Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2008 | Permalink
Σε συνάντησα στη πλαζ...
Αρκετά εποικοδομητικές αναγνωστικά οι καλοκαιρινές μου διακοπές όπου κατάφερα να διαβάσω 6 βιβλία όλα αξιόλογα και με κίνητρο προς προβληματισμό.Φανατικά αντίθετος προς την κυρίαρχη λαϊφσταϊλάδικη τάση που θέλει τα καλοκαιρινά αναγνώσματα ανάλαφρα,επιμένω ότι το «καλό το πράγμα» το διαβάζεις παντού φτάνεις να έχεις την ανάλογη διάθεση.
Κάποια από τα μυθιστορήματα που διάβασα θα παρουσιαστούν συγκεντρωτικά,κάποια άλλα όπως το εκπληκτικό «Ο ΑΤΛΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ» και το αμφιλεγόμενο (και βασανιστικό στην έκτασή του)«ΟΙ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ» θα αποτελέσουν θέματα ξεχωριστών ποστς θεωρώντας αναγκαίο να επεκταθώ περισσότερο στην αναφορά μου γι’αυτά.
Το μυθιστόρημα του σχετικά νέου Άγγλου συγγραφέα Ρ.Ν.Μόρις «ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ» (Εκδ.Ψυχογιός,σελ.431),(74),είναι ένα αξιόλογο αστυνομικό βιβλίο που «πατάει» επάνω στο πασίγνωστο (και αριστουργηματικό) ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του Φ.Ντοστογιέφσκη.
Κεντρικός ήρωας είναι ο επιθεωρητής Πορφίρι Πέτροβιτς ο ανακριτής του Ρασκόλνικοφ ένα χρόνο μετά τα (μυθιστορηματικά)γεγονότα που περιγράφονται από τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα.
Δύο πτώματα ανακαλύπτονται τυχαία στο πάρκο Πετρόφσκι,ενός νάνου,και ενός μουζίκου.Το πτώμα του νάνου είναι μέσα σε μιά βαλίτσα σχεδόν αποκεφαλισμένο από ένα τσεκούρι που είναι στην τσέπη του έτερου νεκρού που είναι κρεμασμένος από ένα δέντρο.Η υπόθεση φαίνεται απλή στην αρχή,αλλά ο δαιμόνιος Πέτροβιτς αντιλαμβάνεται ότι κάτι υπάρχει από πίσω και τα τα πράγματα είναι μάλλον σκηνοθετημένα.
Ο Μόρις με αφορμή μιά υποτυπώδη αστυνομική πλοκή,δίνει μιά πειστική τοιχογραφία της Α.Πετρούπολης του 1867.Η αναπαράσταση της εποχής είναι πολύ ζωντανή και γλαφυρή και ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μεταφέρει την ατμόσφαιρα των καταγωγίων,των πορνείων αλλά και των μεγαλοαστικών οικογενειών.Το πρόβλημα είναι ότι αυτόματα ο αναγνώστης συγκρίνει το βιβλίο με το ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ,και αυτό δεν συμφέρει τον Μόρις παρότι είναι εμφανές ότι δεν προσπαθεί να μιμηθεί τον μεγάλο Ρώσο.Αξιανάγνωστο μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.
«ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΒΑΓΔΑΤΗΣ» του έξοχου και αγαπημένου Γιασμίνα Χάντρα (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.325) ,(81) κλείνουν την τριλογία του Αλγερίνου συγγραφέα πάνω στην αντιπαράθεση Ανατολικού με Δυτικό κόσμο.Εμφανώς κατώτερο του εκπληκτικού ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ αλλά και του υπέροχου ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ,η νουβέλα αυτή αποτελεί ένα ψυχογράφημα ενός σύγχρονου νέου που έτυχε να ζει στο Ιράκ στη μετά-Σαντάμ εποχή της Αμερικάνικης κατοχής.
Ο νεαρός Βεδουίνος που ζει σε ένα χωριό χαμένο στο πουθενά θα μπορούσε να ζήσει μιά ήσυχη και ανέμελη ζωή.Η τρέλλα όμως που επικρατεί στο σύγχρονο Ιράκ με τις ηλιθιότητες που διαπράττουν σχεδόν καθημερινά είτε οι δυνάμεις κατοχής σκοτώνοντας πανεύκολα ότι κινείται «εκτός των ορίων τους»,είτε οι μουσουλμάνοι μαχητές ανατινάζοντας άνευ λόγου αθώους ανθρώπους δεν ήταν δυνατόν να μη φτάσει και σ’αυτόν.Ο Χάντρα περιγράφει την πορεία προς τον θάνατο του νεαρού.Στην αρχή αδιάφορος,αργότερα μάρτυρας μιάς εν ψυχρώ δολοφονίας ενός καθυστερημένου παιδιού από τους αμερικανούς στρατιώτες (που περιορίστηκαν σε μιά τυπική συγγνώμη),υφίσταται τον εξευτελισμό από αυτούς όταν ψάχνοντας γιά τρομοκράτες εισβάλλουν σπίτι του και προσβάλλουν την οικογένεια του.
