Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 01, 2010 | Permalink
Εφιάλτες και δυστοπίες ή όλα στο μίξερ
Ο Καταλανός συγγραφέας PABLO TUSSET ήταν μια ευχάριστη αναγνωστική ανακάλυψη όταν διάβασα το εξαιρετικό του μυθιστόρημα με τον περίεργο τίτλο «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ’ένα κρουασάν» πριν από μερικά χρόνια. Το πρόσφατα εκδοθέν στην χώρα μας δεύτερο μυθιστόρημα του με τίτλο « Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΧΟΙΡΙΝΩΝ», (Εκδ. Opera, μετάφρ.Κ.Ηλιόπουλος, σελ. 475), παρ’ότι έχει αρκετές αρετές μάλλον με απογοήτευσε, αφού τα ευρήματα και οι περίεργες καταστάσεις του πρώτου του βιβλίου εδώ δεν λειτούργησαν (παρά την αρχικά καλή ιδέα) και τα αρκετά καλά στοιχεία χάθηκαν μέσα στον κυκεώνα ανούσιων λεπτομερειών, εξυπνακίστικων μεθόδων και ακατάσχετης πολυλογίας.
Το πτώμα μιας γυναίκας ανακαλύπτεται σε ένα υπερμοντέρνο σφαγείο που βρίσκεται σε ένα χωριό της Ισπανίας στη μέση του πουθενά. Η γυναίκα έχει σφαγιασθεί με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που γίνεται με τα γουρούνια, στο δε στόμα της ο δολοφόνος της έχει τοποθετήσει ένα χαρτί με την επιγραφή «Εις το όνομα του Χοίρου». Ο επιθεωρητής Πουγιόλ (ναι, ίδιο όνομα με τον σέντερ-μπακ της Μπάρτσα!) αναλαμβάνει την υπόθεση που αποδεικνύεται σχεδόν αδιέξοδη λόγω της «ομερτά» που υπάρχει σ’αυτό το περίεργο και ιδιόμορφο χωριό, ένα σχεδόν αυτόνομο κρατίδιο ψηλά στα βουνά, απομονωμένο από τον έξω κόσμο με τους δικούς του κανόνες και την αυστηρή ιεραρχία σύμφωνα με την οποία δεν προσλαμβάνεται στο σφαγείο κανείς «ξένος» ενώ ιδιοκτήτης της εν λόγω επιχείρησης είναι ένας πάμπλουτος επιδειξιομανής ηλικιωμένος που ασχολείται (και) με την ποίηση.
Ο Πουγιόλ είναι ο ένας ήρωας του βιβλίου. Ένας αστυνομικός λίγους μήνες πριν από τη σύνταξή του, νεάζων και υπερβολικά καλός (κάτι σαν τον Χαρίτο του Μάρκαρη), με ευαισθησίες και όνειρα για την ζωή που ανοίγεται μπροστά του μετά την αποχώρησή του από το σώμα. Ως προστατεύομενό του έχει έναν σαραντάρη αστυνόμο, τον Τ., ο οποίος αποτελεί τον τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ο Τ. είναι ένας χαρακτηριστικός κινηματογραφικός ήρωας. Με εμφάνιση Τζεημσμποντική όταν ξεκινάει το βιβλίο βρίσκεται για μετεκπαίδευση στην Ν.Υόρκη όπου ερωτεύεται μια νεαρή Ιρλανδέζα ισπανικής καταγωγής. Από την αρχή καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τύπο. Παρουσιάζει στοιχεία διπλής προσωπικότητας και χάνει τον έλεγχό του όταν πίνει. Τριγυρίζει άσκοπα στη Ν.Υόρκη φλερτάροντας με την μικρή, η οποία του θυμίζει τη μορφή της Παναγίας από έναν πίνακα του Μπελίνι που έχει πάντα μαζί του. Η υστερική συμπεριφορά του τρομάζει την κοπέλα που εξαφανίζεται από τη ζωή του και αυτός τα μαζεύει και γυρίζει πίσω όπου του ανατίθεται η δύσκολη αποστολή να ζήσει (με ψεύτικη ταυτότητα) στο χωριό που είναι το σφαγείο και δια της καθημερινής τριβής με τους κατοίκους εκεί να προσπαθήσει να προσληφθεί στην μονάδα παραγωγής χοιρινών. Η εμπειρία του αυτή θα είναι μία «κάθοδος στην κόλαση» με συνέπειες που εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι θα είναι δραματικές.