Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012 | Permalink
Τα παιδιά του Κάϊν

Μια μυθιστορηματική ακτινογραφία της πορείας της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια μέσα από την ιστορία μιας παρέας αποτελεί τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο πλάθει την αφήγησή του, ο καλός συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος (γεν.1963), στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο, «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΪΝ» (Εκδ.Μεταίχμιο, σελ.395). Με πρόσχημα μια (πολύ χαλαρή) αστυνομική ιστορία και με κινηματογραφικό στυλ (ο συγγραφέας είναι και σεναριογράφος) αποτυπώνεται η πορεία έξι πενηντάρηδων από τις «ονειρεμένες» καλοκαιρινές διακοπές του ’79 σε ένα ακαθόριστο νησί του Ιονίου μέχρι την «επιστροφή» τους στην ίδια παραλία, στο ίδιο νησί 30 χρόνια αργότερα. Μόνο που τίποτα δεν είναι το ίδιο πλέον.

«Στο σινεμά, το πιο σημαντικό είναι αυτό που κρύβεται στα cuts – αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στις σκηνές…»

Το Καινούργιο, ένα ψιλοαδιάφορο ψαροχώρι σε ένα νησί του Ιονίου, «έκρυβε» ένα μυστικό, μια εκπληκτική παραλία – δύσκολη στην πρόσβαση, με έναν ερειπωμένο μύλο στην άκρη της να δεσπόζει. Η παρέα που κατέφθασε εκεί το καλοκαίρι του ’79, οι έξι φίλοι, τρία αγόρια και τρία κορίτσια, στα 17 τους, ένιωσαν ότι ανακάλυψαν τον επίγειο Παράδεισο. Ήλιος, θάλασσα, έρωτες, η ξεγνειασιά της ηλικίας, τα φαγητά στην ταβερνίτσα του χωριού, όλα φαίνονταν (και ίσως ήταν) μαγικά. 30 χρόνια μετά, πέντε από τα έξι άτομα δίνουν ραντεβού στο ίδιο μέρος το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Με τα χρόνια οι δεσμοί που τους ένωναν είχαν πια χαθεί, ο καθένας είχε τραβήξει τους δικούς του δρόμους, περισσότερο από περιέργεια δέχονται να ξαναμαζευτούν. Οργανωτής της μάζωξης, ο Πέτρος, ο οποίος μετά από έναν πλούσιο γάμο και καρριέρα στον χώρο της διαφήμισης, έχει αναγορευθεί σε μεγαλοπαράγοντα της περιοχής. Διότι το Καινούργιο δεν είναι πια ένα ταπεινό ψαροχώρι, αλλά ένα τουριστικό θέρετρο με τις στάνες και τις μάντρες να έχουν γίνει μπαράκια και ντίσκο, ξενοδοχειακές μονάδες να έχουν φτιαχτεί και το αποκορύφωμα όλων, ένα κινηματογραφικό σεμινάριο διοργανώνεται εκεί χάρη στις επιδοτήσεις που έχει εξασφαλίσει ο δαιμόνιος Πέτρος. Στην δε (άλλοτε απομονωμένη) παραλία του Μύλου, η οποία παραμένει μαγευτική δεσπόζει ο αποστηλωμένος Μύλος, που έχει μετατραπεί σε εξοχικό, ποιανού άλλου, του Πέτρου…

Από την παρέα που ξαναμαζεύεται μετά από τόσες δεκαετίες, ο μόνος που λείπει είναι ο εξαφανισμένος από χρόνια Χρήστος, το άλλοτε πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής συντροφιάς, για τον οποίο μάθαιναν μέχρι κάποια εποχή για τα προβλήματά του με ουσίες και σχετικά. Όταν όμως φθάνουν στο χωριό και κατευθύνονται για να ξαναδοκιμάσουν τους περίφημους κολοκυθοκεφτέδες που έχουν μείνει χαραγμένοι στην γευστική τους μνήμη, ο σερβιτόρος της ταβέρνας είναι ο παλιός τους φίλος, ο Χρήστος – ο οποίος όμως σε τίποτα δεν θυμίζει τον άνθρωπο που τα κορίτσια της παρέας είχαν ερωτευτεί και διεκδικούσαν μετά μανίας. Εξάλλου, ούτε ο μεζές (οι κολοκυθοκεφτέδες) που τους άρεσε θυμίζει σε τίποτα την παλιά γεύση αφού η μαγείρισα ακολουθώντας τις τηλεοπτικές συμβουλές του Μαμαλάκη, τους άλλαξε τα φώτα. Το τριήμερο περνάει μέσα στον εκνευρισμό και τις παρεξηγήσεις όμως λίγο προτού φύγουν, στο στενό και δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί από την παραλία στο χωριό, ο Χρήστος βουτάει στο άπειρο και το σώμα του εξαφανίζεται. Φόνος ή αυτοκτονία; Είναι νεκρός ή σώθηκε και εξαφανίστηκε για μια ακόμα φορά από τη ζωή τους;

