Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009 | Permalink
...Όταν είμαι κακός είμαι κακός κι όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος...
«Όλες οι βλενόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη.
Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά.
Παρ’όλ’ αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα.»
Ας υποθέσουμε ότι μου ζητούσαν να επιλέξω έναν Έλληνα σκηνοθέτη. Η απάντηση θα ήταν εύκολη, Νίκος Νικολαϊδης. Οι ταινίες που αγαπήσαμε σε «αγνή» ηλικία είναι αυτές που μας σημαδεύουν τελικά, και «Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ» και «ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΑΚΟΜΑ» είναι αυτές που με συγκίνησαν και μ’εκαναν να δω το ντόπιο σινεμά λίγο διαφορετικά – γιατί οι ταινίες αυτές ήταν «διαφορετικές». Σαν μυθιστοριογράφος ο Νικολαϊδης κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ταινίες του, ουσιαστικά το ίδιο βιβλίο γράφει και ξαναγράφει, την ίδια ταινία γυρίζει και ξαναγυρίζει. Αν και νεκρός εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, προτιμώ να σκέφτομαι ότι είναι ακόμα μαζί μας, γι’αυτό αναφέρομαι στον ενεστώτα, γιατί η γραφή του, η ματιά του είναι ζωντανή.
Το «κύκνειο άσμα» του λογοτεχνικά είναι το μυθιστόρημα «ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ», (Εκδ.Greekworks.com, σελ.440) δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τον εξαιρετικό ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΒΑΛΚΑΝΙΟ ή τα ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, τις προηγούμενες λογοτεχνικές δουλειές του. Το βιβλίο (που εκδόθηκε μετά θάνατον,ευτυχώς κατευθείαν από το χειρόγραφο,χωρίς επιμέλεια),δεν έχει διαφορά και από τις ταινίες του, που ακόμα και οι τελευταίες του που τις θεωρώ αποτυχημένες, είναι σαν επεισόδια μιάς ζωής rock&roll, μιάς ανυπόταχτης προσωπικότητας που έζησε μιά ζωή με ελάχιστους συμβιβασμούς, μοναχική με τον τρόπο ενός ήρωα του Κέρουακ, με τον τρόπο ενός ήρωα από ασπρόμαυρη αμερικάνικη ταινία του 50.
«Γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος και γρουσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που να φτύσω στον τάφο μου.
Να πω την αλήθεια δεν με γουστάρω καθόλου.»
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο «Σπόρος»,δεκαπεντάχρονος, πρόωρα ώριμος λόγω της απώλειας της μητέρας του, ξημεροβραδιάζεται στο «Στέκι», όπου συναντάει την παρέα του. Μένει σε ένα παράπηγμα στα Τουρκοβούνια, ο λουτροκαμπινές έξω – όταν βρέχει άντε να κάνεις μπάνιο...Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 50 και όλα τριγύρω αλλάζουνε αλλά τα ίδια μένουν. Από σχολείο άστα να πάνε αλλά από γκόμενες σκίζει. Έχει την σχέση του την σταθερή («στέντυ») με την Μπέτυ με την οποία κάνει σεξ (κάτι «δυσεύρετο» στην εποχή), βλέπει ταινίες σαν μανιακός, χορεύει υπέροχα ροκ εντ ρολλ, του αρέσει το καλό ντύσιμο αλλά που να βρει λεφτά, του αρέσουν οι βόλτες, αλλά η ζωή του όλη είναι το «Στέκι» και η παρέα...
