Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010 | Permalink
The child is father of the man
Αυτός ο στίχος «the child is father of the man» του Wordsworth μου ερχόταν στο μυαλό καθώς βυθιζόμουν στις σελίδες του τόσο γοητευτικού μυθιστορήματος «ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΠΙΑΝΩΝ» του νέου (γεν.1974) Πορτογάλλου συγγραφέα José Luís Peixoto (Εκδ. Ελληνικά γράμματα,μετάφρ. Α.Ψύλλια,σελ.372), μιά οικογενειακή saga δοσμένη με άκρως ποιητικό και λυρικό τρόπο.
Ο Πεϊσότο έκανε αίσθηση στην λογοτεχνική σκηνή της χώρας του με το μυθιστόρημα του «Nenhum olhar», με το οποίο απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο «Ζοζέ Σαραμάγκου» το 2001. Αυτό είναι το πέμπτο (ή έκτο,οι πληροφορίες είναι ασαφείς) μυθιστόρημά του και το πρώτο που εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ο συγραφέας είναι ποιητής, γράφει θεατρικά έργα και παίζει μουσική σε ροκ μπάντα. Όλα αυτά τα στοιχεία αναμιγνύονται στο «Νεκροταφείο πιάνων», όπου η γλώσσα είναι πολλές φορές ποιητική, η μουσική παίζει ρόλο στην πλοκή ενώ η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος έχει πολλά θεατρικά στοιχεία.
Το βιβλίο του Πεϊσότο είναι δύσκολο έως αδύνατο να περιγραφεί με λίγα λόγια. Είναι η ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας μέσα από τις αφηγήσεις δύο ή και τριών ανδρών, ενός πατέρα, ενός γιού ενώ ορισμένες φορές εμπλέκεται και η αφήγηση του εγγονού. Η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική ροή, οι αφηγήσεις εμπλέκονται, τα μπρος-πίσω στον χρόνο είναι συνεχή, σε μιά προσπάθεια (απόλυτα επιτυχημένη) του συγγραφέα να «ενώσει» κατά κάποιο τρόπο τις γενεές χρησιμοποιώντας τον κοινό τόπο απομόνωσης και απόλαυσης που είναι η αποθήκη του ξυλουργείου, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «νεκροταφείο πιάνων».
Ξεκινώντας από την αφήγηση του Πατέρα της οικογένειας που μόλις έχει αποβιώσει και νεκρός πλέον «γυρίζει πίσω τον χρόνο» στις μέρες της νιότης του, που θα μπορούσαν να είναι οι μέρες της νιότης του γιού του, του μικρότερου μέλους της τετραμελούς οικογένειας Λάζαρο και κυρίως μέσα από τα μάτια (και την αφήγηση) αυτού του γιού που αφήνει την τελευταία του πνοή στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών αγώνων της Στοκχόλμης παρακολουθούμε τον αγώνα αυτής της οικογένειας με τα καθημερινά της προβλήματα, τους έρωτες και τα προσωπικά δράματα του κάθε μέλους.
Η οικογένεια διατηρεί ένα ξυλουργείο που πάει από πατέρα σε γιό. Το ξυλουργείο ειδικεύεται στις επιδιορθώσεις πιάνων. Τα πιάνα συσσωρεύονται στην αποθήκη (το νεκροταφείο πιάνων) και τα εξαρτήματά τους χρησιμεύουν ως ανταλλακτικά για επιδιόρθωση πιάνων που έρχονται αντιμετωπίζοντας κάποιο πρόβλημα. Μέσα στην αποθήκη αυτή, που αποτελεί έναν ονειρικό χώρο, τα μέλη της οικογένειας ερωτεύονται, κάνουν σεξ για πρώτη φορά, κάνουν τις απιστίες τους, διαβάζουν, «ξεφεύγουν» από ενοχές, από την οικογενειακή βία, από τις ερωτικές απογοητεύσεις.
