Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2012 | Permalink
Μια διαδρομή στην "Κόλαση"

Ειρωνία και χιούμορ, απέραντη φρίκη και άκρατος λυρισμός, γλαφυρές περιγραφές, μοναδικό ύφος που πολλές φορές γίνεται γκροτέσκο και μπαρόκ, αγάπη για τη ζωή και την αυθεντικότητα, αηδία για το ψεύτικο και τα στολίδια, αυτά είναι κάποια από τα εμφανή στοιχεία που διατρέχουν το έργο του μεγάλου συγγραφέα και διανοητή του 20ου αιώνα, Curzio Malaparte. Και όλα αυτά (μαζί με άλλα πολλά) βρίσκονται συγκεντρωμένα στο εμβληματικό magnus opus του, στο αυτοβιογραφικό (όπως τα περισσότερα του βιβλία άλλωστε) μυθιστόρημα του, με τίτλο «ΤΟ ΔΕΡΜΑ» («La Pelle»), (Εκδ. Μεταίχμιο, (έξοχη) μετάφρ. Π.Σκόνδρας, σελ. 446) που γράφτηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και είναι μια «άτυπη» συνέχεια του μεγαλειώδους «ΚΑΠΟΥΤ».

Στο «Δέρμα» ακολουθώντας το ύφος που τον καθιέρωσε, ο (ήδη γνωστός στον κόσμο μετά το πάταγο του «Καπούτ») συγγραφέας, κάνει ένα συνδιασμό (υψηλής) λογοτεχνίας, ιστορικού μυθιστορήματος με στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Από τις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης και την προέλαση των Γερμανών σε Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση που αποτέλεσε το κύριο υλικό στο προηγούμενο βιβλίο του, εδώ αναπαριστά και μεταφέρει τις πρώτες μέρες της Αμερικανικής (απελευθερωτικής) εισβολής στην Ιταλία. Η απελευθέρωσης της Νάπολης, η πορεία προς την Ρώμη, οι μάχες στην Φλωρεντία και η επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο του, το μικρό Πράτο της Τοσκάνης είναι τα γεγονότα που περιγράφονται. Ουσιαστικά όμως το βιβλίο – στο 75% της ύλης του - περιστρέφεται γύρω από τις πρώτες μέρες των αμερικανών στον Ιταλικό νότο, κυρίως στη Νάπολη και στην χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη.

