Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010 | Permalink
It's a family affair...
Ο λογοτεχνικός κόσμος της καλής φίλης και συν-μπλόγκερ Σταυρούλας Σκαλίδη είναι σκληρός και απάνθρωπος, Ντοστογιεφσκικός αν θέλουμε να μιλήσουμε με λογοτεχνικούς όρους. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι που κινούνται στο περιθώριο. Άνθρωποι που τους βλέπουμε καθημερινά, να ζητιανεύουν, να σκαλίζουν τα σκουπίδια, να κινούνται σαν σκιές μέσα στη πόλη και που συνήθως αποστρέφουμε το βλέμμα στη θέασή τους. Ο λογοτεχνικός κόσμος της Σκαλίδη περιέχει βία, πολλή βία που σε χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Βία εξωτερική αλλά και (κυρίως) βία εσωτερική, ενδοοικογενειακή – ψυχολογική.
Αυτή ακριβώς η «εσωτερική βία» απασχολεί την συγγραφέα στο δεύτερο της βιβλίο. Την νουβέλα «ΚΡΕΑΣ ΑΠΟ ΣΤΑΦΥΛΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ. 133) που ακολούθησε το βραβευμένο πρωτόλειό της «ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ», την χαρακτηρίζει η απεικόνιση της οικογενειακής «ανθρωποφαγίας» και των μικρών καθημερινών «εγκλημάτων» που διαπράττονται πίσω από κλειστές πόρτες – θέμα δύσκολο και επικίνδυνο που χρειάζεται μεγάλη συγγραφική ικανότητα, είναι μια βουτιά στα (πολύ) βαθιά. Η Σκαλίδη κατάφερε να το χειριστεί αξιοπρεπέστατα αλλά δεν κατάφερε να το απογειώσει, η νουβέλα μοιάζει να μην ολοκληρώνεται, να μένει μετέωρη σαν κάτι να την συγκρατεί, ενώ η προσπάθεια για μια πολυεπίπεδη αφήγηση δεν βοηθάει καθόλου το σύνολο.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι η Μαγδαληνή και ο γιός της Θεόφιλος (καθόλου τυχαία η επιλογή των ονομάτων, όπως και των άλλων χαρακτήρων της νουβέλας), ο οποίος κουβαλάει ένα βαθύ ψυχικό τραύμα που του προκάλεσε η μάνα του. Στον παρόντο χρόνο του έργου, ο Θεόφιλος είναι ένας κλοσάρ κινούμενος στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά ως φάντασμα, μαζεύοντας τενεκεδάκια και ψάχνοντας να φάει. Έχει εγκαταλείψει προ πολλών ετών την οικογενειακή εστία - για να μη φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τη Μαγδαληνή, προτίμησε τη φυγή από τη σύζυγο και τις δύο του κόρες. Μετά από κάποια εργατικά ατυχήματα κατέληξε στο δρόμο (κυριολεκτικά…). Η Μαγδαληνή υπέφερε από μια ψυχική ασθένεια, την οποία επέτεινε η επιλόχεια κατάθλιψη, όταν έφερε στον κόσμο τον Θεόφιλο καθώς και ο θάνατος του αδερφού της στον εμφύλιο. Ο σύζυγός της Νούλης για να την βοηθήσει, της έφερε κάτι χαρτάκια με σκόνη (κάποιο ναρκωτικό υποθέτω) με τα οποία ήταν επιφανειακά ήρεμη. Αλλά κάτω από την επιφάνεια υπέβοσκε μια παρανοϊκή προσωπικότητα που προξένησε ανεπανόρθωτη καταστροφή σε όσους ήταν κοντά της.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες της νουβέλας διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Όπως η παρουσία των δύο θυγατέρων του Θεόφιλου, της Άννας και της Μυρσίνης, δύο γυναικών (πλέον) που έχουν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους στη ζωή τους και που η απουσία του πατέρα από τη ζωή τους, τις έχει στιγματίσει. Όπως του Φάνη, του νεαρού που είναι ερωτευμένος με την Άννα και ο οποίος αφηγείται σε κάποια κεφάλαια την σχέση του με την Άννα. Όπως της Μαριάννας του μικρού κοριτσιού, που ο Θεόφιλος προστατεύει θυσιάζοντας τη ζωή του.
