Κυριακή, Μαρτίου 19, 2023
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 19, 2023 | Permalink
Giorgio Bassani η πόλη και ο άνθρωπος ("Το μυθιστόρημα της Φεράρας")
Φορές βρίσκομαι μπροστά στην ερώτηση: «τι συνιστά ένα καλό λογοτεχνικό έργο;», ακόμα περισσότερες στο: «πότε, ένα λογοτεχνικό έργο θεωρείται κλασσικό;». Και αν για την πρώτη ερώτηση, οι απαντήσεις μπορούν να ποικίλλουν, για τη δεύτερη, η ουσιαστικότερη απάντηση είναι μία: «ο χρόνος». Μπορούμε να προβλέψουμε (με λιγότερο ή περισσότερο ρίσκο) αν ένα βιβλίο θα γίνει κλασσικό – όσο κι αν αλλάζουν οι τάσεις ή οι μόδες -, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε με τίποτα, αν θα διαβάζεται μετά από 100 χρόνια –, η αναγνωστική εμπειρία μάς έχει διδάξει, ότι ο υποτιμημένος του σήμερα, μπορεί να είναι ο αποθεωμένος του αύριο, και το αντίστροφο.
 
Για τον Giorgio Bassani (Μπολόνια 1911 – Ρώμη 2000), η παγκόσμια αναγνώριση άργησε να έρθει. Χρειάστηκε ουσιαστικά η επιτυχία της κινηματογραφικής ταινίας «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» που σκηνοθετήθηκε από τον Βιτόριο Ντε Σίκα, το 1970 και βραβεύτηκε με Όσκαρ, για να γίνει γνωστό στο εκτός Ιταλίας κοινό, το μυθιστόρημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, και να ενδιαφερθεί ο κόσμος για τα υπόλοιπα έργα του. Όμως από τις πρώτες γραμμές, από τις πρώτες σελίδες ακόμα και των πιο πρώιμων διηγημάτων του, αντιλαμβάνεται ο εραστής της καλής λογοτεχνίας, τι κρατάει στα χέρια του. Λογοτεχνία στην πιο καθαρή μορφή της, στιβαρή και σαγηνευτική, απλή και ουσιαστική.


«Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» ήταν κι η πρώτη μου «γνωριμία» με το μυθιστορηματικό σύμπαν του Μπασάνι. Η παλιά έκδοση του Κέδρου (που εξέδωσαν και το εξαίσιο «Τα χρυσά γυαλιά»), έγινε αμέσως από τα αγαπημένα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, και αποτέλεσε ένα από αυτά που λέμε «βιβλίο αναφοράς». Οι εκδόσεις Gutenberg, με μια γενναία απόφαση, εξέδωσαν την προηγούμενη χρονιά το σύνολο των πεζών του Giorgio Bassani, με τίτλο «ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ» («IL ROMANZO DI FERRARA»), σε δύο τόμους που περιέχουν από 3 βιβλία έκαστος (Α τόμος 767 σελίδες + Β τόμος 475 σελίδες), σε (έξοχη) μετάφραση (πρόλογο, σημειώσεις και εργοβιογραφία) του Γιώργου Κεντρωτή. Οι δύο τόμοι αποτελούνται από έξι βιβλία που είχαν εκδοθεί αυτόνομα μεταξύ των ετών 1956 και 1972 και αποτελείται από, δύο συλλογές διηγημάτων («Εντός των τειχών» και «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου») και τέσσερις νουβέλες («Τα χρυσά γυαλιά», «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι», «Πίσω από την πόρτα», και «Ο ερωδιός»). Ουσιαστικά πρόκειται για ξανακοιταγμένη και επιμελημένη εκ νέου από τον συγγραφέα, συγκεντρωτική έκδοση των πεζών κειμένων που έγραψε μέχρι το 1974 και που έχουν ως επίκεντρο την πόλη της Φεράρας, σε ένα βιβλίο. Εγχείρημα που το κατανοείται από τον αναγνώστη μόνο μετά την ολοκλήρωση της προσπάθειάς του, όταν συνειδητοποιεί ότι παρά τις διαφορετικές ιστορίες, το κέντρο του βιβλίου και βασικός πρωταγωνιστής ή «ήρωάς του» είναι αυτή η επαρχιακή πόλη με την μεγάλη ιστορία.
 
Καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο τόμων, περιπλανιόμαστε στους δρόμους της Φεράρας, στα στενά σοκάκια της, στις πλατείες και στα καφέ της, τα πορνεία, τα σινεμά της, το παλιό γκέτο, τριγυρνάμε εντός και εκτός των τειχών της, διαβάζουμε λεπτομέρειες για αρχοντικά σπίτια και για καλύβες, για ξενοδοχεία φαγητού και ημιδιαμονής, για τα γραφεία του Φασιστικού Κόμματος, αλλά και για τις διαφορετικές συναγωγές, την Ιταλική και τη Γερμανική και τις διαφορές μεταξύ τους, αλλά και για την προσπάθεια για μια Ισπανική συναγωγή, για το τρένο που τη συνδέει με την Μπολόνια τη μεγάλη πόλη που ουσιαστικά «καπελώνει» την Φεράρα, κάνοντάς την να μοιάζει με «φτωχό συγγενή». Και βέβαια σε όλες τις ιστορίες, μπαινοβγαίνουν οι κάτοικοι της πόλης, πατρίκιο και πληβείοι. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει τον Μπασάνι, είναι το Εβραϊκό στοιχείο της πόλης – όχι μόνο οι μεγάλες πλούσιες οικογένειες που κάποιες σαν τους Φίτζι-Κοντίνι εξολοθρεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, αλλά και οι λιγότερο λαμπερές οικογένειες.
 
Οι Εβραίοι της Ιταλίας, ζούσαν σχετικά απομονωμένοι μέσα στα γκέτο, μέχρι το Risorgimento, την ένωση της Ίταλίας υπό τον Γαριβάλδη το 1861, οι Εβραίοι ενσωματώθηκαν στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, και διέπρεψαν ως επιστήμονες, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί και βιομήχανοι ή βιοτέχνες. Στις μικρότερες πόλεις όπως η Φεράρα, μπορεί να μην ήταν τόσοι πολλοί, αλλά η παρουσία τους, ήταν ιδιαίτερα δυναμική σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, ενώ θρήνησαν κι αυτοί τους νεκρούς τους στον Α παγκόσμιο πόλεμο, και στις πολύνεκρες μάχες του. Το κυριότερο όμως (και μάλλον άγνωστο σ’ εμάς γεγονός) είναι ότι η Εβραϊκή κοινότητα στήριξε ενεργά το Φασιστικό κίνημα και αργότερα την κυβέρνηση του Μουσολίνι, εγγραφόμενοι μαζικά στους κόλπους του. Όλα άλλαξαν βέβαια, όπως και η υποστήριξη προς τον Δικτάτορα που μεταβλήθηκε σε έχθρα και απέχθεια με την ψήφιση των φυλετικών νόμων λίγο πριν τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που έγινε αιτία απώλειας των δικαιωμάτων που απολάμβαναν μέχρι τότε – και που ο συγγραφέας τονίζει με απαράμιλλο ύφος εξιστορώντας την ιστορία της οικογένειας των Φίτζι-Κοντίνι (που κυριολεκτικά δεν ξέρουν από που τους ήρθε…).


Ο Μπασάνι περνάει όλα τα δραματικά γεγονότα μέσα από τις ιστορίες του. Ο αφηγητής των ιστοριών του, περιγράφει την αφέλεια των ανθρώπων της φυλής του, του αστού πατέρα του, που θεωρούσε ότι τίποτα δεν θα συμβεί σε αυτούς και συγκλονίστηκε με την ψήφιση των φυλετικών νόμων. Πεσιμιστής και οξύνους, βλέπει ότι ανήκει σε μια γενιά που θα ζήσει τους διωγμούς των μακρινών τους προγόνων, βιώνει στο πετσί του, το Ολοκαύτωμα, και ζει για να δει το Τέρας να ξυπνά.
 