«Όταν πατούσα μέσα στο παχύ τσαγαλό χαλί του κι άραζα στο βάθος δίπλα στο τζιούκ-μποξ παρέα με την Τζούλι Λόντον και τον Τζόννυ Ραίη που ήταν κι ο αγαπημένος μου ξεχνούσα το γαμημένο το σχολείο το μίζερο στα Τουρκοβούνια την αφραγκιά και τι θα κάνουμε στη γαμημένη τη ζωή μας κι όταν σε λίγο πλακώναν ένα ένα τα νούμερα δε μιλούσαμε πολύ γι’αυτά που τρέχανε στην περιφέρεια της μικρής μας πόλης τα λέγαμε όλα με τα μάτια τι να πούμε; - γιά την πολιτική μη χέσω μέσα όλες τις κωλολουμπίνες τους πολιτικούς τ’αρχίδια – να φύγει ο Βασιλιάς κ’η Φρειδερίκη στα παπάρια μας και δύο αυγά μελάτα κι άμα αφήσουνε ποτέ οι Εγγλέζοι να γίνει η Κύπρος ελληνική να με γαμήσεις επιτόπου μες στο Σύνταγμα τι σχέση έχουμε εμείς μ’όλους αυτούς τους συφιλιάρηδες και λέγαμε παρέα με τις κότες τα δικά μας – ιστορίες γιά γαμήσια και γιά γκόμενες και γιά ηθοποιούς τα νέα ροκάκια που κυκλοφορούσανε κι’ύστερα πέφταν τα φράγκα στα τραπέζια ρεφενέ – πότε γιά σινεμά πότε για Λήθη το κουτούκι πίσω από την Μόλλυ πότε για τσάρκα Κηφισιά σπάνια γιά τη Μιμόζα προς Ομόνοια στριπ-τηζ και καννιβάλισμα αραιά και πότε για κανά ποτό στου Τζίμμυ στη Βουκουρεστίου μπας και ψωνίσουμε καμμιά σικάτη βίζιτα με φράγκα κι όλο κάπως τη βγάζαμε κι αν δε τη βγάζαμε γράφανε τα γκαρσόνια στα τεφτέρια το βερμούτ και γω τους έλεγα Καρυωτάκη Καββαδία για να μελώσουν τα μουνάκια τ’άσχετα που με ρωτάγανε συγκινημένα αν έγραψα εγώ αυτά τα ωραία ποιήματα και ο Μάνος έλεγε πάρτε τον αυτόν τον πούστη απο δω μέσα θα μας γαμήσει όλες τις γκόμενες.»
Η αφήγηση του «Σπόρου» ξετυλίγεται σε δύο χρόνους. Μέσα της δεκαετίας του 50 και μέσα της δεκαετίας του 60. Τα χρονικά πλαίσια μπερδεύονται γλυκά μέσα στο μυθιστόρημα και τις αλλαγές τις καταλαβαίνεις πρώτα απ’όλα από την διάθεση του αφηγητή. Ο μικρούλης ανέμελος «πηδηχταράς» που ξημεροβραδιάζεται στο Στέκι, τώρα αγωνίζεται να δουλέψει σε καμμιά ταινία ως σεναριογράφος,βοηθός σκηνοθέτη – γενικά να «την χωθεί» κάπου στο σινεμά. Έχει χάσει την παλιά παρέα και τώρα πιά βρίσκει μόνο νεκρούς. Ο κολλητός του ο Μάνος που είχε ξενιτευτεί μαθαίνει ότι πέθανε, ο «Βιθέντε» που την είχε κάνει γιά Βέλγιο αυτοκτονεί σχεδόν μπροστά στα μάτια του, ο Τάκης που θα έκανε καρριέρα στην τηλεόραση πέφτει με το δικινητήριο αεροπλανάκι του. Οι κοπελιές της παρέας είτε παντρεμένες και χαμένες, γενικώς βολεμένες, μόνο η Στέλλα , η κοπέλα του Μάνου, με τα ωραία μάτια θα ξαναμπεί στη ζωή του με διαφορετικό τρόπο.
Η μυθολογία του νουάρ κινηματογράφου με την Λάουρα του Πρέμινγκερ να δεσπόζει, η ροκ μουσική του Τζέρυ Λη Λούις, τα ποιήματα του Καββαδία και του Καρυωτάκη, η Γκλεντόρα («όλα ξεκίνησαν όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα»,λέει κάπου ο Νικολαίδης εξηγώντας πως «εκφυλίστηκε» το ροκ εντ ρολλ) και η Τζην Τίρνευ να εμφανίζεται συνέχεια μαζί με την Κιμ Νόβακ στην φαντασία του αφηγητή – όλα αυτά δεσπόζουν στο βιβλίο του Νικολαϊδη που κάπου συναντιέται με το πρώτο μέρος της τριλογίας του Κωνστ.Τζούμα «Ως εκ θαύματος» όχι μόνο στην αναπαράσταση της εποχής αλλά και στις διασκεδάσεις και το vivere pericolosamente των πρωταγωνιστών.
