Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010 | Permalink
Ένα περίεργο "καπρίτσιο"
Ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας John Fowles (1926-2005) μετέφερε στο χαρτί πολύ έντονα τις εικόνες τις οποίες είτε κάποια στιγμή της ζωής του είχε δει τυχαία, ή σε κάποιο όνειρό του είχαν εμφανιστεί. Όπως συνέβη στο αριστούργημα του «Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» όταν ξαναέφερε στη μνήμη του την εικόνα μιας γυναίκας που είχε δει να ατενίζει την θάλασσα από την άκρη ενός ερημικού μώλου και αυτό αποτέλεσε την αφορμή για την υπέροχη ιστορία του προαναφερθέντος βιβλίου, έτσι και με το κύκνειο άσμα του, το νεοεκδοθέν στη χώρα μας, μυθιστόρημα του «ΕΝΑ ΚΑΠΡΙΤΣΙΟ» (A Maggot), (Εκδ. Εστία, μετάφρ. Φ.Ταμβακάκης, σελ. 532), αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που επανερχόταν επίμονα στο ασυνείδητο του (όπως περιγράφει στον πρόλογο του βιβλίου), μια μικρή ομάδα ταξιδιωτών που κατευθυνόταν προς ένα γεγονός:
«…Ταξίδευαν στον ορίζοντα, σαν σκηνή από ανακυκλούμενη ταινία σε μηχανή προβολής ή σαν στίχος από ποίημα, το υπόλειμμα ενός χαμένου μύθου.
Όμως μια μέρα, ένας από τους αναβάτες απέκτησε πρόσωπο. Τυχαία αγόρασα ένα σχέδιο με μολύβι και νερομπογιά, μιας νεαρής κοπέλας. Δεν υπήρχε το όνομα του ζωγράφου, μόνο ένα μικρό σημείωμα με μελάνι στη μια γωνία, που μάλλον λέει στα ιταλικά 16 Ιουλίου 1683. Αυτή ακριβώς η ημερομηνία με ευχαρίστησε στην αρχή όσο και το σχέδιο, που δεν είναι τίποτα ξεχωριστό. Όμως κάτι στο μακρύ πρόσωπο του νεκρού κοριτσιού, στα μάτια της, μια απροσδιόριστη παρουσία, μια άρνηση να πεθάνει, άρχισε να στοιχειώνει.»
Μακρά εισαγωγή για ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχω πολλές επιφυλάξεις. Έτσι κι αλλιώς δεν τα πάω καλά με τις θρησκευτικές αντιμαχίες - αιρέσεις που ταλάνιζαν τον κόσμο παλαιότερα και όσο το βιβλίο πήγαινε προς τον αστυνομικό γρίφο, η πλοκή του παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον, όταν το «γύρισε» στους θρησκευτικούς οραματισμούς / παραληρήματα, «μ’έχασε» οριστικά…
Βρισκόμαστε στο 1736 και πέντε έφιπποι ταξιδιώτες κατευθύνονται προς άγνωστο προορισμό κάπου στη νοτιοδυτική Αγγλία. Καταλύουν σε ένα πανδοχείο μιας μικρής πόλης. Συστήνονται ως θείος, ανηψιός, δύο υπηρέτες μαζί τους – ο ένας κωφάλαλος και μια υπηρέτρια. Από την αρχή και από τις πρώτες λέξεις που ανταλάσσουν μεταξύ τους καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν είναι αυτό που λέει. Ο θείος είναι ηθοποιός που έχει προσληφθεί από τον νεαρό που υποδύεται τον ανηψιό του. Ο κωφάλαλος υπηρέτης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον «ανηψιό» αλλά και με την «υπηρέτρια», η οποία στην πραγματικότητα είναι μία πόρνη, η οποία έχει προσληφθεί για μερικές ημέρες, ενώ ο έτερος υπηρέτης είναι και αυτός στην υπηρεσία της παρέας για μερικές μόνο ημέρες.