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ρεπορτάζ της  βουτιάς στο κενό, του Χρήστου και μετέπειτα ακολουθάει μια μη γραμμική μορφή, εναλάσσοντας την αφήγηση μεταξύ του παρόντος χρόνου (του 2009) και του παρελθόντος (κυρίως του πρώτου καλοκαιριού, το 1979). Με μικρά κεφάλαια, πολλά εκ των οποίων είναι σχετικά αυτονομημένα (θα μπορούσαν να είναι μικρά διηγήματα) και εισάγοντας πολλά πρόσωπα στην ιστορία – δύο Αμερικάνους καθηγητές του Κινηματογράφου που διδάσκουν στο σεμινάριο, τον αστυνομικό που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Παναγιωτόπουλος ακολουθεί μια χαλαρή πλοκή περισσότερο ενδιαφερόμενος στο να τονίσει μέσω των ιστοριών των ηρώων του τις αλλαγές στην νεοελληνική πραγματικότητα, στην κοινωνία, στις αξίες, στις ιδεολογίες μέσα σ’αυτή την τριακονταετία και λιγότερο στο αστυνομικό μέρος της ιστορίας.

Είναι ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι σπαρακτικό και ουσιαστικό αλλά (άγνωστο γιατί) μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Με καίριες και εύστοχες επισημάνσεις και πολύ χιούμορ για την πορεία μιας κοινωνίας προς την αλλοτρίωση και τις ψευδαισθήσεις, με ωραίες και γλαφυρές περιγραφές για το τι συνέβη και άλλαξαν τόσοι πολλοί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, στο βιβλίο του Παναγιωτόπουλου ο καθένας από την «γενιά της μεταπολίτευσης» (που διάβαζε Κάφκα στην παραλία, έβλεπε ταινίες στην Ριβιέρα και στο Βοξ, «μπάζωνε» κάνα βιβλίο από τα βιβλιοπωλεία του κέντρου) θα ανακαλύψει στοιχεία του εαυτού του – σαν να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το μυθιστόρημα όμως μένει εκεί και «διστάζει» να προχωρήσει – το ίδιο πρόβλημα που ένιωσα στην (ωραία) ταινία του Γραμματικού, «Οι Απόντες»(1996), το (βραβευμένο) σενάριο της οποίας είναι του Παναγιωτόπουλου.

Τα «Παιδιά του Κάϊν» (ευρηματικός τίτλος που όποιος διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει το λογοπαίγνιο), είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα/τοιχογραφία, που θυμίζει την αριστουργηματική ταινία «The Big Chill» του Κάσνταν που μπορεί να μην φτάνει στο στόχο, να πλατειάζει και να λοξοδρομεί αλλά δύσκολα θα αφήσει κάποιον αδιάφορο. Οι πολλές κινηματογραφικές αναφορές (κυρίως σε σκηνές από τον «Νονό» του Κόπολα) εμπλουτίζουν την αφήγηση και της δίνουν έναν άλλο «αέρα», όλα όμως στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου μένουν μετέωρα, ανολοκλήρωτα.

Ζωές που άλλαξαν, το συναίσθημα τύπου «πού’σαι νιότη πού’λεγες πως θα γινόμουν άλλος» να κυριαρχεί, οι νοοτροπίες που άλλαξαν, η χώρα που μεταλλάχθηκε – ας μη γελιόμαστε, αυτά συγκινούν, προβληματίζουν και όσο και να αναπαράγονται σε άρθρα ή ιστορίες τα τελευταία χρόνια, πάντα θα υπάρχει χώρος για αφηγήσεις που θέτουν το θέμα της πορείας από την επίπλαστη ευφορία στην κοινωνική απόγνωση του καιρού μας. Μόνο που από έναν προικισμένο συγγραφέα σαν τον Παναγιωτόπουλο περιμένεις πάντα κάτι παραπάνω…

 
    
    

    

Bruce Springsteen – Adam raised a Cain