Τα πρόσωπα της πολυμελούς οικογένειας Λάζαρο αποκτούν την αυτονομία τους μέσα από τις αφηγήσεις των ανδρών. Η θεόρατη Μάρτα που αφήνεται να παχύνει σε σημείο να μη μπορεί πλέον να κουνηθεί, η ευαίσθητη Μαρία που διαβάζει μανιωδώς ιστορίες αγάπης, ο μονόφθαλμος Σιμάο, γιός – μαύρο πρόβατο της οικογένειας, αδελφός και θείος σε όλα τα στάδια της αφήγησης. Και τέλος ο Φρανσίσκο, ο μαραθωνοδρόμος που είναι το κεντρικό πρόσωπο (αν μπορεί κανείς να το πει αυτό..) της ιστορίας, ο Φρανσίσκο που ερωτεύεται, που μικρούλης τυφλώνει κατά λάθος τον αδελφό του Σιμάο, που μυείται στα μυστικά του νεκροταφείου πιάνων και που «σκάει» τρέχοντας στους δρόμους της Στοκχόλμης την ημέρα που γεννιέται ο γιός του που δεν θα του μιλήσει ποτέ κανείς για τον πατέρα του. Η γοητευτική ιστορία μιάς οικογένειας βιοπαλαιστών στο προάστειο της Μπενφίκα σε μια Λισαβόνα που αιωρείται έξω από χρονικά πλαίσια και συνισταμένες.
«...Από μικρός που ήμουν, τα αγόρια της ηλικίας μου σκέφτονταν τα παιχνίδια, δεν ήθελαν να βρέξει, κι εγώ πάντα, μ’ένα μαύρο βάρος στο στήθος. Για μια στιγμή η Μαρία να λέει κάτι αστείο, η μάνα μας χαρούμενη, εγώ χαρούμενος, κι αμέσως μετά, ή εκείνη την ίδια στιγμή, να σκέφτομαι το μαύρο βάρος: μολύβι: που δεν έφευγε ποτέ απ’το στήθος μου. Νά’ναι ίσως χειμώνας, νύχτα, κουζίνα, και η Μάρτα να μιλά απλώς για κάτι καλό. Ο πατέρας μας μέσα σε μια ικανοποιημένη σιωπή. Κι εγώ, σχεδόν καλά εκτός από το βάρος που ποτέ δεν έφευγε, που ήμουν βέβαιος πως ποτέ δεν θα έφευγε από το στήθος μου. Και ποτέ δεν έφυγε, ποτέ δεν θα φύγει εκείνο το σούρουπο, το φως ανάμεσα απ’τα κλαριά των ροδακινιών, ο αδερφός μου να έρχεται: Σιμάο, Σιμάο: κι εγώ να τον τυφλώνω για πάντα. Μετά από κείνη τη μέρα συνέβη μόνο δύο φορές. Εγώ ήμουν εννιά χρονών, εκείνος δεκαπέντε. Στο δωμάτιο, τσακωνόμασταν, εκείνος βαρέθηκε να με σπρώχνει, με πέταξε πάνω στο κρεβάτι και είπε: με τύφλωσες. Και δεν μπόρεσα τίποτα να του απαντήσω, δεν μπόρεσα να σηκωθώ και να τον βρίσω. Ήμουν δώδεκα χρονών, εκείνος δεκαοχτώ. Στο νεκροταφείο πιάνων, είχαμε μαλώσει για κάποιο λόγο και τον κατηγόρησα πως δεν ήθελε να δουλέψει, του είπα: είσαι ένα παράσιτο. Εκείνος έμεινε ακίνητος να με κοιτάζει, με το μάτι του σταθερό, φτιαγμένο από σίδερο, και είπε: με τύφλωσες. Με διαπέρασαν αυτές οι λέξεις που μου τις είπε μόνο δύο φορές, αλλά κάθε μέρα μετά από κείνο το απόγευμα, όταν ακόμη ήμουν μικρός, όταν η φωνή μου πια άλλαξε, όταν ο πατέρας μας άρχισε ν’αρρωσταίνει, όταν πέθανε, όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, κατά τη διάρκεια και πριν και μετά από κάθε μαραθώνιο, καθώς επιδιόρθωνα ένα πιάνο, σε κάθε νότα του πιάνου που χτυπούσε ο χορδιστής, όταν έμαθα πως θ’αποκτούσα παιδί, καθώς αποκοιμιόμουν, καθώς ξυπνούσα, τώρα, ποτέ δεν ξεχνώ και, για να το θυμάμαι για πάντα, πάντα, έχω ένα μαύρο βάρος»
Μπερδεύεσαι στην αρχή, δεν ξέρεις τι διαβάζεις, ποιός αφηγείται, τι γίνεται, αλλά μετά τις πρώτες 50-60 σελίδες αφήνεσαι στην γραφή, στο υπέροχο στυλ, στην κομψότητα του ύφους και στην συναρπαστική καθημερινότητα της οικογένειας, στον λυρισμό και την αποστροφή, στον συναισθηματισμό και την σκληρότητα. Καθώς ο μαραθωνοδρόμος Φρανσίσκο «καταπίνει» τα χιλιόμετρα (ή μάλλον «τον καταπίνουν») παρασυρεσαι σε ένα απρόσμενα απολαυστικό και μοντέρνο βιβλίο που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Ένας συγγραφέας εξαιρετικά ενδιαφέρων, δυναμικός και ουσιαστικός που με ανυπομονησία περιμένω να διαβάσω και άλλες δουλειές του.
