tristesse»
είναι η ιστορία μιας διαδικτυακής γνωριμίας που εξελίσσεται με ρομαντικό τρόπο
μέχρι την τελευταία πρόταση που χαλάει το σκηνικό, ενώ το δέκατο πέμπτο διήγημα
(«Ο άντρας του παρελθόντος»), είναι η
ιστορία μιας παρακολούθησης («stalking») για ένα
δραματικό συμβάν του παρελθόντος που είχε στοιχίσει μια ζωή και είχε ανατρέψει
τελείως μια άλλη με τραγικές συνέπειες. Στο επόμενο διήγημα («Στη χλόη»), ένας τραυματισμένος άνδρας
που βρίσκεται σε ένα δάσος, περνάει ώρες αγωνίας, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει
τι του συμβαίνει, ενώ στο δέκατο έβδομο διήγημα («Μια οποιαδήποτε μέρα»), ένας άνδρας σε μια συνηθισμένη και
ρουτινιάρικη μέρα, βιώνει μια υπερφυσική εμπειρία. Το βιβλίο κλείνει το
παραμύθι «Η πληγή του Κάλεμπ», που
εξελίσσεται στο Μαρόκο στην οροσειρά του Άτλαντα, όπου ένας νεαρός βοσκός
μαγεύεται από μια κοπέλα σαν οπτασία, την οποία ψάχνει σε όλη του τη ζωή χωρίς
επιτυχία.
«Ήταν θαμμένος
ζωντανός, θαμμένος σε εκείνον τον τόπο χωρίς τόπο, μέσα στο «εγώ» του, θεατής
και ανίσχυρο θύμα των επιθέσεων που το μυαλό έκανε ενάντια στα ίδια του τα
όρια, σαν κύματα που σπάνε σε ένα συμπαγές φράγμα χωρίς ρήγματα. Δεν μπορούσε
πια να αντέξει την αδάμαστη κίνηση που γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο
περιστροφική. Σε αυτή την κατάσταση οποιοσδήποτε σωματικός πόνος θα ήταν μια
παρέκκλιση, μια εκτόνωση της παλίρροιας, που αδιάκοπα υψωνόταν και αποτραβιόταν
μέσα του. Αλλά το μαρτύριό του δεν είχε σχεδόν τίποτε το υλικό. Μονάχα ένα
μολύβδινο βάρος που του προκαλούσε ίλιγγο μες στο κεφάλι και τον έσπρωχνε βίαια
προς τη γη. Έκανε να πιαστεί. Αλλά από πού; Και με τι; Δεν υπήρχε πια γη γι’
αυτόν… Νόμιζε πως λιποθυμούσε ή τρελαινόταν. Όμως, δεν συνέβαινε ούτε το ένα
ούτε το άλλο.» («Κόλαση»)
Η
ποικιλία των θεμάτων που έχουν οι ανθολογημένες ιστορίες του βιβλίου, κινούνται
μεταξύ διαφόρων θεματικών, δίνοντάς μας την δυνατότητα να περιπλανηθούμε στο
λογοτεχνικό σύμπαν του Ριγκόνι.
Στιγμιότυπα της καθημερινότητας, αδιέξοδες καταστάσεις, έρωτες, μοναξιά,
αυτοπροσδιορισμός και αναζήτηση ταυτότητας, ένα αφήγημα για μια ιστορική στιγμή
που ξεπερνάει τα χρονικά πλαίσια. Στα περισσότερα διηγήματα είναι εμφανής ο
υπαρξιακός τόνος, η αγωνία του ατόμου και οι ανασφάλειές του, σε κάποια
κυριαρχεί η έντονα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, μερικά έχουν γκροτέσκα στοιχεία.
Η
ανθρώπινη άβυσσος, τα πάθη και οι εμμονές της ύπαρξης είναι εμφανή στα
περισσότερα από τα επιμελώς επιλεγμένα διηγήματα του βιβλίου. Είναι εμφανής η
πρόθεση στο σύνολο των διηγημάτων, να τονισθεί η «σκοτεινή όψη των πραγμάτων»,
αυτό το αφηρημένα αβέβαιο που υπάρχει πίσω από τον καθρέφτη. Χωρίς να κλείνει
το μάτι στον αναγνώστη, ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα το θέμα του και μέσα σε
λίγες προτάσεις περιγράφει καταστάσεις που άλλοι θα χρειάζονταν σελίδες, με
απλότητα αλλά πολλή ουσία και αφηγηματική καθαρότητα.
Ο
Καλβίνο, ο Μοράβια, ο Μπασάνι
διακρίνονται ως επιρροές, αλλά δεν μπορεί κάποιος να μη φέρει στο νου, τα
διηγήματα του Κάρβερ, του Τσέχοφ και του Μοπασσάν. Ο Ριγκόνι
ανατέμνει την ανθρώπινη ύπαρξη με υποδόριο τρόπο, χωρίς να το καταλαβαίνεις και
οι ιστορίες του, εισέρχονται εντός του αναγνώστη που εάν αφεθεί στη γοητεία
τους, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει. Πολύτιμη η πρώτη μας γνωριμία με έναν
πολύ αξιόλογο συγγραφέα και αναμένουμε να εκδοθούν στη χώρα μας οι «Αφορισμοί» του για να μπορέσουμε να τον
απολαύσουμε σε ένα είδος που διακρίθηκε ιδιαίτερα.
Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του Σ/Κ (29/1/22)
Βαθμολογία
84 / 100
Δημοσίευση σχολίου