Λίγο καιρό μετά την αναχώρηση της «παρέας», σε κοντινή απόσταση από την πόλη κοντά σε μια σπηλιά βρίσκεται κρεμασμένος ο κωφάλαλος υπηρέτης με ένα μάτσο βιολέτες στο στόμα. Οι υπόλοιποι έχουν χαθεί από προσώπου γης. Οι υποψίες πέφτουν πάνω στον (μάλλον) αυτόχειρα κωφάλαλο. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι σκότωσε τους υπόλοιπους και μετά αυτοκτόνησε. Ο πατέρας του εξαφανισμένου νεαρού, ένας άνθρωπος της εξουσίας, ένας αριστοκράτης, του οποίου το όνομα δεν θα μάθουμε ποτέ, αναθέτει στον δικηγόρο Αίυσκοφ την διελέυκανση της περίεργης ιστορίας και την ανεύρεση του γιού του.
Ο Αίυσκοφ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται στην όλη ιστορία. Ο «ανηψιός» διηύθυνε την ομάδα, την οποία είχε προσλάβει για σκοπούς που θα παραμείνουν άγνωστοι σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου, ο ηθοποιός πληρώθηκε εξαιρετικά για ένα ρόλο που του ήταν πανεύκολο να υποδυθεί αλλά κι εκείνος δεν κατάλαβε το γιατί. Αυτός και ο ένας υπηρέτης, ένα ρεμάλι που βρέθηκε κάπου στην Ουαλία, την επόμενη μέρας της αναχώρησής τους από το πανδοχείο, σε μια διασταύρωση έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του αφού η αποστολή τους θεωρήθηκε λήξασα. Ο κωφάλαλος ήταν ο υπηρέτης του «ανηψιού» και ο ρόλος του ήταν να συνευρίσκεται ερωτικά με την πόρνη και ο νεαρός αφέντης του να παρακολουθεί, αρνούμενος πεισματικά να συμμετάσχει. Η δε πόρνη εξαφανισμένη και δύσκολο να βρεθεί φαίνεται ότι είναι το κλειδί της ιστορίας.
Μέσα από συνεντεύξεις υπό τη μορφή ανάκρισης, ο Αίυσκοφ χρησιμοποιώντας την δύναμη της εξουσίας που του δίνει η κοινωνική του θέση και το όνομα του προϊστάμενού του «χτίζει» την παράξενη ιστορία, η κατάθεση όμως της πόρνης θα αλλάξει τελείως τα δεδομένα εκτρέποντας την ανάκριση σε μια κατεύθυνση που κανείς δεν περιμένει ότι θα πάρει με πολλά υπερφυσικά στοιχεία, θρησκευτικές ενοράσεις και άλλα πολλά.
Ο Φόουλς δεν αρκείται σε μια (έτσι κι αλλιώς γοητευτική λόγω εποχής και στυλιστικής ικανότητας του) περιγραφή των συμβάντων και εξιστόρησης του μύθου αλλά υπάρχουν σελίδες που λειτουργεί σχολιαστικά, επεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ροή της αφήγησης του, ώστε να δώσει στοιχεία για την εποχή, τις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζομένων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας και κυρίως της υπαίθρου, όσο προχωράμε δε προς το τέλος του μυθιστορήματος, το μπέρδεμα με τις θρησκευτικές αιρέσεις, που έβρισκαν τότε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Τότε ο συγγραφέας αφήνει κατά μέρος τον λυρισμό και το ανυπέρβλητο στυλ που θαυμάσαμε σε άλλα μυθιστορήματά του για να υιοθετήσει ένα «διδακτικό» ύφος που μετατρέπει το ανάγνωσμα σε κάτι βαρετό και κουραστικό. Εκεί δηλαδή που έχει παρασύρει τον αναγνώστη – διότι ο Φόους ήταν πάνω απ'όλα ένας εξαιρετικός στυλίστας, ένας συγγραφέας που σε γοήτευε – φρενάρει και «ολισθαίνει» προς ένα λογιωτατισμό που προσωπικά με απωθεί.
