Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007 | Permalink
Αναγνωστικές περιπλανήσεις
Με τρία βιβλία θα ασχοληθώ σήμερα.Μυθιστορήματα διαφορετικά μεταξύ τους,όλα αξιόλογα χωρίς όμως αυτό το κάτι που μπορεί να απογειώσει τον αναγνώστη.

Ο εξαιρετικός Ιρλανδός συγγραφέας J.Banville χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ έγραψε το «αστυνομικό» μυθιστόρημα Ο ΔΙΠΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΤΙΝ ΦΟΛΣ (Εκδ.Καστανιώτης) (70).Αρκετά πιό εύπεπτο από τα μυθιστορήματα που γράφει με το κανονικό του όνομα,ο συγγραφέας ασχολείται με την Ιρλανδία της δεκαετίας του 50.Οικογενειακά μυστικά και ψέμματα,με κεντρικό πρόσωπο έναν ιατροδικαστή,ο οποίος ψάχνοντας την αιτία θανάτου της Κριστίν Φολς ,βρίσκεται μπλεγμένος σε μιά αλυσίδα γεγονότων που το ένα (σαν ένα κινέζικο κουτί)οδηγεί στο άλλο.Ιρλανδική μαφία,παραθρησκευτικές οργανώσεις,παράνομες υιοθεσίες παιδιών,βία,άκρατο μεθύσι συνθέτουν ένα καλό μυθιστόρημα,χωρίς εξάρσεις αλλά με εξαιρετική σκιαγράφηση χαρακτήρων.

Έξοχες εικόνες από το γκρίζο και μελαγχολικό Δουβλίνο του Τζόυς,ανέχεια και μιζέρια η οποία έρχεται σε αντίθεση με την αστραφτερή Βοστώνη και την Αμερικάνικη ευημερία της ίδιας δεκαετίας.
Ο Μπλακ/Μπάνβιλ ασχολείται στο βιβλίο περισσότερο με τους «δαίμονες» του πρωταγωνιστή του,ο οποίος ασχολούμενος με τον θάνατο της Κριστίν Φολς,ξύνει τις πληγές του βρίσκοντας τελικά την αλήθεια η οποία πονάει αλλά και ανακουφίζει ταυτόχρονα.Το αστυνομικό μέρος της ιστορίας είναι μάλλον αδύναμο αλλά αυτό δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρει τον συγγραφέα,ο οποίος παραμένει μεγάλος στυλίστας με οποιοδήποτε όνομα και εάν υπογράφει.


Στο βιβλίο της Ναντίν Γκόρντιμερ «ΞΥΠΝΑ» (Εκδ.Καστανιώτης) (60),ο κεντρικός ήρωας Πωλ Μπάνερμαν είναι ενας Νοτιοαφρικανός ακτιβιστής οικολόγος ο οποίος αναρρώνει από μιά εγχείρηση καρκίνου στον πνεύμονα.Η επέμβαση ήταν πετυχημένη αλλά ο Πωλ έχει γεμίσει ραδιενέργεια και γιά δυό-τρεις εβδομάδες πρέπει να μείνει σε καραντίνα διότι κινδυνεύει όποιος έρθει σε επαφή μαζί του.Οι γονείς του,ρισκάροντας αποφασίζουν να τον φιλοξενήσουν ώστε να προστατευτούν η σύζυγός του και το μικρό τους παιδί.Εκεί λοιπόν στο πατρικό του,ο ήρωας απομονωμένος ζεί σαν λεπρός και συνειδητοποιεί το χάσμα μεταξύ των περιβαλοντολογικών του ανησυχιών και της καριέρας της πετυχημένης διαφημίστριας συζύγου του.Παράλληλα παρακολουθούμε την σχεδόν προδιαγεγραμμένη διάλυση του γάμου των γονιών του Πωλ,του μόλις συνταξιοδοτηθέντα πατέρα του και της δικαστικού μητέρας του (μακράν ο πιό ενδιαφέρων χαρακτήρας του μυθιστορήματος).

Μυθιστόρημα μάλλον βαρετό και αδιάφορο παρά το ελκυστικό θέμα του.Η συγγραφέας σε όλα τα βιβλία της χτίζει δυνατούς χαρακτήρες ,τούς οποίους ενσωματώνει στο περιβάλλον.Σε αυτό της το βιβλίο, παρά τις ορισμένες άκρως ποιητικές σκηνές,λείπει παντελώς η πλοκή αλλά και η εμβάθυνση στους χαρακτήρες.Μόνο η μητέρα παρουσιάζεται ως πλήρης και όχι «χάρτινος» ήρωας αλλά ο αναγνώστης παρακολουθώντας την διάλυση της οικογένειας Μπάνερμαν χάνει την υπομονή του σιγά-σιγά,με την φλυαρία και την επαναληπτικότητα της συγγραφέως.