Το πρώτο βιβλίο του πρώτου τόμου, το «Εντός των τειχών», που περιέχει τα διηγήματα «Λίντα Μαντοβάνι», «Ο περίπατος πριν από το δείπνο», «Αναμνηστική πλάκα στη Βία Μαντσίνι», «Τα τελευταία χρόνια της Κλέλια Τρότι», «Μια νύχτα του ’43», μας προσφέρει μια πανοραμική ματιά πάνω σε αυτά που θα συναντήσουμε αργότερα, μέσα στους δύο τόμους. Ιστορίες μικρές και καθημερινές, φαινομενικά απλές αλλά στην πραγματικότητα πολυεπίπεδες και πολυσύνθετες. Ξεχωρίζουν οι συγκλονιστικές «Αναμνηστική πλάκα στη Βία Μαντσίνι», με τον Εβραίο Τζέο Γιος να εμφανίζεται «εκ νεκρών» μετά την απελευθέρωση φέρνοντας σε αμηχανία και εντέλει δυσαρέσκεια ολόκληρη πόλη καθώς εξιστορεί τις αναμνήσεις του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και το «Μια νύχτα του ’43», όπου ο φαρμακοποιός Πίνο που είναι καθηλωμένος στην αναπηρική του καρέκλα, από το παράθυρο του δωματίου του, θα είναι ο μοναδικός μάρτυρας της εκτέλεσης 11 ανθρώπων στον τοίχο του φαρμακείου του, από τους Ναζί με τη βοήθεια ενός διαβόητου Μελανοχίτωνα, αργότερα συνεργάτη των Ναζί και Δωσίλογου. πόλης, μετά την φυγή του Μουσολίνι, θα εκτελέσουν μπροστά στον τοίχο του σπιτιού 11 άντρες, ο Πίνο θα αρνηθεί να καταθέσει την αλήθεια στο δικαστήριο που έγινε μερικά χρόνια αργότερα προσπαθώντας να καταδικάσουν τον πρώην αρχηγό των Φασιστών και δωσίλογο Σεγκούρα.
 
«Έτσι λοιπόν σαν να είχε αναδυθεί ωχρός και φλομωμένος απ’ τα βάθη της θάλασσας (τα μάτια του, στο υδάτινο μπλε, κοιτούσαν ψυχρά από κάτω προς τα πάνω, από τη βάση μιας μικρής σκαλωσιάς: με βλέμμα καθόλου απειλητικό, μάλλον ειρωνικό, έδειχνε ότι το διασκέδαζε), ο Τζέο Γιος επανεμφανίστηκε στη Φεράρα, ξαναβρέθηκε ανάμεσά μας.
Ερχόταν από πολύ μακριά, από πολύ πιο μακριά από κει απ’ όπου πραγματικά ήρθε. Επέστρεψε δε όταν κανείς δεν τον περίμενε, όμως τι ακριβώς ήθελε τώρα;
Για να αντιμετωπίσεις με τη δέουσα ηρεμία μια τέτοια ερώτηση, θα χρειαζόταν να ήσουν σε άλλους χρόνους, σε άλλη πόλη.
Θα ’πρεπε να υπάρχουν άνθρωποι λιγότερο τρομαγμένοι από εκείνους που διαμόρφωναν τις γνώμες και τις απόψεις των μεσοαστών της πόλης μας (και ανάμεσά τους ήταν οι συνήθεις δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί και λοιποί, οι συνήθεις έμποροι, οι συνήθεις κτηματίες: δεν βγαίνουν παραπάνω από τριάντα αν τους μετρήσουμε έναν-έναν) ∙ και όλοι τους καλοί κύριοι, μολονότι είχαν υπάρξει ορκισμένοι φασίστες μέχρι τον Ιούλιο του ’43, και κατόπιν ξεκινώντας απ’ τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, είχαν με τον ίδιο τρόπο πει ναι στην Κοινωνική Δημοκρατία του Σαλό, κι εδώ και πάνω κάτω τρεις μήνες δεν έβλεπαν τίποτ’ άλλο παρά μόνο ενέδρες, σκευωρίες και τραμπουκέτα.
Είναι αλήθεια – το παραδέχονταν – ότι είχαν πάρει την ταυτότητα μέλους της Δημοκρατίας του Σαλό. Αλλά την είχαν πάρει από αίσθημα πολιτικής ευθύνης, από καθαρή αγάπη για την Πατρίδα ∙ και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τη μοιραία 15η Δεκεμβρίου και τη μοιραία για τη Φεράρα αδελφοκτόνα πάλη που ακολούθησε σε όλη την υπόλοιπη Ιταλία.»
 