«...Κάποιος πέταξε τη μητέρα μου έξω απ’το δωμάτιο της-εκείνη ανασηκώθηκε και έσπευσε αμέσως να βοηθήσει τον ανήμπορο σύζυγό της.Αφήστε τον ήσυχο.Είναι άρρωστος.Οι στρατιώτες έβγαλαν έξω το γέρο.Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση.Με το τσαλακωμένο του σώβρακο που του έφτανε ώς τα γόνατα και το φανελάκι του,που φέγγιζε από την φθορά,το θλιβερό θέαμα που παρουσίαζε ξεπερνούσε κάθε όριο.Ήταν η μιζέρια προσωποποιημένη,το άκρον άωτον του εξευτελισμού.Αφήστε με να ντυθώ,βογκούσε.Με βλέπουν τα παιδιά μου.Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε.Η τρεμάμενη φωνή του πλημμύριζε το διάδρομο με μιά ανείπωτη θλίψη.Η μάνα μου προσπαθούσε να βαδίζει μπροστά του,γιά να κρύβει τη γύμνια του από τα μάτια μας.Το έντρομο βλέμμα της μας ικέτευε,μας εκλιπαρούσε να στρέψουμε αλλού τα μάτια.Εγώ δεν μπορούσα όμως να το κάνω.Ήμουν σαν υπνωτισμένος από το θέαμα που μου πρόσφεραν οι δυό τους.Δεν έβλεπα καν τα κτήνη που βρίσκονταν δίπλα τους.Δεν έβλεπα παρά μόνο αυτή την απεγνωσμένη μάνα κι αυτόν το σκελετωμένο πατέρα με το ξεχειλωμένο σώβρακο,τα χέρια κρεμασμένα και το δυστυχισμένο βλέμμα που παράπαιε έτσι όπως τον έσπρωχναν.Σε μιά ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει,στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση και προσπάθησε να γυρίσει στο δωμάτιο του γιά να βάλει τη ρόμπα του.Και τότε τον χτύπησαν...Με τη λαβή ή με μιά γροθιά,δεν έχει σημασία.Και μαζί με το χτύπημα,επήλθε και η συμφορά.Ο πατέρας μου έπεσε ανάσκελα,με το άθλιο φανελάκι του ανασηκωμένο ως το πρόσωπο,αποκαλύπτοντας τη λιπόσαρκη κοιλιά του,μέσα στις ζάρες,γκριζωπή σαν το χρώμα του ψόφιου ψαριού...κι εγώ είδα,τη στιγμή που η τιμή της οικογένειας γινόταν κομμάτια,είδα αυτό που δεν έπρεπε να με κανέναν τρόπο να δω,αυτό που ένας γιός άξιος,που σέβεται τον εαυτό του,αυτό που ένας αληθινός βεδουίνος δεν πρέπει να αντικρίσει ποτέ,αυτό το μαλθακό πράγμα,το απωθητικό,το προσβλητικό-το κατεξοχήν απαγορευμένο,που δεν πρέπει ποτέ να αναφέρεται,που αποτελεί ιεροσυλία:το πέος του πατέρα μου,που είχε μαζευτεί στην άκρη,με τα αχαμνά του να ακουμπάνε στον πισινό...Κι εκεί,το ποτήρι ξεχείλισε!Μετά απ’αυτό δεν υπήρξε τίποτα,ένα ατελείωτο κενό,μιά πτώση χωρίς τελειωμό,το χάος...Όλοι οι αρχέγονοι μύθοι,οι θρύλοι ολόκληρου του κόσμου,όλα τ’άστρα του ουρανού σκοτείνιασαν.Ό ήλιος μπορεί και πάλι να ανέτειλε,αλλά εγώ δεν επρόκειτο πιά να ξεχωρίσω τη μέρα από τη νύχτα...Ένας Δυτικός δεν μπορεί να το κατανοήσει αυτό,δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της συμφοράς.Γιά μένα,το ότι είδα τα γεννητικά όργανα του πατέρα μου σήμαινε την ολοκληρωτική υποβίβαση της ύπαρξής μου,των αξιών μου και της ηθικής μου,της περηφάνειάς μου και της οντότητάς μου σε μιά χυδαία πορνογραφική εικόνα της στιγμής-καλύτερα να διάβαινα τις πύλες της Κόλασης!...»
Ο νεαρός ορκίζεται εκδίκηση,και τι ευκολότερο θύμα προς στρατολόγηση υπάρχει γιά τους φανατικούς?Η επόμενη κινούμενη βόμβα είναι εδώ..Μετά ένα διάστημα «εκπαίδευσης» στην παράνοια,τον ετοιμάζουν γιά το «μεγαλύτερο χτύπημα μετά τους Δίδυμους Πύργους».Θα ξυπνήσει η συνείδησή του ή είναι τόσο τυφλωμένος που δεν βλέπει μπροστά του?Τελικά αυτή η σφαγή θα έχει τελειωμό?
Ο Χάντρα δεν διστάζει να πει τα πράγματα με τ’όνομά τους με το συνηθισμένο "Δωρικό" του ύφος.Το βιβλίο είναι διεισδυτικότερο απ’όλες τις ταινίες που έχουν γυριστεί γιά το Ιράκ.Δυνατότερο και από όσες θεωρητικές αναλύσεις έχω διαβάσει γιά το τι πραγματικά συμβαίνει εκεί.Αυτό μετράει περισσότερο από την πλοκή του μυθιστορήματος που έχει αδυναμίες-ίσως δεν πολυενδιέφερε τον συγγραφέα αυτό.Οι δε τελευταίες 50 σελίδες της κορύφωσης μάλλον απογοητεύουν τον αναγνώστη,λες και φρέναρε κάπου ο συγγραφέας.Αλλά οι σκηνές της ερήμου και οι περιγραφές της κατεχόμενης Βαγδάτης είναι εκπληκτικές,η δε δύναμη της γραφής του Χάντρα καθηλωτική με το στακάτο και κοφτό του στυλ,χωρίς πολλές φιοριτούρες,χωρίς ακκισμούς,απλή και κατανοητή από τον οποιοδήποτε ,σε κερδίζει και σε κάνει να συνειδητοποιήσεις αυτό το «πανηγύρι των μουρλών» που είναι ο κόσμος που ζούμε.
Έλλειψη λιτότητας όμως υπάρχει στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα της ικανότατης Ιωάννας Μπουραζοπούλου «ΤΙ ΕΙΔΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ;» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ. 482) ,(80).Ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας?Ένα διανοητικό παιχνίδι?Ένα αλληγορικό έπος?Η μιά μεγάλη φούσκα?Μήπως όλα αυτά μαζί?
