Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2009 | Permalink
Αδιέξοδος Σουίφτ, «Αύριο» δίχως νόημα
Ο Graham Swift είναι ένας από τους καλύτερους Βρετανούς συγγραφείς που εμφανίστηκαν από το 1980 και μετά. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία γι’αυτό. Μυθιστορήματα όπως «Η υδάτινη χώρα» και οι «Τελευταίες εντολές» είναι πραγματικά αριστουργήματα ενώ «ο Καταστηματάρχης» παραμένει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια μιά συγκινητική νουβέλα. Όμως το νεοεκδοθέν στην χώρα μας μυθιστόρημα του 2007, με τον υπαινικτικό τίτλο «ΑΥΡΙΟ», (Εκδ.Εστία, μετάφρ. Θ.Σκάσση, σελ.308), παρά το αρχικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι μία μάλλον αδιέξοδη και ανιαρή δημιουργία που δεν οδηγεί πουθενά και κουράζει με την φλυαρία και την επαναληπτικότητά της ακόμα και τον πιό υπομονετικό αναγνώστη.

Βρισκόμαστε στο 1995 και η Πώλα ξαγρυπνάει στο κρεβάτι της. Δίπλα της κοιμάται μακαρίως ο επί εικοσιπενταετία σύζυγός της Μάικ. Ξημερώνει Σάββατο και αύριο ο Μάικ θα αποκαλύψει στα δεκαεξάχρονα δίδυμα τέκνα τους, τον Νικ και την Κέιτ ένα «φοβερό» μυστικό που θα αλλάξει την ζωή τους και ίσως ακόμα και την σύνθεση της έως σήμερα αγαπημένης και δεμένης οικογένειας. Το μυθιστόρημα είναι ένας μονόλογος αυτής της γυναίκας, της Πώλας και μιά διήγηση της γνωριμίας της με τον Μάικ στα swinging sixties της ροκ μουσικής και του ελεύθερου σεξ. Φοιτητές και οι δύο στο Μπράιτον το 1966, θα γνωριστούν, θα ερωτευτούν και θα παντρευτούν. Εκείνη πλέον εργάζεται σε μία γκαλερί ως εκτιμητής έργων τέχνης και ο Μάικ που είναι Βιολόγος εκδίδει μιά εκλαΐκευμένη επιστημονική επιθεώρηση που έχει μεγάλη επιτυχία. Ζουν μιά μεγαλοαστική ζωή, οι δυσκολίες του παρελθόντος έχουν μείνει πίσω, τα δύο τους παιδιά δεν τους έχουν δημιουργήσει μέχρι τώρα προβλήματα.

Το ζευγάρι είχε συμφωνήσει να μιλήσει στα παιδιά του, όταν θα γίνουν 16 χρονών. Μιά ηλικία που θα είναι σχετικά ώριμα να αποφασίσουν για τη συνέχεια της ζωής τους μετά την αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού. Η Πώλα αφηγείται εκτενώς τα περιστατικά της ζωής του ζευγαριού. Το πως γνωρίστηκαν, πως έκαναν σεξ, πως γνωρίστηκαν με τα πεθερικά τους, πως ζούσαν στην αρχή και μετά προχωράει σιγά-σιγά στην αποκάλυψη του μυστικού που το ζευγάρι δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τα τελευταία 16-17 χρόνια το οποίο είναι, πως γεννήθηκαν αυτά τα παιδιά.

Δεν ξέρω αλλά ούτε το μυστικό τελικά είναι τόσο φοβερό. Το καταλαβαίνει κανείς από τις πρώτες σελίδες, ούτε πιστεύω ότι η αποκάλυψη του μπορεί να προκαλέσει τέτοιους κραδασμούς σε μια οικογένεια του 21ου αιώνα. Το ζευγάρι προετοίμαζε την «αποκάλυψη» καιρό και περνάνε την τελευταία μέρα λες και επέρχεται η καταστροφή,τρώνε ένα πολυτελές δείπνο και κάνουν έρωτα με τελετουργικό τρόπο διότι αισθάνονται ότι αύριο «τελειώνουν όλα». Ακούγεται «κάπως»...Το έτος όμως της διήγησης είναι το 1995 και αρκετά πράγματα όσο περίεργο και αν φαίνεται προκαλούσαν εντύπωση τότε αλλά και πάλι ως σημείο καμπής της πλοκής του μυθιστορήματος είναι εξαιρετικά αδύναμο και προβλέψιμο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οπτική γωνία που υιοθετεί ο Σουίφτ μιλώντας με την φωνή μιάς πενηντάρας γυναίκας της αστικής τάξης. Μορφωμένης και ικανότατης επαγγελματικά αλλά που παρουσιάζεται ιδιαίτερα ανασφαλής και εύθραυστη. Η Πώλα έχει πολλή αγάπη μέσα της και την δίνει στα παιδιά της και στον άντρα της τόσο γενναιόδωρα που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη ο (ουσιαστικά παράλογος και αδικαιολόγητος από την εξιστόρηση), φόβος της μπροστά στο αύριο. Ίσως έτσι (θα έπρεπε να) αισθάνεται μιά μητέρα, αλλά δεν χρειάζονται 300 και σελίδες γιά να το περιγράψεις αυτό, ως εκ τούτου προσωπικά αποδίδω μεγαλύτερη αξία στην περιγραφή των ημερών του Μπράιτον και στις εξαιρετικές σελίδες που ο συγγραφέας περιγράφει το δέσιμο του ζευγαριού και τις διαφορετικές οικογενειακές καταστάσεις που έχουν βιώσει μοναχοπαίδια και οι δύο, στις σκηνές με τον γάτο Ότις (από τον Ότις Ρέντιγκ που με τα τραγούδια του άκμασε ο έρωτάς τους) παρά στο δήθεν μυστικό που θα αποκαλυφθεί την αυριανή ημέρα για την οποία δεν μαθαίνουμε ποτέ αφού ο Σουίφτ (μάλλον σοφά ποιών) κλείνει την αφήγηση με το που έρχεται το ξημέρωμα.

Μπορεί κάποιοι (μάλλον κάποιες) να το βρουν ενδιαφέρον, προσωπικά θεωρώ ότι η οικογένεια είναι ζήτημα «χτισίματος» και αγάπης και όχι DNA ή γονιδίων σε όποια εποχή κι αν αναφέρεσαι και πέραν από μοντερνιτέ, βαθυστόχαστες αναλύσεις και ανούσια κατασκευάσματα.