Η ζωντανή γλώσσα του συγγραφέα φέρνει κοντά στον σύγχρονο αναγνώστη μιά εποχή που έχει περάσει και ελάχιστοι την θυμούνται πιά. Την Αθήνα των χωμάτινων δρόμων, τα σπίτια με την εξωτερική τουαλέτα, το «κάτι από σεξ» των ζευγαριών που «δεν έπρεπε να ολοκληρώσουν την σχέση τους», τους διαγωνισμούς χορού, την αποθέωση των αμερικάνικων προϊόντων που μερικοί καταφέρνανε να βγάζουν από τα ΠιΕξ των Αμερικάνικων βάσεων, και άλλα πολλά. Ο λόγος του Νικολαϊδη είναι χείμαρρος, οι περιγραφές του γλαφυρότατες και καίριες, καθηλώνουν διασκεδάζοντας τον αναγνώστη μεταφέροντας τον κυριολεκτικά.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών – μελών της τρελλοπαρέας επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο (ο Βιθέντε,ο Μπογκομόλετς), από ταινία σε ταινία ουσιαστικά οι τύποι είναι οι ίδιοι, αν και ο συγγραφέας τους αλλάζει λίγο τα επαγγέλματα. Ορισμένοι διάλογοι του «Μοντεζούμα...» ακούγονται αυτούσιοι στις ταινίες του Νικολαϊδη, ενώ οι εκπληκτικές του ατάκες επαναλαμβάνονται καθ’όλη τη διάρκεια της συγγραφικής και κινηματογραφικής του πορείας (..."βρε την Σοφία,καλώςτηνε,πως πάει η επανάσταση;...Γαμιέται...")
Η κριτική συμπεριφέρθηκε στον «Μοντεζούμα» με την ίδια αμηχανία και σιωπή που επιφύλαξε και στις τελευταίες ταινίες του Νικολαϊδη (ευτυχώς που υπήρξε το εξαιρετικό κείμενο του Πανδοχέα στα Δέκατα). Ανέκαθεν τον κατηγορούσαν γιά σεξισμό, γιά φαλλοκρατικό χιούμορ, γιά μη πολιτική στάση (αυτό όταν έκανε τα αριστουργήματά του ήταν βρισιά), γιά «έλλειψη βάθους» - τίποτα δεν κατάλαβαν... Μιά ζωή εκτός κυκλωμάτων και παρεών, ο ιδιότυπος αυτός άνθρωπος ζούσε με και γιά τα πάθη του,το σινεμά, την μουσική και την λογοτεχνία. Ίσως πιό μπήτνικ από τους μπήτνικς θα έχει τους δικούς του πιστούς που θα ακολουθούν την μοναχική του φωνή γιά πάντα.
«Μ’αρέσουν οι έρημες δεντροστοιχίες η Ζυλιέτ Γκρεκό που τραγουδάει «μισώ τις Κυριακές» τα βρεμμένα παγκάκια τα νεκρά φύλλα τα ωραία ρούχα τα ωραία φαγητά οι χνουδάτες πετσέτες τα χάι φιντέλιτυ η Χάτσον Κόμμοντορ του ’50 το Φλοκάκι κι ο βιεννουά στο Πέτρογκραδ μ’αρέσει ο Έρρολ Φλυν στην «Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» και η Μαρί Μπλανσάρ – κανείς δεν την ξέρει αλλά στο φινάλε στα παπάρια μου ζω και χωρίς αυτά – δε ζηλεύω κανέναν και τίποτα τους έχω χεσμένους όλους τους ρουφιάνους κι αυτό με γεμίζει φούρκα δεν πάει άλλο – πολύ αδιαφορία έχει πέσει.
Η μόνη λύση είναι να υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τον ίδιο κόσμο κάτω απ’τον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τη βροχή τη θύελλα και το χιονόνερο τα μαύρα σύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό τα ρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και την υγρασία.
...
Μ’αυτό που με ζοχαδιάζει περισσότερο είναι πως με πατάω στο λαρύγγι δεν μου συγχωράω τίποτα – και δε με γουστάρω καθόλου γαμώ την ανωμαλία μου μέσα να γιατί όταν είμαι κακός είμαι κακός κι όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.»
Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά.
Παρ’όλ’ αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα.»
Ας υποθέσουμε ότι μου ζητούσαν να επιλέξω έναν Έλληνα σκηνοθέτη. Η απάντηση θα ήταν εύκολη, Νίκος Νικολαϊδης. Οι ταινίες που αγαπήσαμε σε «αγνή» ηλικία είναι αυτές που μας σημαδεύουν τελικά, και «Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ» και «ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΑΚΟΜΑ» είναι αυτές που με συγκίνησαν και μ’εκαναν να δω το ντόπιο σινεμά λίγο διαφορετικά – γιατί οι ταινίες αυτές ήταν «διαφορετικές». Σαν μυθιστοριογράφος ο Νικολαϊδης κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ταινίες του, ουσιαστικά το ίδιο βιβλίο γράφει και ξαναγράφει, την ίδια ταινία γυρίζει και ξαναγυρίζει. Αν και νεκρός εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, προτιμώ να σκέφτομαι ότι είναι ακόμα μαζί μας, γι’αυτό αναφέρομαι στον ενεστώτα, γιατί η γραφή του, η ματιά του είναι ζωντανή.
Το «κύκνειο άσμα» του λογοτεχνικά είναι το μυθιστόρημα «ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ», (Εκδ.Greekworks.com, σελ.440) δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τον εξαιρετικό ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΒΑΛΚΑΝΙΟ ή τα ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, τις προηγούμενες λογοτεχνικές δουλειές του. Το βιβλίο (που εκδόθηκε μετά θάνατον,ευτυχώς κατευθείαν από το χειρόγραφο,χωρίς επιμέλεια),δεν έχει διαφορά και από τις ταινίες του, που ακόμα και οι τελευταίες του που τις θεωρώ αποτυχημένες, είναι σαν επεισόδια μιάς ζωής rock&roll, μιάς ανυπόταχτης προσωπικότητας που έζησε μιά ζωή με ελάχιστους συμβιβασμούς, μοναχική με τον τρόπο ενός ήρωα του Κέρουακ, με τον τρόπο ενός ήρωα από ασπρόμαυρη αμερικάνικη ταινία του 50.
«Γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος και γρουσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που να φτύσω στον τάφο μου.
Να πω την αλήθεια δεν με γουστάρω καθόλου.»
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο «Σπόρος»,δεκαπεντάχρονος, πρόωρα ώριμος λόγω της απώλειας της μητέρας του, ξημεροβραδιάζεται στο «Στέκι», όπου συναντάει την παρέα του. Μένει σε ένα παράπηγμα στα Τουρκοβούνια, ο λουτροκαμπινές έξω – όταν βρέχει άντε να κάνεις μπάνιο...Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 50 και όλα τριγύρω αλλάζουνε αλλά τα ίδια μένουν. Από σχολείο άστα να πάνε αλλά από γκόμενες σκίζει. Έχει την σχέση του την σταθερή («στέντυ») με την Μπέτυ με την οποία κάνει σεξ (κάτι «δυσεύρετο» στην εποχή), βλέπει ταινίες σαν μανιακός, χορεύει υπέροχα ροκ εντ ρολλ, του αρέσει το καλό ντύσιμο αλλά που να βρει λεφτά, του αρέσουν οι βόλτες, αλλά η ζωή του όλη είναι το «Στέκι» και η παρέα...
