Τρίτη, Ιουλίου 24, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 24, 2012 | Permalink
Βασιλιάς σε καταδίωξη
«Το σκάκι – λέει ο Τζορτζ
Στάϊνερ – είναι μια άσκηση για τρελλούς, σκέτη μανία. Παράνοια, φαντασιοπληξία,
αυτισμός, ιδιοτροπία δεν είναι καν ελαττώματα των ατόμων, αλλά αναβλύζουν από
τη βαθιά δομή αυτού του απελπισμένα σοβαρού, λογικά παράλογου, υπεραφηρημένου
παιχνιδιού. Μα όποιος παίζει πάντα με αντίπαλο τον εαυτό του βρίσκει παρηγοριά
μονάχα στις μονομαχίες σε ανοιχτό πεδίο και χαλαρώνει όταν έχει έναν αληθινό
εχθρό. Η μάχη τον ηρεμεί, είναι πιο ήσυχος. Απόλυτα φυσιολογικός. Για μια φορά,
ό,τι βρίσκεις απέναντί σου δεν είναι ένας εμπρηστικός καθρέφτης, δεν είναι το
δικό σου φάντασμα. Αυτό το πρόσωπο, αυτές οι χειρονομίες, αυτές οι κινήσεις δεν
είναι δικές σου, κι είναι θαυμάσια έτσι. Χωρίς θυμό. Χωρίς μίσος. Είναι ζήτημα
διανοητικής υγείας, επιβίωσης. Να παίζεις εναντίον ενός άλλου σημαίνει να
κατακτάς ένα κομματάκι από τον κόσμο. Να ανασαίνεις.»
Το να διαβάζω βιβλίο γύρω
από το σκάκι ήταν ήδη μια (προσωπική) υπέρβαση αφού ούτε γνωρίζω το παιχνίδι,
ούτε με ενδιέφερε ποτέ να μάθω. Το να μου αρέσει τόσο πολύ όμως (το συγκεκριμένο
βιβλίο – παρότρυνση και δώρο καλού φίλου) ήταν κάτι που δεν περίμενα. Ίσως
επειδή το σκάκι είναι απλώς η αφορμή για τον Ιταλό συγγραφέα και δημοσιογράφο, Vittorio Giacopini να
ασχοληθεί με τη ζωή ενός ανθρώπου χαρισματικού, του μεγάλου μαίτρ Bobby Fischer, στην υπέροχη μυθιστορηματική βιογραφία, «ΒΑΣΙΛΙΑΣ
ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ» («Re in fuga»), (Εκδ.Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Π.Σκόνδρας,
σελ.298).
Το βιβλίο του Τζακοπίνι
(γραμμένο πριν από τον θάνατο του Φίσερ), ανήκει στην κατηγορία εκείνων των
(ψευδο)βιογραφικών μυθιστορημάτων – όπως το πολύ όμορφο «Σάντα Εβίτα» του
Μαρτίνεζ – όπου ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για την πιστή αναπαράσταση της
ζωής του βιογραφούμενου, αλλά στηριζόμενος σε αφηγήσεις, συνεντεύξεις, βιβλία
άλλων συγγραφέων, ρεπορτάζ και κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά ντοκουμέντα, χτίζει
μια άκρως υποκειμενική και αυθαίρετη μυθιστορηματική βιογραφία γύρω από το
πρόσωπο που τον ενδιαφέρει. Όπως γράφει κι ο ίδιος ο Τζακοπίνι στο τέλος του
βιβλίου: «Αυτό το μυθιστόρημα διηγείται (και γεγονότα) που συνέβησαν πραγματικά
και κανένα πρόσωπο δεν είναι φανταστικό. Αλλά μόνο αυτό – όλα τα υπόλοιπα είναι
επινόηση, αυθαίρετη ερμηνεία, προδοσία.»
Μέσα από τις σελίδες του
άκρως εθιστικού αυτού βιβλίου, προσπαθούμε να κατανοήσουμε την προσωπικότητα
του Μπόμπι Φίσερ. Θυμάμαι που ήμουνα μικρό παιδί, στις αρχές της εφηβείας μου
και διάβαζα στην εφημερίδα, ή έβλεπα στην χουντική τηλεόραση της εποχής τις
καθημερινές ανταποκρίσεις, για την αναμέτρηση Φίσερ-Σπάσκι το 1972 στο
Ρέυκιαβικ της Ισλανδίας. Μια σκακιστική αναμέτρηση που εν μέσω του Ψυχρού
Πολέμου, ήταν ουσιαστικά μια αναμέτρηση των 2 κόσμων, με παγκόσμια τηλεοπτική
κάλυψη και συνεχή ρεπορτάζ. Οι τρέλες του Φίσερ, η ηρεμία του Σπάσκι, θεωρίες
συνομωσίας σε μια σειρά αγώνων που κράτησαν 3 μήνες και έφεραν τον Φίσερ στην
κορυφή του αθλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και το σπάσιμο της Σοβιετικής
κυριαρχίας για πρώτη φορά.