Ο Πεϊσότο έκανε αίσθηση στην λογοτεχνική σκηνή της χώρας του με το μυθιστόρημα του «Nenhum olhar», με το οποίο απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο «Ζοζέ Σαραμάγκου» το 2001. Αυτό είναι το πέμπτο (ή έκτο,οι πληροφορίες είναι ασαφείς) μυθιστόρημά του και το πρώτο που εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ο συγραφέας είναι ποιητής, γράφει θεατρικά έργα και παίζει μουσική σε ροκ μπάντα. Όλα αυτά τα στοιχεία αναμιγνύονται στο «Νεκροταφείο πιάνων», όπου η γλώσσα είναι πολλές φορές ποιητική, η μουσική παίζει ρόλο στην πλοκή ενώ η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος έχει πολλά θεατρικά στοιχεία.
Το βιβλίο του Πεϊσότο είναι δύσκολο έως αδύνατο να περιγραφεί με λίγα λόγια. Είναι η ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας μέσα από τις αφηγήσεις δύο ή και τριών ανδρών, ενός πατέρα, ενός γιού ενώ ορισμένες φορές εμπλέκεται και η αφήγηση του εγγονού. Η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική ροή, οι αφηγήσεις εμπλέκονται, τα μπρος-πίσω στον χρόνο είναι συνεχή, σε μιά προσπάθεια (απόλυτα επιτυχημένη) του συγγραφέα να «ενώσει» κατά κάποιο τρόπο τις γενεές χρησιμοποιώντας τον κοινό τόπο απομόνωσης και απόλαυσης που είναι η αποθήκη του ξυλουργείου, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «νεκροταφείο πιάνων».
Ξεκινώντας από την αφήγηση του Πατέρα της οικογένειας που μόλις έχει αποβιώσει και νεκρός πλέον «γυρίζει πίσω τον χρόνο» στις μέρες της νιότης του, που θα μπορούσαν να είναι οι μέρες της νιότης του γιού του, του μικρότερου μέλους της τετραμελούς οικογένειας Λάζαρο και κυρίως μέσα από τα μάτια (και την αφήγηση) αυτού του γιού που αφήνει την τελευταία του πνοή στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών αγώνων της Στοκχόλμης παρακολουθούμε τον αγώνα αυτής της οικογένειας με τα καθημερινά της προβλήματα, τους έρωτες και τα προσωπικά δράματα του κάθε μέλους.
Η οικογένεια διατηρεί ένα ξυλουργείο που πάει από πατέρα σε γιό. Το ξυλουργείο ειδικεύεται στις επιδιορθώσεις πιάνων. Τα πιάνα συσσωρεύονται στην αποθήκη (το νεκροταφείο πιάνων) και τα εξαρτήματά τους χρησιμεύουν ως ανταλλακτικά για επιδιόρθωση πιάνων που έρχονται αντιμετωπίζοντας κάποιο πρόβλημα. Μέσα στην αποθήκη αυτή, που αποτελεί έναν ονειρικό χώρο, τα μέλη της οικογένειας ερωτεύονται, κάνουν σεξ για πρώτη φορά, κάνουν τις απιστίες τους, διαβάζουν, «ξεφεύγουν» από ενοχές, από την οικογενειακή βία, από τις ερωτικές απογοητεύσεις.
Τα πρόσωπα της πολυμελούς οικογένειας Λάζαρο αποκτούν την αυτονομία τους μέσα από τις αφηγήσεις των ανδρών. Η θεόρατη Μάρτα που αφήνεται να παχύνει σε σημείο να μη μπορεί πλέον να κουνηθεί, η ευαίσθητη Μαρία που διαβάζει μανιωδώς ιστορίες αγάπης, ο μονόφθαλμος Σιμάο, γιός – μαύρο πρόβατο της οικογένειας, αδελφός και θείος σε όλα τα στάδια της αφήγησης. Και τέλος ο Φρανσίσκο, ο μαραθωνοδρόμος που είναι το κεντρικό πρόσωπο (αν μπορεί κανείς να το πει αυτό..) της ιστορίας, ο Φρανσίσκο που ερωτεύεται, που μικρούλης τυφλώνει κατά λάθος τον αδελφό του Σιμάο, που μυείται στα μυστικά του νεκροταφείου πιάνων και που «σκάει» τρέχοντας στους δρόμους της Στοκχόλμης την ημέρα που γεννιέται ο γιός του που δεν θα του μιλήσει ποτέ κανείς για τον πατέρα του. Η γοητευτική ιστορία μιάς οικογένειας βιοπαλαιστών στο προάστειο της Μπενφίκα σε μια Λισαβόνα που αιωρείται έξω από χρονικά πλαίσια και συνισταμένες.