«Όταν πατούσα μέσα στο παχύ τσαγαλό χαλί του κι άραζα στο βάθος δίπλα στο τζιούκ-μποξ παρέα με την Τζούλι Λόντον και τον Τζόννυ Ραίη που ήταν κι ο αγαπημένος μου ξεχνούσα το γαμημένο το σχολείο το μίζερο στα Τουρκοβούνια την αφραγκιά και τι θα κάνουμε στη γαμημένη τη ζωή μας κι όταν σε λίγο πλακώναν ένα ένα τα νούμερα δε μιλούσαμε πολύ γι’αυτά που τρέχανε στην περιφέρεια της μικρής μας πόλης τα λέγαμε όλα με τα μάτια τι να πούμε; - γιά την πολιτική μη χέσω μέσα όλες τις κωλολουμπίνες τους πολιτικούς τ’αρχίδια – να φύγει ο Βασιλιάς κ’η Φρειδερίκη στα παπάρια μας και δύο αυγά μελάτα κι άμα αφήσουνε ποτέ οι Εγγλέζοι να γίνει η Κύπρος ελληνική να με γαμήσεις επιτόπου μες στο Σύνταγμα τι σχέση έχουμε εμείς μ’όλους αυτούς τους συφιλιάρηδες και λέγαμε παρέα με τις κότες τα δικά μας – ιστορίες γιά γαμήσια και γιά γκόμενες και γιά ηθοποιούς τα νέα ροκάκια που κυκλοφορούσανε κι’ύστερα πέφταν τα φράγκα στα τραπέζια ρεφενέ – πότε γιά σινεμά πότε για Λήθη το κουτούκι πίσω από την Μόλλυ πότε για τσάρκα Κηφισιά σπάνια γιά τη Μιμόζα προς Ομόνοια στριπ-τηζ και καννιβάλισμα αραιά και πότε για κανά ποτό στου Τζίμμυ στη Βουκουρεστίου μπας και ψωνίσουμε καμμιά σικάτη βίζιτα με φράγκα κι όλο κάπως τη βγάζαμε κι αν δε τη βγάζαμε γράφανε τα γκαρσόνια στα τεφτέρια το βερμούτ και γω τους έλεγα Καρυωτάκη Καββαδία για να μελώσουν τα μουνάκια τ’άσχετα που με ρωτάγανε συγκινημένα αν έγραψα εγώ αυτά τα ωραία ποιήματα και ο Μάνος έλεγε πάρτε τον αυτόν τον πούστη απο δω μέσα θα μας γαμήσει όλες τις γκόμενες.»
Η αφήγηση του «Σπόρου» ξετυλίγεται σε δύο χρόνους. Μέσα της δεκαετίας του 50 και μέσα της δεκαετίας του 60. Τα χρονικά πλαίσια μπερδεύονται γλυκά μέσα στο μυθιστόρημα και τις αλλαγές τις καταλαβαίνεις πρώτα απ’όλα από την διάθεση του αφηγητή. Ο μικρούλης ανέμελος «πηδηχταράς» που ξημεροβραδιάζεται στο Στέκι, τώρα αγωνίζεται να δουλέψει σε καμμιά ταινία ως σεναριογράφος,βοηθός σκηνοθέτη – γενικά να «την χωθεί» κάπου στο σινεμά. Έχει χάσει την παλιά παρέα και τώρα πιά βρίσκει μόνο νεκρούς. Ο κολλητός του ο Μάνος που είχε ξενιτευτεί μαθαίνει ότι πέθανε, ο «Βιθέντε» που την είχε κάνει γιά Βέλγιο αυτοκτονεί σχεδόν μπροστά στα μάτια του, ο Τάκης που θα έκανε καρριέρα στην τηλεόραση πέφτει με το δικινητήριο αεροπλανάκι του. Οι κοπελιές της παρέας είτε παντρεμένες και χαμένες, γενικώς βολεμένες, μόνο η Στέλλα , η κοπέλα του Μάνου, με τα ωραία μάτια θα ξαναμπεί στη ζωή του με διαφορετικό τρόπο.
Η μυθολογία του νουάρ κινηματογράφου με την Λάουρα του Πρέμινγκερ να δεσπόζει, η ροκ μουσική του Τζέρυ Λη Λούις, τα ποιήματα του Καββαδία και του Καρυωτάκη, η Γκλεντόρα («όλα ξεκίνησαν όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα»,λέει κάπου ο Νικολαίδης εξηγώντας πως «εκφυλίστηκε» το ροκ εντ ρολλ) και η Τζην Τίρνευ να εμφανίζεται συνέχεια μαζί με την Κιμ Νόβακ στην φαντασία του αφηγητή – όλα αυτά δεσπόζουν στο βιβλίο του Νικολαϊδη που κάπου συναντιέται με το πρώτο μέρος της τριλογίας του Κωνστ.Τζούμα «Ως εκ θαύματος» όχι μόνο στην αναπαράσταση της εποχής αλλά και στις διασκεδάσεις και το vivere pericolosamente των πρωταγωνιστών.
