Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010 | Permalink
Ο Ροθ "επιμένει"
Οι δύο νουβέλες του ακάματου Philip Roth που εκδόθηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα, «ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ» (2008), και «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ» (2009) , το πιθανότερο είναι να χαρακτηρισθούν από τους «βιβλιοκριτικούς του μέλλοντος» (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), ως από τα πλέον ελάσσονα έργα που θα έχουν παραχθεί από την «λογοτεχνική βιομηχανία» του τεράστιου αυτού συγγραφέα. Με ήδη πάνω από 30 μυθιστορήματα / νουβέλες, ο Ροθ (γεν. 1933), συνεχίζει να παράγει έργο, και θα πρέπει να παραδεχθεί ακόμα και ο πιο δύστροπος αναγνώστης των βιβλίων του ότι ακόμα και «οι μέτριες» δουλειές του, είναι μια κλάση παραπάνω από τα βιβλία των περισσοτέρων σύγχρονων συγγραφέων.
Η «Αγανάκτηση» (Indignation), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ. 253), ξεκινάει ως μυθιστόρημα μαθητείας για να ολοκληρωθεί ως δράμα. Οι πρώτες σελίδες μας προϊδεάζουν για κάτι που έχουμε ξαναδιαβάσει από τον συγγραφέα. Ο νεαρός Μάρκους Μέσνερ, ένα πανέξυπνο εβραιόπουλο σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της περιοχής του και στις διακοπές του βοηθάει τον καταπιεστικά παραδοσιακό πατέρα του στο οικογενειακό χασάπικο που διατηρεί. Όταν η πίεση του πατέρα (σε συνδιασμό με τις φοβίες του – βρισκόμαστε στο 1951 και οι Η.Π.Α. έχουν εμπλακεί σε έναν ακόμα ηλίθιο πόλεμο, αυτόν με την Κορέα) γίνεται αφόρητη, ο Μάρκους αποφασίζει να μετεγγραφεί σε ένα πανεπιστήμιο όσο πιο μακριά από την οικογενειακή εστία γίνεται. Επιλέγει το πανεπιστήμιο του Γουάινσμπεργκ, Οχάιο (πόλη του ομώνυμου αριστουργήματος του Σέργουντ Άντερσον - και εξαιρετικά άμεση αναφορά σ'αυτό), επειδή του άρεσε η φωτογραφία σε ένα φυλλάδιο που τυχαία έπεσε στα χέρια του – ένα αγόρι και ένα κορίτσι να κοιτάνε χαμογελαστοί και γεμάτοι υγεία τον φακό. Στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται ξαφνικά σε ένα άκρως συντηρητικό μέρος, στην καρδιά της βλαχοαμερικής, όπου είναι υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός, οι εβραίοι είναι μειονότητα και οι συμφοιτητές σπαστικοί όσο δεν παίρνει. Όταν καταφέρνει να βγει ραντεβού με μια όμορφη συμφοιτήτρια του, η οποία τον εκπλήσσει με την ερωτική της «ελευθερία», η αποκάλυψη έρχεται από τον συγγραφέα ανατρέποντας τα πάντα στην ροή του κειμένου.
Ο ήρωας Μάρκους Μέσνερ είναι ζωντανός-νεκρός όταν τα αφηγείται όλα αυτά (δικαιολογώντας τον τίτλο της πρώτης ενότητας του βιβλίου («Υπό την επήρρεια της μορφίνης»).