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ανομοιογένειες ως προς τον ρυθμό του. Τα βαρετά και φλύαρα κεφάλαια της Ν.Υόρκης, όπου η ερωτική ιστορία του Τ. είναι επιπέδου ρομαντικής κομεντί διαδέχεται η καταιγιστική δράση και το εξαιρετικό ενδιαφέρον όταν η ιστορία μεταφέρεται στο (κάτι σαν Ζωνιανά) απομονωμένο και εφιαλτικό χωριό. Ο Τ. είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από τις σελίδες του Στήβενσον (Δρ. Τζέκυλ & Κος Χάιντ), υπερβολικά ρομαντικός και καλοσυνάτος διανοούμενος και από την άλλη αδίστακτος και βίαιος. Ο συγγραφέας φανερά επηρεασμένος από το «Fight Club» προσπαθεί να μπερδέψει τον αναγνώστη με περιστατικά τα οποία δείχνουν άσχετα ως προς την ροή του μυθιστορήματος και στην (έτσι κι αλλιώς απρόβλεπτη και ακατανόητη) συμπεριφορά του ήρωά του. Το δε τέλος του μυθιστορήματος αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά (προδιαθέτοντας ίσως και για κάποιο sequel), ερωτηματικά που έχουν προκύψει από την ανάγνωση κοντά 500 σελίδων δεν απαντιούνται και ο (προσεκτικός) αναγνώστης αισθάνεται μετέωρος – και στην περίπτωσή μου απογοητευμένος.
Στίχοι τραγουδιών που δεν κολλάνε πουθενά, αστεία και χιούμορ που κάποιες φορές λειτουργεί και κάποιες (τις περισσότερες) όχι, η αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από την 11 Σεπτεμβρίου χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος παρ’ότι ο συγγραφέας μας αφήνει να πιστεύουμε ότι θα παίξει κάποιο ρόλο το συγκεκριμένο γεγονός, στοιχεία εντυπωσιασμού «ατάκτως ερριμμένα», sex and drugs and rock&roll στο ομιχλώδες τοπίο του χωριού που παρομοιάζεται με το «Καθαρτήριο» του Δάντη, άπειρες σινεφίλ αναφορές συντείνουν στην δημιουργία μιάς άνισης δημιουργίας που καταστρέφει τα πολλά καλά στοιχεία του βιβλίου.
Διότι καλά στοιχεία υπάρχουν πολλά. Οι δύο χαρακτήρες των ηρώων είναι εξαιρετικοί. Ο μυστηριώδης Τ. αλλά και ο επιθεωρητής Πουγιόλ είναι πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και παρασέρνουν τον αναγνώστη γοητεύοντάς τον. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, κυρίως αυτοί του χωριού ωραία σκιαγραφημένοι και ευδιάκριτοι, ενώ η ατμόσφαιρα στο δεύτερο μισό του βιβλίου όπου η δράση μεταφέρεται στο χωριό θυμίζει την ταινία του Αμενάμπαρ «Οι άλλοι» που συχνά,πυκνά αναφέρεται από τον συγγραφέα. Ο Τουσέτ έχει την ικανότητα να μαγνητίζει τον αναγνώστη με το ανάλαφρο και χιουμοριστικό του ύφος, το δε στυλ του είναι ακαταμάχητο, πράγμα που μάλλον παρασέρνει κάποιους να μη προσέξουν τις τόσες ατέλειες της κατασκευής. Κυρίως το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι δεν μπορεί να «τιθασεύσει» το υλικό του, το οποίο μοιάζει δανεικό, σαν να έχει πάρει κομμάτια από ταινίες, μυθιστορήματα (κυρίως του συμπατριώτη του Μονταλμπάν), πράγματα χιλιογραμμένα και χιλιοειπωμένα. Κρίμα…
__________________________________________________
Με αρκετή καθυστέρηση διάβασα το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (πολιτικού μηχανικού) αλλά και ενεργού μπλόγκερ Δ.Οικονόμου, με τον ωραίο τίτλο «Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ», (Εκδ. Μελάνι, σελ. 305) το οποίο αποτελεί ένα πολύ ενθαρρυντικό πρώτο βήμα στην ελληνική πεζογραφία.