Σαράντα αιώνες μετά την Βιβλική καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων,η Νεκρά Θάλασσα υπερχειλίζει βυθίζοντας ένα μεγάλου κομμάτι της υδρογείου.Ολόκληρα κράτη και πολλές μεγάλες πόλεις εξαφανίζονται (Αθήνα,Κων/λη,Ρώμη κλπ.),ενώ άλλες γίνονται μεγάλα λιμάνια όπως το Παρίσι(!!).Εκεί έχει την έδρα της η κοινοπραξία των εβδομήντα πέντε,μιά ουσιαστικά πολυεθνική εταιρεία που εξουσιάζει τον κόσμο.Τον εξουσιάζει γιατί έχει στην κατοχή της το βιολετί αλάτι που ξεπήδησε από την Νεκρά Θάλασσα,το οποίο είναι ένα προϊόν απεριόριστης οικονομικής αξίας.Εκεί οι Εβδομήντα πέντε έχουν φτιάξει μιά αποικία,η οποία κυβερνάται από έναν άρχοντα που διορίζει η Κοινοπραξία και του δίνει εντολές εξ αποστάσεως.Ο τοπικός κυβερνήτης ξαφνικά πεθαίνει και οι έξι έμπιστοι «υπουργοί» του βρίσκονται προ αδιεξόδου.Την σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση ενός περίεργου νεαρού ντυμένου πειρατή,ο οποίος δείχνει να γνωρίζει τα πάντα γιά αυτούς και ο οποίος τους ανακοινώνει ότι είναι ο καινούριος κυβερνήτης αλλά η ανακοίνωση της διαδοχής θα γίνει μετά από δεκαπέντε ημέρες.Οι «έξι» γράφουν από μία επιστολή προς την Κοινοπραξία περιγράφοντας τα γεγονότα αυτών των ημερών που οδήγησαν στην αναρχία και στο χάος.Οι Εβδομήντα πέντε μπερδεύονται,δεν έχουν καταλάβει τι έχει πάει στραβά στο (θεωρούμενο) τέλειο πλάνο τους και αναθέτουν στον Φιλέα Μπουκ ο οποίος έχει αναπτύξει ένα είδος σταυρολέξου,που συντίθεται από τυχαίες επιστολές και ονομάζεται «επιστολόλεξο» να βρει τι κρύβεται πίσω από τις επιστολές αυτές,τις φράσεις δηλαδή που θα δώσουν λύση στο αίνιγμα.
Προσπάθησα να περιγράψω όσο συνοπτικότερα γίνεται το νόημα αυτού του περίεργου μυθιστορήματος,του οποίου το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν οι επιστολές των έξι.Αυτοί οι έξι,είναι κάποιοι τύποι του σκοινιού και του παλουκιού που έμαθαν επί μία εικοσαετία να υπακούουν τυφλά τον Κυβερνήτη στην διαχείριση της Αποικίας.Η Αποικία είναι ένας σύγχρονος Πύργος της Βαβέλ με δουλοπάροικους,ένα χάος,μιά Πολιτεία με(και γιά)μελλοθάνατους.Ωραία η περιγραφή της από την συγγραφέα,με καταπληκτικές εικόνες είναι σίγουρα το καλύτερο μέρος του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα έχει πολλές αρετές αλλά και πολλές ατέλειες.Ως οικοδόμημα εντυπωσιάζει με τον πλούτο της πλοκής και την φαντασία του.Αλλά είναι φλύαρο και βαρυφορτωμένο.Οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες είναι τόσες πολλές που κουράζουν,ενώ οι επιστολές αναμασούν τα ίδια πράγματα.Η συγγραφέας αξιοποιεί εξαιρετικά τα δάνεια από τα βιβλία του Ι.Βερν και από ταινίες του Χόλυγουντ (η ατμόσφαιρα της Αποικίας,φέρνει έντονα στο νου τα σκηνικά της ταινίας Blade Runner-χωρίς τη βροχή).Οι χαρακτήρες είναι στέρεοι,ενώ ο κεντρικός ήρωας Φιλέας Μπουκ αξιαγάπητος.
Εν ολίγοις,ένα πολύ αξιόλογο δείγμα ενός είδους λογοτεχνίας που δεν περιμένεις να διαβάσεις από Έλληνα συγγραφέα.Εγώ προσωπικά απόλαυσα το στυλ και παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις μου το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο.
Ένα μικρό και κομψό διαμαντάκι ,υπόδειγμα οικονομίας,είναι η «μπορχεσικού ύφους» νουβέλα του πρόωρα χαμένου Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο «ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΑΣΤΕΡΙ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.204),(86).Ουσιαστικά ένα παράρτημα του ιδιαίτερα επιτυχημένου βιβλίου του (αμετάφραστου στην Ελλάδα) «Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ),το ΑΣΤΕΡΙ είναι ένα σχεδόν υπνωτιστικό στη μορφή του βιβλίο που δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία του.
Βρισκόμαστε στους τελευταίους μήνες της προεδρίας Αλιέντε στη Χιλή και σε μιά λογοτεχνική παρέα φίλων εκκολαπτόμενων ποιητών προσκολλάται ένας εξαιρετικά γοητευτικός τύπος,διακριτικός χωρίς καμμία σοβαρή έφεση στη ποίηση που συστήνεται ως Αλβέρτο Ρουίς-Τάγλε αγνώστων λοιπών στοιχείων,αλλά που κερδίζει τις κοπέλες της παρέας με το στυλ και την εμφάνισή του.Ξεσπάει η δικτατορία του Πινοσέτ,οι αριστερίζοντες νεαροί κρύβονται δεξιά κι αριστερά,κάποιοι συλλαμβάνονται,κάποιοι βασανίζονται,κάποιοι δολοφονούνται άγρια,ο Ρουίς-Τάγλε εξαφανίζεται από προσώπου γης.