Ποιος ήταν όμως ο Μπόμπι
Φίσερ (Μάρτιος 1943 – Φεβρουάριος 2008); Το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του
παραμένει. Ο Τζακοπίνι τον παρομοιάζει με «αναχωρητές» συγγραφείς, τον Πίντσον,
τον Σάλιντζερ, με τραγουδοποιούς που άλλαξαν την πορεία της μουσικής, όπως τον
Ντύλαν. Ένας sui-generis άνθρωπος,
ο οποίος εξετέθη στο φως της δημοσιότητας από μικρό παιδί, όταν σε ηλικία ούτε
καν 15 χρονών κερδίζει το πρωτάθλημα των Η.Π.Α. Χαρακτηριστική περίπτωση παιδιού-θαύματος,
από 7 χρονών έδειξε το ταλέντο του, καθοδηγούμενος από την ισχυρή προσωπικότητα
της μητέρας του Ρεγκίνας. Παιδί αγνώστου πατρός ή τουλάχιστον ουδέποτε επίσημα
αναγνωρισμένο από τον Πάουλ Νεμένι, του οικογενειακού φίλου και πρόσφυγα όπως η
Ρεγκίνα από την Χιτλερική Γερμανία που μετά από ένα χρονικό διάστημα στην
Μόσχα, τον γάμο της με τον γιατρό Χανς-Γκέρχαρντ Φίσερ και την γέννηση της
κόρης της φθάνει στο Σικάγο των Η.Π.Α. το ’39, χωρίς τον σύζυγό της, ο οποίος
μη μπορώντας να πάρει βίζα μένει στο Σαντιάγκο της Χιλής και δεν θα
ξαναειδωθούν ποτέ. Ο Μπόμπι γεννιέται το ’43, καταγράφεται ως νόμιμο τέκνο του
Χ.Γ.Φίσερ αλλά το F.B.I. που ήδη
παρακολουθεί την Ρεγκίνα από το ’42 ως «ύποπτη κομμουνιστικής ιδεολογίας»,
γνωρίζει ότι το ζεύγος είχε να βρεθεί μαζί κάπου 4 χρόνια.
Η «αναζήτηση» του πατέρα
(ο Νεμένι στηρίζει οικονομικά την οικογένεια, παρότι έχει ήδη δημιουργήσει την
δική του, αλλά πεθαίνει το 1952), η καταπιεστική αλλά μονίμως διωκόμενη και
παρακολουθούμενη από τις κρατικές αρχές μητέρα, η οικονομική ένδεια,
στιγματίζουν την προσωπικότητα του Μπόμπι, ο οποίος μόνο ένα πράγμα έχει στο
μυαλό του.
«Θέλω μονάχα να παίζω
σκάκι, δε με νοιάζει τίποτε άλλο.»
Η πορεία του προς την
κορυφή είναι ιλιγγιώδης και σύντομα προτού κλείσει τα 20 του χρόνια, υποχρεώνει
τον Τύπο να ασχοληθεί μαζί του. Κοντράρει στα ίσια τους Σοβιετικούς γκραν-μαίτρ
και διαλύει με συνοπτικές διαδικασίες όλους τους άλλους. Δεν δίνει
συνεντεύξεις, δεν εμφανίζεται συχνά – περνάνε μεγάλες περίοδοι αποχής από τα
«εγκόσμια» - κάτι περίεργες δηλώσεις, η προσκόλληση του με μια θρησκευτική σέχτα,
ο έντονος αντισημιτισμός του, δείχνουν έναν άνθρωπο αντιπαθητικό στα όρια της
παράνοιας. Έχει όμως ένα σκοπό – να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής.
Το Ρέυκιαβικ το ’72
επιλέγεται ως η ουδέτερα έδρα για να γίνει ο «τελικός των τελικών».
Τηλεοράσεις, εφημερίδες, ανταποκριτές διάσημοι συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Κέσλερ
που επιλέγεται για τον αντικομμουνισμό του. Οι Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση
επιλέγουν να λύσουν τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους, στο πιο
μονήρες των αθλημάτων, το σκάκι. Και οι μονομάχοι να είναι ο καθένας στον κόσμο
του – καθόλου οι ιδανικοί αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων τους που επενδύουν τόσα
πολλά σ’αυτή την αναμέτρηση.