Αντίθετα μόνο πλήξη δεν μπορεί να αισθανθεί κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο του έξοχου Ιρλανδού συγγραφέα Roddy Doyle, ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΚΟΠΟ (Εκδ.Νεφέλη) (73).Το μυθιστόρημα αυτό,αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας τού ΧΕΝΡΥ ΣΜΑΡΤ.
Το πρώτο μέρος είναι το εξοχο ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΧΕΝΡΥ (στις ίδιες εκδόσεις).Σ’αυτό το μυθιστόρημα «μαθητείας» και ανατομίας της Ιρλανδικής επανάστασης,γνωρίζουμε τον Χένρυ Σμαρτ από την γέννησή του,μέχρι την φυγή του από την Ιρλανδία γιά να γλυτώσει από τους πρώην συντρόφους του στον αγώνα.Στην Ιρλανδική επανάσταση,ο Σμαρτ πολέμησε με το μέρος των Ιρλανδών ρεπουμπλικάνων (IRA)ως εκτελεστής.Σκότωσε εν ψυχρώ εκτελώντας εντολές και το ανεξάρτητο πνεύμα του ενόχλησε πολλούς.

Στο ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΚΟΠΟ ,ο Χένρυ φτάνει στην Νέα Υόρκη,αποφασισμένος γιά μιά νέα αρχή στη ζωή του.Προσπαθεί να μην μπλέξει με την Ιρλανδική κοινότητα μήπως τον αναγνωρίσει κάποιος,αλλά «άμα σε τρώει η κούτρα σου»...Το σκάει κακήν-κακώς από την Ν.Υόρκη και βρίσκει καταφύγιο στο Σικάγο όπου κυριαρχεί η Ιταλική μαφία με Αλ Καπόνε και τα άλλα καλά παιδιά.Τυχαία γνωρίζει τον περίφημο Λούις Άρμστρονγκ που τότε κάνει τα πρώτα του βήματα προς την δόξα και την καταξίωση,γίνεται ένα είδος έμπιστου «κολλητού» του,σωματοφύλακας και προστατευόμενος μαζί.
Σε σκηνές υπέροχης σάτιρας βλέπουμε τον «καπάτσο» Χένρυ να παρασέρνει τον «τυπάρα» Λούις όταν κάποια στιγμή δεν έχουνε να φάνε,σε κλοπές ασημικών από σπίτια πλουσίων.Οι περιπλανήσεις του ακάματου και αιωνίως κυνηγημένου Χένρυ συνεχίζονται πάλι πίσω στην Ν.Υόρκη,ξανά στο Σικάγο και μετά στα βάθη της χρεωκοπημένης Αμερικής της δεκαετίας του 30.

Η γραφή του Ντόϋλ προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ιστορικών γεγονότων,αληθινών προσώπων και μαγικού ρεαλισμού,κάτι που λειτούργησε πολύ καλύτερα στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας.Αναμιγνύει στοιχεία από τον κινηματογράφο,από τις ασπρόμαυρες ταινίες,κάνει «μουσικά περάσματα» με πρωταγωνιστή τον υπέροχο Λ.Αρμστρονγκ και στο τέλος οι τελευταίες 100 σελίδες της κορύφωσης του δράματος θυμίζουν Στάϊνμπεκ και τα ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ.

Το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας πολλές φορές παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του γιά αυτόν τον τόσο αντιφατικό ήρωα που είναι ο Χένρυ.Ψυχρός δολοφόνος αλλά χαρισματική και γοητευτική φυσιογνωμία,απατεωνίσκος και εραστής,survivor και συναισθηματικός,πονηρός και βλάκας,εξυπνάκιας και καταφερτζής προσπαθεί σαν άλλος Τζέϊμς Κάγκνεϋ των παλιών ασπρόμαυρων B-movies,να ξεφύγει από τη μοίρα του.

Ο Ντόϋλ δείχνει μάλλον να μη μπορεί να συμμαζέψει αυτό το χάος της πλοκής ,το μυθιστόρημα σίγουρα έχει πολλές ατέλειες αλλά διαβάζεται πολύ ευχάριστα,πραγματικά το διασκεδάζεις με τους ολοζώντανους πρωταγωνιστές του και με την τρομπέτα του μεγάλου Λούις να ξεπετάγεται ολοζώντανη και φρέσκια από τις σελίδες του βιβλίου.
 
Τετάρτη, Απριλίου 25, 2007
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 25, 2007 | Permalink
Τι θα μείνει από τη μνήμη?
Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους.Τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα-Franz Kafka

Τι να γράψεις και τι να σχολιάσεις γιά ένα βιβλίο έντονα φορτισμένο συγκινησιακά,όπως είναι τα υπέροχα ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ του Γ.Ευσταθιάδη (εκδ.ΥΨΙΛΟΝ).