13 - otis-redding - a-change-is-gonna-come by librofilo
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 23, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 23, 2009 | Permalink
Roberto Bolano
«Δεν σταματά ποτέ κανείς να διαβάζει, ακόμη κι αν τα βιβλία τελειώνουν, με τον ίδιο τρόπο που δεν σταματά κανείς να ζει, ακόμη κι αν ο θάνατος είναι ένα βέβαιο γεγονός.»

Η ανωτέρω φράση περικλείει όλη την φιλοσοφία του Roberto Bolano, ενός εξαιρετικού Χιλιανού συγγραφέα που έφυγε νωρίς απ’αυτόν τον μάταιο κόσμο μόλις συμπλήρωσε τα 50 του χρόνια, το 2003. Τα βιβλία του γνώρισαν τεράστια επιτυχία μετά θάνατον έτσι ώστε αυτή τη στιγμή να θεωρείται (αυτός, ένας νεκρός) το πιό hot όνομα της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Πρόσφατα εκδόθηκαν στην ελληνική αγορά, δύο συλλογές διηγημάτων του, οι «ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΦΟΝΙΣΣΕΣ»(σελ.312) και τα παλαιότερα, «ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ», (σελ.296), και τα δύο βιβλία από τις εκδόσεις Άγρα, σε ωραία μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου.

Πρωτοδιάβασα τον Bolano περίπου πριν από ένα χρόνο, όπου έκανα μιά μικρή αναφορά στο πολύ σημαντικό μυθιστόρημά του «Μακρινό αστέρι»,μιά εξαιρετικά πρωτότυπη δουλειά, την οποία (τότε) χαρακτήρισα «Μπορχεσικού ύφους». Τα διηγήματα αυτών των δύο συλλογών ήρθαν να τονίσουν την επιρροή του μεγάλου Αργεντίνου στην γραφή του Χιλιανού συγγραφέα ιδίως δε από την στιγμή που έχουμε να κάνουμε με διηγήματα, το λογοτεχνικό είδος που διέπρεψε ο Μπόρχες και επέβαλλε ουσιαστικά μία ξεχωριστή λογοτεχνική σχολή.

Στην περίφημη ομιλία που έδωσε ο Μπόρχες στο Χάρβαρντ το 1967 γιά το μέλλον της λογοτεχνίας, κάπου είπε:

« Πάντα θα υπάρχει ένα παραμύθι, μία ιστορία. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα κουραστούν ποτέ να λένε ή να ακούνε ιστορίες. Και εάν μαζί με την ευχαρίστηση που θα νιώθουμε ακούγοντας μία ιστορία εισπράττουμε και την επιπλέον απόλαυση της αξιοπρέπειας ενός στίχου τότε κάτι πολύ μεγάλο μόλις συνέβη. Ίσως είμαι ένας άνθρωπος παλιομοδίτης από τον 19ο αιώνα, αλλά παραμένω αισιόδοξος, ελπίζω· και όπως στο μέλλον εμπεριέχονται πολλά πράγματα – όπως στο μέλλον, ίσως, εμπεριέχονται ΟΛΑ τα πράγματα - , πιστεύω ότι το ποιητικό έπος θα επιστρέψει. Πιστεύω ότι ο Ποιητής θα ξαναγίνει ένας μάστορας. Εννοώ , θα μας αφηγείται μιά ιστορία και θα την τραγουδά. Και τότε δεν θα σκεφτόμαστε τα δύο είδη ως διαφορετικά όπως δεν το σκεφτόμαστε έτσι όταν διαβάζουμε τον Όμηρο ή τον Βιργίλιο.»

Σε αρκετά λοιπόν από τα διηγήματα του Bolano, οι ποιητές (οι λογοτέχνες) είναι οι ήρωες του,οι πρωταγωνιστές του. Λίγο αυτοβιογραφικά, λίγο εξομολογητικά, σχεδόν σουρρεαλιστικά τα διηγήματα που περιέχονται στις 2 συλλογές είναι (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μεταφράστρια Ε.Γιαννοπούλου στο κατατοπιστικότατο σημείωμα που παραθέτει στο τέλος των «Τηλεφωνημάτων») «ένα διαρκές αλληλοκαθρέφτισμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας, όπου είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς που αρχίζει η μία και που σταματά η άλλη».

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις 2 συλλογές. Διαβάζοντας τες, την μια μετά την άλλη οι ιστορίες έχουν μπλεχτεί στο μυαλό μου και έχω μιά συνολική θεώρηση τους. Ο Bolano γράφει γιά τη ζωή του στο Μεξικό (όπου έζησε πάνω από μία δεκαετία, από την εφηβεία του έως τα 24-25 του), τις αναμνήσεις του από την Χιλή και το πραξικόπημα εναντίον του Αλιέντε (όπου γύρισε απο το Μεξικό και συνελλήφθη – διεσώθη χάρις σε έναν παλιό του συμμαθητή αστυνομικό. Το περιστατικό περιγράφεται με σουρεαλιστικό ύφος στα «Τηλεφωνήματα») την ζωή του στην Ισπανία όπου έζησε από το 1977 και μετά.

