Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010 | Permalink
Mi fido di te
Ο αναγνώστης της απολαυστικής νουβέλας, «ΣΟΥ ΕΧΩ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ» (Mi fido de te), του ιταλικού συγγραφικού δίδυμου των Francesco Abate και Massimo Carlotto, (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Δ.Δότση, σελ.167), αποκλείεται κατά τη διάρκεια ή και μετά το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου να μείνει ανεπηρρέαστος ως προς την ποιότητα των φαγητών που καταναλώνει. Δεν γίνεται να ξαναφάει προσούτο ή μοτσαρέλα και να μη σκεφτεί το βιβλίο ενώ μια επίσκεψη σε «γκουρμέ ρεστωράν» δεν θα προσφέρει ξανά την ίδια απόλαυση όπως παλιά. Διότι αυτό το γεμάτο χιούμορ θριλεράκι ασχολείται με τα νοθευμένα τρόφιμα – όχι τα ευρείας κατανάλωσης αλλά τα πιο «εκλεκτά», αυτά που το σύγχρονο life-style επιβάλλει ως «ανυπέρβλητες νοστιμιές» που «δεν πρέπει να χάσει κανείς».
«Οι δουλειές με το προσούτο, με σφραγίδα ονομασίας προέλευσης, ήταν από τις πιο προσοδοφόρες. Το κόλπο ήταν να εισάγεις προσούτο αίσχιστης ποιότητας από την Ανατολή ή να εφοδιάζεσαι με σκάρτα ντόπια κομμάτια, να προχωράς στην αποσφράγιση, δηλαδή στην αφαίρεση της σφραγίδας και να κολλάς τη σφραγίδα του προσούτο Πάρμας ή άλλων πιστοποιημένων περιοχών. Οι άνθρωποί μου τα πλασάριζαν έτσι με μεγάλη ευκολία. Οι πελάτες τα έβαζαν στον πάγκο μαζί με τα υπόλοιπα, που τα είχαν αγοράσει επισήμως, και τα πουλούσαν στις τιμές της αγοράς.
«Μα πως είναι δυνατόν ο κόσμος να μην αντιλαμβάνεται τη διαφορά της ποιότητας;» με είχαν ρωτήσει κάποτε ο Σορεντίνο και ο Φλόρις, στις αρχές της συνεργασίας μας.
«Απλό», τους είχα απαντήσει, ικανοποιημένος που για μια φορά μεταλαμπάδευα τα μαργαριτάρια της σοφίας μου. «Το σύγχρονο σύστημα άλλαξε τα γούστα των ανθρώπων επιβάλλοντας ένα διατροφικό καθεστώς χαμηλού επιπέδου. Όποιος θέλει να φάει καλό και υγιεινό φαγητό όχι μόνο πρέπει να ξοδέψει αλλά πρέπει και να μάθει να καταλαβαίνει τι σημαίνει ποιότητα. Να γιατί αυξάνουν και πληθαίνουν οι ουρές αυτών των συλλόγων που ασχολούνται με την οινογαστρονομία. Δεν πρέπει, όμως, να ανησυχούμε γιατί ο κόσμος αυτός έχει χρήμα. Οι δικοί μας πελάτες το μόνο πρόβλημα που έχουν είναι πως θα γεμίσουν το στομάχι τους με το μεγαλύτερο αριθμό προϊόντων. Το πολύ πολύ να παραπονεθούν ότι το προσούτο είναι πολύ αρμυρό.»
Ο (ήρωας του μυθιστορήματος) Τζίτζι Βιανέλο έχει φτάσει σε μια φάση της ζωής του που δείχνει να τα έχει όλα. Κάτοχος ενός γκουρμέ ρεστωράν στην Σαρδηνία, του Chez Momo, ενός γαστρονομικού παραδείσου που σερβίρει τοπικές ανόθευτες γεύσεις πειραγμένες με ένα touch από μοντερνιτέ και είναι κάθε βράδυ γεμάτο. Διότι αν στο ρεστωράν του Τζίτζι το φαγητό είναι μια ωραία εμπειρία, στην υπόλοιπη πόλη τρώνε αυτά που εκείνος διακινεί, με συνέπεια τα μαζικά φαινόμενα δηλητηριάσεων που αποδίδονται σε καλοκαιρινές ιώσεις. Το εστιατόριο είναι το τέλειο προκάλυμμα. Ο Τζίτζι έχει εγκαταστήσει ένα απλό αλλά τέλειο σύστημα διανομής νοθευμένων τροφίμων που δεν προκαλούν ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό οπότε δύσκολα θα γίνει κάποια καταγγελία για την ποιότητά τους…
«Το πρόβλημα με το φαγητό δεν ήταν ποτέ ζήτημα γεύσης αλλά βασικών τροφών. Αν δεν έχωνα τη μύτη μου στην κουζίνα πως μπορούσα να ξέρω τι λάδι, τι βούτυρο, τι μπαχαρικά ή τι νερό χρησιμοποιούσαν; Κι άλλωστε ακόμα και η γεύση τώρα πια έλεγε λίγα πράγματα. Μυρωδιά και ουσία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τ’ορκίζομαι.