«...Από μικρός που ήμουν, τα αγόρια της ηλικίας μου σκέφτονταν τα παιχνίδια, δεν ήθελαν να βρέξει, κι εγώ πάντα, μ’ένα μαύρο βάρος στο στήθος. Για μια στιγμή η Μαρία να λέει κάτι αστείο, η μάνα μας χαρούμενη, εγώ χαρούμενος, κι αμέσως μετά, ή εκείνη την ίδια στιγμή, να σκέφτομαι το μαύρο βάρος: μολύβι: που δεν έφευγε ποτέ απ’το στήθος μου. Νά’ναι ίσως χειμώνας, νύχτα, κουζίνα, και η Μάρτα να μιλά απλώς για κάτι καλό. Ο πατέρας μας μέσα σε μια ικανοποιημένη σιωπή. Κι εγώ, σχεδόν καλά εκτός από το βάρος που ποτέ δεν έφευγε, που ήμουν βέβαιος πως ποτέ δεν θα έφευγε από το στήθος μου. Και ποτέ δεν έφυγε, ποτέ δεν θα φύγει εκείνο το σούρουπο, το φως ανάμεσα απ’τα κλαριά των ροδακινιών, ο αδερφός μου να έρχεται: Σιμάο, Σιμάο: κι εγώ να τον τυφλώνω για πάντα. Μετά από κείνη τη μέρα συνέβη μόνο δύο φορές. Εγώ ήμουν εννιά χρονών, εκείνος δεκαπέντε. Στο δωμάτιο, τσακωνόμασταν, εκείνος βαρέθηκε να με σπρώχνει, με πέταξε πάνω στο κρεβάτι και είπε: με τύφλωσες. Και δεν μπόρεσα τίποτα να του απαντήσω, δεν μπόρεσα να σηκωθώ και να τον βρίσω. Ήμουν δώδεκα χρονών, εκείνος δεκαοχτώ. Στο νεκροταφείο πιάνων, είχαμε μαλώσει για κάποιο λόγο και τον κατηγόρησα πως δεν ήθελε να δουλέψει, του είπα: είσαι ένα παράσιτο. Εκείνος έμεινε ακίνητος να με κοιτάζει, με το μάτι του σταθερό, φτιαγμένο από σίδερο, και είπε: με τύφλωσες. Με διαπέρασαν αυτές οι λέξεις που μου τις είπε μόνο δύο φορές, αλλά κάθε μέρα μετά από κείνο το απόγευμα, όταν ακόμη ήμουν μικρός, όταν η φωνή μου πια άλλαξε, όταν ο πατέρας μας άρχισε ν’αρρωσταίνει, όταν πέθανε, όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, κατά τη διάρκεια και πριν και μετά από κάθε μαραθώνιο, καθώς επιδιόρθωνα ένα πιάνο, σε κάθε νότα του πιάνου που χτυπούσε ο χορδιστής, όταν έμαθα πως θ’αποκτούσα παιδί, καθώς αποκοιμιόμουν, καθώς ξυπνούσα, τώρα, ποτέ δεν ξεχνώ και, για να το θυμάμαι για πάντα, πάντα, έχω ένα μαύρο βάρος»
Μπερδεύεσαι στην αρχή, δεν ξέρεις τι διαβάζεις, ποιός αφηγείται, τι γίνεται, αλλά μετά τις πρώτες 50-60 σελίδες αφήνεσαι στην γραφή, στο υπέροχο στυλ, στην κομψότητα του ύφους και στην συναρπαστική καθημερινότητα της οικογένειας, στον λυρισμό και την αποστροφή, στον συναισθηματισμό και την σκληρότητα. Καθώς ο μαραθωνοδρόμος Φρανσίσκο «καταπίνει» τα χιλιόμετρα (ή μάλλον «τον καταπίνουν») παρασυρεσαι σε ένα απρόσμενα απολαυστικό και μοντέρνο βιβλίο που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Ένας συγγραφέας εξαιρετικά ενδιαφέρων, δυναμικός και ουσιαστικός που με ανυπομονησία περιμένω να διαβάσω και άλλες δουλειές του.
Δημοσίευση σχολίου