Παρασκευή, Μαΐου 04, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 04, 2012 | Permalink
Αρκετά μιλήσαμε γι'αγάπη

Πολύ στυλ, εξαιρετικοί διάλογοι, αστική ατμόσφαιρα – σαν να παρακολουθείς μια ωραία γαλλική ταινία, είναι η νουβέλα του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα Herve Le Tellier, με (τον «πιασάρικο») τίτλο, «ΑΡΚΕΤΑ ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΓΙ’ΑΓΑΠΗ» («Assez parle damour»), (Εκδ. Opera, (εμπνευσμένη) μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ. 253). Μια σπουδή όχι μόνο στον έρωτα και τις σχέσεις, αλλά (ίσως περισσότερο) και στις ερωτικές ιστορίες με τις μικρές καθημερινές στιγμές τους, τα αδιέξοδα και τις ωραίες αναπάντεχες στιγμές, τις σιωπές και τις δυσκολίες.

Δύο ερωτικά τρίγωνα που συνθέτουν ένα εξάγωνο είναι τα πρόσωπα που απασχολούν τον Λε Τελιέ στο βιβλίο του. Ο συνδετικός κρίκος και κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος/ψυχαναλυτής Τομάς, ο οποίος είναι ένας αρκετά επιτυχημένος 50άρης, με ένα πρόσφατο διαζύγιο και δύο κόρες. Η Άννα, μια γοητευτική σαραντάρα, κάνει ψυχανάλυση μαζί του για 12 χρόνια, το σημερινό τους ραντεβού είναι άλλη μια βαρετή θεραπεία, αλλά στο τέλος η Άννα, του πετάει αυτό που την απασχολούσε, «Έκανα μια γνωριμία μ’έναν άντρα, έναν άντρα συγγραφέα, τον λένε Ιβ. Ήταν κεραυνοβόλο». Ο Τομάς σημειώνει την λέξη «κεραυνοβόλο» με αρκετά σκωπτική διάθεση, αλλά το ίδιο βράδυ σε μια συνεστίαση γνωρίζει την Λουίζ και νιώθει κι αυτός τι σημαίνει «κεραυνοβόλο». Το καλό βέβαια στην περίπτωσή του είναι ότι το νιώθει και η Λουίζ, η οποία ως δυναμική δικηγόρος που είναι, ξέρει να παίρνει αυτό που δικαιούται και «στέλνει αδιάβαστο» τον σκεπτικιστή Τομάς από το πρώτο ραντεβού.

«Η πιο ωραία μέρα της ζωής μου έχει περάσει.»

Η Αννα και η Λουίζ ωραίες και κομψές, μορφωμένες και δυναμικές, είναι δύο γυναίκες που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά οι οικογενειακές τους καταστάσεις δεν διαφέρουν πολύ. Παντρεμένες με επιτυχημένους επιστήμονες, τον Σταν και τον Ρομέν αντίστοιχα, οι οποίοι τις αγαπούν πολύ αλλά ο χρόνος έχει φέρει κούραση και ανία στις σχέσεις τους. Και στις δύο οικογένειες, της Αννας και του Σταν, της Λουίζ και του Ρομέν, υπάρχουν παιδιά αλλά τα ερωτικά ένστικτα κυριαρχούν και οι δύο γυναίκες θα θελήσουν να αναποδογυρίσουν τις βολεμένες και ευκατάστατες ζωές τους. Οι δύο σύζυγοι δεν θα αφήσουν εύκολα το παιχνίδι, ο Ρομάν θα επισκεφθεί δήθεν ως ασθενής το ιατρείο του Τομά, ενώ ο Σταν (σε μια καταπληκτική σκηνή) θα παρακολουθήσει μια διάλεξη του Ιβ αναρωτόμενος αν θα μπορούσε να γράψει κι εκείνος ένα μυθιστόρημα για να ξανακερδίσει την Αννα.

Το ερωτικό γαϊτανάκι που στήνει ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας, είναι γεμάτο μικρολεπτομέρειες, βλέμματα, διάλογο, βόλτες στα καφέ και τα ρεστωράν του Παρισιού, εσωτερικές σκέψεις, και πολύ χιούμορ. Η αφήγηση πολλές φορές θυμίζει γαλλικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, όταν η φωνή του αφηγητή ερμηνεύει σκέψεις και συναισθήματα των πρωταγωνιστών, σαν ένα λογοτεχνικό voice-over.