Οι Γάλλοι έφτιαχναν εδώ και καιρό σπρέι με «φυσικά εκχυλίσματα» που χρησιμοποιούσαν στα εστιατόρια, τη στιγμή που το πιάτο έβγαινε από την κουζίνα. Ψέκαζαν με εκχύλισμα από άγρια πορτσίνι ένα ωραίο πιάτο με ταλιατέλες και μανιτάρια αίσχιστης ποιότητας και η μύτη του πελάτη ήταν κάτι περισσότερο από ικανοποιημένη. Το είχα δοκιμάσει ο ίδιος προσωπικά στο Salon International de l’Alimentation στο Παρίσι. Και βέβαια το άρωμα που πουλούσα περισσότερο στους σεφ ήταν η λευκή τρούφα της Άλμπα, η πιο ακριβή, που δεν ήταν άλλο από έναν υδρογονάνθρακα, το διμεθυλθειομεθάνιο, που το ανακάτευαν με λιωμένο βούτυρο και το έριχναν πάνω σε αχνιστά ζυμαρικά από αβγά.»
Ο Τζίτζι –άντρας γοητευτικός με μάτια διαφορετικού χρώματος όπως ο D.Bowie (με τον οποίο θέλει να ταυτίζεται) - όμως έχει παρελθόν που δεν τον έχει ξεχάσει και ένα ελάττωμα που θα αποβεί μοιραίο. Δεν μπορεί να αντισταθεί στην γυναικεία γοητεία και όταν βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία με μία ωραιότατη αλλά θεότρελλη φίλη της συντρόφου θα διαπράξει το μοιραίο λάθος που θα τον οδηγήσει στο χείλος της αβύσσου. Ο Τζίτζι από «άρχοντας» θα βρεθεί να παλεύει για τη ζωή του. Τίποτα δεν θα εμποδίσει την κάθοδο στην κόλαση που θα είναι ιλιγγιώδης.
Η νουβέλα των Καρλότο/Αμπάντε είναι συναρπαστική και οι 167 σελίδες της διαβάζονται μονορούφι. Αφήγηση έξυπνη, σπιντάτη, με πολύ χιούμορ. Οι δύο συγγραφείς σατιρίζουν και σχολιάζουν την μόδα της γαστρονομίας, την κοινωνία της επιφάνειας και της πόζας. Ο Τζίτζι Βιανέλο είναι ένα κάθαρμα, που δεν διστάζει να δηλητηριάσει όλο τον κόσμο αδιαφορώντας για τις συνέπειες – κάποιοι μπορεί να σοκαριστούν, κάποιοι άλλοι θα χαμογελάσουν πικρά. Δεν θα διστάσει να δολοφονήσει για να την βγάλει καθαρή και ακόμα κι όταν «την πατάει» ξέρεις ότι δεν θα παραδώσει τόσο εύκολα το πνεύμα. Οι στίχοι από το υπέροχο τραγούδι του Jovanotti «Mi fido di te» λειτουργούν ως έξοχο σχόλιο στα δρώμενα:
«Σπίτια από ψωμί
συγκεντρώσεις βατράχων
γριές που χορεύουν στις Κάντιλακ
χρυσά ποντίκια
δάφνινα στεφάνια
τραγούδια αγάπης για αγοράκια με φράκο
σοβαρή μουσική
βροχή που πέφτει, ζωή που κυλά
αδέσποτα σκυλιά, καμήλες και οι μάγοι με τα δώρα
Σου έχω εμπιστοσύνη (X4)
εγώ σου έχω εμπιστοσύνη
έι, σου έχω εμπιστοσύνη
τι είσαι διατεθειμένος να χάσεις…»
Ένα βιβλίο ιδανικό για μεταφορά στον κινηματογράφο – εξάλλου οι Ιταλοί εκμεταλλεύονται θαυμάσια τα τελευταία χρόνια την όλο και βελτιούμενη πεζογραφία τους για να γυρίσουν εξαιρετικές ταινίες που βασίζονται στην σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.