Οικογενειακές σχέσεις και προσχηματική - καταναγκαστική "αγάπη", θέμα ανεξάντλητο που σηκώνει πολλή συζήτηση, όταν δε συνδιάζεται με τις καταστάσεις που οδηγούν κάποιον άνθρωπο στην κοινωνική εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση, το «κοκτέιλ» γίνεται πολύ σκληρό και κάποιες στιγμές αφόρητο. Το βιβλίο δεν «χαϊδεύει», ούτε ωραιοποιεί, ο νατουραλισμός του που σε κάποιες σελίδες θυμίζει μυθιστορήματα των αρχών του 20ου αιώνα, δεν ξέρω αν μπορεί να λειτουργήσει στον βαθμό που θα επιθυμούσε η συγγραφέας στον σημερινό αναγνώστη. Γενικότερα η νουβέλα βρίθει καλών προθέσεων και με την εισαγωγή της «θετικής ηρωίδας», της Άννας αφήνει μια νότα αισιοδοξίας στο ζοφερό κλίμα της ιστορίας αν και οι σελίδες όπου "πρωταγωνιστούν" οι κόρες του Θεόφιλου (αλλά και ο Φάνης), θεωρώ ότι είναι οι πιο αδύναμες της νουβέλας.
Δυστυχώς η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία μάνας – γιού που έχει στοιχεία αρχαίας τραγωδίας μένει ανολοκλήρωτη και αποσπασματική. Η Σκαλίδη εισάγοντας αρκετά πρόσωπα, διαφορετικές αφηγήσεις μπερδεύει και μπερδεύεται. Ορισμένα κεφάλαια είναι τελείως αποκομμένα, λειτουργώντας αυτόνομα – σαν διηγήματα, και δεν προσθέτουν απολύτως τίποτα στο βιβλίο που από τη μια λες ότι θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον 100 σελίδες παραπάνω για να επεξηγηθούν κάποια πράγματα και κάποια γεγονότα και από την άλλη λες ότι θα μπορούσε να είναι και το μισό αφού υπάρχουν τουλάχιστον 30 σελίδες που περιττεύουν.
Υπάρχουν αρκετές αρετές στο βιβλίο που είναι ιδιαίτερα σκληρό όπως προανέφερα. Έχει ρυθμό και προσωπικό στυλ που ξεχωρίζει. Η Σκαλίδη επιλέγει να μην αφήσει την ιστορία να γίνει μελοδραματική, κρατώντας μια αποστασιοποιημένη και «ψυχρή» αφήγηση στην οποία απουσιάζει το συναίσθημα. Σε ορισμένες σελίδες αυτή η τακτική λειτουργεί καλά σε άλλες όχι εμφανίζοντας κάποια στοιχεία (αφηγηματικής) αμηχανίας. Οι μονόλογοι της Μαγδαληνής είναι έξοχοι, ενώ η δύναμη των σελίδων που περιγράφουν την ιστορία μάνας-γιού μας δείχνουν τις αρετές της συγγραφέως σε ένα βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά άνισο.
Αυτή ακριβώς η «εσωτερική βία» απασχολεί την συγγραφέα στο δεύτερο της βιβλίο. Την νουβέλα «ΚΡΕΑΣ ΑΠΟ ΣΤΑΦΥΛΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ. 133) που ακολούθησε το βραβευμένο πρωτόλειό της «ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ», την χαρακτηρίζει η απεικόνιση της οικογενειακής «ανθρωποφαγίας» και των μικρών καθημερινών «εγκλημάτων» που διαπράττονται πίσω από κλειστές πόρτες – θέμα δύσκολο και επικίνδυνο που χρειάζεται μεγάλη συγγραφική ικανότητα, είναι μια βουτιά στα (πολύ) βαθιά. Η Σκαλίδη κατάφερε να το χειριστεί αξιοπρεπέστατα αλλά δεν κατάφερε να το απογειώσει, η νουβέλα μοιάζει να μην ολοκληρώνεται, να μένει μετέωρη σαν κάτι να την συγκρατεί, ενώ η προσπάθεια για μια πολυεπίπεδη αφήγηση δεν βοηθάει καθόλου το σύνολο.