Το μυθιστόρημα είναι μία δυστοπία φανερά επηρρεασμένη από το 1984 του Όργουελ (που είναι επηρρεασμένο από το ΕΜΕΙΣ του Ζαμιάτιν κ.ο.κ.) και από τα βιβλία του Φίλιπ Κ.Ντικ. Η δράση τοποθετείται στο πολύ κοντινό μέλλον όπου η χώρα κυβερνάται από τον Αρίστο Συνετό Junior, γόνο της οικογένειας των Συνετών που επί 3 γενιές είναι στην εξουσία. Ο Συνετός με την καθοδήγηση ενός διαβολικού Συμβούλου, του Σταβέρη έχει ως κυρίαρχο δόγμα την Δημόσια Αισθητική, ένα σύστημα αρχών και αξιών παντελώς ανούσιο και επιφανειακό, σύμφωνα όμως με το οποίο πρέπει άπαντες να κινούνται μέσα στα όρια του και να υπακούουν στους κανόνες του. Η ιδιόμορφη αυτή «δημοκρατία» χαλιναγωγεί τους πολίτες της έτσι ώστε μέσω της συνεχούς προπαγάνδας των Μ.Μ.Ε. να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο παρά μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση και την καλοπέραση.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας διάσημος αρχιτέκτονας, ο Ζώης Δαμιανός με σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν, το οποίο ο ίδιος έχει αποκηρύξει μετά βδελυγμίας υπακούοντας πιστά στους κανόνες της Δημόσιας Αισθητικής. Ο Δαμιανός υπερπροβάλλεται από τα Μέσα, ενώ ως διάσημος εργένης, φωτογραφίζεται συνεχώς με εκπάγλου καλλονής συντρόφους. Ο Δαμιανός θεωρείται από το πρωθυπουργικό γραφείο ως η καλύτερη επιλογή για να αναλάβει την οικοδόμηση ενός νέου Προεδρικού Μεγάρου που θα αποτελέσει μνημείο της Δημόσιας Αισθητικής και θα λειτουργήσει ως η Νέα Ακρόπολη του Έθνους. Για τον σκοπό αυτό θα αλλάξει μορφή ο λόφος του Λυκαβηττού ώστε μόνο το κτίριο αυτό να δεσπόζει της πόλης και να φαίνεται από παντού.
Ο Δαμιανός όμως ερωτεύεται σφόδρα μια έξυπνη και πανέμορφη αρχιτέκτονα την Ιώ, η οποία στην πραγματικότητα ανήκει σε μια ανατρεπτική ομάδα που σκοπεύει να αφυπνίσει από τη μια τον ταλαντούχο αρχιτέκτονα και από την άλλη να αποτρέψει την οικοδόμηση του τερατώδους μεγάρου προβλέποντας ότι εάν αυτό ολοκληρωθεί τότε τα επόμενα σχέδια της κυβέρνησης Συνετού θα είναι η κατεδάφιση του Παρθενώνα. Ο Δαμιανός σιγά-σιγά συνειδητοποιεί το αδιέξοδο των προσπαθειών του βλέποντας τις προεκτάσεις που παίρνει το κυβερνητικό εγχείρημα. Σε συνδιασμό με την ρομαντική σχέση που βιώνει με την ωραία «τρομοκράτισα» θα έρθουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω στη ζωή του με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιον και όσους τον συναναστρέφονται.