Κάποια στιγμή ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου και σχεδόν περσόνα του συγγραφέα βλέπει έναν παράτολμο πιλότο να πραγματοποιεί ακροβατικές επιδείξεις με το αεροπλάνο του «γράφοντας» ποιήματα στον ουρανό.Ο περίεργος πιλότος γίνεται σύμβολο της στρατιωτικής χούντας,αγαπημένος των κολονέλων.Μια προσεκτική ματιά στις εφημερίδες μετατρέπει σε πραγματικότητα την υποψία.Είναι ο ίδιος ο Ρουίς-Τάγλε αλλά με το όνομα Κάρλος Βίντερ.
Ο Μπολάνιο με μοναδικό ύφος περιγράφει τα έργα και τις ημέρες αυτού του «τέρατος» με ανθρώπινη μορφή.Πως από εκλεκτός του καθεστώτος Πινοσέτ γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος όταν παρουσιάζει το «αριστούργημά του»,μιά ιδιωτική έκθεση φωτογραφίας με βασανισμένους ανθρώπους από την ίδια Χούντα που αυτός υπηρετεί,και πως εκδίδει διάφορα ναζιστικά βιβλία στη συνέχεια.Ο Βίντερ ποιητής και δολοφόνος εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε και αρχίζει η αναζήτησή του...
Έξοχη νουβέλα που μέσα σε ελάχιστες(γιά το θέμα της) σελίδες πραγματεύεται την πολιτική κατάσταση της Χιλής,τις σχέσεις με τον Ναζισμό και πως αυτές οι ιδέες βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη Λατ.Αμερική.Πολυεπίπεδο βιβλίο που πολλές φορές αποκτά μιά σουρεαλιστική διάσταση ενώ άλλες ξαφνιάζει με τον ωμό ρεαλισμό του.Γραμμένο με ένα ήρεμο ύφος που κάπου θυμίζει τα βιβλία του Θέρκας αλλά θα μπορούσε να ήταν γραμμένο από τον μεγάλο Μπόρχες.
«...Όλοι κοιμούνται.Εκείνος,πιθανότατα,έχει ξαπλώσει με τη Βερόνικα Γκαρμέντια.Δεν έχει σημασία.(Θέλω να πω:δεν έχει πιά σημασία,παρόλο που εκείνη τη στιγμή αναμφίβολα,δυστυχώς γιά μας,είχε μεγάλη σημασία.)Το βέβαιο είναι ότι ο Κάρλος Βίντερ σηκώνεται με τη σιγουριά ενός υπνοβάτη και διατρέχει το σπίτι αθόρυβα.Ψάχνει το δωμάτιο της θείας.Η σκιά του διαπερνά τους διαδρόμους όπου κρέμονται οι πίνακες του Χουλιάν Γκαρμέντια και της Μαρίας Ογιαρσούν μαζί με πιάτα και κομμάτια κεραμικής τέχνης της περιοχής.(Το Νασιμιέντο φημίζεται,νομίζω,για τις φαγιάντσες του ή τα κεραμικά του.)Ο Βίντερ,όπως και να’χει το πράγμα,ανοίγει τις πόρτες με μεγάλη προσοχή.Τελικά βρίσκει το δωμάτιο της θείας,στο πρώτο πάτωμα,δίπλα στη κουζίνα.Απέναντι,σίγουρα,είναι το δωμάτιο της υπηρέτριας.Ακριβώς τη στιγμή που γλιστράει μέσα στο δωμάτιο ακούει το θόρυβο ενός αυτοκινήτου που πλησιάζει στο σπίτι.Ο Βίντερ χαμογελάει και επιταχύνει τους ρυθμούς του.Με ένα άλμα βρίσκεται στο κεφάλι του κρεβατιού.Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα στιλέτο.Η Έμα Ογιαρσούν κοιμάται γαλήνια.Ο Βίντερ της παίρνει το μαξιλάρι και της σκεπάζει το πρόσωπο.Αμέσως μετά,με μιά μαχαιριά,της ανοίγει το λαιμό.Εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το σπίτι.Ο Βίντερ είναι ήδη έξω από το δωμάτιο και μπαίνει τώρα στο δωμάτιο της υπηρέτριας.Αλλά το κρεβάτι είναι άδειο.Γιά μιά στιγμή ο Βίντερ δεν ξέρει τι να κάνει:του έρχεται να κλοτσήσει το κρεβάτι,να διαλύσει έναν παλιό ξεχαρβαλωμένο κομό όπου η Αμάλια Μαλουέντα έχει στοιβάξει τα ρούχα της.Μα διαρκεί μόνο ένα δευτερόλεπτο.Λίγο μετά βρίσκεται στην πόρτα,ανασαίνοντας φυσιολογικά,και αφήνει να περάσουν μέσα οι τέσσερις άντρες που έχουν φτάσει.Αυτοί χαιρετούν με μια κίνηση της κεφαλής(που ωστόσο υποδηλώνει σεβασμό) και παρατηρούν με άσεμνες ματιές τον μισοσκότεινο χώρο,τα χαλιά,τις κουρτίνες,σάμπως από την πρώτη στιγμή να έψαχναν και να αξιολογούσαν τα πιό κατάλληλα μέρη για να κρυφτούν.Αλλά δεν είναι αυτοί που θα κρυφτούν.Αυτοί ψάχνουν εκείνους που κρύβονται.
Και πίσω τους μπαίνει η νύχτα στο σπίτι των αδελφών Γκαρμέντια.Και δεκαπέντε λεπτά αργότερα,μπορεί και δέκα,όταν φεύγουν,η νύχτα ξαναβγαίνει,στη στιγμή,μπαίνει η νύχτα,βγαίνει η νύχτα,αποτελεσματική και γρήγορη.Και ποτέ δεν θα βρεθούν τα πτώματα,ή μάλλον ναι,υπάρχει ένα πτώμα,ένα μόνο πτώμα που θα εμφανιστεί χρόνια αργότερα σε έναν κοινό τάφο,εκείνο της Ανχέλικα Γκαρμέντια,της λατρεμένης μου,της ασύγκριτης Ανχέλικα Γκαρμέντια,μόνο αυτό όμως,γιά να αποδείξει θαρρείς ότι ο Κάρλος Βίντερ είναι άνθρωπος και όχι θεός.»