Μερικά από τα διηγήματα είναι τόσο πλήρη που μένει έκθαμβος από την ποιότητά τους. Από την συλλογή «Πουτάνες φόνισσες», τα «Τελευταία δειλινά στη γη», μιά ιστορία που ξεκινάει ανάλαφρα, ένα ταξίδι αναψυχής πατέρα και γιού που καταλήγει σε εφιαλτική περιπέτεια,το «Σίλβα το μάτι» γιά έναν περίεργο τύπο που δεν μπορούσε να στεριώσει πουθενά,το «Μπούμπα» γιά μιά ιστορία ποδοσφαίρου που αναμιγνύονται μαύρη μαγεία, φιλία και συντροφικότητα, ενώ στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής μένεις άφωνος με μιά περίεργη ιστορία συνδιασμός «Misery» του Κινγκ και Κάρλος Φουέντες όπου μία περίεργη «σαλεμένη» τύπισα απαγάγει έναν νεαρό που της γυάλισε σε μιά αφήγηση που σου κόβει την ανάσα. Η συλλογή «Τηλεφωνήματα» χωρίζεται σε 3 μέρη, στο πρώτο με τίτλο «Τηλεφωνήματα» μιλάει για ελάσσονες συγγραφείς που ζούσαν μέσα στην ένδεια και την αγωνία της καταξίωσης, στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Ντετέκτιβ» ο συγγραφέας γράφει ιστορίες που περιέχουν βία, περιπέτεια και περιπλάνηση σε διάφορες χώρες, από την Χιλή, στην Ρωσία, στην Ισπανία, στις Η.Π.Α., ενώ στο τρίτο μέρος της συλλογής που έχει τον τίτλο «Βίος της Άνν Μουρ», ασχολείται με γυναίκες, γυναίκες πορνοστάρ, γυναίκες «φευγάτες» ενώ στο ομώνυμο διήγημα αυτής της ενότητας περιγράφει τη ζωή μιάς Αμερικανίδας στις δεκαετίες 60 και 70 και τις περιπλανήσεις της. Τα «Τηλεφωνήματα» χαρακτηρίζονται από το πολυεπίπεδο της θεματολογίας του συγγραφέα, είναι λιγότερο «φιλοσοφικά» από τις «Πουτάνες φόνισσες» αλλά πολύ πιό ενδιαφέροντα σε πλοκή αφού η μυθοπλασία κυριαρχεί.
Ο Bolano αφιέρωσε την ζωή του στην λογοτεχνία. Πείνασε, πόνεσε, ξενιτεύτηκε. Η ζωή του ήταν η λογοτεχνία, το μαρτύριο του και το προσκύνημά του. Σε μία ομιλία του που έδωσε στην Βαρκελώνη ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του υποστήριξε ότι «η λογοτεχνία είναι μια οπλισμένη μηχανή. Δεν ενδιαφέρεται γιά τους συγγραφείς. Πολλές φορές δεν συνειδητοποιεί καν ότι είναι ζωντανοί.» Όλα αυτά, αποτυπώνονται ξεκάθαρα στα διηγήματα των 2 συλλογών και υποθέτω στα πολλά μυθιστορήματα και άλλες συλλογές διηγημάτων που άφησε πίσω του ο πολυγραφότατος (έγραφε με σχεδόν μανιακό ρυθμό) συγγραφέας.

Δεν είναι μόνο το ύφος του Μπόρχες που συναντούμε στις σελίδες του, αν και δεν μπορώ να φανταστώ άλλον σύγχρονο διηγηματογράφο που να του μοιάζει τόσο. Προσωπικά παρατήρησα την έντονη επίδραση του Κάφκα (άλλος που αναγνωρίστηκε μετά θάνατον), του Φλωμπέρ, του Μπιόυ Κασάρες, του Κορτάζαρ. Είναι πάντα συγκινητικό να διαβάζει κανείς δουλειές ανθρώπων «ταγμένων» στην λογοτεχνία - ευτυχώς που υπάρχουν κι’αυτοί.

«...Η τέχνη είπε είναι μέρος της ιδιωτικής ιστορίας πολύ πριν από τη λεγόμενη ιστορία της τέχνης. Η τέχνη, είπε, είναι η ιδιωτική ιστορία. Είναι η μόνη δυνατή προσωπική ιστορία. Είναι η ιδιωτική ιστορία και ταυτόχρονα η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας. Και τι είναι η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας;είπα. Αμέσως σκέφτηκα ότι θα μου απαντούσε:η τέχνη. Και επίσης σκέφτηκα, κι αυτή ήταν μιά ευχάριστη σκέψη, πως ήμασταν ήδη μεθυσμένοι και ήταν ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι. Αλλά ο φίλος μου είπε: Η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας είναι η μυστική ιστορία.
...Κι εσύ θα αναρωτιεσαι ποιά είναι η μυστική ιστορία; ειπε ο φίλος μου. Λοιπόν, η μυστική ιστορία είναι εκείνη που δεν θα μάθουμε ποτέ, αυτή που ζούμε κάθε μέρα, ενώ σκεφτόμαστε ότι ζούμε, ενώ σκεφτόμαστε ότι τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, ότι δεν μας διαφεύγει τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό. Όμως όλα είναι σημαντικά, γαμώτο! Το ζήτημα είναι πως δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πιστεύουμε ότι η τέχνη προχωράει σ’αυτό το πεζοδρόμιο και η ζωή, η ζωή μας, προχωράει στο άλλο, και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι ψέμα.»
 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2009 | Permalink
«Ο Λευκός Τίγρης,ένας διαφορετικός Slumdog millionaire
Η περσινή κινηματογραφική σεζόν στιγματίστηκε από την επιτυχία μιάς ταινίας που ήρθε από το πουθενά, το Slumdog Millionaire του D.Boyle. Μιά ταινία που συνδύαζε τον μελοδραματισμό του Bollywood με την νευρώδη κινηματογράφηση του ικανότατου σκηνοθέτη-δημιουργού που είναι ο Boyle. Η επιτυχία της αποτέλεσε έκπληξη γιατί (εδώ που τα λέμε) ουδείς μπορούσε να διαννοηθεί ότι μιά ταινία που δεν είχε κάτι το εξαιρετικό να παρουσιάσει (κοινότοπη ιστορία, μέτρια μουσική, συμπαθητικοί ηθοποιοί-κανένα «μεγάλο όνομα») θα σάρωνε τα Oscars. Πολλοί έγραψαν (και είπαν) ότι δούλεψε το μάρκετινγκ του Χόλυγουντ γιά το άνοιγμα της τεράστιας Ινδικής αγοράς, άλλοι ότι γίνεται μόδα η Ινδία.

Λίγους μήνες νωρίτερα όμως, το καμπανάκι για το τί έρχεται, το είχε δώσει η απονομή του (πάντα έγκυρου) βραβείου Man Booker στο μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Ινδού συγγραφέα Aravind Adiga, «Ο ΛΕΥΚΟΣ ΤΙΓΡΗΣ» (Εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, μετάφρ.Ρ.Χάτχουτ, σελ.381), ενός πολύ ενδιαφέροντος και σε ορισμένα σημεία εξαιρετικού μυθιστορήματος που με απλή,καθημερινή γλώσσα ανατέμνει την σύγχρονη Ινδική πραγματικότητα ισορροπώντας μεταξύ γκροτέσκου ύφους και μελοδραματισμού ενώ δεν λείπει η υπερβολή (στοιχεία μάλλον έμφυτα στο ύφος των Ινδών συγγραφέων που τα συναντάμε και σε πιό καθιερωμένα ονόματα της Ινδικής λογοτεχνίας όπως ο Rushdie, η Roy ή/και ο Mistry) .