Ο πολύ ενδιαφέρων μύθος και η ωραία δομή της ιστορίας κάνουν το βιβλίο ένα ανάγνωσμα που δεν δυσκολεύεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα πρόσωπα που όλο και κάτι μας θυμίζουν και που παραπέμπουν σε γνωστές φιγούρες του σύγχρονου νεοελληνικού βίου, η κυριαρχία της ιλουστρασιόν αισθητικής, η προπαγάνδα και η «τύφλωση» του κόσμου είναι πολύ έξυπνα κατασκευασμένα έτσι ώστε το εφιαλτικό σενάριο που περιγράφει ο συγγραφέας να φαντάζει πολλές φορές ρεαλιστικότατο. Όλα αυτά σε συνδιασμό με την στρωτή αφηγηματική γλώσσα και παρά τις «ευκολίες» στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος που έχουν ένα «μανιχαϊσμό» και στον κάποιες φορές κοινότοπο σαρκασμό κάνουν το βιβλίο να μη φαίνεται ως πρωτόλειο.
Το πρόβλημα που εντόπισα στο μυθιστόρημα είναι η διαχείριση του θέματος. Θεωρώ ότι ο Οικονόμου είχε μια ωραία ιδέα, το υλικό όμως είναι δύσκολο να χαλιναγωγηθεί (πράγμα που συμβαίνει συνήθως στα μελλοντολογικά μυθιστορήματα ακόμα και σε πολύ έμπειρους συγγραφείς), και κάπου του ξέφυγε. Το μυθιστόρημα κινείται σε αργούς ρυθμούς με αρκετές αδιάφορες (τουλάχιστον για τα δικά μου κριτήρια) λεπτομέρειες μέχρι τη γνωριμία των δύο ερωτευμένων και μετά παίρνει μια άλλη τροπή χωρίς όμως να κινείται προς την (μάλλον αναμενόμενη) κατάληξη αλλά γυρνώντας γύρω-γύρω από τον εαυτό του. Οι τελευταίες 30 σελίδες που οδηγούν ξέφρενα προς το (κινηματογραφικής υφής) φινάλε σώζουν την κατάσταση και αφήνουν μια πικρή μεν, ωραία όμως γεύση στον αναγνώστη.
Το πτώμα μιας γυναίκας ανακαλύπτεται σε ένα υπερμοντέρνο σφαγείο που βρίσκεται σε ένα χωριό της Ισπανίας στη μέση του πουθενά. Η γυναίκα έχει σφαγιασθεί με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που γίνεται με τα γουρούνια, στο δε στόμα της ο δολοφόνος της έχει τοποθετήσει ένα χαρτί με την επιγραφή «Εις το όνομα του Χοίρου». Ο επιθεωρητής Πουγιόλ (ναι, ίδιο όνομα με τον σέντερ-μπακ της Μπάρτσα!) αναλαμβάνει την υπόθεση που αποδεικνύεται σχεδόν αδιέξοδη λόγω της «ομερτά» που υπάρχει σ’αυτό το περίεργο και ιδιόμορφο χωριό, ένα σχεδόν αυτόνομο κρατίδιο ψηλά στα βουνά, απομονωμένο από τον έξω κόσμο με τους δικούς του κανόνες και την αυστηρή ιεραρχία σύμφωνα με την οποία δεν προσλαμβάνεται στο σφαγείο κανείς «ξένος» ενώ ιδιοκτήτης της εν λόγω επιχείρησης είναι ένας πάμπλουτος επιδειξιομανής ηλικιωμένος που ασχολείται (και) με την ποίηση.