Ο εξαιρετικός λογοτέχνης (και πολλά άλλα) Γ.Ευσταθιάδης (γιά τον οποίον έχω αναφερθεί εγκωμιαστικότατα και σε παλαιότερο
ποστ),έγραψε ένα βιβλίο γιά τον πρόωρα χαμένο γιό του ,ο οποίος «έφυγε» τα Χριστούγεννα του 1997,σε ηλικία μόλις 25 χρόνων.Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 33 σύντομα κείμενα όπου ο πατέρας περιγράφει τα συναισθήματα του,ανακαλεί στη μνήμη του στιγμές, μυρωδιές , γεύσεις ,βλέπει φωτογραφίες,χωρίς μελοδραματισμούς,χαμηλότονα.

«Θα μεγαλώνεις άραγε μες στις φωτογραφίες?
Θ’ανανεώνεις τα ρούχα σου σύμφωνα με τις επιταγές?
Θ’αλλάζεις τα χρώματα ανάλογα με τη μόδα?
Θ’αποκτήσεις ρυτίδες?
Περιττά κιλά...?
Θ’ασπρίσουν τα μαλλιά σου?
Κι’αν κάποτε πεθάνεις?»


Ο αναγνώστης διαβάζει βουρκωμένος αυτή τη συνομιλία του παρελθόντος με το παρόν,αυτή τη συνομιλία με τον χρόνο,σαν να διαβάζει ένα γράμμα που δεν πρόκειται ποτέ να παραληφθεί.

Κείμενα ύψιστης λογοτεχνικής αξίας,πραγματικά διαμάντια τα οποία μπορούν να διαβαστούν αυτόνομα αλλά και με μία ανάσα.Ο συγγραφέας σίγουρα δούλεψε πάρα πολύ την γραφή του, διότι όλο το βιβλίο το διατρέχει μια αριστουργηματική λιτότητα γραφής,κάτι που είναι ευδιάκριτο και στις προηγούμενες δουλειές του Ευσταθιάδη.


«Κι’αν πάθω αλτσχάϊμερ και σε ξεχάσω?
Αν γεροντική άνοια μου πάρει τα λογικά και δεν σ’αναγνωρίζω?
Αν,παραπληγικός,δεν μπορώ να κρατώ στα δάχτυλα τις φωτογραφίες σου?
Αν χάσω γιά πάντα τον ύπνο μου και δεν μπορώ να σε ξαναβρίσκω στα εφήμερα ενύπνια?
Αν χάσω την ακοή και δεν μπορώ να σε συναντώ στις κοινόχρηστές μας μουσικές?
Αν τυφλωθώ και δεν σε βλέπω απέναντί μου?
Αν ακρωτηριαστώ και δεν μπορώ να σε χαϊδεύω?
Αν χάσω τα πόδια μου και δεν μπορώ να βαδίζω χιλιόμετρα στο δωμάτιο σου?
Και πιό πολύ αν τίποτα απ’όλα αυτά δεν συμβεί,αν συνηθίσω την απουσία σου,αν λησμονήσω,αν ζω και ψευτοζώ χωρίς εσένα,αν κάποια μέρα σ’αρνηθώ?

ΔΕΝ ΣΑΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΝΕΑΡΕ ΜΟΥ...
Όσο κι’αν ισχυρίζεστε-και μάλιστα με πειστικά επιχειρήματα-πως είστε γιός μου,η εμμονή σας παραμένει αναπόδεικτη.
Για θυμίστε μου...Έχετε κάποιους κωδικούς λέξεων,κάποιο συνθηματικό κλείσιμο βλεφάρων?Μήπως διαθέτετε ήχους απορροφημένους,μιά εικόνα,ίσως,αντικειμενικής μοναξιάς?
Αν όχι,ματαιοπονούμε και δεν θέλω να συμπράξω σε μια ανιαρή συζήτηση,συντηρώντας τα αδιέξοδά της.
Συδαυλίζετε θαρρώ,έναν εύκολο συναισθηματισμό,επιδεικνύοντάς μου αυτό το συγκεκριμένο ρούχο που φοράτε...Υπάρχουν εκατομμύρια ομοιόχρωμα ρούχα παρεμφερούς στιλ...Άρα,προς τι?Τι προσπαθείτε να αποδείξετε?
Ο ήχος της φωνής σας,μ’αυτό το θαμπό ηχόχρωμα,δεν παραπέμπει πουθενά,δεν αφήνει ένα εύηχο αποτύπωμα που θα μπορούσα να το ταυτοποιήσω με παρελθούσες αρμονικές...
Μην επιμένετε...Δεν θυμάμαι...δεν μπορώ να θυμηθώ...ή δεν θέλω...το ίδιο κάνει...από κάποιο σημείο και πέρα,και τα δύο,σαν άνθη μαραμένα,στο ίδιο νερό δακρύων εμβαπτίζονται.
Μη μου ανάβετε εμένα ανακριτική λάμπα στα μάτια...δεν έχω τίποτα να ομολογήσω...τίποτα να ανακαλέσω...Θα με αναγκάσετε να επαναλάβω,σαν αιχμάλωτος τύψης,μόνο το ονοματεπώνυμό μου και το βαθμό της μελαγχολίας μου...
Και ,άλλωστε,προς τι όλα αυτά?Διεκδικείτε τα κληρονομικά σας δικαιώματα,και μάλιστα,πρώτου βαθμού?
Ε λοιπόν,αζημίως σας κληροδοτώ την θλίψη μου...
Αλλά κι’αυτήν τι να την κάνετε,μέσα στη συγχορδία των απωλειών?Διαθέτετε ήδη επαρκές απόθεμα,αφού,όπως μου είπατε από την αρχή,είστε ήδη νεκρός.»