Ο «Λευκός Τίγρης» είναι ένα βιβλίο γραμμένο σε επιστολική μορφή. Ο ήρωας Μπαλράμ Χαλβάι γράφει μιά σειρά επιστολών μέσα σε 7 νύχτες προς τον Πρωθυπουργό της Κίνας Ουέν Τζιαμπάο με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του τελευταίου στο Μπανγκαλόρ της Ινδίας. Ο σκοπός του Μπαλράμ είναι να εξιστορήσει στον Κινέζο πρωθυπουργό την «αληθινή ιστορία» της Ινδικής επιχειρηματικότητας μέσω της δικιάς του προσωπικής ιστορίας. Ξέρει ότι ο πρωθυπουργός θα ακούσει την επίσημη άποψη που πολύ απέχει (σύμφωνα με τον Μπαλράμ) από την πραγματικότητα – του πως δηλαδή συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ινδία αυτό το οικονομικό θαύμα και ποιοί συνέβαλλαν (και συμβάλλουν) σ’αυτό.

Ο Μπαλράμ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο «Σκοτάδι». Σε ένα μέρος,ένα μικρό χωριό που οι ντόπιοι το αποκαλούν έτσι. Μέσα στη λάσπη και την φτώχεια αυτός ξεχώριζε για την εξυπνάδα και την πονηριά του – κάποιος σχολικός επιθεωρητής τον είχε ξεχωρίσει αποκαλώντας τον «Λευκό Τίγρη», ένα πλάσμα που εμφανίζεται μόνο μιά φορά σε κάθε γενιά. Όταν καταφέρνει να ξεκολλήσει από τον βούρκο του χωριού και να πάει σε μιά μεγαλύτερη πόλη καταφέρνοντας με την καπατσοσύνη του να γίνει σωφέρ του γιού ενός μεγαλοεπιχειρηματία που καταγόταν από το χωριό του, δεν θα του χρειαστούν παραπάνω από 8 μήνες για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να αποκτήσει λεφτά και να ανοίξει την δικιά του επιχείρηση. Δεν απαιτούντο πολλά: υπομονή, προσήλωση στον στόχο, εύστοχες ενέργειες, κουτοπονηριά και να κόψει τον λαιμό του αφεντικού του την κατάλληλη στιγμή,όταν πηγαίνουν να παραδώσουν μιά μεγάλη μίζα για μιά δουλειά...

Ο Μπαλράμ είναι πλέον ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας. Είναι ακόμα καταζητούμενος αλλά η αφίσα με το πρόσωπο του είναι τόσο κοινή που δεν κινδυνεύει. Έχει αλλάξει το όνομά του και έχει την δικιά του εταιρία σωφέρ στο Μπανγκαλόρ. Στο κέντρο των παγκόσμιων τηλεφωνικών call centers. Εκεί που αγόρια και κορίτσια δουλεύουν από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 3-4 το πρωί, δηλαδή τις ώρες λειτουργίας των Η.Π.Α. Οι υπάλληλοι των εταιριών αυτών χρειάζονται κάποιους να τους πηγαινοφέρνουν στην δουλειά, η εταιρία του «Λευκού Τίγρη» είναι εκεί να τους εξυπηρετήσει.

«...παλιά υπήρχαν χίλιες κάστες και χίλιες μοίρες στην Ινδία. Τώρα υπάρχουν μόνο δύο κάστες: οι Άντρες με τις Μεγάλες Κοιλιές και οι Άντρες με τις Μικρές Κοιλιές. Και μόνο δύο μοίρες: να φας ή να σε φάνε.»

Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι στην Ινδία της διαφθοράς, της μίζας, του λαδώματος. Γίνεται της μουρλής...Ο πιό φτωχός λαδώνει τον λιγότερο φτωχό, ο πλούσιος τον πιό πλούσιο και όλοι μαζί την εξουσία. Η ελληνική πραγματικότητα ωχριά μπροστά σ’αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο του Adiga. Εκλογές που γίνονται ουσιαστικά μόνο στις μεγάλες πόλεις, γιατί στις μικρές ή και στα χωριά παραδίδεται μία λίστα κατοίκων με τα ψηφοδέλτια ήδη σφραγισμένα. Πολιτικοί που τα παίρνουν στ’ανοιχτά και μπροστά σε όλους, βαλίτσες που αλλάζουν χέρια σε γραφεία και σε σπίτια.

Ο συγγραφέας περιγράφοντας την φρενήρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας στέκεται ιδιαίτερα σε μια αντίθεση. Στο «Σκοτάδι» (η αγροτική Ινδία που ζει στο παρελθόν), που είναι το περιβάλλον που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μπαλράμ και που ουσιαστικά ζει η πλειονότητα των ανθρώπων εκεί και στα Malls (η φιλόδοξη, υλιστική πλευρά της χώρας), που ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις και είναι οι ναοί του σήμερα που λατρεύονται οι σύγχρονες θεότητες. Η σχεδόν καθημερινή υποχρέωση του Μπαλράμ ως σωφέρ του Ασόκ και της συζύγου του όταν μετακόμισαν στο χαοτικό Δελχί ήταν να τους πάει στο Mall και να περιμένει στο ειδικά διαμορφωμένο χώρο για τους οδηγούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να μπουν μέσα.Πίσω όμως από τα εντυπωσιακά κατασκευάσματα που αποτελούν πηγή τρελλού πλουτισμού γιά τους μεγαλοεργολάβους κατοικούν οι σκλάβοι που ζουν σε παράγκες και αφοδεύουν όλοι σε μιά σειρά στην ύπαιθρο.

Εδώ έγκειται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του μυθιστορήματος και η αξία του ταυτόχρονα. Το «οικονομικό θαύμα» μιάς χώρας που οι προβλέψεις λένε ότι μαζί με την Κίνα θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία στο μέλλον οικοδομείται και στηρίζεται στους μικροαπατεώνες που θα γίνουν μεγάλοι επιχειρηματίες σιγά-σιγά, στους «ξύπνιους» που δεν θα διστάσουν να φτάσουν στον ή στους φόνους, που δεν θα διστάσουν να ποδοπατήσουν για να μη ποδοπατηθούν. Η σύγχρονη εποχή χρειάζεται αγορές, χρειάζεται ανθρώπους που δεν διστάζουν...