«Ακόμη και τώρα που είμαι πεθαμένος κι εγώ δεν ξέρω από πότε, πασχίζω να ανασυνθέσω τα ήθη που επικρατούσαν στην πανεπιστημιούπολη και να ανακεφαλαιώσω τις αγωνιώδεις προσπάθειες να παρακάμψω αυτά τα ήθη, οι οποίες υπέθαλψαν τις απανωτές αναποδιές που κατέληξαν στον θάνατό μου στα δεκαεννιά μου χρόνια. Ακόμα και τώρα (αν το «τώρα» μπορεί να λεχθεί υπό την έννοια του «βάθους χρόνου»), που εγώ είμαι εδώ ζωντανός (αν το «εγώ» και το «εδώ» σημαίνουν ακόμη κάτι) όσο ζωντανή μπορεί να είναι μόνον η μνήμη (αν «μνήμη» με την κυριολεκτική έννοια του όρου είναι το μέσο που τα περικλείει όλα και όπου εγώ συνεχίζω να υπάρχω ως «ο εαυτός μου») συνεχίζω να προβληματίζομαι με τη στάση της Ολίβια. Άραγε αυτός είναι ο ρόλος της αιωνιότητας, να κάθεσαι να σκαλίζεις τις μικρολεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής; Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα πρέπει να θυμάται κανείς την κάθε στιγμή της ζωής του ως το παραμικρό; Ή μήπως όλο αυτό είναι η δική μου επέκεινα ζωή, και όπως η κάθε ζωή, η κάθε μια ένα άφθαρτο δακτυλικό αποτύπωμα μιας επέκεινα ζωής διαφορετικής από όλων των άλλων; Δεν μπορώ να απαντήσω. Στη ζωή, γνωρίζω μόνο το τι είναι• στον θάνατο, το τι είναι γίνεται τι ήταν. Δεν φτάνει που είσαι δέσμιος της ζωής σου όσο τη ζεις, συνεχίζεις να είσαι κολλημένος πάνω της και αφού έχεις φύγει. Ή, πάλι, ίσως αυτό ισχύει για μένα, για μένα και μόνο. Ποιος θα μπορούσε να μου το έχει πει; Ή μήπως θα ήταν λιγότερο τρομακτικός ο θάνατος αν είχα αντιληφθεί ότι δεν είναι ένα αέναο τίποτε αλλά ότι, αντίθετα, είναι μια μνήμη που στοχάζεται αέναα τον εαυτό της; Ίσως βέβαια αυτή η διηνεκής μνήμη είναι απλώς ο προθάλαμος της λήθης…»
Από αυτό το σημείο και μετά, παρ’ότι το ύφος του βιβλίου παραμένει το ίδιο, χαλαρή αφήγηση, καλός ρυθμός, σάτιρα με ωραία ειρωνία, η διάθεση του αναγνώστη απέναντι στην ιστορία αλλάζει και το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε κάτι σαν (διαφορετικό μέσα στην ομοιότητά του) «Ο Τζόνι πήρε τ’όπλο του», την υπέροχη ταινία του Ντ.Τράμπο. Υποψιαζόμαστε ότι ο Μάρκους τελικά είχε την τύχη που φοβόταν ο πατέρας του, απλά περιμένουμε να μάθουμε το πώς.
Ο Μάρκους αγανακτεί με όλους και με όλα. Με τους συμφοιτητές του, με την ιδέα των φοιτητικών αδελφοτήτων που συνιστούν μικρές η μεγάλες κλίκες, με την ιδέα του εβραϊσμού, με τον ρατσιμό των άλλων έναντι των εβραίων φοιτητών, με τον συντηρητισμό της πόλης. Η εμμονή του με το σεξ, χαρακτηριστική της εποχής, όπου όλα καλύπτοντο υπό τον μικροαστικό μανδύα του καθωσπρεπισμού, τον έχει διαπεράσει. Όταν λοιπόν η Ολίβια στο πρώτο ραντεβού παίρνει πρωτοβουλίες, ο Μάρκους αντιδράει τόσο απαράδεκτα ώστε στη συνέχεια (και σε συνδιασμό με την συνειδητοποίηση των ψυχολογικών προβλημάτων εκείνης) αγανακτεί και με τον εαυτό του.
Αναρωτιέμαι πόσα βιβλία του μεγάλου αυτού συγγραφέα θα μπορούσαν να έχουν αυτόν τον τίτλο. Αγανάκτηση. Ο Ροθ σε όλο του τον συγγραφικό βίο αυτό κάνει. Ειρωνεύεται αυτό το πρόσωπο της Αμερικής. Το συντηρητικό, το θεοκρατικό, το σεξουαλικά καταπιεσμένο, το κοινωνικά απομονωμένο. Γραμμένο με απαράμιλλη τεχνική, το βιβλίο χωρίς να έχει κάποια εντυπωσιακή ιστορία και χωρίς να σου λέει πράγματα που δεν τα έχεις ξαναδιαβάσει ακόμα και σε παλαιότερα μυθιστορήματα του συγγραφέα, τελικά σε κερδίζει με τα αλλεπάλληλα αφηγηματικά τερτίπια και τις συνεχείς ανατροπές.