«Δεν συνέβη τίποτε στην Ευρώπη» είπα.
«Τίποτε;» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ. «Και η πείνα, οι βομβαρδισμοί, οι τουφεκισμοί, οι σφαγές, η αγωνία, ο τρόμος – όλα τούτα είναι ένα τίποτα για σας;»
«Α, αυτά δεν είναι τίποτε» είπα. «Είναι για γέλια η πείνα, οι βομβαρδισμοί, οι τουφεκισμοί, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – όλα είναι για γέλια, κουταμάρες, παλιές ιστορίες. Στην Ευρώπη αυτά τα ξέρουμε από αιώνες. Τα έχουμε πια συνηθίσει. Δεν φταίνε αυτοί που καταντήσαμε έτσι.».
«Τότε τι σας κατάντησε έτσι;» είπε με κάπως βραχνή φωνή ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Το δέρμα»
«Το δέρμα; Ποιο δέρμα;» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Το δέρμα μας» απάντησα σιγανά. «Το δέρμα μας, ετούτο το καταραμένο για τομάρι. Εσάς ούτε που σας περνάει από το νου για πόσα είναι ικανός ένας άνθρωπος, για τι ηρωισμούς και για τι ατιμίες είναι ικανός, προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Ετούτο, ετούτο το σιχαμερό πετσί, βλέπετε;» (Και λέγοντας έτσι, τσιμπούσα με δυο δάχτυλα το δέρμα από τη ξανάστροφη του χεριού μου και το τραβούσα πέρα δώθε). «Κάποτε ο κόσμος υπέφερε από την πείνα, τα βασανιστήρία, τα πιο τρομερά μαρτύρια, σκότωνε και πέθαινε, υπέφερε και έκανε τους άλλους να υποφέρουν, για να σώσει την ψυχή, για να σώσει την δική του ψυχή και την ψυχή των άλλων. Ήταν ικανός για κάθε ανδραγάθημα και για κάθε ατιμία, προκειμένου να σώσει την ψυχή. Όχι την δική του μόνο αλλά και των άλλων. Σήμερα ο κόσμος υποφέρει και κάνει τους άλλους να υποφέρουν, σκοτώνει και πεθαίνει, κάνει πράγματα καταπληκτικά και πράγματα φρικώδη, κι όχι για να σώσει την ψυχή του, αλλά για να σώσει το τομάρι του. Ο κόσμος θαρρεί ότι παλεύει και υποφέρει για την ψυχή του, αλλά στην πραγματικότητα παλεύει και υποφέρει για το τομάρι του, μονάχα για το τομάρι του. Όλα τα υπόλοιπα δεν μετράνε. Είμαστε ήρωες για κάτι πολύ φτωχό σήμερα! Για ένα άσχημο πράγμα. Το ανθρώπινο δέρμα είναι άσχημο πράγμα. Κοιτάξτε. Είναι σχαμερό. Και να σκεφτείς ότι ο κόσμος είναι γεμάτος ήρωες έτοιμους να θυσιάσουν τη ζωή τους για κάτι τέτοιο!»
«Tout de meme…» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ.
«Δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα…Σήμερα στην Ευρώπη πουλιούνται τα πάντα – τιμή, πατρίδα, ελευθερία, δικαιοσύνη. Πρέπει να αναγνωρίσετε πως είναι ασήμαντο να πουλάει κανείς τα παιδιά του.»
«Εσείς ήσαστε τίμιος άνθρωπος» είπε ο στρατηγός Γκιγιόμ «δεν θα πουλούσατε τα παιδιά σας.»
«Που ξέρεις» απάντησα χαμηλόφωνα. «Το θέμα δεν είναι να είσαι τίμιος άνθρωπος, δεν σημαίνει τίποτα να είσαι καθωσπρέπει άνθρωπος. Δεν είναι ζήτημα προσωπικής εντιμότητας. Φταίει ο σύγχρονος πολιτισμός, αυτός ο πολιτισμός χωρίς Θεό, που υποχρεώνει τους ανθρώπους να δίνουν τέτοια σημασίας στο τομάρι τους. Μόνο το τομάρι μετράει τώρα πια. Σίγουρο, χειροπιαστό, αναντίρρητο, είναι μονάχα το τομάρι. Είναι το μόνο που κατέχουμε. Που είναι δικό μας. Το πιο θνητό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Μόνο η ψυχή είναι αθάνατη, αλίμονο! Αλλά τι αξία έχει τώρα πια η ψυχή; Μόνο το τομάρι μετράει. Όλα είναι φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα. Ως κι οι σημαίες των στρατών είναι φτιαγμένες από ανθρώπινο δέρμα. Δεν πολεμάει κανείς πια για την τιμή, για την ελευθερία, για την δικαιοσύνη. Πολεμάει για το δέρμα, για τούτο το σιχαμερό τομάρι.»
«Εσείς δεν θα πουλούσατε τα παιδιά σας» ξανάπε ο στρατηγός Γκιγιόμ κοιτάζοντας την ανάστροφη του χεριού του.
«Που ξέρεις;» είπα. «Εάν είχα παιδί ίσως πήγαινα να το πουλήσω, για να αγοράσω αμερικανικά τσιγάρα. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι της εποχής μας. Όταν είσαι άνανδρος, πρέπει να είσαι άνανδρος πέρα για πέρα.»

Θα μπορούσε να έχει ως τίτλο, «Μια διαδρομή στη κόλαση», διότι αυτό ουσιαστικά περιγράφει ο Μαλαπάρτε. Προβοκάτορας αλλά και μελαγχολικός, ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει την «αθωότητα» και «αφέλεια» των αμερικανών στρατιωτών με την πονηριά, την ηθική κατάπτωση, των συμπατριωτών του Ναπολιτάνων. Η ανάγκη για επιβίωση, ο καθημερινός αγώνας για τροφή, κορμιά κάθε ηλικίας και γούστου να πουλιούνται και ν’αγοράζονται πάνω στα ερείπια μιας (κάποτε) βασιλικής πόλης. Τα γερμανικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν και ολόκληρες συνοικίες να εξαφανίζονται, οι άνθρωποι να συμβιώνουν με τα ποντίκια, όλα να πουλιούνται και να διαπραγματεύονται. Και στη μέση όλων αυτών, οι Αμερικάνοι να παρακολουθούν άναυδοι και με ένα παράξενο μίγμα γοητείας και αηδίας να τους κυριεύει.