Στα «ΧΡΥΣΑ ΓΥΑΛΙΑ», αυτή την εξαιρετική νουβέλα, που ακολουθεί στον τόμο, ο αφηγητής, περιγράφει την ιστορία του αγαπητού στην κοινωνία της Φεράρας, ευγενέστατου και προσηνή γιατρού-ωτορινολαρυγγολόγου δρ Φαντιγκάτι, που η εμφανής ομοφυλοφιλία του, ήταν ανεκτή στη πόλη, μέχρι που το πάθος του για έναν νεαρό γόη, τον έκανε πιο τολμηρό απ’ ότι συνήθως και τον οδήγησε σε μια σχέση εκμετάλλευσης από το αντικείμενο του πόθου του. Η κοινωνία τον εξοβελίζει, τον κοροϊδεύουν και τα παιδιά στο δρόμο, η πελατεία του μειώνεται κι εκείνος ουσιαστικά καταστρέφεται. Ο Μπασάνι με στυλ α λα Προυστ, συνδέει τη ψυχολογική και κοινωνική απομόνωση του ομοφυλόφιλου με την Εβραϊκή ειμαρμένη, τον τραγικό και άδικο εξοστρακισμό του Φαντιγκάτι, με αυτό που συνέβη μερικά χρόνια αργότερα με τις Εβραϊκές οικογένειες όταν έχασαν όλα τους τα προνόμια.
 
«Άρεσαν στον κόσμο μας οι ευγενικοί και διακριτικοί του τρόποι, η ολοφάνερη αφιλοκέρδειά του και το πνεύμα ευσπλαχνίας που τον διακατείχε στη μεταχείριση των φτωχότερων ασθενών του. Αλλά και πρωτίστως, όχι μόνο για τους αναφερθέντες λόγους, συμπαθέστατο τον έκανε η εμφάνισή του: εκείνα τα χρυσά γυαλιά του που λαμπύριζαν, μεταδίδοντας συμπάθεια, πάνω στα κατάχλομα και κόντρα ξυρισμένα μάγουλά του ž το παχύσαρκο σώμα του που δεν σου δημιουργούσε καθόλου δυσαρέσκεια ž η εντύπωση που σού έδινε ότι έπασχε εκ γενετής από καρδιοπάθεια και ότι από θαύμα την είχε γλυτώσει πάνω στην κρίσιμη καμπή της εφηβείας του ž και τα ρούχα του, ακόμα και τα καλοκαιρινά, που ήταν ραμμένα με εγγλέζικα μαλακά μάλλινα υφάσματα. (Στον πόλεμο, για λόγους υγείας, είχε υπηρετήσει στην «ταχυδρομική λογοκρισία».) Με λίγα λόγια, κοιτώντας τον ένα ήταν βέβαιο: πώς είχε πάνω του κάτι που σε τραβούσε αμέσως με την πρώτη ματιά και σού μετέδιδε αίσθηση σιγουριάς.»


Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα «Ο κήπος των Φίτζι – Κοντίνι» κλείνει τον πρώτο τόμο (καταλαμβάνοντας σχεδόν τον μισό όγκο του). Εδώ έχουμε τον Μπασάνι σε ένα από τα δύο καλύτερα βιβλία των δύο τόμων, όπου ο αφηγητής περιγράφει την ιστορία της οικογένειας Φίντζι-Κοντίνι κι όπως πικρά μονολογεί, κανείς δεν πρόκειται να τον διαψεύσει γι’ αυτό, καθώς οι τάφοι δεν μιλάνε…
Ο ανώνυμος αφηγητής (που σε όλα τα βιβλία, λειτουργεί ως alter-ego του συγγραφέα), εξιστορεί την γνωριμία του με την αριστοκρατική οικογένεια της Φεράρας, μέσα από τα δύο μικρότερα παιδιά, τους συνομήλικούς του σχεδόν, Μικόλ και Αλμπέρτο. Η ψήφιση των φυλετικών νόμων και η περιθωριοποίηση των Εβραϊκής καταγωγής Ιταλών, τον Σεπτέμβριο του ’38 από την Φασιστική κυβέρνηση, έφερε πιο κοντά τους μέχρι τότε, κοινωνικά απομακρυσμένους νέους. Στην αρχή με παιχνίδια στο γήπεδο τένις του τεράστιου κτήματος, και αργότερα με την στενότερη επαφή που αναπτύσσεται μεταξύ της Μικόλ και του αφηγητή. Οι περιγραφές του εσωτερικού του σπιτιού, οι τεράστιες βιβλιοθήκες, τα μικροαντικείμενα, τα πολλά δωμάτια, το καθημερινό δείπνο που αποτελεί μια ηδονική μυσταγωγία για τον έκπληκτο και γοητευμένο αφηγητή, η συναρπαστική και απρόβλεπτη Μικόλ, γεμίζουν σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής αξίας. Η δε τραγική συνέχεια όχι μόνο της ερωτικής ιστορίας αλλά και της οικογένειας των Φίντζι-Κοντίνι είναι συγκλονιστική. Η ταινία του Ντε-Σίκα δυστυχώς δεν μπορεί να πιάσει τις λεπτές αποχρώσεις του μυθιστορήματος, την ελεγειακή του ατμόσφαιρα και το βάθος της ιστορίας (κι ας διαθέτει την εκτυφλωτικής ομορφιάς Ντομινίκ Σαντά).
 
«… Όταν η Μικόλ κατέβασε το ακουστικό, σήκωσα το κεφάλι μου.
«Είπες ότι εμείς οι δύο είμαστε όμοιοι» της είπα. «Υπό ποίαν έννοια;»
Και βέβαια, ναι, και βέβαια! Ανέκραξε. Υπό την έννοια ότι και εγώ και αυτή δεν διαθέταμε εκείνη την ενστικτώδη αντίληψη περί τα πράγματα που χαρακτηρίζει τους κανονικούς ανθρώπους. Και το καταλάβαινε άριστα: για μένα, όπως το ίδιο και γι’ αυτήν, το παρελθόν μέτραγε περισσότερο από το παρόν, η δε ανάμνηση των πραγμάτων περισσότερο από την απόκτησή τους. Μπρος στη μνήμη, η οποιαδήποτε απόκτηση φαινόταν και ένιωθε απατηλή, κοινότοπη, ανεπαρκής… Πώς μ’ ένιωθε πράγματι! Η αγωνία μου να γίνει το παρόν «αμέσως» παρελθόν, για να είμαι σε θέση να το αγαπώ και να το αναπολώ και να το θαυμάζω με την ησυχία μου, ήταν ακριβώς και η δική της αγωνία, ίδια και απαράλλαχτη, τάλε κουάλε. Να το, το δικό μας ελάττωμα: περπατάμε προς τα εμπρός και έχουμε το κεφάλι μας πάντα γυρισμένο προς τα πίσω. Έτσι δεν ήταν;»
 