Η έτερη νουβέλα, «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ» (The Humbling), «Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.170), είναι ένας κλασσικός Ροθ των τελευταίων 10 χρόνων. Σεξουαλικές φαντασιώσεις, μοναξιά και μελαγχολία των γηρατειών, η αίσθηση της ματαιότητας, το επερχόμενο τέλος. Ναι, ο Ροθ που όλοι λατρεύουμε να μισούμε είναι εδώ. Μόνο που είναι πιο αδύναμος και πιο «στεγνός» από ποτέ, περιγράφοντας μια ιστορία που (υποπτεύομαι ότι) μπορεί να την «ξεπέταξε» σε 2-3 μέρες. Piece of cake για την αξία του συγγραφέα και ιδού ένα βιβλίο που διαβάζεται μέσα σ’ένα απόγευμα αλλά που δυστυχώς δεν προσθέτει τίποτα στο έργο του.
Ο εξηντάρης ηθοποιός του κλασσικού θεάτρου Σάιμον Άξλερ ταπεινώνεται πολλές φορές σ’αυτές τις 170 σελίδες του βιβλίου. Στην αρχή της ιστορίας τον βρίσκουμε να έχει χάσει πλέον την ικανότητα να παίζει. Έχει προβλήματα μνήμης, δεν μπορεί να υποδυθεί κανένα ρόλο. Αυτό τον οδηγεί στην κατάθλιψη και τον μαρασμό. Η σύζυγός του δεν περιμένει πολύ, τον εγκαταλείπει για να πάει στην Καλιφόρνια αφήνοντάς τον μόνο στο σπίτι του κάπου στην εξοχή παρέα με μια καραμπίνα, την οποία είναι έτοιμος να την βάλει στο στόμα του και να πυροβολήσει.
Αντί να κάνει αυτό, πηγαίνει σε μια ψυχιατρική κλινική που του συστήνει ο γιατρός του και μένει μέσα 26 μέρες. Βγαίνει ανανεωμένος αλλά ακόμα αισθάνεται απόλυτα μπλοκαρισμένος καλλιτεχνικά. Τότε μπαίνει στη ζωή του, η σαραντάχρονη κόρη κάποιων παλιών του φίλων, η Πεγκίην την οποία θυμόταν από τότε που βύζαινε στην αγκαλιά της μάνας της. Η Πεγκίην είναι μια ελκυστική γυναίκα, καθηγήτρια σε κοντινό πανεπιστήμιο και φανατική λεσβία, η οποία διατηρεί ερωτική σχέση με την κοσμήτορα της σχολής της. Ο ένας έλκεται τόσο πολύ από τον άλλον ώστε αφήνουνε τα πάντα για να πέσουνε με τα μούτρα σε μια έντονη σεξουαλική σχέση, η οποία όμως δεν γίνεται κοινωνικά αποδεκτή από κανέναν. Στην αρχή το ζευγάρι δεν επηρρεάζεται από συμβάσεις τέτοιου είδους και ζουν τον έρωτά τους – πόσο όμως μπορεί να κρατήσει αυτό; Πόσο μπορεί ο έρωτας να κυριαρχήσει του θανάτου; Και όταν το ερωτικό αντικείμενο αποχωρήσει από τη σκηνή, μήπως έφτασε η ώρα για την «μεγάλη παράσταση»;
Το ερώτημα είναι πόσες φορές τα έχουμε διαβάσει αυτά στα βιβλία του Ροθ…Νεαρές γυναίκες που έλκονται από υπερώριμους άντρες, τους αναστατώνουν τη ζωή και μετά φεύγουν. Είναι σχεδόν αναμενόμενο – ο συγγραφέας μπορεί μόνο τους διαλόγους να αλλάζει και κάποιες άλλες λεπτομέρειες και το’χει έτοιμο το κείμενο. Η μαγκιά όμως του μεγάλου συγγραφέα είναι ότι όλα αυτά δεν είναι καθόλου βαρετά και απ’ότι φαίνεται αρέσουν στο κοινό – τουλάχιστον στο ελληνικό που γουστάρει Ροθ όσο κανέναν άλλον σε σημείο να πορώνονται κάποιοι/ες όταν πλησιάζει η απονομή του βραβείου Νόμπελ κάθε χρόνο. (Στην Ελλάδα μας αρέσουν οι επετηρίδες και ως γνωστόν μόνο εμείς ξέρουμε ποιος-αξίζει-να-πάρει-τι.)