Η ζωντανή γλώσσα του συγγραφέα φέρνει κοντά στον σύγχρονο αναγνώστη μιά εποχή που έχει περάσει και ελάχιστοι την θυμούνται πιά. Την Αθήνα των χωμάτινων δρόμων, τα σπίτια με την εξωτερική τουαλέτα, το «κάτι από σεξ» των ζευγαριών που «δεν έπρεπε να ολοκληρώσουν την σχέση τους», τους διαγωνισμούς χορού, την αποθέωση των αμερικάνικων προϊόντων που μερικοί καταφέρνανε να βγάζουν από τα ΠιΕξ των Αμερικάνικων βάσεων, και άλλα πολλά. Ο λόγος του Νικολαϊδη είναι χείμαρρος, οι περιγραφές του γλαφυρότατες και καίριες, καθηλώνουν διασκεδάζοντας τον αναγνώστη μεταφέροντας τον κυριολεκτικά.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών – μελών της τρελλοπαρέας επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο (ο Βιθέντε,ο Μπογκομόλετς), από ταινία σε ταινία ουσιαστικά οι τύποι είναι οι ίδιοι, αν και ο συγγραφέας τους αλλάζει λίγο τα επαγγέλματα. Ορισμένοι διάλογοι του «Μοντεζούμα...» ακούγονται αυτούσιοι στις ταινίες του Νικολαϊδη, ενώ οι εκπληκτικές του ατάκες επαναλαμβάνονται καθ’όλη τη διάρκεια της συγγραφικής και κινηματογραφικής του πορείας (..."βρε την Σοφία,καλώςτηνε,πως πάει η επανάσταση;...Γαμιέται...")
Η κριτική συμπεριφέρθηκε στον «Μοντεζούμα» με την ίδια αμηχανία και σιωπή που επιφύλαξε και στις τελευταίες ταινίες του Νικολαϊδη (ευτυχώς που υπήρξε το εξαιρετικό κείμενο του Πανδοχέα στα Δέκατα). Ανέκαθεν τον κατηγορούσαν γιά σεξισμό, γιά φαλλοκρατικό χιούμορ, γιά μη πολιτική στάση (αυτό όταν έκανε τα αριστουργήματά του ήταν βρισιά), γιά «έλλειψη βάθους» - τίποτα δεν κατάλαβαν... Μιά ζωή εκτός κυκλωμάτων και παρεών, ο ιδιότυπος αυτός άνθρωπος ζούσε με και γιά τα πάθη του,το σινεμά, την μουσική και την λογοτεχνία. Ίσως πιό μπήτνικ από τους μπήτνικς θα έχει τους δικούς του πιστούς που θα ακολουθούν την μοναχική του φωνή γιά πάντα.
«Μ’αρέσουν οι έρημες δεντροστοιχίες η Ζυλιέτ Γκρεκό που τραγουδάει «μισώ τις Κυριακές» τα βρεμμένα παγκάκια τα νεκρά φύλλα τα ωραία ρούχα τα ωραία φαγητά οι χνουδάτες πετσέτες τα χάι φιντέλιτυ η Χάτσον Κόμμοντορ του ’50 το Φλοκάκι κι ο βιεννουά στο Πέτρογκραδ μ’αρέσει ο Έρρολ Φλυν στην «Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» και η Μαρί Μπλανσάρ – κανείς δεν την ξέρει αλλά στο φινάλε στα παπάρια μου ζω και χωρίς αυτά – δε ζηλεύω κανέναν και τίποτα τους έχω χεσμένους όλους τους ρουφιάνους κι αυτό με γεμίζει φούρκα δεν πάει άλλο – πολύ αδιαφορία έχει πέσει.
Η μόνη λύση είναι να υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τον ίδιο κόσμο κάτω απ’τον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τη βροχή τη θύελλα και το χιονόνερο τα μαύρα σύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό τα ρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και την υγρασία.
...
Μ’αυτό που με ζοχαδιάζει περισσότερο είναι πως με πατάω στο λαρύγγι δεν μου συγχωράω τίποτα – και δε με γουστάρω καθόλου γαμώ την ανωμαλία μου μέσα να γιατί όταν είμαι κακός είμαι κακός κι όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.»
Δημοσίευση σχολίου