Η νουβέλα «Πίσω από την πόρτα», ανοίγει τον δεύτερο τόμο του «Μυθιστορήματος της Φεράρας». Σε αυτή την ιστορία «ενηλικίωσης» (όπως άλλωστε οι περισσότερες στους δύο τόμους), ο νεαρός εβραϊκής καταγωγής ήρωας, υποφέρει από μοναξιά στη μετάβαση στην Α λυκείου, αφού έχει στερηθεί τον κάποτε κολλητό του που δεν τα κατάφερε στις κατατακτήριες εξετάσεις. Ένα νέο παμπόνηρο και ιδιόρρυθμο παιδί που έρχεται από ένα χωριό κοντά στην Μπολόνια, προσκολλάται στον αφηγητή, που παρά την αρχική αμηχανία και την απέχθειά του, προς τον νέο συμμαθητή του, «υποκύπτει» και τα δύο παιδιά είναι διαρκώς μαζί, μέχρι που κάποιοι συμμαθητές θα αποκαλύψουν την αλήθεια γύρω από τον παράξενο μικρό. Η παιδική σκληρότητα και η ανάγκη για να ανήκεις κάπου, περιγράφονται με λυρικό τρόπο σε μια νουβέλα, εμφανώς κατώτερη από τις υπόλοιπες του συγγραφέα.
 
Αμέσως μετά, βρίσκουμε το δεύτερο αριστουργηματικό μυθιστόρημα που υπάρχει στους δύο τόμους. Είναι «Ο Ερωδιός», βιβλίο γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ο Μπασάνι είχε δεχτεί σφοδρή κριτική από το νέο κύμα των Ιταλών συγγραφέων για «άκρατο συναισθηματισμό». Εκείνος λοιπόν, γράφει ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο από τα προηγούμενά του, ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα με ήρωα τον Εντγκάρντο Λιμεντάνι, έναν εβραϊκής καταγωγής μεγαλοκτηματία, που αμέσως μετά τον πόλεμο, οι εργάτες που καλλιεργούν τη γη του, απαιτούν μεγαλύτερες αμοιβές, με τη γυναίκα του έχει απομακρυνθεί και η απελπισία δείχνει να τον κυριεύει, καθώς ο κόσμος πλέον δείχνει αφόρητος στα μάτια του και αμετάβλητος από την Φασιστική περίοδο.
Ο Λαμεντάνι, που είχε περάσει τον πόλεμο, ασφαλής στην Ελβετία, ξαφνικά αποφασίζει να πάει για κυνήγι πουλιών σε μια σχετικά κοντινή περιοχή, όμως διάφορα απρόβλεπτα συμβάντα στο δρόμο και η καθυστέρηση όταν σταματάει στο πανδοχείο ενός χωριού, συναντώντας τον παλιό Φασίστα ιδιοκτήτη να συμπεριφέρεται σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από την Μουσολινική εποχή, τον κάνουν να χάσει το ραντεβού του με έναν έμπειρο οδηγό της περιοχής και να φτάσει αργοπορημένος και άκεφος εκεί. Το θέαμα ενός ερωδιού που ο οδηγός του θα σκοτώσει, θα τον οδηγήσει σε υπαρξιακές σκέψεις γύρω από το νόημα της ζωής και σε μια στιγμιαία αλλά συνειδητή απόφαση να θέσει τέρμα στη ζωή του.
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα αυτογνωσίας, με λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, «Ο Ερωδιός», μας δείχνει έναν Μπασάνι διαφορετικό, πιο εσωτερικό, με εκπληκτικές περιγραφές της Φύσης αλλά των εσωτερικών διεργασιών που οδηγούν έναν άνθρωπο στην απελπισία.
 