Η ξένη κριτική δεν στάθηκε φιλικά απέναντι στην νουβέλα του Ρόθ. «Σεξουαλικές φαντασιώσεις ενός γέρου», «ώρα να αποσυρθείς», μέχρι και «γελοίο» το αποκάλεσαν ενώ οι σεξουαλικές σκηνές με τα ντίλντο και την παρτούζα θεωρήθηκαν σχεδόν κωμικές. Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι έντονες αυτές σκηνές έχουν κάτι το μελαγχολικό, το ελεγειακό – ο Άξλερ ξαναπαίζει στη σκηνή, υποκρίνεται τον σούπερ εραστή, ο οποίος μπορεί να ικανοποιήσει μετά από οινοποσία μετά φαγητού δύο καυτές γκόμενες ταυτόχρονα. Ναι, ο θάνατος μπορεί να περιμένει…
Η «Αγανάκτηση» (Indignation), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ. 253), ξεκινάει ως μυθιστόρημα μαθητείας για να ολοκληρωθεί ως δράμα. Οι πρώτες σελίδες μας προϊδεάζουν για κάτι που έχουμε ξαναδιαβάσει από τον συγγραφέα. Ο νεαρός Μάρκους Μέσνερ, ένα πανέξυπνο εβραιόπουλο σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της περιοχής του και στις διακοπές του βοηθάει τον καταπιεστικά παραδοσιακό πατέρα του στο οικογενειακό χασάπικο που διατηρεί. Όταν η πίεση του πατέρα (σε συνδιασμό με τις φοβίες του – βρισκόμαστε στο 1951 και οι Η.Π.Α. έχουν εμπλακεί σε έναν ακόμα ηλίθιο πόλεμο, αυτόν με την Κορέα) γίνεται αφόρητη, ο Μάρκους αποφασίζει να μετεγγραφεί σε ένα πανεπιστήμιο όσο πιο μακριά από την οικογενειακή εστία γίνεται. Επιλέγει το πανεπιστήμιο του Γουάινσμπεργκ, Οχάιο (πόλη του ομώνυμου αριστουργήματος του Σέργουντ Άντερσον - και εξαιρετικά άμεση αναφορά σ'αυτό), επειδή του άρεσε η φωτογραφία σε ένα φυλλάδιο που τυχαία έπεσε στα χέρια του – ένα αγόρι και ένα κορίτσι να κοιτάνε χαμογελαστοί και γεμάτοι υγεία τον φακό. Στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται ξαφνικά σε ένα άκρως συντηρητικό μέρος, στην καρδιά της βλαχοαμερικής, όπου είναι υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός, οι εβραίοι είναι μειονότητα και οι συμφοιτητές σπαστικοί όσο δεν παίρνει. Όταν καταφέρνει να βγει ραντεβού με μια όμορφη συμφοιτήτρια του, η οποία τον εκπλήσσει με την ερωτική της «ελευθερία», η αποκάλυψη έρχεται από τον συγγραφέα ανατρέποντας τα πάντα στην ροή του κειμένου.
Ο ήρωας Μάρκους Μέσνερ είναι ζωντανός-νεκρός όταν τα αφηγείται όλα αυτά (δικαιολογώντας τον τίτλο της πρώτης ενότητας του βιβλίου («Υπό την επήρρεια της μορφίνης»).
«Ακόμη και τώρα που είμαι πεθαμένος κι εγώ δεν ξέρω από πότε, πασχίζω να ανασυνθέσω τα ήθη που επικρατούσαν στην πανεπιστημιούπολη και να ανακεφαλαιώσω τις αγωνιώδεις προσπάθειες να παρακάμψω αυτά τα ήθη, οι οποίες υπέθαλψαν τις απανωτές αναποδιές που κατέληξαν στον θάνατό μου στα δεκαεννιά μου χρόνια. Ακόμα και τώρα (αν το «τώρα» μπορεί να λεχθεί υπό την έννοια του «βάθους χρόνου»), που εγώ είμαι εδώ ζωντανός (αν το «εγώ» και το «εδώ» σημαίνουν ακόμη κάτι) όσο ζωντανή μπορεί να είναι μόνον η μνήμη (αν «μνήμη» με την κυριολεκτική έννοια του όρου είναι το μέσο που τα περικλείει όλα και όπου εγώ συνεχίζω να υπάρχω ως «ο εαυτός μου») συνεχίζω να προβληματίζομαι με τη στάση της Ολίβια. Άραγε αυτός είναι ο ρόλος της αιωνιότητας, να κάθεσαι να σκαλίζεις τις μικρολεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής; Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα πρέπει να θυμάται κανείς την κάθε στιγμή της ζωής του ως το παραμικρό; Ή μήπως όλο αυτό είναι η δική μου επέκεινα ζωή, και όπως η κάθε ζωή, η κάθε μια ένα άφθαρτο δακτυλικό αποτύπωμα μιας επέκεινα ζωής διαφορετικής από όλων των άλλων; Δεν μπορώ να απαντήσω. Στη ζωή, γνωρίζω μόνο το τι είναι• στον θάνατο, το τι είναι γίνεται τι ήταν. Δεν φτάνει που είσαι δέσμιος της ζωής σου όσο τη ζεις, συνεχίζεις να είσαι κολλημένος πάνω της και αφού έχεις φύγει. Ή, πάλι, ίσως αυτό ισχύει για μένα, για μένα και μόνο. Ποιος θα μπορούσε να μου το έχει πει; Ή μήπως θα ήταν λιγότερο τρομακτικός ο θάνατος αν είχα αντιληφθεί ότι δεν είναι ένα αέναο τίποτε αλλά ότι, αντίθετα, είναι μια μνήμη που στοχάζεται αέναα τον εαυτό της; Ίσως βέβαια αυτή η διηνεκής μνήμη είναι απλώς ο προθάλαμος της λήθης…»
Από αυτό το σημείο και μετά, παρ’ότι το ύφος του βιβλίου παραμένει το ίδιο, χαλαρή αφήγηση, καλός ρυθμός, σάτιρα με ωραία ειρωνία, η διάθεση του αναγνώστη απέναντι στην ιστορία αλλάζει και το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε κάτι σαν (διαφορετικό μέσα στην ομοιότητά του) «Ο Τζόνι πήρε τ’όπλο του», την υπέροχη ταινία του Ντ.Τράμπο. Υποψιαζόμαστε ότι ο Μάρκους τελικά είχε την τύχη που φοβόταν ο πατέρας του, απλά περιμένουμε να μάθουμε το πώς.
Ο Μάρκους αγανακτεί με όλους και με όλα. Με τους συμφοιτητές του, με την ιδέα των φοιτητικών αδελφοτήτων που συνιστούν μικρές η μεγάλες κλίκες, με την ιδέα του εβραϊσμού, με τον ρατσιμό των άλλων έναντι των εβραίων φοιτητών, με τον συντηρητισμό της πόλης. Η εμμονή του με το σεξ, χαρακτηριστική της εποχής, όπου όλα καλύπτοντο υπό τον μικροαστικό μανδύα του καθωσπρεπισμού, τον έχει διαπεράσει. Όταν λοιπόν η Ολίβια στο πρώτο ραντεβού παίρνει πρωτοβουλίες, ο Μάρκους αντιδράει τόσο απαράδεκτα ώστε στη συνέχεια (και σε συνδιασμό με την συνειδητοποίηση των ψυχολογικών προβλημάτων εκείνης) αγανακτεί και με τον εαυτό του.
Αναρωτιέμαι πόσα βιβλία του μεγάλου αυτού συγγραφέα θα μπορούσαν να έχουν αυτόν τον τίτλο. Αγανάκτηση. Ο Ροθ σε όλο του τον συγγραφικό βίο αυτό κάνει. Ειρωνεύεται αυτό το πρόσωπο της Αμερικής. Το συντηρητικό, το θεοκρατικό, το σεξουαλικά καταπιεσμένο, το κοινωνικά απομονωμένο. Γραμμένο με απαράμιλλη τεχνική, το βιβλίο χωρίς να έχει κάποια εντυπωσιακή ιστορία και χωρίς να σου λέει πράγματα που δεν τα έχεις ξαναδιαβάσει ακόμα και σε παλαιότερα μυθιστορήματα του συγγραφέα, τελικά σε κερδίζει με τα αλλεπάλληλα αφηγηματικά τερτίπια και τις συνεχείς ανατροπές.
Η έτερη νουβέλα, «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ» (The Humbling), «Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.170), είναι ένας κλασσικός Ροθ των τελευταίων 10 χρόνων. Σεξουαλικές φαντασιώσεις, μοναξιά και μελαγχολία των γηρατειών, η αίσθηση της ματαιότητας, το επερχόμενο τέλος. Ναι, ο Ροθ που όλοι λατρεύουμε να μισούμε είναι εδώ. Μόνο που είναι πιο αδύναμος και πιο «στεγνός» από ποτέ, περιγράφοντας μια ιστορία που (υποπτεύομαι ότι) μπορεί να την «ξεπέταξε» σε 2-3 μέρες. Piece of cake για την αξία του συγγραφέα και ιδού ένα βιβλίο που διαβάζεται μέσα σ’ένα απόγευμα αλλά που δυστυχώς δεν προσθέτει τίποτα στο έργο του.