Ο Φίσερ που την Αμερική
την έχει γραμμένη στ’αρχίδια του και ο Σπάσκι μπον-βιβέρ και διανοούμενος που
προτιμάει να ασχολείται με την Ιστορία παρά με το άθλημα του, δίνουν έναν αγώνα
λυσσαλέο. Ο Φίσερ κερδίζει και γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής. Το όνειρό του (;)
γίνεται πραγματικότητα. Τον υποδέχονται με τιμές στην πατρίδα του και όταν
περνάνε τα πανηγύρια εκείνος αποσύρεται στην Καλιφόρνια και απομονώνεται.
Εν τω μεταξύ έχουν γραφτεί
μιούζικαλ γύρω από τη μεγάλη μονομαχία («Chess» των Ράις/ABBA), άρθρα, η Αμερική χρειαζόταν ένα σύμβολο και το
βρίσκει στο πρόσωπο του πλέον «ακατάλληλου» ανθρώπου, αλλά όταν η
εκκεντρικότητά του αρχίζει να κουράζει, σιγά-σιγά τον εγκαταλείπουν, αμήχανοι
και φοβισμένοι σ’αυτά που είναι έτοιμος να ξεστομίσει…
Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Πριν από 100 περίπου χρόνια, το 1858 άλλος ένας Αμερικανός, ο Πολ Μόρφι,
γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι. Τον υποδέχονται με τιμές εθνικού
ήρωα. Αλλά εκείνος αλαζόνας και προκλητικός αποσύρεται και σε λίγο καιρό
ξεχνιέται. Τον βλέπουν μετά από καιρό στους δρόμους της Ν.Ορλεάνης ντυμένο
γυναίκα να απαγγέλει στίχους! Τώρα ο Μπόμπι αηδιασμένος αποσύρεται στην
Καλιφόρνια, στηρίζει οικονομικά την θρησκευτική αίρεση ώσπου στο τέλος τα σπάει
και μαζί τους, γράφει αντισημιτικές επιστολές στον τύπο, ενώ μια μέρα
συλλαμβάνεται στον δρόμο διότι νόμιζαν ότι ήταν κάποιος αλήτης, ύποπτος για
ληστεία.
«They sentenced me to
twenty years of boredom» τραγουδούσε
ο Λ.Κοέν και έτσι, 20 χρόνια μετά, ο Μπόμπι Φίσερ επανεμφανίζεται. Είναι 1992
και αποδέχεται την πρόσκληση για έναν αγώνα ενάντια στον αιώνιο αντίπαλό του,
τον Σπάσκι (και οι δύο ουσιαστικά εκτός επίσημης λίστας διεκδικητών κάποιου τίτλου
αλλά με την φήμη να τους συνοδεύει αμείωτη), με έπαθλο, το ιλιγγιώδες ποσόν των
20 εκατομμυρίων δολλαρίων από έναν πάμπλουτο Σέρβο. Ο τόπος διεξαγωγής όμως
είναι το Μαυροβούνιο και οι ΗΠΑ έχουν κηρύξει εμπάργκο κατά της (τότε ενωμένης)
Σερβίας. Ο Φίσερ προκλητικά σχίζει την κυβερνητική επιστολή απαγόρευσης μπροστά
στις κάμερες και η κυβέρνηση Τζ.Μπους βγάζει ένταλμα σύλληψης του «προδότη». Το
ματς δεν έχει σημασία – ο Φίσερ κερδίζει χαλαρά – αλλά από εκείνη τη μέρα,
είναι ένας φυγάς. Βουδαπέστη (και η πρώτη σοβαρή σχέση με την Ζίτα,μια
Ουγγαρέζα παντρεμένη σκακίστρια), Φιλιππίνες (άλλη σοβαρή σχέση και ένα παιδί
που ίσως να είναι δικό του), Τόκυο, το FBI και η CIA
είναι από πίσω του, μετά την μητέρα του, τώρα παρακολουθούν κι’αυτόν – θεωρεί
τον εαυτό του «θύμα της παγκόσμιας Εβραϊκής συνωμοσίας» - και ασχολείται με
αντιαμερικανικά και αντιεβραϊκά κηρύγματα στα ραδιόφωνα της Μανίλας και της
Βουδαπέστης. Με την 11η Σεπτεμβρίου σχεδόν πανηγυρίζει («Θαυμάσιες
ειδήσεις»!!) – πλέον θεωρείται «τρομοκράτης».
Στο Τόκυο είναι ήρεμος για
πρώτη ίσως φορά στη ζωή του. Ζει μαζί με μια παλιά του γνώριμη από τη δεκαετία
του 70 άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αλλά η προσπάθεια του να ταξιδέψει εκτός της
χώρας, κινητοποιεί τις αρχές του αεροδρομίου, η Ιαπωνία θέλει να τον εκδόσει
στις Η.Π.Α. και μετά από ένα χρόνο φυλακή περιμένοντας την έκδοσή του, κάνει
την μεγαλοφυή κίνηση, ζητάει πολιτικό άσυλο από την Ισλανδία, και φεύγει για το
Ρέυκιαβικ, όπου ζει την υπόλοιπη ζωή του, μέχρι τον θάνατό του από νεφρική
ανεπάρκεια το 2008.