Ο Μάσιμο Καρλότο (1956) είναι από τους πιο γνωστούς «νουάρ» ιταλούς συγγραφείς. Ζει στην Σαρδηνία μετά την επιστροφή από την Κεντρική Αμερική όπου είχε καταφύγει την δεκαετία του ’70 για να γλυτώσει την φυλακή κατηγορούμενος για ένα φόνο που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν διέπραξε. Περισσότερα για τον συγγραφέα στην πολύ κατατοπιστική ιστοσελίδα του http://www.massimocarlotto.it/
Ο Φραντσέσκο Αμπάτε (1964) είναι γέννημα,θρέμμα της Σαρδηνίας και εργάζεται ως δημοσιογράφος και DJ. Έχει εκδώσει αρκετά μυθιστορήματα από το 1998 σχολιάζοντας με τον δικό του τρόπο την σύγχρονη κοινωνία της Ιταλίας.
«Οι δουλειές με το προσούτο, με σφραγίδα ονομασίας προέλευσης, ήταν από τις πιο προσοδοφόρες. Το κόλπο ήταν να εισάγεις προσούτο αίσχιστης ποιότητας από την Ανατολή ή να εφοδιάζεσαι με σκάρτα ντόπια κομμάτια, να προχωράς στην αποσφράγιση, δηλαδή στην αφαίρεση της σφραγίδας και να κολλάς τη σφραγίδα του προσούτο Πάρμας ή άλλων πιστοποιημένων περιοχών. Οι άνθρωποί μου τα πλασάριζαν έτσι με μεγάλη ευκολία. Οι πελάτες τα έβαζαν στον πάγκο μαζί με τα υπόλοιπα, που τα είχαν αγοράσει επισήμως, και τα πουλούσαν στις τιμές της αγοράς.
«Μα πως είναι δυνατόν ο κόσμος να μην αντιλαμβάνεται τη διαφορά της ποιότητας;» με είχαν ρωτήσει κάποτε ο Σορεντίνο και ο Φλόρις, στις αρχές της συνεργασίας μας.
«Απλό», τους είχα απαντήσει, ικανοποιημένος που για μια φορά μεταλαμπάδευα τα μαργαριτάρια της σοφίας μου. «Το σύγχρονο σύστημα άλλαξε τα γούστα των ανθρώπων επιβάλλοντας ένα διατροφικό καθεστώς χαμηλού επιπέδου. Όποιος θέλει να φάει καλό και υγιεινό φαγητό όχι μόνο πρέπει να ξοδέψει αλλά πρέπει και να μάθει να καταλαβαίνει τι σημαίνει ποιότητα. Να γιατί αυξάνουν και πληθαίνουν οι ουρές αυτών των συλλόγων που ασχολούνται με την οινογαστρονομία. Δεν πρέπει, όμως, να ανησυχούμε γιατί ο κόσμος αυτός έχει χρήμα. Οι δικοί μας πελάτες το μόνο πρόβλημα που έχουν είναι πως θα γεμίσουν το στομάχι τους με το μεγαλύτερο αριθμό προϊόντων. Το πολύ πολύ να παραπονεθούν ότι το προσούτο είναι πολύ αρμυρό.»
Ο (ήρωας του μυθιστορήματος) Τζίτζι Βιανέλο έχει φτάσει σε μια φάση της ζωής του που δείχνει να τα έχει όλα. Κάτοχος ενός γκουρμέ ρεστωράν στην Σαρδηνία, του Chez Momo, ενός γαστρονομικού παραδείσου που σερβίρει τοπικές ανόθευτες γεύσεις πειραγμένες με ένα touch από μοντερνιτέ και είναι κάθε βράδυ γεμάτο. Διότι αν στο ρεστωράν του Τζίτζι το φαγητό είναι μια ωραία εμπειρία, στην υπόλοιπη πόλη τρώνε αυτά που εκείνος διακινεί, με συνέπεια τα μαζικά φαινόμενα δηλητηριάσεων που αποδίδονται σε καλοκαιρινές ιώσεις. Το εστιατόριο είναι το τέλειο προκάλυμμα. Ο Τζίτζι έχει εγκαταστήσει ένα απλό αλλά τέλειο σύστημα διανομής νοθευμένων τροφίμων που δεν προκαλούν ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό οπότε δύσκολα θα γίνει κάποια καταγγελία για την ποιότητά τους…
«Το πρόβλημα με το φαγητό δεν ήταν ποτέ ζήτημα γεύσης αλλά βασικών τροφών. Αν δεν έχωνα τη μύτη μου στην κουζίνα πως μπορούσα να ξέρω τι λάδι, τι βούτυρο, τι μπαχαρικά ή τι νερό χρησιμοποιούσαν; Κι άλλωστε ακόμα και η γεύση τώρα πια έλεγε λίγα πράγματα. Μυρωδιά και ουσία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τ’ορκίζομαι.