Ο εξηντάρης ηθοποιός του κλασσικού θεάτρου Σάιμον Άξλερ ταπεινώνεται πολλές φορές σ’αυτές τις 170 σελίδες του βιβλίου. Στην αρχή της ιστορίας τον βρίσκουμε να έχει χάσει πλέον την ικανότητα να παίζει. Έχει προβλήματα μνήμης, δεν μπορεί να υποδυθεί κανένα ρόλο. Αυτό τον οδηγεί στην κατάθλιψη και τον μαρασμό. Η σύζυγός του δεν περιμένει πολύ, τον εγκαταλείπει για να πάει στην Καλιφόρνια αφήνοντάς τον μόνο στο σπίτι του κάπου στην εξοχή παρέα με μια καραμπίνα, την οποία είναι έτοιμος να την βάλει στο στόμα του και να πυροβολήσει.
Αντί να κάνει αυτό, πηγαίνει σε μια ψυχιατρική κλινική που του συστήνει ο γιατρός του και μένει μέσα 26 μέρες. Βγαίνει ανανεωμένος αλλά ακόμα αισθάνεται απόλυτα μπλοκαρισμένος καλλιτεχνικά. Τότε μπαίνει στη ζωή του, η σαραντάχρονη κόρη κάποιων παλιών του φίλων, η Πεγκίην την οποία θυμόταν από τότε που βύζαινε στην αγκαλιά της μάνας της. Η Πεγκίην είναι μια ελκυστική γυναίκα, καθηγήτρια σε κοντινό πανεπιστήμιο και φανατική λεσβία, η οποία διατηρεί ερωτική σχέση με την κοσμήτορα της σχολής της. Ο ένας έλκεται τόσο πολύ από τον άλλον ώστε αφήνουνε τα πάντα για να πέσουνε με τα μούτρα σε μια έντονη σεξουαλική σχέση, η οποία όμως δεν γίνεται κοινωνικά αποδεκτή από κανέναν. Στην αρχή το ζευγάρι δεν επηρρεάζεται από συμβάσεις τέτοιου είδους και ζουν τον έρωτά τους – πόσο όμως μπορεί να κρατήσει αυτό; Πόσο μπορεί ο έρωτας να κυριαρχήσει του θανάτου; Και όταν το ερωτικό αντικείμενο αποχωρήσει από τη σκηνή, μήπως έφτασε η ώρα για την «μεγάλη παράσταση»;
Το ερώτημα είναι πόσες φορές τα έχουμε διαβάσει αυτά στα βιβλία του Ροθ…Νεαρές γυναίκες που έλκονται από υπερώριμους άντρες, τους αναστατώνουν τη ζωή και μετά φεύγουν. Είναι σχεδόν αναμενόμενο – ο συγγραφέας μπορεί μόνο τους διαλόγους να αλλάζει και κάποιες άλλες λεπτομέρειες και το’χει έτοιμο το κείμενο. Η μαγκιά όμως του μεγάλου συγγραφέα είναι ότι όλα αυτά δεν είναι καθόλου βαρετά και απ’ότι φαίνεται αρέσουν στο κοινό – τουλάχιστον στο ελληνικό που γουστάρει Ροθ όσο κανέναν άλλον σε σημείο να πορώνονται κάποιοι/ες όταν πλησιάζει η απονομή του βραβείου Νόμπελ κάθε χρόνο. (Στην Ελλάδα μας αρέσουν οι επετηρίδες και ως γνωστόν μόνο εμείς ξέρουμε ποιος-αξίζει-να-πάρει-τι.)
Η ξένη κριτική δεν στάθηκε φιλικά απέναντι στην νουβέλα του Ρόθ. «Σεξουαλικές φαντασιώσεις ενός γέρου», «ώρα να αποσυρθείς», μέχρι και «γελοίο» το αποκάλεσαν ενώ οι σεξουαλικές σκηνές με τα ντίλντο και την παρτούζα θεωρήθηκαν σχεδόν κωμικές. Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι έντονες αυτές σκηνές έχουν κάτι το μελαγχολικό, το ελεγειακό – ο Άξλερ ξαναπαίζει στη σκηνή, υποκρίνεται τον σούπερ εραστή, ο οποίος μπορεί να ικανοποιήσει μετά από οινοποσία μετά φαγητού δύο καυτές γκόμενες ταυτόχρονα. Ναι, ο θάνατος μπορεί να περιμένει…
Δημοσίευση σχολίου