Κάποια από τα μυθιστορήματα που διάβασα θα παρουσιαστούν συγκεντρωτικά,κάποια άλλα όπως το εκπληκτικό «Ο ΑΤΛΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ» και το αμφιλεγόμενο (και βασανιστικό στην έκτασή του)«ΟΙ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ» θα αποτελέσουν θέματα ξεχωριστών ποστς θεωρώντας αναγκαίο να επεκταθώ περισσότερο στην αναφορά μου γι’αυτά.
Το μυθιστόρημα του σχετικά νέου Άγγλου συγγραφέα Ρ.Ν.Μόρις «ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ» (Εκδ.Ψυχογιός,σελ.431),(74),είναι ένα αξιόλογο αστυνομικό βιβλίο που «πατάει» επάνω στο πασίγνωστο (και αριστουργηματικό) ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ του Φ.Ντοστογιέφσκη.
Κεντρικός ήρωας είναι ο επιθεωρητής Πορφίρι Πέτροβιτς ο ανακριτής του Ρασκόλνικοφ ένα χρόνο μετά τα (μυθιστορηματικά)γεγονότα που περιγράφονται από τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα.
Δύο πτώματα ανακαλύπτονται τυχαία στο πάρκο Πετρόφσκι,ενός νάνου,και ενός μουζίκου.Το πτώμα του νάνου είναι μέσα σε μιά βαλίτσα σχεδόν αποκεφαλισμένο από ένα τσεκούρι που είναι στην τσέπη του έτερου νεκρού που είναι κρεμασμένος από ένα δέντρο.Η υπόθεση φαίνεται απλή στην αρχή,αλλά ο δαιμόνιος Πέτροβιτς αντιλαμβάνεται ότι κάτι υπάρχει από πίσω και τα τα πράγματα είναι μάλλον σκηνοθετημένα.
Ο Μόρις με αφορμή μιά υποτυπώδη αστυνομική πλοκή,δίνει μιά πειστική τοιχογραφία της Α.Πετρούπολης του 1867.Η αναπαράσταση της εποχής είναι πολύ ζωντανή και γλαφυρή και ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μεταφέρει την ατμόσφαιρα των καταγωγίων,των πορνείων αλλά και των μεγαλοαστικών οικογενειών.Το πρόβλημα είναι ότι αυτόματα ο αναγνώστης συγκρίνει το βιβλίο με το ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ,και αυτό δεν συμφέρει τον Μόρις παρότι είναι εμφανές ότι δεν προσπαθεί να μιμηθεί τον μεγάλο Ρώσο.Αξιανάγνωστο μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.
«ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΒΑΓΔΑΤΗΣ» του έξοχου και αγαπημένου Γιασμίνα Χάντρα (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.325) ,(81) κλείνουν την τριλογία του Αλγερίνου συγγραφέα πάνω στην αντιπαράθεση Ανατολικού με Δυτικό κόσμο.Εμφανώς κατώτερο του εκπληκτικού ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ αλλά και του υπέροχου ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ,η νουβέλα αυτή αποτελεί ένα ψυχογράφημα ενός σύγχρονου νέου που έτυχε να ζει στο Ιράκ στη μετά-Σαντάμ εποχή της Αμερικάνικης κατοχής.
Ο νεαρός Βεδουίνος που ζει σε ένα χωριό χαμένο στο πουθενά θα μπορούσε να ζήσει μιά ήσυχη και ανέμελη ζωή.Η τρέλλα όμως που επικρατεί στο σύγχρονο Ιράκ με τις ηλιθιότητες που διαπράττουν σχεδόν καθημερινά είτε οι δυνάμεις κατοχής σκοτώνοντας πανεύκολα ότι κινείται «εκτός των ορίων τους»,είτε οι μουσουλμάνοι μαχητές ανατινάζοντας άνευ λόγου αθώους ανθρώπους δεν ήταν δυνατόν να μη φτάσει και σ’αυτόν.Ο Χάντρα περιγράφει την πορεία προς τον θάνατο του νεαρού.Στην αρχή αδιάφορος,αργότερα μάρτυρας μιάς εν ψυχρώ δολοφονίας ενός καθυστερημένου παιδιού από τους αμερικανούς στρατιώτες (που περιορίστηκαν σε μιά τυπική συγγνώμη),υφίσταται τον εξευτελισμό από αυτούς όταν ψάχνοντας γιά τρομοκράτες εισβάλλουν σπίτι του και προσβάλλουν την οικογένεια του.