Εν κατακλείδι, «Το καπρίτσιο» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα όπως οι ήρωές του. Δεν είναι αυτό που δείχνει στην αρχή – παρ’ότι ο συγγραφέας μάς προειδοποιεί στον πρόλογό του. Είναι μια ιστορία με αρκετή δόση αστρολογίας, οραμάτων, θρησκευτικών παροξυσμών. Είναι η ιστορία μιας αίρεσης – που αποσπάει τον θαυμασμό του συγγραφέα και η γέννηση μιας οσιομάρτυρος (μουρλοκακομοίρας λέω εγώ, αλλά αυτό είναι μια καθαρά προσωπική άποψη) που τα διαβάζεις όλα αυτά «υπνωτισμένος» από το εκπληκτικό στυλ αυτού του μεγάλου συγγραφέα, άσχετα αν μπορεί στο τέλος να εξοργιστείς με το αποτέλεσμα…
«…Ταξίδευαν στον ορίζοντα, σαν σκηνή από ανακυκλούμενη ταινία σε μηχανή προβολής ή σαν στίχος από ποίημα, το υπόλειμμα ενός χαμένου μύθου.
Όμως μια μέρα, ένας από τους αναβάτες απέκτησε πρόσωπο. Τυχαία αγόρασα ένα σχέδιο με μολύβι και νερομπογιά, μιας νεαρής κοπέλας. Δεν υπήρχε το όνομα του ζωγράφου, μόνο ένα μικρό σημείωμα με μελάνι στη μια γωνία, που μάλλον λέει στα ιταλικά 16 Ιουλίου 1683. Αυτή ακριβώς η ημερομηνία με ευχαρίστησε στην αρχή όσο και το σχέδιο, που δεν είναι τίποτα ξεχωριστό. Όμως κάτι στο μακρύ πρόσωπο του νεκρού κοριτσιού, στα μάτια της, μια απροσδιόριστη παρουσία, μια άρνηση να πεθάνει, άρχισε να στοιχειώνει.»
Μακρά εισαγωγή για ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχω πολλές επιφυλάξεις. Έτσι κι αλλιώς δεν τα πάω καλά με τις θρησκευτικές αντιμαχίες - αιρέσεις που ταλάνιζαν τον κόσμο παλαιότερα και όσο το βιβλίο πήγαινε προς τον αστυνομικό γρίφο, η πλοκή του παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον, όταν το «γύρισε» στους θρησκευτικούς οραματισμούς / παραληρήματα, «μ’έχασε» οριστικά…
Βρισκόμαστε στο 1736 και πέντε έφιπποι ταξιδιώτες κατευθύνονται προς άγνωστο προορισμό κάπου στη νοτιοδυτική Αγγλία. Καταλύουν σε ένα πανδοχείο μιας μικρής πόλης. Συστήνονται ως θείος, ανηψιός, δύο υπηρέτες μαζί τους – ο ένας κωφάλαλος και μια υπηρέτρια. Από την αρχή και από τις πρώτες λέξεις που ανταλάσσουν μεταξύ τους καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν είναι αυτό που λέει. Ο θείος είναι ηθοποιός που έχει προσληφθεί από τον νεαρό που υποδύεται τον ανηψιό του. Ο κωφάλαλος υπηρέτης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον «ανηψιό» αλλά και με την «υπηρέτρια», η οποία στην πραγματικότητα είναι μία πόρνη, η οποία έχει προσληφθεί για μερικές ημέρες, ενώ ο έτερος υπηρέτης είναι και αυτός στην υπηρεσία της παρέας για μερικές μόνο ημέρες.
Λίγο καιρό μετά την αναχώρηση της «παρέας», σε κοντινή απόσταση από την πόλη κοντά σε μια σπηλιά βρίσκεται κρεμασμένος ο κωφάλαλος υπηρέτης με ένα μάτσο βιολέτες στο στόμα. Οι υπόλοιποι έχουν χαθεί από προσώπου γης. Οι υποψίες πέφτουν πάνω στον (μάλλον) αυτόχειρα κωφάλαλο. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι σκότωσε τους υπόλοιπους και μετά αυτοκτόνησε. Ο πατέρας του εξαφανισμένου νεαρού, ένας άνθρωπος της εξουσίας, ένας αριστοκράτης, του οποίου το όνομα δεν θα μάθουμε ποτέ, αναθέτει στον δικηγόρο Αίυσκοφ την διελέυκανση της περίεργης ιστορίας και την ανεύρεση του γιού του.