«Όταν οδηγώ στην οδό Χόσουρ, όταν παίρνω στροφή για την Ελεκτρόνικς σίτι Φάση 1 και βλέπω τις εταιρίες να περνούν δίπλα μου, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο συναρπαστικό μου φαίνεται. General Electric, Dell, Siemens και είναι όλα στο Μπανγκαλόρ. Κι έρχονται τόσα πολλά ακόμα. Παντού υπάρχουν οικοδομές. Σωροί λάσπη παντού. Σωροί πέτρες. Σωροί τούβλα. Ολόκληρη η πόλη είναι σκεπασμένη με καπνό, καυσαέρια, σκόνη, τσιμεντόσκονη. Είναι κάτω από ένα πέπλο. Όταν σηκωθεί το πέπλο, κανένας δεν θα ξέρει πως θα είναι το Μπανγκαλόρ.
Ίσως θα είναι μιά καταστροφή: παράγκες, βόθροι, εμπορικά κέντρα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, αστυνομικοί. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως αποδειχτεί μια καλή πόλη, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να ζουν σαν άνθρωποι και τα ζώα να ζουν σαν ζώα. Ένα νέο Μπανγκαλόρ για μιά νέα Ινδία. Και τότε θα μπορώ να πω ότι με τον τρόπο μου βοήθησα να γίνει αυτό το νέο Μπανγκαλόρ.
Γιατί όχι;Δεν είμαι μέρος όλων αυτών που αλλάζουν σ’αυτή τη χώρα;Δεν έφερα σε αίσιο πέρας τον αγώνα που θα έπρεπε να κάνει εδώ κάθε φτωχός – τον αγώνα να μη φας τις βουρδουλιές που έφαγε ο πατέρας σου, να μην καταλήξεις σ’ενα σωρό δυσδιάκριτα πτώματα που θα σαπίζουν στη μαύρη λάσπη του Γάγγη;Είναι αλήθεια ότι υπήρξε το θέμα του φόνου – το οποίο σαφώς και αναμφίβολα δεν έπρεπε να κάνει κανείς. Σκοτείνιασε την ψυχή μου. Όλες οι κρέμες που πουλιούνται στις αγορές της Ινδίας και ασπρίζουν το δέρμα δε θα καθαρίσουν ποτέ ξανά τα χέρια μου.
Δεν είναι όμως πιθανό ότι όλοι όσοι μετράνε σ’αυτό τον κόσμο, ανάμεσά τους κι ο πρωθυπουργός μας(ανάμεσα τους κι εσείς κύριε Τζιαμπάο), σκότωσαν κάποιον στο δρόμο τους προς την κορφή;Αν σκοτώσεις αρκετούς ανθρώπους, θα σου στήσουν άγαλμα κοντά στη Βουλή του Δελχί – αλλά αυτό είναι η δόξα και δεν είναι αυτό που επιδιώκω. Το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία να είμαι άνθρωπος και στη δική μου περίπτωση ένας φόνος στάθηκε αρκετός γι’αυτό.
Τι πρέπει να περιμένω τώρα;Ξέρω ότι αυτό αναρωτιέστε.
Λοιπόν θα το θέσω ως εξής.Σήμερα το απόγευμα καθώς οδηγούσα στην οδό M.G., που είναι ο αιριστοκρατικός μας δρόμος με πολλά αμερικανικά καταστήματα και τεχνολογικές εταιρίες, είδα τους ανθρώπους του Yahoo! να στήνουν μια καινούρια πινακίδα έξω από τα γραφεία τους.


ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΣΑΣ;

Τράβηξα τα χέρια μου από το τιμόνι και τα άνοιξα περισσότερο κι απ’ότι θα χωρούσε το πέος ενός ελέφαντα.
«Τόσο μεγάλες,παλιοπούστη»
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009 | Permalink
Two english poems
I

The useless dawn finds me in a deserted street-
corner; I have outlived the night.
Nights are proud waves; darkblue topheavy waves
laden with all the hues of deep spoil, laden with
things unlikely and desirable.
Nights have a habit of mysterious gifts and refusals,
of things half given away, half withheld,
of joys with a dark hemisphere. Nights act
that way, I tell you.
The surge, that night, left me the customary shreds
and odd ends: some hated friends to chat
with, music for dreams, and the smoking of
bitter ashes. The things my hungry heart
has no use for.
The big wave brought you.
Words, any words, your laughter; and you so lazily
and incessantly beautiful. We talked and you
have forgotten the words.
The shattering dawn finds me in a deserted street
of my city.
Your profile turned away, the sounds that go to
make your name, the lilt of your laughter:
these are the illustrious toys you have left me.
I turn them over in the dawn, I lose them, I find
them; I tell them to the few stray dogs and
to the few stray stars of the dawn.
Your dark rich life ...
I must get at you, somehow; I put away those
illustrious toys you have left me, I want your
hidden look, your real smile -- that lonely,
mocking smile your cool mirror knows.

II

What can I hold you with?
I offer you lean streets, desperate sunsets, the
moon of the jagged suburbs.
I offer you the bitterness of a man who has looked
long and long at the lonely moon.
I offer you my ancestors, my dead men, the ghosts
that living men have honoured in bronze:
my father's father killed in the frontier of
Buenos Aires, two bullets through his lungs,
bearded and dead, wrapped by his soldiers in
the hide of a cow; my mother's grandfather
--just twentyfour-- heading a charge of
three hundred men in Peru, now ghosts on
vanished horses.
I offer you whatever insight my books may hold,
whatever manliness or humour my life.
I offer you the loyalty of a man who has never
been loyal.
I offer you that kernel of myself that I have saved,
somehow --the central heart that deals not
in words, traffics not with dreams, and is
untouched by time, by joy, by adversities.
I offer you the memory of a yellow rose seen at
sunset, years before you were born.
I offer you explanations of yourself, theories about
yourself, authentic and surprising news of
yourself.
I can give you my loneliness, my darkness, the
hunger of my heart; I am trying to bribe you
with uncertainty, with danger, with defeat.








Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1934)
 
Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009 | Permalink
Smoke gets in your eyes
Το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου, της «Τετάρτης της Στάχτης», η Κορίν βγήκε να περπατήσει μέχρι το Ground Zero. Το πρώτο μεγάλο σοκ της χθεσινής μέρας είχε περάσει και ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να βγαίνει στους δρόμους. Ο καπνός είχε σκεπάσει το Μανχάταν και «έβρεχε» ακόμα στάχτη. Ξαφνικά μέσα από τους καπνούς, η Κορίν βλέπει έναν άντρα να περπατάει τρεκλίζοντας φορώντας ένα κράνος και έχοντας μιά κίτρινη συσκευή οξυγόνου. Δείχνει να μη ξέρει που βρίσκεται και η Κορίν ξεπροβάλλει σαν οπτασία μπροστά του. Του δίνει νερό να πιεί, εκείνος αρχίζει να συνέρχεται. Της λέει ότι ήταν στα ερείπια των Πύργων ψάχνοντας γιά τον φίλο του με τον οποίο είχε ραντεβού για πρωινό καφέ στην περιοχή. Εκείνος άργησε και αυτό τον έσωσε. Πέρασε μιά ολόκληρη μέρα περνώντας στον διπλανό του κομμάτια από μπάζα μέσα στα ερείπια αλλά τι να βρεις...