«...Κάποιος πέταξε τη μητέρα μου έξω απ’το δωμάτιο της-εκείνη ανασηκώθηκε και έσπευσε αμέσως να βοηθήσει τον ανήμπορο σύζυγό της.Αφήστε τον ήσυχο.Είναι άρρωστος.Οι στρατιώτες έβγαλαν έξω το γέρο.Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση.Με το τσαλακωμένο του σώβρακο που του έφτανε ώς τα γόνατα και το φανελάκι του,που φέγγιζε από την φθορά,το θλιβερό θέαμα που παρουσίαζε ξεπερνούσε κάθε όριο.Ήταν η μιζέρια προσωποποιημένη,το άκρον άωτον του εξευτελισμού.Αφήστε με να ντυθώ,βογκούσε.Με βλέπουν τα παιδιά μου.Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε.Η τρεμάμενη φωνή του πλημμύριζε το διάδρομο με μιά ανείπωτη θλίψη.Η μάνα μου προσπαθούσε να βαδίζει μπροστά του,γιά να κρύβει τη γύμνια του από τα μάτια μας.Το έντρομο βλέμμα της μας ικέτευε,μας εκλιπαρούσε να στρέψουμε αλλού τα μάτια.Εγώ δεν μπορούσα όμως να το κάνω.Ήμουν σαν υπνωτισμένος από το θέαμα που μου πρόσφεραν οι δυό τους.Δεν έβλεπα καν τα κτήνη που βρίσκονταν δίπλα τους.Δεν έβλεπα παρά μόνο αυτή την απεγνωσμένη μάνα κι αυτόν το σκελετωμένο πατέρα με το ξεχειλωμένο σώβρακο,τα χέρια κρεμασμένα και το δυστυχισμένο βλέμμα που παράπαιε έτσι όπως τον έσπρωχναν.Σε μιά ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει,στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση και προσπάθησε να γυρίσει στο δωμάτιο του γιά να βάλει τη ρόμπα του.Και τότε τον χτύπησαν...Με τη λαβή ή με μιά γροθιά,δεν έχει σημασία.Και μαζί με το χτύπημα,επήλθε και η συμφορά.Ο πατέρας μου έπεσε ανάσκελα,με το άθλιο φανελάκι του ανασηκωμένο ως το πρόσωπο,αποκαλύπτοντας τη λιπόσαρκη κοιλιά του,μέσα στις ζάρες,γκριζωπή σαν το χρώμα του ψόφιου ψαριού...κι εγώ είδα,τη στιγμή που η τιμή της οικογένειας γινόταν κομμάτια,είδα αυτό που δεν έπρεπε να με κανέναν τρόπο να δω,αυτό που ένας γιός άξιος,που σέβεται τον εαυτό του,αυτό που ένας αληθινός βεδουίνος δεν πρέπει να αντικρίσει ποτέ,αυτό το μαλθακό πράγμα,το απωθητικό,το προσβλητικό-το κατεξοχήν απαγορευμένο,που δεν πρέπει ποτέ να αναφέρεται,που αποτελεί ιεροσυλία:το πέος του πατέρα μου,που είχε μαζευτεί στην άκρη,με τα αχαμνά του να ακουμπάνε στον πισινό...Κι εκεί,το ποτήρι ξεχείλισε!Μετά απ’αυτό δεν υπήρξε τίποτα,ένα ατελείωτο κενό,μιά πτώση χωρίς τελειωμό,το χάος...Όλοι οι αρχέγονοι μύθοι,οι θρύλοι ολόκληρου του κόσμου,όλα τ’άστρα του ουρανού σκοτείνιασαν.Ό ήλιος μπορεί και πάλι να ανέτειλε,αλλά εγώ δεν επρόκειτο πιά να ξεχωρίσω τη μέρα από τη νύχτα...Ένας Δυτικός δεν μπορεί να το κατανοήσει αυτό,δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της συμφοράς.Γιά μένα,το ότι είδα τα γεννητικά όργανα του πατέρα μου σήμαινε την ολοκληρωτική υποβίβαση της ύπαρξής μου,των αξιών μου και της ηθικής μου,της περηφάνειάς μου και της οντότητάς μου σε μιά χυδαία πορνογραφική εικόνα της στιγμής-καλύτερα να διάβαινα τις πύλες της Κόλασης!...»
Ο νεαρός ορκίζεται εκδίκηση,και τι ευκολότερο θύμα προς στρατολόγηση υπάρχει γιά τους φανατικούς?Η επόμενη κινούμενη βόμβα είναι εδώ..Μετά ένα διάστημα «εκπαίδευσης» στην παράνοια,τον ετοιμάζουν γιά το «μεγαλύτερο χτύπημα μετά τους Δίδυμους Πύργους».Θα ξυπνήσει η συνείδησή του ή είναι τόσο τυφλωμένος που δεν βλέπει μπροστά του?Τελικά αυτή η σφαγή θα έχει τελειωμό?
Ο Χάντρα δεν διστάζει να πει τα πράγματα με τ’όνομά τους με το συνηθισμένο "Δωρικό" του ύφος.Το βιβλίο είναι διεισδυτικότερο απ’όλες τις ταινίες που έχουν γυριστεί γιά το Ιράκ.Δυνατότερο και από όσες θεωρητικές αναλύσεις έχω διαβάσει γιά το τι πραγματικά συμβαίνει εκεί.Αυτό μετράει περισσότερο από την πλοκή του μυθιστορήματος που έχει αδυναμίες-ίσως δεν πολυενδιέφερε τον συγγραφέα αυτό.Οι δε τελευταίες 50 σελίδες της κορύφωσης μάλλον απογοητεύουν τον αναγνώστη,λες και φρέναρε κάπου ο συγγραφέας.Αλλά οι σκηνές της ερήμου και οι περιγραφές της κατεχόμενης Βαγδάτης είναι εκπληκτικές,η δε δύναμη της γραφής του Χάντρα καθηλωτική με το στακάτο και κοφτό του στυλ,χωρίς πολλές φιοριτούρες,χωρίς ακκισμούς,απλή και κατανοητή από τον οποιοδήποτε ,σε κερδίζει και σε κάνει να συνειδητοποιήσεις αυτό το «πανηγύρι των μουρλών» που είναι ο κόσμος που ζούμε.
Έλλειψη λιτότητας όμως υπάρχει στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα της ικανότατης Ιωάννας Μπουραζοπούλου «ΤΙ ΕΙΔΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ;» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ. 482) ,(80).Ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας?Ένα διανοητικό παιχνίδι?Ένα αλληγορικό έπος?Η μιά μεγάλη φούσκα?Μήπως όλα αυτά μαζί?
