Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010 | Permalink
Ντετέκτιβ λίγο διαφορετικοί
Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναγράψει αλλά το γεγονός ότι «συνάντησα» («έπεσα πάνω», «ανακάλυψα» - όπως θέλεις πέστο), τους Bolaño και Sebald ήταν ότι καλύτερο αναγνωστικά μου συνέβη τα τελευταία χρόνια. Κατά τραγική σύμπτωση και οι δύο αγαπημένοι (πλέον...) συγγραφείς άρχισαν να εκδίδονται στην Ελλάδα μετά το θάνατό τους όπου με τον συνήθη «ελληνικό» τρόπο, τα βιβλία τους βγαίνουν σχεδόν όλα μαζί, ανακατεμένα χρονικά – και αν δεν ήταν όλα (μα όλα!) εξαιρετικά το αναγνωστικό κοινό θα είχε ήδη κορεσθεί.
Στην περίπτωση του Χιλιανού Roberto Bolaño (1953-2003), ότι και να πεις είναι λίγο. Κάθε βιβλίο του που διαβάζω είναι αναγνωστική απόλαυση ολκής. Με το πρόσφατα εκδοθέν «ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ», (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ.711) το συναίσθημα της απόλαυσης έγινε ακόμα πιο έντονο σε ένα βιβλίο που ήταν το πιο επιτυχημένο του συγγραφέα όσο ήταν ακόμα εν ζωή (1998) χαρίζοντας του διεθνή αναγνώριση και μερικά βραβεία. Το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ παράξενο μοντέρνο βιβλίο που δεν υπακούει σε συνηθισμένους μυθοπλαστικούς κανόνες, ενώ ψήγματα/ενδείξεις των ιστοριών και των ηρώων του υπάρχουν σε μερικά από τα διηγήματα της εξαιρετικής συλλογής του συγγραφέα «Τηλεφωνήματα» που είχε κυκλοφορήσει λίγο καιρό πριν το προαναφερθέν.
Το βιβλίο ξεκινάει το 1975 στην Πόλη του Μεξικού, με την αφήγηση ενός ευαίσθητου νεαρού που θέλει να γίνει ποιητής, του Γκαρσία Μαδέρο, ο οποίος παρακολουθώντας κάποιο Ποιητικό εργαστήριο βρίσκεται προ μιάς βίαιης εισβολής δύο περίεργων τύπων, του Χιλιανού Αρτούρο Μπελάνο (alter-ego του συγγραφέα) και του Μεξικανού Ουλίσες Λίμα, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναβιωτές του λογοτεχνικού κινήματος του «Ενστικτορεαλισμού» (Realismo visceral), που εμφανίστηκε στην δεκαετία του ’20, και έσβησε σιγά-σιγά με την εξαφάνιση της κυριότερης εκπροσώπου του, κάποιας Σεσάρεα Τιναχέρο ή Τιχάνα – που απ’ότι λέγαν όλοι είχε γράψει μόνο ένα ποίημα και η οποία χάθηκε από προσώπου γης, στην έρημο της Σονόρα.
Οι δύο «ντετέκτιβ», Μπελάνο και Λίμα θεωρούν αποστολή τους να βρουν τα ίχνη της ποιήτριας και να ανακαλύψουν κατά πόσο είναι ακόμα ζωντανή. Για την ώρα όμως τριγυρίζουν στο Μέξικο σίτυ, συναναστρεφόμενοι νεαρούς ποιητές και ποιήτριες, κλέβοντας βιβλία, κάνοντας σεξ και διαμορφώνοντας το ποιητικό κίνημα που είναι εναντιώνεται στην κατεστημένη ποίηση του Οκτάβιο Παζ και άλλων καταξιωμένων λογοτεχνών ακολουθώντας ουσιαστικά τις επιταγές του σουρρεαλισμού.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου όλη η αφήγηση περνάει μέσα από τη φωνή του νεαρού Γκαρσία Μαδέρο που «μαγεμένος» από το στυλ της παρέας τους ακολουθεί κατά πόδας. Το πρώτο μέρος τελειώνει την πρωτοχρονιά του 1976, όταν οι Μπελάνο και Λίμα «δανείζονται» το αυτοκίνητο του πατέρα δύο κοριτσιών της παρέας και ουσιαστικά απαγάγοντας μία πόρνη για να τη σώσουν από τον νταβατζή της παίρνουν μαζί τους τον άβουλο Γκαρσία Μαδέρο και φεύγουν για την έρημο της Σονόρα με σκοπό να βρουν την εξαφανισμένη 50 χρόνια πριν Σεσάρεα Τιναχέρο.