Τρελλός ή Επαναστάτης; Το
πρόβλημα με την ζωή του Φίσερ είναι ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές να
βασιστεί κάποιος που θέλει να γράψει την βιογραφία του. Μερικά ντοκιμαντέρ –
κυρίως με αφορμή την «μεγάλη μονομαχία» - , κάποια βιβλία που έχουν γράψει
άνθρωποι που ήταν δίπλα του σε σύντομες περιόδους της ζωής του, από τις πηγές
του FBI. Έμεινε στην ιστορία για την «αναμέτρηση στο
Ρέικιαβικ» και τις παλαβομάρες του, αλλά το ποιος ήταν πραγματικά ο Μπόμπι
Φίσερ παραμένει ένα μυστήριο.
Το βιβλίο του Τζακοπίνι είναι
γραμμένο σαν μυθιστόρημα (εξάλλου ο «ήρωάς του», ο Μπόμπι Φίσερ ήταν μια
κατ’εξοχήν μυθιστορηματική προσωπικότητα), και σε παρασύρει σε βαθμό
υπνωτιστικό, έτσι ώστε να κολλάς στις σελίδες του λες και διαβάζεις
περιπετειώδες ανάγνωσμα. Ο συγγραφέας έχει εξαιρετικό στυλ, γλαφυρό και συχνά
παραληρηματικό, ενώ αξιοποιεί τα λιγοστά στοιχεία που έχει για μια ζωή του ήρωά
του γεμάτη ταλαιπωρίες και περιστατικά (που το καθένα από μόνο του μπορεί να
συναρπάσει) με τρόπο θαυμαστό. Κάθε σελίδα σε υποχρεώνει να σταματήσεις και να
σκεφτείς, το υπέροχο ύφος του Τζακοπίνι σε γοητεύει και σε συναρπάζει, σ’αυτό
το λογοτεχνικό διαμάντι. Το «Rosebud» της
ζωής του ιδιόμορφου αυτού τύπου δεν βρέθηκε ποτέ – αυτό όμως δεν μειώνει ούτε
στο ελάχιστο την μαγεία του βιβλίου.
«Όσα ξέρουμε γι’αυτόν
προέρχονται από πηγές εχθρικές, από την ανάποδη. Η λατρεία του για τη
μυστικοπάθεια υπήρξε πάντοτε ακραία, μανιακή. Η εικόνα του Μπόμπι Φίσερ ως ενός
απόλυτου μοναχικού, ενός τρελού στυλίτη, ενός αντικοινωνικού, είναι επίσης το
υποχρεωτικό πλην όμως απατηλό αποτέλεσμα ενός περίτεχνου οπτικού παιχνιδιού.
Στη σύντομη καριέρα του ως πρωταθλητή, στα μυστηριώδη χρόνια της μεγάλης φυγής…ο
Φίσερ είχε φίλους, συντρόφους, συμμάχους, όπως και όλος ο κόσμος. Οι φιλίες
του, όμως, βασίζονταν σε μια άγραφη συμφωνία, υπάκουαν στα κελεύσματα ενός
τυραννικού νόμου που δε δέχεται εξαιρέσεις. Ποτέ να μη μιλάς στον Τύπο, ποτέ μη
βγάζεις άχνα. Όντως, πάντα ο Φίσερ έκοβε μαχαίρι κάθε σχέση με οποιονδήποτε
παραβίαζε αυτή τη ρητή εντολή της σιωπής. «Μη μιλάτε ποτέ για τίποτα και σε
κανέναν. Αν το κάνετε, στο τέλος θα νιώσετε την έλλειψη όλων.» Πάρτε το φινάλε
του «Φύλακα στη σίκαλη» και μεταμορφώστε το σε παραβολή του Κάφκα. Οι
εξαιρετικά προσωπικοί σου φόβοι – ο φόβος μήπως σε παρεξηγήσουν, ο τρόμος της
προδοσίας, η αδυναμία του ορφανού, μια σχεδόν παθολογική ντροπαλότητα –
γίνονται καθολική εντολή, ο κανόνας των κανόνων για οποιαδήποτε σχέση, η μοναδική
προϋπόθεση για να μείνεις σε επαφή. Μη λέτε ποτέ και τίποτα σε κανέναν. Τελεία
και παύλα.»
Bob Dylan – It’s all right, Ma (I’m only bleeding)