Ο Πουγιόλ είναι ο ένας ήρωας του βιβλίου. Ένας αστυνομικός λίγους μήνες πριν από τη σύνταξή του, νεάζων και υπερβολικά καλός (κάτι σαν τον Χαρίτο του Μάρκαρη), με ευαισθησίες και όνειρα για την ζωή που ανοίγεται μπροστά του μετά την αποχώρησή του από το σώμα. Ως προστατεύομενό του έχει έναν σαραντάρη αστυνόμο, τον Τ., ο οποίος αποτελεί τον τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ο Τ. είναι ένας χαρακτηριστικός κινηματογραφικός ήρωας. Με εμφάνιση Τζεημσμποντική όταν ξεκινάει το βιβλίο βρίσκεται για μετεκπαίδευση στην Ν.Υόρκη όπου ερωτεύεται μια νεαρή Ιρλανδέζα ισπανικής καταγωγής. Από την αρχή καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τύπο. Παρουσιάζει στοιχεία διπλής προσωπικότητας και χάνει τον έλεγχό του όταν πίνει. Τριγυρίζει άσκοπα στη Ν.Υόρκη φλερτάροντας με την μικρή, η οποία του θυμίζει τη μορφή της Παναγίας από έναν πίνακα του Μπελίνι που έχει πάντα μαζί του. Η υστερική συμπεριφορά του τρομάζει την κοπέλα που εξαφανίζεται από τη ζωή του και αυτός τα μαζεύει και γυρίζει πίσω όπου του ανατίθεται η δύσκολη αποστολή να ζήσει (με ψεύτικη ταυτότητα) στο χωριό που είναι το σφαγείο και δια της καθημερινής τριβής με τους κατοίκους εκεί να προσπαθήσει να προσληφθεί στην μονάδα παραγωγής χοιρινών. Η εμπειρία του αυτή θα είναι μία «κάθοδος στην κόλαση» με συνέπειες που εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι θα είναι δραματικές.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ανομοιογένειες ως προς τον ρυθμό του. Τα βαρετά και φλύαρα κεφάλαια της Ν.Υόρκης, όπου η ερωτική ιστορία του Τ. είναι επιπέδου ρομαντικής κομεντί διαδέχεται η καταιγιστική δράση και το εξαιρετικό ενδιαφέρον όταν η ιστορία μεταφέρεται στο (κάτι σαν Ζωνιανά) απομονωμένο και εφιαλτικό χωριό. Ο Τ. είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από τις σελίδες του Στήβενσον (Δρ. Τζέκυλ & Κος Χάιντ), υπερβολικά ρομαντικός και καλοσυνάτος διανοούμενος και από την άλλη αδίστακτος και βίαιος. Ο συγγραφέας φανερά επηρεασμένος από το «Fight Club» προσπαθεί να μπερδέψει τον αναγνώστη με περιστατικά τα οποία δείχνουν άσχετα ως προς την ροή του μυθιστορήματος και στην (έτσι κι αλλιώς απρόβλεπτη και ακατανόητη) συμπεριφορά του ήρωά του. Το δε τέλος του μυθιστορήματος αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά (προδιαθέτοντας ίσως και για κάποιο sequel), ερωτηματικά που έχουν προκύψει από την ανάγνωση κοντά 500 σελίδων δεν απαντιούνται και ο (προσεκτικός) αναγνώστης αισθάνεται μετέωρος – και στην περίπτωσή μου απογοητευμένος.
Στίχοι τραγουδιών που δεν κολλάνε πουθενά, αστεία και χιούμορ που κάποιες φορές λειτουργεί και κάποιες (τις περισσότερες) όχι, η αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από την 11 Σεπτεμβρίου χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος παρ’ότι ο συγγραφέας μας αφήνει να πιστεύουμε ότι θα παίξει κάποιο ρόλο το συγκεκριμένο γεγονός, στοιχεία εντυπωσιασμού «ατάκτως ερριμμένα», sex and drugs and rock&roll στο ομιχλώδες τοπίο του χωριού που παρομοιάζεται με το «Καθαρτήριο» του Δάντη, άπειρες σινεφίλ αναφορές συντείνουν στην δημιουργία μιάς άνισης δημιουργίας που καταστρέφει τα πολλά καλά στοιχεία του βιβλίου.