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι η Μαγδαληνή και ο γιός της Θεόφιλος (καθόλου τυχαία η επιλογή των ονομάτων, όπως και των άλλων χαρακτήρων της νουβέλας), ο οποίος κουβαλάει ένα βαθύ ψυχικό τραύμα που του προκάλεσε η μάνα του. Στον παρόντο χρόνο του έργου, ο Θεόφιλος είναι ένας κλοσάρ κινούμενος στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά ως φάντασμα, μαζεύοντας τενεκεδάκια και ψάχνοντας να φάει. Έχει εγκαταλείψει προ πολλών ετών την οικογενειακή εστία - για να μη φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τη Μαγδαληνή, προτίμησε τη φυγή από τη σύζυγο και τις δύο του κόρες. Μετά από κάποια εργατικά ατυχήματα κατέληξε στο δρόμο (κυριολεκτικά…). Η Μαγδαληνή υπέφερε από μια ψυχική ασθένεια, την οποία επέτεινε η επιλόχεια κατάθλιψη, όταν έφερε στον κόσμο τον Θεόφιλο καθώς και ο θάνατος του αδερφού της στον εμφύλιο. Ο σύζυγός της Νούλης για να την βοηθήσει, της έφερε κάτι χαρτάκια με σκόνη (κάποιο ναρκωτικό υποθέτω) με τα οποία ήταν επιφανειακά ήρεμη. Αλλά κάτω από την επιφάνεια υπέβοσκε μια παρανοϊκή προσωπικότητα που προξένησε ανεπανόρθωτη καταστροφή σε όσους ήταν κοντά της.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες της νουβέλας διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Όπως η παρουσία των δύο θυγατέρων του Θεόφιλου, της Άννας και της Μυρσίνης, δύο γυναικών (πλέον) που έχουν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους στη ζωή τους και που η απουσία του πατέρα από τη ζωή τους, τις έχει στιγματίσει. Όπως του Φάνη, του νεαρού που είναι ερωτευμένος με την Άννα και ο οποίος αφηγείται σε κάποια κεφάλαια την σχέση του με την Άννα. Όπως της Μαριάννας του μικρού κοριτσιού, που ο Θεόφιλος προστατεύει θυσιάζοντας τη ζωή του.
Οικογενειακές σχέσεις και προσχηματική - καταναγκαστική "αγάπη", θέμα ανεξάντλητο που σηκώνει πολλή συζήτηση, όταν δε συνδιάζεται με τις καταστάσεις που οδηγούν κάποιον άνθρωπο στην κοινωνική εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση, το «κοκτέιλ» γίνεται πολύ σκληρό και κάποιες στιγμές αφόρητο. Το βιβλίο δεν «χαϊδεύει», ούτε ωραιοποιεί, ο νατουραλισμός του που σε κάποιες σελίδες θυμίζει μυθιστορήματα των αρχών του 20ου αιώνα, δεν ξέρω αν μπορεί να λειτουργήσει στον βαθμό που θα επιθυμούσε η συγγραφέας στον σημερινό αναγνώστη. Γενικότερα η νουβέλα βρίθει καλών προθέσεων και με την εισαγωγή της «θετικής ηρωίδας», της Άννας αφήνει μια νότα αισιοδοξίας στο ζοφερό κλίμα της ιστορίας αν και οι σελίδες όπου "πρωταγωνιστούν" οι κόρες του Θεόφιλου (αλλά και ο Φάνης), θεωρώ ότι είναι οι πιο αδύναμες της νουβέλας.
Δυστυχώς η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία μάνας – γιού που έχει στοιχεία αρχαίας τραγωδίας μένει ανολοκλήρωτη και αποσπασματική. Η Σκαλίδη εισάγοντας αρκετά πρόσωπα, διαφορετικές αφηγήσεις μπερδεύει και μπερδεύεται. Ορισμένα κεφάλαια είναι τελείως αποκομμένα, λειτουργώντας αυτόνομα – σαν διηγήματα, και δεν προσθέτουν απολύτως τίποτα στο βιβλίο που από τη μια λες ότι θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον 100 σελίδες παραπάνω για να επεξηγηθούν κάποια πράγματα και κάποια γεγονότα και από την άλλη λες ότι θα μπορούσε να είναι και το μισό αφού υπάρχουν τουλάχιστον 30 σελίδες που περιττεύουν.
Υπάρχουν αρκετές αρετές στο βιβλίο που είναι ιδιαίτερα σκληρό όπως προανέφερα. Έχει ρυθμό και προσωπικό στυλ που ξεχωρίζει. Η Σκαλίδη επιλέγει να μην αφήσει την ιστορία να γίνει μελοδραματική, κρατώντας μια αποστασιοποιημένη και «ψυχρή» αφήγηση στην οποία απουσιάζει το συναίσθημα. Σε ορισμένες σελίδες αυτή η τακτική λειτουργεί καλά σε άλλες όχι εμφανίζοντας κάποια στοιχεία (αφηγηματικής) αμηχανίας. Οι μονόλογοι της Μαγδαληνής είναι έξοχοι, ενώ η δύναμη των σελίδων που περιγράφουν την ιστορία μάνας-γιού μας δείχνουν τις αρετές της συγγραφέως σε ένα βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά άνισο.
Δημοσίευση σχολίου