Ο Μαλαπάρτε είχε αναλάβει τη διοίκηση ενός λόχου Ιταλών που είχε τεθεί κάτω από τις διαταγές των Αμερικανών. Ντυμένος με μια παλιά βρετανική στολή τρυπημένη από τις σφαίρες, συνοδεύει τους Αμερικανούς στις αποστολές τους, φροντίζει για διάφορα πράγματα – ας μη λησμονούμε ότι εκτός από διανοούμενος και «εχθρός» του Μουσολινικού καθεστώτος, ήταν ένας πολύγλωσσος αριστοκράτης  (ο οποίος «υποχρέωνε» τους αδαείς Αμερικάνους στρατιωτικούς να του φέρονται με σεβασμό παρά την δεδομένη τους αντιπάθεια προς το ύφος του), με πολλές γνωριμίες οπότε, παρά την τσουχτερή του γλώσσα και την διάχυτη ειρωνία των λόγων του, ήταν απαραίτητος για την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση των Αμερικανών που ένιωθαν σαν να προσγειώθηκαν σε έναν άλλο πλανήτη και φέρονταν περισσότερο ως κατακτητές παρά ως «απελευθερωτές».

«Ωστόσο, παρά τον καθολικό και ειλικρινή ενθουσιασμό, δεν υπήρχε ούτε ένας Ναπολιτάνος σε ολόκληρη τη Νάπολη, που να νιώθει νικημένος. Δεν μπορώ να πω με ποιόν τρόπο είχε γεννηθεί μες στη ψυχή του λαού αυτό το παράδοξο συναίσθημα. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι η Ιταλία, συνεπώς και η Νάπολη, είχε ηττηθεί στον πόλεμο. Βεβαίως, είναι αρκετά πιο δύσκολο να χάνεις έναν πόλεμο παρά να τον κερδίζεις. Όλοι ξέρουν πώς να κερδίζουν τον πόλεμο, αλλά δεν είναι όλοι τους ικανοί να τον χάνουν. Όμως δεν αρκεί να χάσεις τον πόλεμο για να έχεις το δικαίωμα να νιώθεις ηττημένος λαός. Μες στην παμπάλαια σοφία τους, θρεμμένη από πολλαπλές οδυνηρές εμπειρίες ανά τους αιώνες, και μες στην ανυπόκριτη σεμνότητά τους, οι καημένοι μου οι Ναπολιτάνοι, δεν σφετερίζονταν το δικαίωμα να νιώθουν ηττημένοι ως λαός. Αλίμονο, αυτό αποτελούσε μια σοβαρή έλλειψη τακτ. Μα μπορούσαν να απαιτούν οι Σύμμαχοι να απελευθερώνουν τους λαούς και ταυτόχρονα να τους υποχρεώνουν να νιώθουν ηττημένοι; Ή ελεύθεροι ή ηττημένοι. Θα ήταν άδικο να κατηγορηθούν επειδή ο ναπολιτάνικος λαός δεν αισθανόταν ούτε ελεύθερος ούτε ηττημένος.»

Η «απελευθέρωση» μπορεί να είναι ένας καινούργιος εφιάλτης μας λέει ο Μαλαπάρτε και με το εκπληκτικό του ύφος μας μεταφέρει σε ένα όργιο γκροτέσκων εικόνων διανθισμένων με αυτό το σαγηνευτικό μαύρο χιούμορ του, το τόσο αναρχικό και σουρεαλιστικό. Μαύροι αμερικανοί στρατιώτες που μπαίνουν σε δημοπρασία εν αγνοία τους και αλλάζουν «ιδιοκτήτη» χαμογελαστοί και καμαρωτοί, αφού η κάθε οικογένεια θεωρούσε εξαιρετική επένδυση να φροντίζει και να ταίζει τον «μαύρο στρατιώτη» της, ο οποίος μπορεί να πήδαγε ή ακόμα καλύτερα να παντρεύονταν την κόρη (ή τις κόρες) τους και να τους έφερνε καθημερινά φαγητό και δωράκια. Γυναίκες κάθε ηλικίας που κάθονται στα μπαλκονάκια τους σηκώνοντας τα φουστάνια τους στους στρατιώτες και πουλούσαν τον εαυτό τους για λίγα δολλάρια. Το αρχαίο και ξακουστό ενυδρείο της Νάπολης να αδειάζει επειδή ο αμερικανός στρατηγός έπρεπε να βρει ψάρι για τα δείπνα του – με αποκορύφωμα το μαγείρεμα της μοναδικής «γοργόνας» της πόλης, όπου οι εμβρόντητοι αξιωματικοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα ψάρι με κοριτσίστικα χαρακτηριστικά!