«Στο μεταξύ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο σέρνοντας με κόπο πίσω του το τσακισμένο φτερό. Τον έβλεπε και πίστευε ότι διάβαζε όλες τούτες τις σκέψεις από την πεισματάρα στάση που έδειχνε να έχει ο στενός ίσιος λαιμός του πουλιού. Πόσο έξω έπεφτε όμως! Αφού ξαφνικά κόντεψε και να το φωνάξει. Πόσο αυταπατάτο! Και αυταπατάτο σε τέτοιο σημείο ο βλάκας (ως το αλίπεδο θα μπορούσε σίγουρα να φτάσει, αλλά με τόσο αίμα που είχε χάσει και ακόμα έχανε δεν θα ‘ταν καθόλου δύσκολο για τη σκυλίτσα να τον ξετρυπώσει), που αν η σκέψη να πυροβολήσει δεν του είχε φανεί ότι υπό μιαν έννοια ήταν σαν να πυροβολούσε τον εαυτό του, θα είχε πατήσει αμέσως τη σκανδάλη. Και έτσι , αν μη τι άλλο, θα είχαν όλα λάβει τέλος.»


 
Ο δεύτερος τόμος (και γενικότερα το «Μυθιστόρημα της Φεράρας») κλείνει με τη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου», όπου, βρίσκουμε τα: «Δύο παραμύθια», «Συμπληρωματικές ειδήσεις για τον Μπρούνο Λάτες», «Ραβένα», «Les neiges dAntan», «Τρεις απόλογοι» και «Εκεί πέρα στο τέρμα του διαδρόμου». Εδώ πέρα από κάποιους χαρακτήρες των προηγούμενων ιστοριών που επανέρχονται, διαβάζουμε και μια θαυμάσια ιστορία στο «Les neiges dAntan» (φράση-στίχος, από την «Μπαλάντα των παλιών κυράδων» του Φρανσουά Βιγιόν), όπου ο παλιός συμμαθητής του αφηγητή και γλεντζές της προπολεμικής εποχής, μεταμορφώνεται μετά τον γάμο του, σε έναν μικροαστό που ζει παραδοσιακά σε ένα σπιτικό που δεν συμβαίνει τίποτα, ώσπου μια μέρα μετά από χρόνια, ξαφνικά αποφασίζει να βγει να πάρει τσιγάρα και δεν επιστρέφει ποτέ. Το μελαγχολικό και ελεγειακό φινάλε του μυθιστορήματος, θα έρθει με τον απολογισμό του ακροτελεύτιου διηγήματος της συλλογής «Εκεί πέρα στο τέρμα του διαδρόμου», όπου ο συγγραφέας, περιγράφει με συντομία πως έκανε τα πρώτα του βήματα, πως προχώρησε με τους ήρωές του, πως ανάπλασε μέσα από τις ιστορίες του την Φεράρα.
 
«… στο σημείο όπου βρισκόμουν η Φεράρα, το μικρό και ξεκομμένο σύμπαν που εγώ είχα ανακαλύψει και επινοήσει, δεν θα είχε να μου αποκαλύψει, να μου ξυπνήσει πια τίποτα το ουσιαστικό. Αν ήθελα να μου ξαναμιλούσε, θα έπρεπε πρώτα να κατόρθωνα να ενέτασσα στο χαρτί και εκείνον που μολονότι επί έτη αποκλεισμένος, επέμενε να στήνει εντός των κόκκινων τειχών της πατρίδας του ολόκληρο το θέατρο του λογοτεχνικού του έργου ∙ και βεβαίως, ο περι ού ο λόγος εκείνος ήμουν εγώ ο ίδιος. Ποιος ήμουν… ποιος ήμουν εγώ κατά βάθος; - είχε ‘ρθει τώρα πια ο καιρός ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι ακριβώς όπως αναρωτιόταν στις τελευταίες αράδες της «Αναμνηστικής πλάκας» ο Τζεο Γιος. Ποιητής, έχει καλώς. Κι έπειτα;»