Ο Αίυσκοφ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται στην όλη ιστορία. Ο «ανηψιός» διηύθυνε την ομάδα, την οποία είχε προσλάβει για σκοπούς που θα παραμείνουν άγνωστοι σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου, ο ηθοποιός πληρώθηκε εξαιρετικά για ένα ρόλο που του ήταν πανεύκολο να υποδυθεί αλλά κι εκείνος δεν κατάλαβε το γιατί. Αυτός και ο ένας υπηρέτης, ένα ρεμάλι που βρέθηκε κάπου στην Ουαλία, την επόμενη μέρας της αναχώρησής τους από το πανδοχείο, σε μια διασταύρωση έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του αφού η αποστολή τους θεωρήθηκε λήξασα. Ο κωφάλαλος ήταν ο υπηρέτης του «ανηψιού» και ο ρόλος του ήταν να συνευρίσκεται ερωτικά με την πόρνη και ο νεαρός αφέντης του να παρακολουθεί, αρνούμενος πεισματικά να συμμετάσχει. Η δε πόρνη εξαφανισμένη και δύσκολο να βρεθεί φαίνεται ότι είναι το κλειδί της ιστορίας.
Μέσα από συνεντεύξεις υπό τη μορφή ανάκρισης, ο Αίυσκοφ χρησιμοποιώντας την δύναμη της εξουσίας που του δίνει η κοινωνική του θέση και το όνομα του προϊστάμενού του «χτίζει» την παράξενη ιστορία, η κατάθεση όμως της πόρνης θα αλλάξει τελείως τα δεδομένα εκτρέποντας την ανάκριση σε μια κατεύθυνση που κανείς δεν περιμένει ότι θα πάρει με πολλά υπερφυσικά στοιχεία, θρησκευτικές ενοράσεις και άλλα πολλά.
Ο Φόουλς δεν αρκείται σε μια (έτσι κι αλλιώς γοητευτική λόγω εποχής και στυλιστικής ικανότητας του) περιγραφή των συμβάντων και εξιστόρησης του μύθου αλλά υπάρχουν σελίδες που λειτουργεί σχολιαστικά, επεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ροή της αφήγησης του, ώστε να δώσει στοιχεία για την εποχή, τις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζομένων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας και κυρίως της υπαίθρου, όσο προχωράμε δε προς το τέλος του μυθιστορήματος, το μπέρδεμα με τις θρησκευτικές αιρέσεις, που έβρισκαν τότε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Τότε ο συγγραφέας αφήνει κατά μέρος τον λυρισμό και το ανυπέρβλητο στυλ που θαυμάσαμε σε άλλα μυθιστορήματά του για να υιοθετήσει ένα «διδακτικό» ύφος που μετατρέπει το ανάγνωσμα σε κάτι βαρετό και κουραστικό. Εκεί δηλαδή που έχει παρασύρει τον αναγνώστη – διότι ο Φόους ήταν πάνω απ'όλα ένας εξαιρετικός στυλίστας, ένας συγγραφέας που σε γοήτευε – φρενάρει και «ολισθαίνει» προς ένα λογιωτατισμό που προσωπικά με απωθεί.
Εν κατακλείδι, «Το καπρίτσιο» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα όπως οι ήρωές του. Δεν είναι αυτό που δείχνει στην αρχή – παρ’ότι ο συγγραφέας μάς προειδοποιεί στον πρόλογό του. Είναι μια ιστορία με αρκετή δόση αστρολογίας, οραμάτων, θρησκευτικών παροξυσμών. Είναι η ιστορία μιας αίρεσης – που αποσπάει τον θαυμασμό του συγγραφέα και η γέννηση μιας οσιομάρτυρος (μουρλοκακομοίρας λέω εγώ, αλλά αυτό είναι μια καθαρά προσωπική άποψη) που τα διαβάζεις όλα αυτά «υπνωτισμένος» από το εκπληκτικό στυλ αυτού του μεγάλου συγγραφέα, άσχετα αν μπορεί στο τέλος να εξοργιστείς με το αποτέλεσμα…
Δημοσίευση σχολίου