Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2012 | Permalink
Κόντρα στον άνεμο

Παράξενο μυθιστόρημα, το άκρως σαγηνευτικό «γουέστερν» του FREDERIC ROUX (Γαλλία,1947), με τίτλο «ΙΝΔΙΑΝΙΚΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ» («L'Hiver indien»), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Γ.Στρίγκος, σελ.537), μια «ουτοπική» περιπέτεια που είναι φανερά επηρεασμένη (αλλά αυτό ουδόλως ενοχλεί) από κινηματογραφικές ταινίες και λογοτεχνικά έργα, με άφθονο και αντισυμβατικό χιούμορ.

Τ’αδέρφια Γκορτς, ο Πέρσι και ο Σταντ ζουν σε ένα βρωμερό και τρισάθλιο καλύβι μέσα στο δάσος και συντηρούνται από το επίδομα ανεργίας το οποίο σπαταλάνε σε ατέλειωτα μεθύσια, ενώ διατρέφονται από το σχεδόν καθημερινό (παράνομο) κυνήγι ζαρκαδιών. Οι Γκορτς είναι Ινδιάνοι και ανήκουν στην σχεδόν εξαφανισμένη φυλή των Μάκα, ζουν στο Νία Μπέι, ένα κομμάτι γης στο βορειοδυτικό άκρο των Η.Π.Α., στην πολιτεία της Ουάσιγκτον – πιο δυτικά δεν έχει, αφού η πόλη τους είναι ένα λιμανάκι στον Ειρηνικό ωκεανό ενώ πίσω τους έχουν μόνο δάση και λίμνες. Είναι μια γη εκ πρώτης όψεως ειδυλλιακή που πλέον «φιλοξενεί» τους αρχικούς της ιδιοκτήτες, οι οποίοι φυτοζωούν χαμένοι μέσα στον αλκοολισμό που ταλαιπωρεί την φυλή τους, πάμπτωχοι και με υψηλή εγκληματικότητα.

«Βρίσκονταν εκτοπισμένοι στις ακτές του Ειρηνικού, είχαν πουλήσει ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτείας της Ουάσιγκτον όχι ακριβότερα απ’όσο θα κόστιζε μια Buick Regal με χαλασμένο κιβώτιο ταχυτήτων, κι αν έκαναν ένα βήμα πίσω, θα τους κατάπινε ο ωκεανός. Κανείς πια δεν θα μιλούσε γι’αυτούς σε τούτα τα εδάφη που άλλοτε τους ανήκαν, με εξαίρεση τα εθνογραφικά μουσεία, όπου όλοι θα ήταν περίλυποι επειδή οι ελάχιστοι εναπομείναντες δεν θα μπορούσαν να τους διαφωτίσουν γύρω από κάποιες λεπτομέρειες.
Η σιωπή έπεσε ανάμεσά τους όπως θα’πεφτε η σκόνη ή ο κεραυνός, θα τους είχαν βρει ένα χρόνο αργότερα, πετρωμένους, στην ίδια θέση.
Τα σκέφτονταν όλ’αυτά, ο καθένας, κλεισμένος στα όνειρα που είχε εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Το πιο τρελλό όνειρο ήταν ίσως η μόνη λύση ή θα ήταν εν πάση περιπτώσει η έσχατη λύση. Δεν θα απέμεινε στις επόμενες γενιές παρά να διαλυθούν στο αλκοόλ ή, ακόμα χειρότερα, στη λήθη. Η προφητεία του Κάστερ θα επαληθευόταν πιο πολύ απ’ότι θα το ήθελε κι ο ίδιος, οι επόμενοι Ινδιάνοι που θα γεννιόνταν θα ήταν ήδη νεκροί Ινδιάνοι.»