Όπως λέει και ο Καρούζος, «ώρα να πηγαίνω,δεν έχω άλλο στήθος»...
 
Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007 | Permalink
Η θολή γραμμή των οριζόντων
Τις ημέρες του Πάσχα διάβαζα ένα καταπληκτικό βιβλίο γεμάτο από περιπέτειες και απίστευτες ιστορίες ηρωισμού,τρέλλας,παραφροσύνης και εγκλημάτων.Αναφέρομαι στο υπέροχο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΤΟΣ ΜΗΔΕΝ:Ιστορίες από τον Ισημερινό των Τζιάνι Γκουανταλούπι και Αντόνιο Σούγκαρ (Εκδ.ΚΕΔΡΟΣ-σειρά Terra incognita) (87).

Το συγγραφικό δίδυμο καταγράφει ιστορίες γιά ατρόμητους θαλασσοπόρους,κατακτητές,κονκισταδόρες,εξερευνητές που όλες τους
διαδραματίστηκαν κοντά στο σημείο μηδέν του γεωγραφικού πλάτους του πλανήτη μας.Ο Ισημερινός δέχεται τη περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία από οποιοδήποτε άλλο σημείο της γης, μιάς και ο ήλιος τον φωτίζει κάθετα από το ίδιο πάντα σημείο.Στην περιοχή αυτή σημειώνονται όλων των ειδών τα παράξενα φαινόμενα και η μυθοπλασία στην οποία επιδίδονταν επί αιώνες οι θαλασσοπόροι γιά τέρατα,Ποσειδώνες,Τρίτωνες τροφοδότησε θρύλους και μύθους σε όλο τον κόσμο.

Μη ξεχνάμε οτι ο Ισημερινός διατρέχει τα νησιά Γκαλαπάγκος,το Κίτο,ενα μέρος των Άνδεων,τον Αμαζόνιο,τη Γαλλική Γουϊάνα,τη Νήσο του Διαβόλου,τον κόλπο της Γουινέας,το Σάο Τομέ,την Γκαμπόν,τον ποταμό Κόνγκο (δύο φορές),την λίμνη Έντουαρντ,την Καμπάλα,την λίμνη Βικτόρια απ’όπου πηγάζει ο Νείλος,το Ναϊρόμπι,τις Μαλδίβες,τη Σουμάτρα,τη Μαλαισία,το Μπόρνεο,τις νήσους Μολούκας,το νησί Ναούρου και τέλος τις νήσους Κιριμπάτι.

Χωρίς να ασχοληθούν με τους θρύλους που υπάρχουν οι δύο ερευνητές ασχολούνται με τις πραγματικές ιστορίες που διαδραματίστηκαν μέσα στους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας.Γεγονότα τόσο εκπληκτικά που μοιάζουν φανταστικά.Σ'αυτό το βιβλίο διαβάζουμε ιστορίες γιά Κινέζους θαλασσοπόρους,Πορτογάλους εξερευνητές,τον Μαγγελάνο,τους Κονκισταδόρες,τον απίστευτο αυτόν θεότρελλο Λόπε ντε Αγκίρε που αφού δολοφονεί μιά σειρά από προύχοντες,αριστοκράτες με τις οικογένειές του,έχτισε πάνω στα νερά του Αμαζόνιου μιά «δημοκρατία» βασισμένη στη βία και την αναρχία (ερμηνευμένο υπέροχα στη μεγάλη οθόνη από τον Κλάους Κίνσκι στο αριστούργημα του Β.Χέρτσογκ ΑΓΚΙΡΕ,Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ),το ψάξιμο γιά το Ελντοράδο και τα έπη που γράφονταν γιά την αναζήτηση του παραδείσου.Εξαιρετικές αφηγήσεις από τις περιπέτειες γιά την ανακάλυψη των πηγών του Νείλου με πρωταγωνιστές τον Στάνλεϊ και τον Δόκτορα Λίβινγκστον
(Doctor Livingstone,i presume?),κάπου βλέπουμε τον υπέροχο Ρ.Μπάρτον (που συνέχεια αναφέρει ο Μπόρχες),την Ζαν ντ’Αρκ του Κονγκό-μιά ιδιάζουσα περίπτωση ηρωίδας,την καταπίεση των αποικιοκρατών,ιστορίες φρίκης γιά την Αφρική και τη ρήξη μεταξύ των δύο κόσμων-του Δυτικού/Χριστιανικού με τις μηχανορραφίες και του «αγνού» Αφρικανικού.