Διότι καλά στοιχεία υπάρχουν πολλά. Οι δύο χαρακτήρες των ηρώων είναι εξαιρετικοί. Ο μυστηριώδης Τ. αλλά και ο επιθεωρητής Πουγιόλ είναι πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και παρασέρνουν τον αναγνώστη γοητεύοντάς τον. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, κυρίως αυτοί του χωριού ωραία σκιαγραφημένοι και ευδιάκριτοι, ενώ η ατμόσφαιρα στο δεύτερο μισό του βιβλίου όπου η δράση μεταφέρεται στο χωριό θυμίζει την ταινία του Αμενάμπαρ «Οι άλλοι» που συχνά,πυκνά αναφέρεται από τον συγγραφέα. Ο Τουσέτ έχει την ικανότητα να μαγνητίζει τον αναγνώστη με το ανάλαφρο και χιουμοριστικό του ύφος, το δε στυλ του είναι ακαταμάχητο, πράγμα που μάλλον παρασέρνει κάποιους να μη προσέξουν τις τόσες ατέλειες της κατασκευής. Κυρίως το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι δεν μπορεί να «τιθασεύσει» το υλικό του, το οποίο μοιάζει δανεικό, σαν να έχει πάρει κομμάτια από ταινίες, μυθιστορήματα (κυρίως του συμπατριώτη του Μονταλμπάν), πράγματα χιλιογραμμένα και χιλιοειπωμένα. Κρίμα…
__________________________________________________
Με αρκετή καθυστέρηση διάβασα το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (πολιτικού μηχανικού) αλλά και ενεργού μπλόγκερ Δ.Οικονόμου, με τον ωραίο τίτλο «Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ», (Εκδ. Μελάνι, σελ. 305) το οποίο αποτελεί ένα πολύ ενθαρρυντικό πρώτο βήμα στην ελληνική πεζογραφία.
Το μυθιστόρημα είναι μία δυστοπία φανερά επηρρεασμένη από το 1984 του Όργουελ (που είναι επηρρεασμένο από το ΕΜΕΙΣ του Ζαμιάτιν κ.ο.κ.) και από τα βιβλία του Φίλιπ Κ.Ντικ. Η δράση τοποθετείται στο πολύ κοντινό μέλλον όπου η χώρα κυβερνάται από τον Αρίστο Συνετό Junior, γόνο της οικογένειας των Συνετών που επί 3 γενιές είναι στην εξουσία. Ο Συνετός με την καθοδήγηση ενός διαβολικού Συμβούλου, του Σταβέρη έχει ως κυρίαρχο δόγμα την Δημόσια Αισθητική, ένα σύστημα αρχών και αξιών παντελώς ανούσιο και επιφανειακό, σύμφωνα όμως με το οποίο πρέπει άπαντες να κινούνται μέσα στα όρια του και να υπακούουν στους κανόνες του. Η ιδιόμορφη αυτή «δημοκρατία» χαλιναγωγεί τους πολίτες της έτσι ώστε μέσω της συνεχούς προπαγάνδας των Μ.Μ.Ε. να μην ασχολούνται με τίποτε άλλο παρά μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση και την καλοπέραση.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας διάσημος αρχιτέκτονας, ο Ζώης Δαμιανός με σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν, το οποίο ο ίδιος έχει αποκηρύξει μετά βδελυγμίας υπακούοντας πιστά στους κανόνες της Δημόσιας Αισθητικής. Ο Δαμιανός υπερπροβάλλεται από τα Μέσα, ενώ ως διάσημος εργένης, φωτογραφίζεται συνεχώς με εκπάγλου καλλονής συντρόφους. Ο Δαμιανός θεωρείται από το πρωθυπουργικό γραφείο ως η καλύτερη επιλογή για να αναλάβει την οικοδόμηση ενός νέου Προεδρικού Μεγάρου που θα αποτελέσει μνημείο της Δημόσιας Αισθητικής και θα λειτουργήσει ως η Νέα Ακρόπολη του Έθνους. Για τον σκοπό αυτό θα αλλάξει μορφή ο λόφος του Λυκαβηττού ώστε μόνο το κτίριο αυτό να δεσπόζει της πόλης και να φαίνεται από παντού.