«...Εκατόν τόσοι όροφοι από το έδαφος. Αν η κόρη μου δεν είχε μεθύσει, αν η γυναίκα μου δεν...Αν δεν είχα τσακωθεί και με τις δυο τους.«Παράθυρα στον κόσμο»,στις οχτώ.»
«Έχεις μιλήσει μαζί τους;Ξέρει η οικογένειά σου πως είσαι ασφαλής;»
Εκείνος ένευσε,στρέφοντας επάνω της το ανησυχητικά έντονο βλέμμα του. Δεν ήταν πρόστυχο, πιο πολύ θύμιζε βλέμμα παιδιού που δεν έχει αίσθηση ντροπής.«Μου φαίνεσαι γνωστή»,της είπε.
«Κορίν»,είπε εκείνη προτείνοντας το χέρι της.
«Λουκ».Έπιασε το χέρι της και έριξε μια ματιά πίσω του.«Συμβαίνει στ’αλήθεια αυτό;»
«Νομίζω ναι»,είπε εκείνη.«Είναι όμως κάπως απίστευτο».
«Αναρωτιέμαι διαρκώς αν όντως κάποια στιγμή συνήλθα.»
Εκείνη συνέχισε να κρατά το τραχύ του χέρι και να το σφίγγει διστακτικά.
«Τα κατάφερες»του είπε
«Τώρα κατάλαβα».είπε εκείνος.
«Τι πράγμα;»
«Μοιάζεις με την Κάθριν Χέπμπορν».
«Τι ,δηλαδή είμαι σαν γεροντοκόρη από πέτρα;»
«Με την καλή έννοια»
«Παραληρείς». Η αλήθεια είναι πως θυμόταν και τον Ράσελ να της λέει κάποτε το ίδιο πράγμα. Πριν από αιώνες.«Θες να πλυθείς;Λίγο πιό κάτω μένουμε.Βγήκα να δω τι κάνει ένας γείτονάς μας».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι.«Πρέπει να πάω σπίτι μου».
«Θα πρέπει να πας με τα πόδια ως τη Δέκατη Τέταρτη.Πιό πριν,όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Αλλά ακόμα κι έτσι...δεν ξέρω αν κυκλοφορούν ταξί».
«Ευχαριστώ»,είπε εκείνος.
«Έλα τώρα»,είπε εκείνη αμήχανη κάτω από το βλέμμα του.«Γιατί μ’ευχαριστείς;Δεν έκανα τίποτα.Τουλάχιστον σε σύγκριση μ’αυτό που έκανες εσύ...»
«Κι όμως έκανες».
Η Κορίν έγραψε πρόχειρα το όνομα και το κινητό της πίσω από έναν λογαριασμό του εστιατορίου Odeon. «Κάνε μου μιά χάρη»,του είπε με σπασμένη φωνή. «Μπορείς να με πάρεις να μου πεις...να μου πεις πως έφτασες καλά;Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα,σε παρακαλώ;»
Από πολλές απόψεις ήταν κι αυτή μια χαρακτηριστική συνάντηση της επόμενης μέρας, μια από τις χιλιάδες που έγιναν ανάμεσα σε κατάπληκτους και ανήμπορους αγνώστους, μια συνάντηση την οποία σε μερικούς μήνες ή σε μερικά χρόνια η Κορίν θα ανέσυρε από τη μνήμη της όταν κάτι θα της θύμιζε την περίσταση ή κάποιος θα τη ρωτούσε που βρισκόταν εκείνη τη μέρα.»

Το μυθιστόρημα του JAY McINERNEY «Η ΚΑΛΗ ΖΩΗ», (Εκδ.Πόλις, (πολύ καλή)μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ. 509) ,είναι ένα μεστό και πανέξυπνο βιβλίο που έχει ως κεντρικό άξονα την ερωτική ιστορία δύο υπέροχων ηρώων, του Λουκ και της Κορίν στην βαριά χτυπημένη από την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους Νέα Υόρκη. Θυμίζοντας το αριστούργημα του Γκ.Γκρήν «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ»όπου μία ερωτική σχέση δοκιμάζει και δοκιμάζεται όταν ο κόσμος καταρρέει, σ’αυτό του το βιβλίο ο συγγραφέας αποφεύγει να περιγράψει τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, τον ενδιαφέρει τι γίνεται μετά. Η ιστορία αρχίζει μιά μέρα πριν και ουσιαστικά ξεκινάει από την μοιραία συνάντηση των δύο κεντρικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος.

Η Κορίν είναι μιά όμορφη σαραντάρα που ζει με τον Ράσελ που είναι εκδότης και τα δύο τους δίδυμα μικρά παιδιά τα οποία γέννησε χρησιμοποιώντας τα ωάρια της τρελλούτσικης αδερφής της Χίλαρι. Η Κορίν παράτησε την δουλειά της όταν γέννησε για να αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών. Τώρα προσπαθεί να γράψει ένα σενάριο που βασίζεται στο, (υπέρμετρα θρησκομανές κατά την άποψή μου) μυθιστόρημα του Γκ. Γκρην «Ουσία και βάθος». Το ζευγάρι συχνάζει στους διανοουμενίστικους κύκλους της πόλης, ζει μιά άνετη αν και με οικονομικές δυσκολίες ζωή και παρότι θεωρούνται από τους φίλους τους πρότυπο ζευγαριού που είναι χρόνια μαζί, εκείνη δεν είναι ευχαριστημένη και αισθάνεται τα πράγματα να έχουν «λιμνάσει» βλέποντας τον Ράσελ να απομακρύνεται από κοντά της όσο περνάνε τα χρόνια.

Ο Λουκ ήταν ένας πολύ επιτυχημένος χρηματιστής που έβγαλε εκατομμύρια εκμεταλλευόμενος την οικονομική άνοδο του χρηματιστηρίου. Ζει σε ένα τεράστιο διαμέρισμα της Παρκ Άβενιου με την πανέμορφη Σάσα και την προβληματική έφηβη κόρη τους την Άσλεϊ. Πρίν από λίγο καιρό παραιτήθηκε από τη δουλειά του και αποφάσισε να αλλάξει ζωή ασχολούμενος με πράγματα που πραγματικά τον ενδιέφεραν. Γοητευτικός σαρανταπεντάρης, ενδιαφέρων τύπος που κανείς πλέον δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά μέσα σε ένα κόσμο που περισσότερο μετράει το πόσα βγάζεις και το πόσα δωμάτια έχει το εξοχικό σου παρά η ουσία των πραγμάτων. Αμήχανος βλέπει την σούπερ κοσμική Σάσα να αποτελεί την αγαπημένη των φωτογράφων και την αρχηγό κάθε φιλανθρωπικής πρωτοβουλίας ενώ τα κουτσομπολιά των κοσμικών κύκλων είναι πιό έντονα από ποτέ για την διαφαινόμενη σχέση της με έναν πολυεκατομμυριούχο.