Αφηγήσεις σκληρές,βίαιες,κωμικές,ποιητικές με ορισμένους πρωταγωνιστές που θα μπορούσαν να είναι μυθιστορηματικές φιγούρες μεγάλης εμβέλειας,όπως ο Λευκός Πρίγκηψ,ένας τυχοδιώκτης Εγγλέζος της Βικτωριανής εποχής που σταλμένος από την Βρετανία γιά διπλωματικούς λόγους στο Μπρουνέϊ,με την εκκεντρικότητα του έγινε ο απόλυτος μονάρχης της νήσου Σαραβάκ,πάλαιψε με πειρατές,οργάνωσε συνομωσίες,πραξικοπήματα,ανέτρεψε σουλτάνους.

Πάνω απ’όλες όμως τις ιστορίες ξεπροβάλλει η εκπληκτική φιγούρα της «Γυμνής Βαρόνης» των νησιών Γκαλαπάγκος,μιάς Αυστροουγγαρέζας ξεπεσμένης αριστοκράτισας και αριβίστριας που ξαφνικά της την δίνει και πάει να φτιάξει ένα θέρετρο λίγο πριν τον Β Παγκόσμιο πολεμο στα Γκαλαπάγκος και αντί του θερέτρου φτιάχνει ουσιαστικά μιά ουτοπική μικρή κοινότητα ελεύθερου και αχαλίνωτου έρωτα,η οποία πνίγεται μέσα σε ανεξήγητους ακόμα και σήμερα φόνους και πολύ-πολύ μυστήριο.

Βιβλίο χορταστικό που μας επαναφέρει στην παιδική μας ηλικία,γεμάτο περιπέτειες και ολοζώντανους πρωταγωνιστές.Βιβλίο που μάλλον πέρασε απαρατήρητο μέσα στον εκδοτικό καταιγισμό αλλά που αξίζει και με το παραπάνω την προσοχή όλων «των εραστών των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων».

Κλείνω με μιά ιστορία φρίκης που περιγράφει συνοπτικά όλη την αποικιοκρατική πολιτική που ακολουθήθηκε (και γιατί όχι ακολουθείται ακόμα,απλά με επίφαση πολιτισμού) στην Αφρική και η οποία συνδέει άμεσα το βιβλίο με ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στις 13 Απριλίου 1885,είκοσι ένας κανονιοβολισμοί,χαιρέτισαν την ίδρυση του νέου Ελεύθερου Κράτους του Κονγκο στο Βίβι,το οποίο έμελλε να γίνει και πρωτεύουσα του κράτους κατά τον πρώτο χρόνο της σύστασής του.
Ο Λεοπόλδος Β,αναγνωρίστηκε ως μονάρχης της καινούριας χώρας από τους εκπροσώπους των κυρίαρχων δυνάμεων,οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του 1884 γιά να διαπραγματευθούν το μοίρασμα των εδαφών της Αφρικής.Ο Λεοπόλδος ήταν κάτι παραπάνω από βασιλιάς του Κονγκό...Στην πραγματικότητα το καινούριο κράτος τού ανήκε:ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος μιας επικράτειας που είχε εβδομήντα έξι φορές την έκταση του Βελγίου.Όλες οι «ελεύθερες» περιοχές θεωρήθηκαν ιδιοκτησία του στέμματος,ενώ τα δυο κύρια προϊόντα του Κονγκό,εκείνης της περιόδου,το ελεφαντόδοντο και το καουτσούκ,πέρασαν σε κρατικό μονοπώλιο.
Βέβαια,γιά να γίνει η συγκομιδή αυτών των μονοπωλίων,οι ιθαγενείς ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν εξαναγκαστικά τις υπηρεσίες τους:δική τους ευθύνη δεν ήταν,στο κάτω-κάτω,το να συμβάλλουν στο θρίαμβο του πολιτισμού?
Αυτή ήταν και η απαρχή της κυριαρχίας του τρόμου,που έμελλε να διαρκέσει δυο ολόκληρες δεκαετίες και να εξοντώσει τον μισό πληθυσμο του Κονγκό.Έχει υπολογιστεί ότι τα άμεσα και έμμεσα θύματα του νέου καθεστώτος ανήλθαν στα 10 εκατομμύρια.