Το δεύτερο μέρος που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου κοντά στις 500 σελίδες, καλύπτει μία περίοδο 20 περίπου ετών, από το 1976 έως το 1996. Σ’αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος ξεκαθαρίζει η θολή εικόνα των δύο γοητευτικών τύπων (ο Γκαρσία Μαδέρο δεν εμφανίζεται πουθενά), μέσα από τις αφηγήσεις υπό των τύπο συνεντεύξεων μερικών δεκάδων (περίπου 40) ανθρώπων που τους γνώρισαν μέσα από το βάθος της εικοσαετίας. Παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις τους σε Ευρώπη, Ισραήλ και Λατινική Αμερική, τις μάταιες προσπάθειές τους να εγκατασταθούν κάπου, τους άτυχους έρωτές τους, την διάψευση των ονείρων τους, τα ποιήματα που ποτέ δεν έγραψαν και ποτέ δεν εξέδωσαν.
Τι έγινε όμως στην έρημο της Σονόρα στις αρχές του 1976; Το μυστήριο ξεδιαλύνεται στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όταν σε λιγότερο από 50 σελίδες ξαναπιάνουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο τέλος του πρώτου μέρους και ο Γκαρσία Μαδέρο αφηγείται την υπέροχη ιστορία δρόμου και καταδίωξης που βίωσε με τους δύο υπέροχους αλλά τόσο διαφορετικούς ντετέκτιβ. Το μυθιστόρημα αποκτάει τη μορφή ενός λυρικού γουέστερν και κλείνει με μία κινηματογραφική σκηνή κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη.
Το μυστήριο με το τι ακριβώς ήταν οι δύο ντεσπεράντος, ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ξέρω αν αποσαφηνίζεται με το τέλος του βιβλίου. Όπως αναφέρει και κάποιος από αυτούς τους αφηγητές, το 1981: «Ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ήταν επαναστάτες. Δεν ήταν συγγραφείς. Μερικές φορές έγραφαν ποιήματα, όμως ούτε ποιητές νομίζω πως ήταν. Ήταν έμποροι ναρκωτικών.» Ο καθένας από τους αφηγητές έχει να πει κάτι διαφορετικό, ο καθένας βίωσε την γνωριμία του με τον έναν ή με τον άλλον είτε μέσα από μια σχέση ερωτική, είτε από μια φιλία, είτε επαγγελματικά, είτε μέσα από τον κόσμο της λογοτεχνίας. Όλοι τους είχαν μια διαφορετική αίσθηση για το ποιοι ήταν ακριβώς αυτοί οι τύποι.
Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του έξοχου μυθιστορήματος. Η μοναδική ικανότητα του Μπολάνιο στις αλλαγές της αφήγησης, στην παρουσία διαφορετικών φωνών / αφηγητών που συνήθιζε στα διηγήματά του, εδώ γίνεται ακόμα πιο αισθητή και απλώνεται με ξεχωριστή γοητεία στις σελίδες του ογκώδους βιβλίου. Οι δύο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους τύποι, ο Μπελάνο είρων και σαρκαστικός, κάπως απόμακρος θα προσπαθήσει να ζήσει μια ζωή σαν του Α.Ρεμπώ ενώ ο Λίμα πιο ήσυχος και περιορισμένος σε ένα δεύτερο ρόλο θα κάνει τις πιο αντιφατικές κινήσεις και θα βρίσκεται μπλεγμένος στα πιο απίθανα μέρη ενώ το κεφάλαιο της συνάντησής του με τον υπέργηρο πλέον Οκτάβιο Πας, είναι καταπληκτική.
Ο αναγνώστης που θα αφεθεί στην τόσο γοητευτική γλώσσα του συγγραφέα θα μαγευτεί και θα ζήσει έντονα τις εικόνες που θα περάσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το γελοίο και το συναρπαστικό της ζωής απεικονίζονται με γλαφυρό και χιουμοριστικό τρόπο ενώ δε ουσιαστικά πρόκειται περί μονολόγων υπό μορφή συνεντεύξεων σε έναν αόρατο ερευνητή, κάποιες σελίδες είναι τόσο συναρπαστικές που δεν σ’αφήνουν να πάρεις ανάσα. Ο Μπολάνιο μ’αυτό του το μυθιστόρημα θυμίζει Ντος Πάσος και Φώκνερ στα καλύτερά τους, ενώ η τεχνική και η δομή του βιβλίου μοιάζει με αυτήν που ακολούθησε ο Ζ.Περέκ στο μεγαλειώδες «Ζωή:οδηγίες χρήσεως», κρατώντας όμως το λατινοαμερικάνικο στυλ που στην περίπτωση των μεγάλων δημιουργών όπως είναι ο ίδιος μπορεί να απογειώσει ένα βιβλίο.