Σαράντα αιώνες μετά την Βιβλική καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων,η Νεκρά Θάλασσα υπερχειλίζει βυθίζοντας ένα μεγάλου κομμάτι της υδρογείου.Ολόκληρα κράτη και πολλές μεγάλες πόλεις εξαφανίζονται (Αθήνα,Κων/λη,Ρώμη κλπ.),ενώ άλλες γίνονται μεγάλα λιμάνια όπως το Παρίσι(!!).Εκεί έχει την έδρα της η κοινοπραξία των εβδομήντα πέντε,μιά ουσιαστικά πολυεθνική εταιρεία που εξουσιάζει τον κόσμο.Τον εξουσιάζει γιατί έχει στην κατοχή της το βιολετί αλάτι που ξεπήδησε από την Νεκρά Θάλασσα,το οποίο είναι ένα προϊόν απεριόριστης οικονομικής αξίας.Εκεί οι Εβδομήντα πέντε έχουν φτιάξει μιά αποικία,η οποία κυβερνάται από έναν άρχοντα που διορίζει η Κοινοπραξία και του δίνει εντολές εξ αποστάσεως.Ο τοπικός κυβερνήτης ξαφνικά πεθαίνει και οι έξι έμπιστοι «υπουργοί» του βρίσκονται προ αδιεξόδου.Την σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση ενός περίεργου νεαρού ντυμένου πειρατή,ο οποίος δείχνει να γνωρίζει τα πάντα γιά αυτούς και ο οποίος τους ανακοινώνει ότι είναι ο καινούριος κυβερνήτης αλλά η ανακοίνωση της διαδοχής θα γίνει μετά από δεκαπέντε ημέρες.Οι «έξι» γράφουν από μία επιστολή προς την Κοινοπραξία περιγράφοντας τα γεγονότα αυτών των ημερών που οδήγησαν στην αναρχία και στο χάος.Οι Εβδομήντα πέντε μπερδεύονται,δεν έχουν καταλάβει τι έχει πάει στραβά στο (θεωρούμενο) τέλειο πλάνο τους και αναθέτουν στον Φιλέα Μπουκ ο οποίος έχει αναπτύξει ένα είδος σταυρολέξου,που συντίθεται από τυχαίες επιστολές και ονομάζεται «επιστολόλεξο» να βρει τι κρύβεται πίσω από τις επιστολές αυτές,τις φράσεις δηλαδή που θα δώσουν λύση στο αίνιγμα.
Προσπάθησα να περιγράψω όσο συνοπτικότερα γίνεται το νόημα αυτού του περίεργου μυθιστορήματος,του οποίου το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν οι επιστολές των έξι.Αυτοί οι έξι,είναι κάποιοι τύποι του σκοινιού και του παλουκιού που έμαθαν επί μία εικοσαετία να υπακούουν τυφλά τον Κυβερνήτη στην διαχείριση της Αποικίας.Η Αποικία είναι ένας σύγχρονος Πύργος της Βαβέλ με δουλοπάροικους,ένα χάος,μιά Πολιτεία με(και γιά)μελλοθάνατους.Ωραία η περιγραφή της από την συγγραφέα,με καταπληκτικές εικόνες είναι σίγουρα το καλύτερο μέρος του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα έχει πολλές αρετές αλλά και πολλές ατέλειες.Ως οικοδόμημα εντυπωσιάζει με τον πλούτο της πλοκής και την φαντασία του.Αλλά είναι φλύαρο και βαρυφορτωμένο.Οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες είναι τόσες πολλές που κουράζουν,ενώ οι επιστολές αναμασούν τα ίδια πράγματα.Η συγγραφέας αξιοποιεί εξαιρετικά τα δάνεια από τα βιβλία του Ι.Βερν και από ταινίες του Χόλυγουντ (η ατμόσφαιρα της Αποικίας,φέρνει έντονα στο νου τα σκηνικά της ταινίας Blade Runner-χωρίς τη βροχή).Οι χαρακτήρες είναι στέρεοι,ενώ ο κεντρικός ήρωας Φιλέας Μπουκ αξιαγάπητος.
Εν ολίγοις,ένα πολύ αξιόλογο δείγμα ενός είδους λογοτεχνίας που δεν περιμένεις να διαβάσεις από Έλληνα συγγραφέα.Εγώ προσωπικά απόλαυσα το στυλ και παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις μου το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο.
Ένα μικρό και κομψό διαμαντάκι ,υπόδειγμα οικονομίας,είναι η «μπορχεσικού ύφους» νουβέλα του πρόωρα χαμένου Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο «ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΑΣΤΕΡΙ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.204),(86).Ουσιαστικά ένα παράρτημα του ιδιαίτερα επιτυχημένου βιβλίου του (αμετάφραστου στην Ελλάδα) «Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ),το ΑΣΤΕΡΙ είναι ένα σχεδόν υπνωτιστικό στη μορφή του βιβλίο που δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία του.
Βρισκόμαστε στους τελευταίους μήνες της προεδρίας Αλιέντε στη Χιλή και σε μιά λογοτεχνική παρέα φίλων εκκολαπτόμενων ποιητών προσκολλάται ένας εξαιρετικά γοητευτικός τύπος,διακριτικός χωρίς καμμία σοβαρή έφεση στη ποίηση που συστήνεται ως Αλβέρτο Ρουίς-Τάγλε αγνώστων λοιπών στοιχείων,αλλά που κερδίζει τις κοπέλες της παρέας με το στυλ και την εμφάνισή του.Ξεσπάει η δικτατορία του Πινοσέτ,οι αριστερίζοντες νεαροί κρύβονται δεξιά κι αριστερά,κάποιοι συλλαμβάνονται,κάποιοι βασανίζονται,κάποιοι δολοφονούνται άγρια,ο Ρουίς-Τάγλε εξαφανίζεται από προσώπου γης.
Κάποια στιγμή ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου και σχεδόν περσόνα του συγγραφέα βλέπει έναν παράτολμο πιλότο να πραγματοποιεί ακροβατικές επιδείξεις με το αεροπλάνο του «γράφοντας» ποιήματα στον ουρανό.Ο περίεργος πιλότος γίνεται σύμβολο της στρατιωτικής χούντας,αγαπημένος των κολονέλων.Μια προσεκτική ματιά στις εφημερίδες μετατρέπει σε πραγματικότητα την υποψία.Είναι ο ίδιος ο Ρουίς-Τάγλε αλλά με το όνομα Κάρλος Βίντερ.