Το Κονγκό μετατράπηκε στο πιό ελεεινό δουλοκτητικό κράτος που είχε ποτέ υπάρξει στη γή.Κάτω από την εξουσία των λευκών αξιωματούχων,οι ιθαγενείς κατατάσσονταν (διά της βίας) στο στρατό,την επονομαζόμενη Λαϊκή Δύναμη,που διασκορπισμένη σ’ολόκληρη την επικράτεια του έθνους,σκορπούσε κι’αυτή με τη σειρά της τον τρόμο.Οι άντρες αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν τις δουλειές τους στα χωράφια,προκειμένου να συγκεντρώσουν τις ποσότητες του καουτσούκ που απαιτούσε η νέα κυβέρνηση.Μήνα με το μήνα μοχθούσαν μες στα τροπικά δάση.Οι προμήθειές τους σε τρόφιμα δημεύονταν από τη Λαϊκή Δύναμη,ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά τους κρατούνταν όμηροι και συχνά πέθαιναν λόγω της πείνας ή των ασθενειών που προκαλούνταν από την κακή σίτιση.

Κάθε μορφής αντίσταση τιμωρούνταν με θάνατο κι όποτε σκοτωνόταν κάποιος επαναστάτης,του έκοβαν και το δεξί χέρι,γιά να γίνει σε όλους σαφές ότι δεν πήγαιναν χαμένα τα πυρομαχικά.Οι Βέλγοι γραφειοκράτες απαιτούσαν από τους στρατιώτες τους να τους φέρνουν ένα χέρι γιά κάθε σφαίρα που έριχναν.Καλάθια ολόκληρα γεμάτα με κομμένα χέρια συγκεντρώνονταν μπροστά στις κατοικίες των Βέλγων γραφειοκρατών.

Υπήρχαν μάλιστα και κάποιοι,όπως ο λοχαγός Λέον Ρομ,που προτιμούσαν ως απόδειξη τον αποκεφαλισμό.Ο Ρόμ χρησιμοποιούσε τα κεφάλια γιά να διακοσμεί τους κήπους του διοικητηρίου του.Αυτά είναι τα κεφάλια γιά τα οποία διαβάζουμε στην ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ πως περιτριγύριζαν το σπίτι του Κουρτζ.Ο Τζόζεφ Κόνραντ δούλεψε εκείνα τα χρόνια γιά ένα διάστημα ως κυβερνήτης ποταμόπλοιου στον Κόνγκο και το βιβλίο του αποτελεί καταγραφή αυτής του της εμπειρίας.Η ιστορία του δεν περιέχει τίποτα το φανταστικό.
 
Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007 | Permalink
Ο φτωχός και μόνος καουμπόϋ της Σώτης
Συνεχίζοντας τους πειραματισμούς της με τα διαφορετικά στυλ γραφής ,η Σώτη Τριανταφύλλου στο τελευταίο της μυθιστόρημα ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΚΟΥΤΙΑ (Εκδ.Πατάκη) (70),ασχολείται με το αστυνομικό pulp μυθιστόρημα.

Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει (κατά την άποψη μου) την μεγαλύτερη αφηγηματική δεινότητα από όλους τους Έλληνες συγγραφείς.Με μεγάλη ευκολία μπορεί να κατασκευάσει ιστορίες από το πουθενά και γιά όποιο λογοτεχνικό είδος επιλέξει.Έχοντας γερό μορφωτικό υπόβαθρο,εξαιρετική κριτική ματιά στα τεκταινόμενα και ανοιχτό μυαλό δεν διστάζει να βουτήξει στα βαθειά και δεν φοβάται να ρισκάρει θεματολογικά.

Από τις πρώτες της νουβέλες που είχαν ως πλαίσιο τις ΗΠΑ πέρασε με άνεση στο bildungsroman με το ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΜΟΛΥΒΙΩΝ ακολουθώντας τα βήματα των μεγάλων κλασσικών συγγραφέων του μεσοπολέμου,πάει στο Λος Άντζελες με την υπέροχη ΦΤΩΧΗ ΜΑΡΓΚΟ,στο (μάλλον άτυχο) ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ δοκιμάζει τις δυνάμεις της στο Ντικενσιανό ύφος,μεταφέρεται με την ΦΥΓΗ στην Φωκίδα της δεκαετίας του 50 με έξοχα αποτελέσματα,αναμετριέται με την Όουτς στην άνιση ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ και ενδιάμεσα γράφει ιστορίες μικρές, πάλι διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών.