Ο Δαμιανός όμως ερωτεύεται σφόδρα μια έξυπνη και πανέμορφη αρχιτέκτονα την Ιώ, η οποία στην πραγματικότητα ανήκει σε μια ανατρεπτική ομάδα που σκοπεύει να αφυπνίσει από τη μια τον ταλαντούχο αρχιτέκτονα και από την άλλη να αποτρέψει την οικοδόμηση του τερατώδους μεγάρου προβλέποντας ότι εάν αυτό ολοκληρωθεί τότε τα επόμενα σχέδια της κυβέρνησης Συνετού θα είναι η κατεδάφιση του Παρθενώνα. Ο Δαμιανός σιγά-σιγά συνειδητοποιεί το αδιέξοδο των προσπαθειών του βλέποντας τις προεκτάσεις που παίρνει το κυβερνητικό εγχείρημα. Σε συνδιασμό με την ρομαντική σχέση που βιώνει με την ωραία «τρομοκράτισα» θα έρθουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω στη ζωή του με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιον και όσους τον συναναστρέφονται.
Ο πολύ ενδιαφέρων μύθος και η ωραία δομή της ιστορίας κάνουν το βιβλίο ένα ανάγνωσμα που δεν δυσκολεύεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα πρόσωπα που όλο και κάτι μας θυμίζουν και που παραπέμπουν σε γνωστές φιγούρες του σύγχρονου νεοελληνικού βίου, η κυριαρχία της ιλουστρασιόν αισθητικής, η προπαγάνδα και η «τύφλωση» του κόσμου είναι πολύ έξυπνα κατασκευασμένα έτσι ώστε το εφιαλτικό σενάριο που περιγράφει ο συγγραφέας να φαντάζει πολλές φορές ρεαλιστικότατο. Όλα αυτά σε συνδιασμό με την στρωτή αφηγηματική γλώσσα και παρά τις «ευκολίες» στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος που έχουν ένα «μανιχαϊσμό» και στον κάποιες φορές κοινότοπο σαρκασμό κάνουν το βιβλίο να μη φαίνεται ως πρωτόλειο.
Το πρόβλημα που εντόπισα στο μυθιστόρημα είναι η διαχείριση του θέματος. Θεωρώ ότι ο Οικονόμου είχε μια ωραία ιδέα, το υλικό όμως είναι δύσκολο να χαλιναγωγηθεί (πράγμα που συμβαίνει συνήθως στα μελλοντολογικά μυθιστορήματα ακόμα και σε πολύ έμπειρους συγγραφείς), και κάπου του ξέφυγε. Το μυθιστόρημα κινείται σε αργούς ρυθμούς με αρκετές αδιάφορες (τουλάχιστον για τα δικά μου κριτήρια) λεπτομέρειες μέχρι τη γνωριμία των δύο ερωτευμένων και μετά παίρνει μια άλλη τροπή χωρίς όμως να κινείται προς την (μάλλον αναμενόμενη) κατάληξη αλλά γυρνώντας γύρω-γύρω από τον εαυτό του. Οι τελευταίες 30 σελίδες που οδηγούν ξέφρενα προς το (κινηματογραφικής υφής) φινάλε σώζουν την κατάσταση και αφήνουν μια πικρή μεν, ωραία όμως γεύση στον αναγνώστη.
Δημοσίευση σχολίου