Ο Μπολάνιο με μοναδικό ύφος περιγράφει τα έργα και τις ημέρες αυτού του «τέρατος» με ανθρώπινη μορφή.Πως από εκλεκτός του καθεστώτος Πινοσέτ γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος όταν παρουσιάζει το «αριστούργημά του»,μιά ιδιωτική έκθεση φωτογραφίας με βασανισμένους ανθρώπους από την ίδια Χούντα που αυτός υπηρετεί,και πως εκδίδει διάφορα ναζιστικά βιβλία στη συνέχεια.Ο Βίντερ ποιητής και δολοφόνος εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε και αρχίζει η αναζήτησή του...
Έξοχη νουβέλα που μέσα σε ελάχιστες(γιά το θέμα της) σελίδες πραγματεύεται την πολιτική κατάσταση της Χιλής,τις σχέσεις με τον Ναζισμό και πως αυτές οι ιδέες βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη Λατ.Αμερική.Πολυεπίπεδο βιβλίο που πολλές φορές αποκτά μιά σουρεαλιστική διάσταση ενώ άλλες ξαφνιάζει με τον ωμό ρεαλισμό του.Γραμμένο με ένα ήρεμο ύφος που κάπου θυμίζει τα βιβλία του Θέρκας αλλά θα μπορούσε να ήταν γραμμένο από τον μεγάλο Μπόρχες.
«...Όλοι κοιμούνται.Εκείνος,πιθανότατα,έχει ξαπλώσει με τη Βερόνικα Γκαρμέντια.Δεν έχει σημασία.(Θέλω να πω:δεν έχει πιά σημασία,παρόλο που εκείνη τη στιγμή αναμφίβολα,δυστυχώς γιά μας,είχε μεγάλη σημασία.)Το βέβαιο είναι ότι ο Κάρλος Βίντερ σηκώνεται με τη σιγουριά ενός υπνοβάτη και διατρέχει το σπίτι αθόρυβα.Ψάχνει το δωμάτιο της θείας.Η σκιά του διαπερνά τους διαδρόμους όπου κρέμονται οι πίνακες του Χουλιάν Γκαρμέντια και της Μαρίας Ογιαρσούν μαζί με πιάτα και κομμάτια κεραμικής τέχνης της περιοχής.(Το Νασιμιέντο φημίζεται,νομίζω,για τις φαγιάντσες του ή τα κεραμικά του.)Ο Βίντερ,όπως και να’χει το πράγμα,ανοίγει τις πόρτες με μεγάλη προσοχή.Τελικά βρίσκει το δωμάτιο της θείας,στο πρώτο πάτωμα,δίπλα στη κουζίνα.Απέναντι,σίγουρα,είναι το δωμάτιο της υπηρέτριας.Ακριβώς τη στιγμή που γλιστράει μέσα στο δωμάτιο ακούει το θόρυβο ενός αυτοκινήτου που πλησιάζει στο σπίτι.Ο Βίντερ χαμογελάει και επιταχύνει τους ρυθμούς του.Με ένα άλμα βρίσκεται στο κεφάλι του κρεβατιού.Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα στιλέτο.Η Έμα Ογιαρσούν κοιμάται γαλήνια.Ο Βίντερ της παίρνει το μαξιλάρι και της σκεπάζει το πρόσωπο.Αμέσως μετά,με μιά μαχαιριά,της ανοίγει το λαιμό.Εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το σπίτι.Ο Βίντερ είναι ήδη έξω από το δωμάτιο και μπαίνει τώρα στο δωμάτιο της υπηρέτριας.Αλλά το κρεβάτι είναι άδειο.Γιά μιά στιγμή ο Βίντερ δεν ξέρει τι να κάνει:του έρχεται να κλοτσήσει το κρεβάτι,να διαλύσει έναν παλιό ξεχαρβαλωμένο κομό όπου η Αμάλια Μαλουέντα έχει στοιβάξει τα ρούχα της.Μα διαρκεί μόνο ένα δευτερόλεπτο.Λίγο μετά βρίσκεται στην πόρτα,ανασαίνοντας φυσιολογικά,και αφήνει να περάσουν μέσα οι τέσσερις άντρες που έχουν φτάσει.Αυτοί χαιρετούν με μια κίνηση της κεφαλής(που ωστόσο υποδηλώνει σεβασμό) και παρατηρούν με άσεμνες ματιές τον μισοσκότεινο χώρο,τα χαλιά,τις κουρτίνες,σάμπως από την πρώτη στιγμή να έψαχναν και να αξιολογούσαν τα πιό κατάλληλα μέρη για να κρυφτούν.Αλλά δεν είναι αυτοί που θα κρυφτούν.Αυτοί ψάχνουν εκείνους που κρύβονται.
Και πίσω τους μπαίνει η νύχτα στο σπίτι των αδελφών Γκαρμέντια.Και δεκαπέντε λεπτά αργότερα,μπορεί και δέκα,όταν φεύγουν,η νύχτα ξαναβγαίνει,στη στιγμή,μπαίνει η νύχτα,βγαίνει η νύχτα,αποτελεσματική και γρήγορη.Και ποτέ δεν θα βρεθούν τα πτώματα,ή μάλλον ναι,υπάρχει ένα πτώμα,ένα μόνο πτώμα που θα εμφανιστεί χρόνια αργότερα σε έναν κοινό τάφο,εκείνο της Ανχέλικα Γκαρμέντια,της λατρεμένης μου,της ασύγκριτης Ανχέλικα Γκαρμέντια,μόνο αυτό όμως,γιά να αποδείξει θαρρείς ότι ο Κάρλος Βίντερ είναι άνθρωπος και όχι θεός.»