They asked me how I knew
My true love was true
Oh, I of course replied
Something here inside cannot be denied


Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου αλλάζουν τις ζωές όλων και κυρίως του Λουκ και της Κορίν. Γίνονται εθελοντές σε ένα πόστο κοντά στο Ground Zero και μοιράζουν σούπα και τρόφιμα στους πυροσβέστες, τους αστυνομικούς,την εθνοφρουρά και αποκτούν έναν σκοπό στη ζωή τους μακριά από τους «ενοχλητικούς» συζύγους τους και τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Το τραγικό γεγονός σήμανε μιά αλλαγή σε όλους, στις ζωές τους, στην φιλοσοφία τους, στην (χαμένη) ανθρωπιά τους. Το ζεύγος των ερωτευμένων μεσήλικων νιώθει να ξαναγεννιέται και δεν μπορούν να αντισταθούν στο πάθος που τους κυριεύει αλλά οι ενοχές και τα οικογενειακά βάρη και υποχρεώσεις, είναι εκεί και δεν έφυγαν ποτέ ενώ η σκληρή καθημερινότητα κάποια στιγμή θα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουν.

They said someday you'll find
All who love are blind
Oh, when your heart's on fire
You must realize
Smoke gets in your eyes


Η «ΚΑΛΗ ΖΩΗ» αποτελεί ένα είδος sequel του μυθιστορήματος «ΜΑΝΧΑΤΑΝ (BRIGHTNESS FALLS)»(1992) του ΜακΙνέρνυ όπου το ζεύγος Ράσελ και Κορίν μόλις έχουν παντρευτεί και προσπαθούν να ανέβουν οικονομικά στην Ρηγκανική Αμερική της δεκαετίας του 80 ενώ ο γάμος τους περνάει μιά κρίση όταν ο Ράσελ παραμελεί και πάλι την Κορίν που κάνει μιά εφήμερη σχέση με τον καλύτερό του φίλο. Στην «ΚΑΛΗ ΖΩΗ» όμως τα πράγματα σοβαρεύουν, εξάλλου οι καταστάσεις διαφέρουν ριζικά. Η Κορίν είναι ωριμότερη, η κριτική της ματιά έχει οξυνθεί,ο Ράσελ έχει τελείως απομυθοποιηθεί, όλα της φαίνονται τελείως δήθεν και επιτηδευμένα. Τα γεγονότα στους Δίδυμους Πύργους, το Μανχάταν που είναι πλέον μιά περίκλειστη συνοικία-μιά πόλη μέσα στην πόλη με σύνορα και μπάρες, η συναναστροφή της με τους απλούς ανθρώπους που μοιράζεται μαζί τους τις νύχτες της εκεί στο «σημείο μηδέν» αλλά ακόμα περισσότερο η γνωριμία της με τον (σχεδόν τέλειο άνδρα) Λουκ θα την κάνουν να σκεφτεί περισσότερο και να επανεξετάσει την ζωή της. Ο Λουκ θα επανεξετάσει τον γάμο του, τη σχέση του με την μητέρα του και τον αδερφό του που ζουν στο Τενεσί και τον θεωρούσαν τελείως σνομπ (όχι ότι δεν ήταν) ενώ θα ξανακερδίσει την κόρη του την ίδια στιγμή που ζει έναν μεγάλο έρωτα γεμάτο πάθος και ουσία.

Ακολουθώντας την παράδοση του Francis Scott Fitzgerald, ο ΜακΙνέρνυ είναι ένας συγγραφέας που περιγράφει την μεγαλοαστική ζωή της Νέας Υόρκης. Γράφει για την πολυτελή ζωή τους, κινείται μεταξύ των μοδάτων ρεστωράν και των ντίνερ πάρτυ όπου τα ακριβά κοσμήματα και τα επώνυμα φορέματα είναι μέσα στην καθημερινότητα. Σ’αυτό του το βιβλίο παρουσιάζεται ωριμότερος και αλλαγμένος προς το καλύτερο. Δεν έχει τον κυνισμό του μεγαλύτερού του (και ικανότερου συγγραφέα) Tom Wolfe, ούτε βέβαια την μελαγχολία και το άψογο στυλ του μεγάλου Φιτζ. αλλά έχει την ικανότητα της εξαιρετικής πλοκής και της επιμονής στην λεπτομέρεια. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι όλοι εξαιρετικοί και τους αντιμετωπίζει χωρίς ειρωνία (που θα ήταν το ευκολότερο και το αναμενόμενο) αλλά με συμπάθεια – ακόμα και την (μάλλον γελοία) Σάσα ή την «ελαφριά» Χίλαρι.


Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως του (αναγεννημένου) ΜακΙνέρνυ είναι η περιγραφή των κατοίκων του Μανχάταν και οι ενοχές τους στο τι έκαναν το βράδυ πριν ή το πρωί εκείνο. Οι αλλαγές στη ζωή τους αλλά και η προσπάθειά τους να ξαναβρούν τους ρυθμούς τους. Ο συγγραφέας δεν εκθειάζει καμμιά ομαδικότητα αφού διαπιστώνει ότι οι περισσότεροι βιώνουν τα γεγονότα ατομικιστικά και μάλλον επιπόλαια. Οι τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος με το πικρό αν και αναμενόμενο τέλος αυτό ουσιαστικά δείχνουν, ότι τα δραματικά γεγονότα δεν πολυάλλαξαν τους κατοίκους της πόλης που παραμένουν μέσα στην «φούσκα» τους συμμετέχοντας με μεγαλύτερη ένταση σ’αυτό το «πανηγύρι της ματαιοδοξίας».