Στο «Μυθιστόρημα της Φεράρας» ο Μπασάνι δημιούργησε ένα λογοτεχνικό σύμπαν από την επαρχιακή Φεράρα, που εκεί αυτή η όμορφη αλλά φανερά επαρχιακή πόλη, συνδέεται απευθείας με την μυθική Γιοκναπατόφα του W.Faulkner (κι εκεί σταματά κάθε συσχέτιση με τον μεγάλο Αμερικανό) και το Γουέσεξ του Thomas Hardy (κι εκεί σταματά κάθε συσχέτιση με τον μεγάλο Βρετανό). Στις αφηγήσεις του Μπασάνι βλέπουμε ιστορικά στοιχεία από την εποχή του Γκαριμπάλντι, από τις εμπειρίες του Α παγκοσμίου πολέμου, με τις πολύνεκρες μάχες στα βόρεια της χώρας, από την πορεία των Μελανοχιτώνων στη Ρώμη, από την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και την επικράτηση του Φασισμού για 20 χρόνια και βάλε. Βέβαια και στους δύο τόμους, πέφτει βαριά η επίδραση των αντι-εβραϊκών νόμων του 1938 και της συμμαχίας του Ντούτσε με τον Χίτλερ, που άνοιξε το δρόμο για το πογκρόμ που ακολούθησε, ενώ τονίζεται ιδιαίτερα ο διχασμός που έφερε ο Φασισμός στη καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
 
Ο Μπασάνι επικεντρώνεται στη σταδιακή μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων, και την περιθωριοποίηση των Εβραίων της Φεράρας, που μέχρι τότε αποτελούσαν σημαντικούς παράγοντες της πόλης και είχαν διαδραματίσει σημαντικό κοινωνικό ρόλο στα δρώμενά της, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς (όπως αναφέρω παραπάνω) είχαν στηρίξει (αν όχι υποστηρίξει) το Φασιστικό κόμμα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, γράφει για συναισθήματα όπως ο φόβος, η απώλεια της αίσθησης του ανήκειν, η ενοχή (στοιχείο γνώριμο στην εβραϊκή παράδοση), η ντροπή, η απομόνωση, η μοναξιά, η περιθωριοποίηση. Ο αφηγητής του είναι μονίμως αποστασιοποιημένος, παρατηρεί τα πάντα, παρακολουθεί την παρακμή και την πτώση των συμπατριωτών του, τονίζει τις λεπτομέρειες στις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του.
 
Ο Μπασάνι μέσα από τις μικροϊστορίες που αφηγείται, δίνει στον αναγνώστη μια έμμεση πανοραμική εικόνα μιας εποχής που είναι (χρονολογικά) αρκετά μακριά, αλλά και τόσο κοντά! Με το ήρεμο και ψύχραιμο στυλ που χαρακτηρίζει τα κείμενά του, θέτει διαρκώς τον αναγνώστη μπροστά στο αιώνιο ερώτημα της μνήμης και της λήθης, της συγχώρεσης και της ανάμνησης. Μπορεί το ύφος σε κάποια σημεία να δείχνει νοσταλγικό αλλά δεν είναι έτσι με τη ρομαντική έννοια, είναι για να επισημάνει τον κόσμο που χάθηκε οριστικά με τη μεγάλη σφαγή του πολέμου.
 
Κινηματογραφικό ύφος, όπου ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα, κινείται συνεχώς (και η ευρεία χρήση του ποδηλάτου σε όλες σχεδόν τις ιστορίες αυτό καταδεικνύει) αλλά και μια υπέροχη λυρικότητα που διαχέεται σε όλες τις ιστορίες, εισάγουν τον αναγνώστη σε ένα ακαταμάχητα σαγηνευτικό σύμπαν, ύψιστης λογοτεχνικής αξίας. Πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ο μεταφραστικός άθλος του Γιώργου Κεντρωτή, που στο «Μυθιστόρημα της Φεράρας» παραδίδει μια από τις καλύτερες δουλειές του, αποδίδοντας την ατμόσφαιρα των ιστοριών και συμβάλλοντας τα μέγιστα στην απόλαυσή τους.
 
Βαθμολογία 89 / 100


 
 
 
 
 
 
 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home