Στην περίπτωση του Χιλιανού Roberto Bolaño (1953-2003), ότι και να πεις είναι λίγο. Κάθε βιβλίο του που διαβάζω είναι αναγνωστική απόλαυση ολκής. Με το πρόσφατα εκδοθέν «ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ», (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ.711) το συναίσθημα της απόλαυσης έγινε ακόμα πιο έντονο σε ένα βιβλίο που ήταν το πιο επιτυχημένο του συγγραφέα όσο ήταν ακόμα εν ζωή (1998) χαρίζοντας του διεθνή αναγνώριση και μερικά βραβεία. Το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ παράξενο μοντέρνο βιβλίο που δεν υπακούει σε συνηθισμένους μυθοπλαστικούς κανόνες, ενώ ψήγματα/ενδείξεις των ιστοριών και των ηρώων του υπάρχουν σε μερικά από τα διηγήματα της εξαιρετικής συλλογής του συγγραφέα «Τηλεφωνήματα» που είχε κυκλοφορήσει λίγο καιρό πριν το προαναφερθέν.
Το βιβλίο ξεκινάει το 1975 στην Πόλη του Μεξικού, με την αφήγηση ενός ευαίσθητου νεαρού που θέλει να γίνει ποιητής, του Γκαρσία Μαδέρο, ο οποίος παρακολουθώντας κάποιο Ποιητικό εργαστήριο βρίσκεται προ μιάς βίαιης εισβολής δύο περίεργων τύπων, του Χιλιανού Αρτούρο Μπελάνο (alter-ego του συγγραφέα) και του Μεξικανού Ουλίσες Λίμα, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναβιωτές του λογοτεχνικού κινήματος του «Ενστικτορεαλισμού» (Realismo visceral), που εμφανίστηκε στην δεκαετία του ’20, και έσβησε σιγά-σιγά με την εξαφάνιση της κυριότερης εκπροσώπου του, κάποιας Σεσάρεα Τιναχέρο ή Τιχάνα – που απ’ότι λέγαν όλοι είχε γράψει μόνο ένα ποίημα και η οποία χάθηκε από προσώπου γης, στην έρημο της Σονόρα.
Οι δύο «ντετέκτιβ», Μπελάνο και Λίμα θεωρούν αποστολή τους να βρουν τα ίχνη της ποιήτριας και να ανακαλύψουν κατά πόσο είναι ακόμα ζωντανή. Για την ώρα όμως τριγυρίζουν στο Μέξικο σίτυ, συναναστρεφόμενοι νεαρούς ποιητές και ποιήτριες, κλέβοντας βιβλία, κάνοντας σεξ και διαμορφώνοντας το ποιητικό κίνημα που είναι εναντιώνεται στην κατεστημένη ποίηση του Οκτάβιο Παζ και άλλων καταξιωμένων λογοτεχνών ακολουθώντας ουσιαστικά τις επιταγές του σουρρεαλισμού.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου όλη η αφήγηση περνάει μέσα από τη φωνή του νεαρού Γκαρσία Μαδέρο που «μαγεμένος» από το στυλ της παρέας τους ακολουθεί κατά πόδας. Το πρώτο μέρος τελειώνει την πρωτοχρονιά του 1976, όταν οι Μπελάνο και Λίμα «δανείζονται» το αυτοκίνητο του πατέρα δύο κοριτσιών της παρέας και ουσιαστικά απαγάγοντας μία πόρνη για να τη σώσουν από τον νταβατζή της παίρνουν μαζί τους τον άβουλο Γκαρσία Μαδέρο και φεύγουν για την έρημο της Σονόρα με σκοπό να βρουν την εξαφανισμένη 50 χρόνια πριν Σεσάρεα Τιναχέρο.