So I chaffed them and I gaily laughed
To think they could doubt my love
Yet today my love has flown away
I am without my love

Now laughing friends deride
Tears I can not hide
Oh, so I smile and say
When a lovely flame dies
Smoke gets in your eyes
Smoke gets in your eyes


Υ.Γ. «Smoke gets in your eyes»,τραγούδι του 1933 των Kern και Harbach που γράφτηκε για το musical «Roberta» από το οποίο προήλθε και η ομώνυμη ταινία του 1935. Το εξαιρετικό χορευτικό του κομματιού από τους ανεπανάληπτους F.Astaire και G.Rogers εδώ. Το κομμάτι γνώρισε δεκάδες εκτελέσεις με πιό διάσημη αυτή των Platters του 1958. Η εκτέλεση του (πολυαγαπημένου μου)Brian Ferry που ακούγεται στο background δεν είναι από τις καλύτερες (αν και στο live είναι τέλειος),αλλά είναι εκείνη που ακούει η Κορίν στο διαμέρισμά της στο μυθιστόρημα και της φέρνει στο νου στιγμές του παρελθόντος.
Το τραγούδι αυτό είναι από τα κομμάτια που ανέκαθεν με συγκινούσαν χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.Ήταν ευχάριστη έκπληξη που το ξαναθυμήθηκα με αφορμή αυτό το βιβλίο, συνέπεσε δε να βλέπω αυτές τις μέρες στο DVD την υπέροχη σειρά MAD MEN της οποίας το πρώτο επεισόδιο (ο «πιλότος») έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο,
«Smoke gets in your eyes»...
 
Τρίτη, Οκτωβρίου 06, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 06, 2009 | Permalink
1974
Το σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα του πολύ καλού νέου Βρετανού συγγραφέα David Peace, “1974” (Εκδ. Ίνδικτος, μετάφρ. Ν.Κουφάκη, σελ.437), αποτελεί το πρώτο μέρος μιάς τετραλογίας με τον χαρακτηριστικό τίτλο “The Red Riding Quartet” – τα υπόλοιπα βιβλία του κύκλου αυτού είναι τα 1977, 1980, 1983. Ο Peace στην τετραλογία του ασχολείται με την περίπτωση του “Στραγγαλιστή του Γιορκσάιρ” (Yorkshire ripper) και την διαφθορά στο αστυνομικό σώμα κατά την διάρκεια των ερευνών για την σύλληψή του, κινείται δηλαδή γύρω από πραγματικά στοιχεία δίνοντάς τους μυθιστορηματική υφή.

Στο 1974, ο συγγραφέας δεν ασχολείται άμεσα με τον “Στραγγαλιστή..“,όπως κάνει στα υπόλοιπα βιβλία της σειράς, περισσότερο εισάγει τους χαρακτήρες και την εποχή. Το Γιορκσάιρ στον Αγγλικό βορρά, δείχνει να απέχει από το Λονδίνο πολύ περισσότερο από την πραγματική χιλιομετρική τους απόσταση. Ο χρόνος κυλάει αργά και βασανιστικά με τις συνήθειες των κατοίκων, το τσάι και το πόριτζ, τα αυγά με μπέικον και τα μεθύσια στις παμπ. Ο IRA είναι πιό ενεργός από ποτέ, οι κάτοικοι ασχολούνται περισσότερο με τα κατορθώματα του καμαριού της περιοχής, της ποδοσφαιρικής ομάδας της Λιντς Γιουνάιτεντ, το ράδιο παίζει τις επιτυχίες της εποχής, το Goodbye yellow brick road του Έλτον, τα τραγούδια των Bay City Rollers, ενώ οι μεγαλοεργολάβοι χτίζουν συνεχώς μεγαθήρια.

Ο νεαρός και φιλόδοξος ρεπόρτερ Εντ Ντάνφορντ έχει πρόσφατα προσληφθεί στην Ίβνιγκ Ποστ του Λιντς. Η απαγωγή και δολοφονία ενός μικρού κοριτσιού (το οποίο βρέθηκε με φτερά κύκνου ραμμένα στην πλάτη του) τον σοκάρει και ασχολείται με την υπόθεση λίγο περισσότερο απ’όσο του επιτρέπει η εφημερίδα. Ψάχνοντας τα αρχεία βρίσκει ομοιότητες με τις απαγωγές και εξαφανίσεις και άλλων μικρών κοριτσιών που συνέβησαν μερικά χρόνια πριν στην ίδια περιφέρεια. Έρχεται σε σύγκρουση με τον επίσημο αστυνομικό συντάκτη της εφημερίδας τον Τζακ (γαμημένο)Γουάιτχεντ, ανακατεύει την αστυνομία, μπλέκει (άθελα του) παλαιότερους συντάκτες, χαλάει την σχέση του με την συνάδελφο και ερωμένη του.

Το “ταξίδι” του επαρχιακού αστυνομικού ρεπόρτερ είναι μιά “κάθοδος στην κόλαση”. Όταν βλέπει τις φωτογραφίες από την αυτοψία με το πτώμα του κοριτσιού, όταν βλέπει τις φωτογραφίες των εξαφανισμένων κοριτσιών από το παρελθόν τα “παίζει” τελείως. Σε συνδιασμό με τον πρόσφατο χαμό του πατέρα του και το συναισθηματικό κενό που νιώθει, διαπιστώνει ότι οδεύει με γοργά βήματα προς την σχιζοφρένεια αλλά επιμένει να λύσει το μυστήριο ερχόμενος σε σύγκρουση με τις αρχές και τους προϊσταμένους του.

Το μυθιστόρημα είναι μηδενιστικό, σκληρό και ακραίο. Η γλώσσα του Peace τσακίζει κόκκαλα, ενώ η φρίκη και οι σοκαριστικές σκηνές κυριαρχούν στις σελίδες του βιβλίου. Η γραφή του θυμίζει (πολύ έντονα) Ελρόυ με τις κοφτές φράσεις, τον αγχώδη και αποσπασματικό ρυθμό, τον κυνισμό,την (κουραστική) βωμολοχία και την βία. Υπάρχουν σκηνές στο βιβλίο που δεν μπορείς να τις ξεχάσεις ενώ το στυλ του, θα συναρπάσει τους λάτρεις του hard-boiled αστυνομικού μυθιστορήματος – δεν είναι για όλους, αλλά όσοι ξεπεράσουν το αρχικό σοκ δεν θα μπορούν να το αφήσουν από τα χέρια τους.

Υ.Γ.Το “Red riding quartet” μεταφέρθηκε από το Channel 4 σε μορφή κινηματογραφικής τριλογίας και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Στην Αγγλία ήδη παίχθηκε στην τηλεόραση αλλά νομίζω ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη θα προβληθεί στους κινηματογράφους ή θα βγει κατευθείαν σε DVD.

Υ.Γ.2. Το blog θα "τιτιβίζει" καθημερινά, ανάλογα με τη διάθεση της ημέρας και το σχετικό ποστ, όπως βλέπετε ήδη στο δεξί μέρος της οθόνης.