Στα ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΚΟΥΤΙΑ η συγγραφέας τοποθετεί την δράση στην Νέα Υόρκη της προ-Τζουλιάνι (zero tolerance) εποχής του τέλους της δεκαετίας του 80.Η Νέα Υόρκη τότε ήταν μπάχαλο,φόνοι,ληστείες,βιασμοί ήταν στην καθημερινότητα των κατοίκων.Ο κουρασμένος ιδιωτικός ντέτεκτιβ Μαλόουν κινείται μέσα στα όρια της Τσάινατάουν και της Hell’s Kitchen,συνδιαλέγεται με περίεργους Κινέζους και φιλοσοφεί προσπαθώντας να δουλέψει."Δεν πίστευε σε τίποτα,ούτε προσδοκούσε τίποτα".Ως άλλος Pacino στο Insomnia κινείται με «κόκκινα μάτια» από την αυπνία.Ζει με την ανάμνηση ενός χαμένου έρωτα,που όπως όλοι οι ρομαντικοί αρνείται να δεχτεί το τέλος του...Οι φόνοι που γίνονται κάθε άλλο παρά τυχαίοι είναι και η ιστορία μοιάζει σαν τα κινέζικα κουτιά εκεί που τα ερωτήματα στο ένα απαντιούνται,ανοίγεις το επόμενο και είναι κλειστό. Ρατσισμός,ξενοφοβία,μηδενισμός κυριαρχούν σε ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα,που γέρνει μάλλον περισσότερο προς το graphic novell ή σε ένα είδος νουβέλας που θα δημοσιεύοταν στην Μάσκα (γιά όποιον την πρόλαβε),παρά προς τα συνηθισμένα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Όπως λοιπόν στις ασπρόμαυρες noir ταινίες εκείνο που πρόσεξε περισσότερο η συγγραφέας ήταν η ατμόσφαιρα.Αυτήν την πέτυχε απόλυτα..Η ασφυξία της Chinatown,ο "φτωχός και μόνος καουμπόϋ" Μαλόουν που φέρνει στο νου δεκάδες ήρωες pulp μυθιστορημάτων,η βροχή που θυμίζει Blade Runner,οι μπάτσοι με τις μικρές προσωπικές τους ιστορίες,η Αμερικάνικη επαρχία με τους συντηρητικούς-φασιστοειδείς κατοίκους της-ο περίγυρος λειτουργεί τέλεια.Εκείνο που λείπει από την νουβέλα,είναι η πλοκή,η δράση που είναι απαραίτητο συστατικό ενός πειράματος τέτοιου είδους.

Αγνοώ εάν η Σ.Τριανταφύλλου συνεχίσει με αυτό το είδος-είναι τόσο απρόβλεπτη που ποτέ δεν ξέρει κανείς.Η άποψή μου είναι ότι καλύτερα ν’αφήσει το «αστυνομικό» μυθιστόρημα (ή έστω αυτού του είδους το αστυνομικό) σε πιό έμπειρα χέρια.Δυστυχώς η σύγκριση με τα χιλιάδες καλά βιβλία του είδους έρχεται αυτόματα στο μυαλό του αναγνώστη και μάλλον είναι συντριπτική εις βάρος της ,από την άλλη,δεν νομίζω ότι προσθέτει τίποτα στην λογοτεχνική της διαδρομή.
Παρ’ότι σε ώριμη ηλικία η συγγραφέας πιστεύω ότι αποτελεί την πιό «νεανική» φωνή της Ελληνικής λογοτεχνίας,η "φρεσκάδα" της είναι εκπληκτική,είναι κρίμα λοιπόν να ασχολείται με είδη που δεν της πάνε.
 
Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007 | Permalink
Η γνωριμία της σάρκας
Από τον πουριτανισμό και τον ψευτοσυντηρητισμό της δεκαετίας του 50,στην σεξουαλική φρενίτιδα των δεκαετιών 60 και 70 μας ταξιδεύει ο John Updike σε μία από τις τελευταίες νουβέλες του,με τον ιδιαίτερο τίτλο, ΤΑ ΧΩΡΙΑ (Εκδ.Καστανιώτη) (75).

Ο πολυγραφότατος και εξαιρετικός Αμερικανός συγγραφέας (πάνω από 50 βιβλία στο ενεργητικό του),σ’αυτό το βιβλίο γράφει ένα bildungsroman,ένα μυθιστόρημα μαθητείας,μιά αισθηματική αγωγή ενός «καθημερινού» ανθρώπου χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που διακρίνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.Εκπληκτικές σεξουαλικές σκηνές (κάτι πάρα πολύ δύσκολο στην πεζογραφία),ανδρικός εγωισμός,ειρωνία των θρησκευτικών εμμονών και η σύγχρονη ζωή στα Αμερικάνικα προάστεια-μικρές πόλεις.