Ομοφοβικός και ρατσιστής ο Μαλαπάρτε δεν ωραιοποιεί, ούτε «στρογγυλεύει» τη γλώσσα του. Απεχθάνεται τις ορδές των ομοφυλόφιλων που κατεβαίνουν στον Ιταλικό νότο, δήθεν μαρξιστές και αριστερίζοντες αλλά στην πραγματικότητα για να βρουν ωραία και αθώα αμερικανάκια. Σε πάρα πολλά θυμίζει τον έτερο μεγάλο και θυελλώδη ρατσιστή, τον Σελίν – εξάλλου και οι δύο αγαπήθηκαν και μισήθηκαν το ίδιο.

Ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί, ούτε εξυμνεί κάποια ανώτερα ανθρώπινα ιδανικά – εξάλλου όλα ισοπεδώνονται και διαλύονται. Το λέει όσο πιο ωμά (και κατανοητά) μπορεί. Ο νικητής τα παίρνει όλα – αξίες, ιδέες που τις βαφτίζει κατά το δοκούν (ο χθεσινός φασισμός, και η αμερικανικός χριστιανικός φιλελευθερισμός δεν έχουν και τόσες διαφορές) – ο Μαλαπάρτε προφητικός, το βλέπει να’ρχεται, μετά τον πόλεμο όλα αλλάζουν και η Ευρώπη δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Μέσα στην παράνοια των περιγραφών, υπάρχουν συζητήσεις γύρω από τις ιδέες του Μαρξ, του Σαρτρ – διανοουμενισμός μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρού και απάνθρωπου ρεαλισμού, όπου μόνο το ένστικτο δείχνει να είναι το κυρίαρχο συναίσθημα.

Ο αναγνώστης καλείται να βγάλει τα συμπεράσματα του, ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, δεν σχολιάζει. Τα γεγονότα παρατίθενται με καταιγιστικό ρυθμό και οι σκηνές της αμερικάνικης προέλασης ισορροπούν μεταξύ πολύ βίαιων (και πολλές φορές αηδιαστικών) σκηνών και ειρωνίας, χιούμορ και φρίκης – με αποκορύφωμα, την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ρώμη (αφού πρώτα ο Μαλαπάρτε οδηγεί τα στρατεύματα από την αρχαία Άππια οδό και τους κάνει πραγματική ξενάγηση!), όπου ένα τανκ πατάει και λιώνει (κυριολεκτικά όμως) έναν άμοιρο ντόπιο που είχε βγει στους δρόμους να πανηγυρίσει την άφιξη των αμερικάνων.

Για την «bigger than life» προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου αυτού συγγραφέα, υπάρχουν πολλά στοιχεία στο post (που έγραψα πριν 3 χρόνια) για το «Καπούτ», οπότε είναι πλεονασμός να τα επαναλάβω εδώ. Στο «Δέρμα» υπάρχει και η περίφημη σκηνή με την επισκεψη του Ρόμελ στην μοναδική βίλα του Μαλαπάρτε στο Κάπρι και την διάσημη συνομιλία τους «…προτού φύγει, με ρώτησε αν είχα αγοράσει το σπίτι μου ήδη έτοιμο ή το είχα σχεδιάσει και κατασκευάσει εγώ. Του απάντησα – και δεν ήταν αλήθεια – πως είχα αγοράσει το σπίτι έτοιμο. Και με μια πλατιά χειρονομία, δείχνοντάς του την ορθοπλαγιά της Ματρομάνια, τους τρεις γιγαντιαίους βράχους των Φαραλιόνι, τη χερσόνησο του Σορέντο, τα νησιά των Σειρήνων, τα γαλάζια μάκρη της ακτής του Αμάλφι και την απόμακρη χρυσαφένια λάμψη της ακτής του Πέστουμ, του είπα: «Εγώ σχεδίασα το τοπίο.» ». Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς και διανοητές του 20ου αιώνα σε ένα «μυθιστόρημα», το οποίο (όσο μεγαλεπήβολο και κλισέ κι αν ακούγεται) δεν πρέπει να λείπει από καμμία βιβλιοθήκη.

Υ.Γ. «Το Δέρμα»μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, το 1981 από την αντιφατική και πομπώδη σκηνοθέτιδα Λ.Καβάνι. Πήρε ανάμεικτες κριτικές αλλά συζητήθηκε πολύ για την ωμότητα των σκηνών του. Μπορεί η ταινία να μην φτάνει στο μεγαλείο του βιβλίου, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή για τον ρόλο του Κ.Μαλαπάρτε από τον Μ.Μαστρογιάνι.


   
   

   


Lalo Schifrin – La Pelle (OST)

______________________________________________

Το blog θα μείνει κλειστό για 2 εβδομάδες λόγω θερινών διακοπών.