Υπάρχουν πολλές ωραίες σκηνές, μικροεπεισόδια και υπολεπτομέρειες της πλοκής που κερδίζουν το στοίχημα, σ’αυτό το σαγηνευτικό και πολύ ουσιαστικό μικρό μυθιστόρημα. Η Άνν που γυρίζει από τον εραστή πλυμένη και στολισμένη αλλά ξαναμπαίνει αμέσως στο ντους για να μην υποψιαστεί τίποτα ο Σταν ο οποίος της λέει ότι μυρίζει πολύ όμορφα, η Λουίζ με τις δύο κόρες όταν τις γνωρίζει στον Τομά και εκείνες μετά από λίγο τον πιάνουν απ’το χέρι επειδή θα τις κεράσει βάφλες, η Άνν με την λίστα με τα ρούχα που αγόρασε φέτος και την ανασφάλεια που νιώθει ότι ο Ιβ αποκλείεται να μπορεί να καλύψει την πολυέξοδη ζωή της, ο Τομά που πάει να παρακολουθήσει μια διάλεξη του Ρομέν και καταλήγει να τον συμπαθεί.

«Ωστόσο, ο Τομά Λε Γκαλ δε σταμάτησε λεπτό να παρατηρεί τον Ρομέν Βιντάλ, τον άνδρα που κάθε πρωί ξυπνάει στο πλευρό της Λουίζ Μπλουμ, αυτής της γυναίκας την οποία έχει αρχίσει να ερωτεύεται και με την οποία έχει μόλις κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Ο Ρομέν Βιντάλ δεν είναι αντίζηλός του, γιατί ποτέ κανείς δεν έχει αντίζηλο. Ο Τομά δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με την εικόνα του συζύγου· ήθελε να δει τον άνδρα που αγάπησε, που εξακολουθεί ν’αγαπά τη Λουίζ Μπλουμ, αλλά ίσως και να δοκιμάσει τα ίδια του τα αισθήματα. Ο Τομά νιώθει να γεννιέται μέσα του μια συμπάθεια γι’αυτόν τον ψηλέα του οποίου μαντεύει την κρυφή ντροπαλότητα, του οποίου θαυμάζει τη λογική και ρέουσα σκέψη, του οποίου, δυστυχώς, δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει φίλος.»

Ο Λε Τελιέ είναι ένας ιδιόμορφος συγγραφέας που είναι μέλος της λογοτεχνικής ομάδας «Ουλίπο», της οποίας μέλη ήταν οι περίφημοι Ρ.Κενώ και Ζ.Περέκ. Το «δόγμα» της ομάδας ήταν ο συνδιασμός λογοτεχνίας και επιστήμης (ο Λε Τελιέ είναι επίσης και μαθηματικός), ενώ ο λόγος είναι κυρίως αναλυτικός χωρίς να λείπει η ρητορεία. Ακούγεται πολύπλοκο αλλά στο χαρτί το αποτέλεσμα είναι συνήθως απολαυστικό και (πολλές φορές) παιχνιδιάρικο. Έτσι κι αλλιώς όμως το λογοτεχνικό παιχνίδι του Λε Τελιέ μένει στο υπόβαθρο της νουβέλας – σαν κλείσιμο του ματιού - χωρίς να επηρεάζει την πλοκή ή τον ρυθμό της αφήνοντας μόνο τον «υποψιασμένο αναγνώστη» να ασχοληθεί μ’αυτό.

Εξάλλου μπορούμε να φανταστούμε τον Λε Τελιέ ως ένα πιθανό alter ego του ήρωά του, συγγραφέα Ιβ στον διάλογο με την Άννα, όταν προσπαθεί να της εξηγήσει γιατί βάζει ως τίτλο του καινούργιου του μυθιστορήματος, το τελείως αντιεμπορικό «Αμπχάζιο ντόμινο» και εκείνη μπερδεύεται ακόμα περισσότερο:
«Όταν εξέθεσε αυτήν τη δομή στην Άννα, εκείνη κούνησε το κεφάλι της:
«Πολύ μπερδεμένο,. Και άχρηστο. Βρε γκόϊ, μωρό μου, έχω την εντύπωση πως κάνεις ότι περνάει απ’το χέρι σου για να μην πουλιούνται τα βιβλία σου. Άσε που αυτόν τον τίτλο δεν μπορεί να τον θυμάται κανένας.»
«Δεν έχεις δίκιο. Το ντόμινο είναι παιδικό, και το αμπχάζιο, προκλητικό.»
«Έ, λοιπόν, δε συμφωνώ. Γιατί δεν γίνεσαι απλός; Το βιβλίο σου μιλάει γι’αγάπη;»
«Ναι.»
«Έ, βάλε στον τίτλο τη λέξη «αγάπη».»

Ο Ιβ στο τέλος θα ακούσει την συμβουλή της Άννας και θα βάλει στο βιβλίο του τη λέξη «αγάπη», άλλο ένα κλείσιμο του ματιού από τον Λε Τελιέ στον αναγνώστη σ’αυτήν την πανέξυπνη και μοντέρνα ερωτική ιστορία, τόσο παρελθοντολογική και τόσο σύγχρονη ταυτόχρονα που - όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα που κυκλοφορούν στην χώρα μας – είναι ένα αναζωογονητικό διαμαντάκι, το οποίο χαρίζει μερικές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης.

 
    
    

    

SALOME DE BAHIA -  Que reste-t-il de nos amours?