Ο ήρωας Όουεν Μακένζι,γεννιέται σε ένα χωριό,μεγαλώνει μέσα στην οικονομική ανέχεια και τον μικροαστισμό,οι σεξουαλικές του εμμονές δεν βρίσκουν διέξοδο στον μικρόκοσμο της πόλης του.Βάζοντας σκοπό της ζωής του να βγάλει λεφτά,σπουδάζει στο MIT (το οποίο ουσιαστικά είναι ένα χωριό,μια κοινότητα) μαθηματικά και εξειδικεύεται στους πρώτους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της δεκαετίας του 50.Ερωτεύεται και παντρεύεται την πρώτη γυναίκα με την οποία κάνει πραγματική σχέση και με την οποία κάνει πρώτη φορά έρωτα ,την πρώτη νύχτα του γάμου τους.Δουλεύοντας στην IBM,πάνω σε ηλεκτρονικά συστήματα πρωτογενούς μορφής,μαζί με ένα συνάδελφό του αποφασίζουν να ιδρύσουν μιά εταιρεία κατασκευής software,με έδρα ένα χωριό του Κονέκτικατ.Μετακομίζουν λοιπόν εκεί,ο Όουεν φτιάχνει ένα έξυπνο λογισμικό πρόγραμμα,και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία πλουτίζουν.Μαζί με την οικονομική άνοδο,έρχεται και η σεξουαλική «απελευθέρωση» του ήρωα.Οι γυναίκες διαδέχονται η μία την άλλη,σε μιά σεξουαλική παράκρουση.Ο Όουεν κάνει έρωτα όπου βρει,στις θημωνιές,στις όχθες των λιμνών,σε ξενοδοχεία,στα σπίτια των παντρεμένων ερωμένων του,στο γραφείο του.Όλα αυτά κάτω από το σιωπηρό βλέμμα της κλειστής κοινότητας,εκεί όπου όλα τα μυστικά καλύπτονται με μιά σιωπηλή συννενοχή.

Ως αναγνώστες ουσιαστικά παρακολουθούμε τα πάντα σαν ένα flashback,ο ήρωας είναι πιά στη δύση της ζωής του,ζει σε ένα «πρότυπο» χωριό,όπου οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν ειδυλιακά και ανέφελα, παίζοντας γκολφ,αράζοντας διότι οι περισσότεροι είναι υπερήλικες.Ζει ήρεμα με την δεύτερη γυναίκα του την Τζούλια,η οποία ήταν και η μόνη που τον οδήγησε στην ανατροπή της ζωής του (και της δικής της,διότι ήταν γυναίκα ιερωμένου).Ο Οουεν αναπολεί τα περασμένα,νοσταλγεί τις «παλιές,καλές,υπερσεξουαλικές του ημέρες»,βγάζει «τους σκελετούς του απ’το ντουλάπι» και τους ξαναβάζει μέσα,τρέμει το αλτσχάϊμερ και τον θάνατο.

Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και είναι ένα τυπικό δείγμα γραφής αυτού του μεγάλου συγγραφέα.Δεν προσθέτει όμως τίποτα καινούριο στο έργο του.Ο ήρωας κάπου εξοργίζει με την απάθεια του,και την αφέλειά του,τα δε γεγονότα των δεκαετιών 60 και 70 (Βιετνάμ,ταραχές,ρατσισμός) περνάνε από δίπλα του και δεν αγγίζουνε τη ζωή του.
Ο Απντάϊκ δεν μας δίνει να καταλάβουμε αυτές τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή του,πως από ένας computer-freak πλήρως αφοσιωμένος στην γυναίκα του,μετατρέπεται ξαφνικά σε Καζανόβα.Ακόμα δε περισσότερο απότομα,πως από υπερσεξουαλικός και γεμάτος χυμούς άνδρας, ξαφνικά ηρεμεί δίπλα στην «καπάτσα» Τζούλια.

Τι μένει από το βιβλίο?Πρώτα απ'όλα, έναςμεγάλος θαυμασμός γιά το γυναικείο φύλλο.Η γυναίκα αποθεώνεται,είτε ως σεξουαλικό σύμβολο,είτε ως προσωπικότητα ολοκληρωμένη.Ο ήρωας δεν έχει κακό λόγο γιά καμμία από τις ερωμένες του.Όλες τις θαυμάζει γιά κάτι.

«Οι άντρες καταλάβαιναν τους άντρες,απλοϊκοί μηχανισμοί όλοι τους,με μερικούς λεβιέδες μόνο-μερικές άξεστες ορέξεις,μιά αταβιστική περηφάνεια πολεμιστή κι η ανάλογη στωικότητα.Οι γυναίκες είναι πλάσματα λαμπερά του φεγγαριού,που μας πληγώνουν όταν μας αρνούνται και μας πληγώνουν πάλι όταν μας δίνονται.»

Επίσης οι σεξουαλικές σκηνές είναι ευρηματικότατες...Ο Απντάϊκ παρότι εβδομηντάρης γράφει γιά το σεξ σαν εικοσάρης,με τέτοια ζωντάνια και φρεσκάδα που σε εκπλήσσει.Δυστυχώς όμως το βιβλίο απέχει πολύ από τα αριστουργήματα του (ΤΡΕΧΑ ΛΑΓΕ-και γενικά η τετραλογία του «Λαγού»,ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΝΩΝ κλπ),οπότε καλύτερα κάποιος που δεν γνωρίζει ιδιαίτερα το έργο ,ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς,να προμηθευτεί κάποιο από τα παραπάνω βιβλία του.Μετριότατη η μετάφραση του Α.Κορτώ,βρίσκει τον εαυτό της μόνο στις σεξουαλικές σκηνές του βιβλίου .

Το βιβλίο έχει παρουσιαστεί εξαιρετικά από την Σταυρούλα Σκαλίδη στο blog της παλαιότερα.