Το δεύτερο μέρος που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου κοντά στις 500 σελίδες, καλύπτει μία περίοδο 20 περίπου ετών, από το 1976 έως το 1996. Σ’αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος ξεκαθαρίζει η θολή εικόνα των δύο γοητευτικών τύπων (ο Γκαρσία Μαδέρο δεν εμφανίζεται πουθενά), μέσα από τις αφηγήσεις υπό των τύπο συνεντεύξεων μερικών δεκάδων (περίπου 40) ανθρώπων που τους γνώρισαν μέσα από το βάθος της εικοσαετίας. Παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις τους σε Ευρώπη, Ισραήλ και Λατινική Αμερική, τις μάταιες προσπάθειές τους να εγκατασταθούν κάπου, τους άτυχους έρωτές τους, την διάψευση των ονείρων τους, τα ποιήματα που ποτέ δεν έγραψαν και ποτέ δεν εξέδωσαν.
Τι έγινε όμως στην έρημο της Σονόρα στις αρχές του 1976; Το μυστήριο ξεδιαλύνεται στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όταν σε λιγότερο από 50 σελίδες ξαναπιάνουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο τέλος του πρώτου μέρους και ο Γκαρσία Μαδέρο αφηγείται την υπέροχη ιστορία δρόμου και καταδίωξης που βίωσε με τους δύο υπέροχους αλλά τόσο διαφορετικούς ντετέκτιβ. Το μυθιστόρημα αποκτάει τη μορφή ενός λυρικού γουέστερν και κλείνει με μία κινηματογραφική σκηνή κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη.
Το μυστήριο με το τι ακριβώς ήταν οι δύο ντεσπεράντος, ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ξέρω αν αποσαφηνίζεται με το τέλος του βιβλίου. Όπως αναφέρει και κάποιος από αυτούς τους αφηγητές, το 1981: «Ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ήταν επαναστάτες. Δεν ήταν συγγραφείς. Μερικές φορές έγραφαν ποιήματα, όμως ούτε ποιητές νομίζω πως ήταν. Ήταν έμποροι ναρκωτικών.» Ο καθένας από τους αφηγητές έχει να πει κάτι διαφορετικό, ο καθένας βίωσε την γνωριμία του με τον έναν ή με τον άλλον είτε μέσα από μια σχέση ερωτική, είτε από μια φιλία, είτε επαγγελματικά, είτε μέσα από τον κόσμο της λογοτεχνίας. Όλοι τους είχαν μια διαφορετική αίσθηση για το ποιοι ήταν ακριβώς αυτοί οι τύποι.
Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του έξοχου μυθιστορήματος. Η μοναδική ικανότητα του Μπολάνιο στις αλλαγές της αφήγησης, στην παρουσία διαφορετικών φωνών / αφηγητών που συνήθιζε στα διηγήματά του, εδώ γίνεται ακόμα πιο αισθητή και απλώνεται με ξεχωριστή γοητεία στις σελίδες του ογκώδους βιβλίου. Οι δύο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους τύποι, ο Μπελάνο είρων και σαρκαστικός, κάπως απόμακρος θα προσπαθήσει να ζήσει μια ζωή σαν του Α.Ρεμπώ ενώ ο Λίμα πιο ήσυχος και περιορισμένος σε ένα δεύτερο ρόλο θα κάνει τις πιο αντιφατικές κινήσεις και θα βρίσκεται μπλεγμένος στα πιο απίθανα μέρη ενώ το κεφάλαιο της συνάντησής του με τον υπέργηρο πλέον Οκτάβιο Πας, είναι καταπληκτική.
Ο αναγνώστης που θα αφεθεί στην τόσο γοητευτική γλώσσα του συγγραφέα θα μαγευτεί και θα ζήσει έντονα τις εικόνες που θα περάσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το γελοίο και το συναρπαστικό της ζωής απεικονίζονται με γλαφυρό και χιουμοριστικό τρόπο ενώ δε ουσιαστικά πρόκειται περί μονολόγων υπό μορφή συνεντεύξεων σε έναν αόρατο ερευνητή, κάποιες σελίδες είναι τόσο συναρπαστικές που δεν σ’αφήνουν να πάρεις ανάσα. Ο Μπολάνιο μ’αυτό του το μυθιστόρημα θυμίζει Ντος Πάσος και Φώκνερ στα καλύτερά τους, ενώ η τεχνική και η δομή του βιβλίου μοιάζει με αυτήν που ακολούθησε ο Ζ.Περέκ στο μεγαλειώδες «Ζωή:οδηγίες χρήσεως», κρατώντας όμως το λατινοαμερικάνικο στυλ που στην περίπτωση των μεγάλων δημιουργών όπως είναι ο ίδιος μπορεί να απογειώσει ένα βιβλίο.
Δημοσίευση σχολίου