Οι Γάλλοι έφτιαχναν εδώ και καιρό σπρέι με «φυσικά εκχυλίσματα» που χρησιμοποιούσαν στα εστιατόρια, τη στιγμή που το πιάτο έβγαινε από την κουζίνα. Ψέκαζαν με εκχύλισμα από άγρια πορτσίνι ένα ωραίο πιάτο με ταλιατέλες και μανιτάρια αίσχιστης ποιότητας και η μύτη του πελάτη ήταν κάτι περισσότερο από ικανοποιημένη. Το είχα δοκιμάσει ο ίδιος προσωπικά στο Salon International de l’Alimentation στο Παρίσι. Και βέβαια το άρωμα που πουλούσα περισσότερο στους σεφ ήταν η λευκή τρούφα της Άλμπα, η πιο ακριβή, που δεν ήταν άλλο από έναν υδρογονάνθρακα, το διμεθυλθειομεθάνιο, που το ανακάτευαν με λιωμένο βούτυρο και το έριχναν πάνω σε αχνιστά ζυμαρικά από αβγά.»
Ο Τζίτζι –άντρας γοητευτικός με μάτια διαφορετικού χρώματος όπως ο D.Bowie (με τον οποίο θέλει να ταυτίζεται) - όμως έχει παρελθόν που δεν τον έχει ξεχάσει και ένα ελάττωμα που θα αποβεί μοιραίο. Δεν μπορεί να αντισταθεί στην γυναικεία γοητεία και όταν βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία με μία ωραιότατη αλλά θεότρελλη φίλη της συντρόφου θα διαπράξει το μοιραίο λάθος που θα τον οδηγήσει στο χείλος της αβύσσου. Ο Τζίτζι από «άρχοντας» θα βρεθεί να παλεύει για τη ζωή του. Τίποτα δεν θα εμποδίσει την κάθοδο στην κόλαση που θα είναι ιλιγγιώδης.
Η νουβέλα των Καρλότο/Αμπάντε είναι συναρπαστική και οι 167 σελίδες της διαβάζονται μονορούφι. Αφήγηση έξυπνη, σπιντάτη, με πολύ χιούμορ. Οι δύο συγγραφείς σατιρίζουν και σχολιάζουν την μόδα της γαστρονομίας, την κοινωνία της επιφάνειας και της πόζας. Ο Τζίτζι Βιανέλο είναι ένα κάθαρμα, που δεν διστάζει να δηλητηριάσει όλο τον κόσμο αδιαφορώντας για τις συνέπειες – κάποιοι μπορεί να σοκαριστούν, κάποιοι άλλοι θα χαμογελάσουν πικρά. Δεν θα διστάσει να δολοφονήσει για να την βγάλει καθαρή και ακόμα κι όταν «την πατάει» ξέρεις ότι δεν θα παραδώσει τόσο εύκολα το πνεύμα. Οι στίχοι από το υπέροχο τραγούδι του Jovanotti «Mi fido di te» λειτουργούν ως έξοχο σχόλιο στα δρώμενα:
«Σπίτια από ψωμί
συγκεντρώσεις βατράχων
γριές που χορεύουν στις Κάντιλακ
χρυσά ποντίκια
δάφνινα στεφάνια
τραγούδια αγάπης για αγοράκια με φράκο
σοβαρή μουσική
βροχή που πέφτει, ζωή που κυλά
αδέσποτα σκυλιά, καμήλες και οι μάγοι με τα δώρα
Σου έχω εμπιστοσύνη (X4)
εγώ σου έχω εμπιστοσύνη
έι, σου έχω εμπιστοσύνη
τι είσαι διατεθειμένος να χάσεις…»
Ένα βιβλίο ιδανικό για μεταφορά στον κινηματογράφο – εξάλλου οι Ιταλοί εκμεταλλεύονται θαυμάσια τα τελευταία χρόνια την όλο και βελτιούμενη πεζογραφία τους για να γυρίσουν εξαιρετικές ταινίες που βασίζονται στην σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.
Ο Μάσιμο Καρλότο (1956) είναι από τους πιο γνωστούς «νουάρ» ιταλούς συγγραφείς. Ζει στην Σαρδηνία μετά την επιστροφή από την Κεντρική Αμερική όπου είχε καταφύγει την δεκαετία του ’70 για να γλυτώσει την φυλακή κατηγορούμενος για ένα φόνο που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν διέπραξε. Περισσότερα για τον συγγραφέα στην πολύ κατατοπιστική ιστοσελίδα του http://www.massimocarlotto.it/
Ο Φραντσέσκο Αμπάτε (1964) είναι γέννημα,θρέμμα της Σαρδηνίας και εργάζεται ως δημοσιογράφος και DJ. Έχει εκδώσει αρκετά μυθιστορήματα από το 1998 σχολιάζοντας με τον δικό του τρόπο την σύγχρονη κοινωνία της Ιταλίας.
Δημοσίευση σχολίου