Όταν ο Σταντ (ο μεγαλύτερος) αποφυλακίζεται μετά από τριετή ποινή, εκτός από το αρχικό σοκ που ένιωσε ο Πέρσι βλέποντας ολόκληρο το σώμα του καλυμμένο από τατουάζ (τα οποία τον μετέτρεπαν σε μάλλον τρομακτική μορφή αφού ήταν θεόρατος), τον άκουσε με ανοιχτό στόμα να ξεδιπλώνει το σχέδιο που επεξεργάστηκε κλεισμένος στο κελί του. Να βρούνε μερικούς άλλους και να ξαναρχίσουν αυτό που χαρακτήριζε τη φυλή τους κάποτε: το κυνήγι της φάλαινας…Το σχέδιο φαντάζει τρελλό και ανεφάρμοστο, τα δυό αδέρφια δεν είναι και οι πιο αξιοσέβαστοι κάτοικοι της πόλης (ο Σταντ διακρινόταν στα μεθύσια και τους τσακωμούς, ενώ ο Πέρσι για την ομορφιά του, την αφέλειά του και το ταλέντο του να πηδάει ότι θηλυκό κινείτο γύρω του), αλλά όταν προσεγγίζουν τον ιδιόμορφο διανοουμενίζοντα και σοφιστή Χάουαρντ που πέραν της ακατάσχετης κατανάλωσης ποτού μπορεί να προσδώσει μια πιο στέρεη βάση στο αίτημα τους που με τα πολλά εγκρίνεται από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Ο Χάουαρντ πείθει τον γιό του Νέιθαν, που υπηρέτησε στο Ιράκ και είναι καλός σκοπευτής, ενώ ο Σταντ βρίσκει τον εξαφανισμένο από χρόνια από τη πόλη τους, κτηνώδη Γκρεγκ Μπίσοπ, μια μάλλον εγκληματική φυσιογνωμία και τον πείθει μετά από ένα εξαντλητικό όργιο ποτού και μεθυσιού να συμμετάσχει υποσχόμενός του χρηματικά οφέλη από το κυνήγι φαλαινών. Ο παλιός φίλος του Χάουαρντ, ο Κρις είναι ο τελευταίος που προσεγγίζεται επειδή ήταν άσος κάποτε στην κωπηλασία. Πλέον όμως είναι ένας «γκουρού του σεξ», ένας τσαρλατάνος που απομυζά χρήματα από μεσόκοπες κυρίες ως μάγος που πουλάει ματζούνια και φυλακτά – σε δύσκολη θέση πλέον από τις συνεχείς καταγγελίες, αλλάζει πόλη κάθε τρεις και λίγο για να ξεφύγει, οπότε βλέποντας ως μονόδρομο την επιστροφή στην πόλη του, δέχεται να συμμετάσχει στο σχέδιο.

«Όλοι μαζί αποτελούσαν μια ωραία από παράνομους, κι αυτή η ορδή των αγρίων υποτίθεται πως, όπως το σκέφτονταν μερικές φορές, θα ξανάδινε στην κοινότητα τη χαμένη της αξιοπρέπεια κατορθώνοντας κάτι που θεωρούνταν ιερό από τους προγόνους τους.»

Καθώς το σχέδιο αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, οι οικολογικές οργανώσεις αντιδρούν, οι δημοσιογράφοι κατακλύζουν την πόλη και το πλοίο μιας οικολογικής ακτιβιστικής οργάνωσης, το «Whale Will» του φανατικού «οικολόγου» Συνταγματάρχη Χολμς αποκλείει το λιμάνι της πόλης ώστε να μη μπορεί να βγεί παραέξω οτιδήποτε, η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι και οι εξελίξεις προβλέπονται ραγδαίες. Υπάρχει τεράστια δημοσιότητα, η αμερικάνικη κοινή γνώμη είναι φανατικά εναντίον της ιδέας των Ινδιάνων – «γι’αυτούς οι φάλαινες είναι πιο σημαντικές από τους Ινδιάνους» – και παρά τα λογικοφανή και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (η οποία βέβαια τροποποιείται συνεχώς), επιχειρήματα υπέρ της (συγκεκριμένης) φαλαινοθηρίας το εγχείρημα μοιάζει καταδικασμένο. Θα το ανεχθούν όμως αυτό, τα μέλη της «Άγριας Συμμορίας» ή θα το πάνε στα άκρα;

«…Ήταν όλο και πιο βέβαιος πως όλοι όσοι κάθονταν γύρω απ’αυτό το τραπέζι ανήκαν σε γενιές χαμένες, πως βρίσκονταν διχασμένοι ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί.
Τους είχαν πάρει ό,τι ήταν δικό τους, το οποίο δεν ήταν τίποτα.
Το κυνήγι της φάλαινας ήταν η μόνη εναλλακτική για να ξαναβρούν κάπως την ταυτότητά τους και την περηφάνιά τους…επρόκειτο για μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων και δια παντός.»

Το μυθιστόρημα (βίαιο και ωμό πολλές φορές) ακολουθεί την μορφή και το ελεγειακό ύφος της αριστουργηματικής ταινίας «ΚΑΙ ΟΙ 7 ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ» (περισσότερο παρά του πρωτότυπου που ήταν «ΟΙ 7 ΣΑΜΟΥΡΑΪ»). Οι «τελειωμένοι» αντιήρωες του βιβλίου, αυτά τα 6 «αποβράσματα της κοινωνίας» είναι αποφασισμένοι να τραβήξουν τον δρόμο τους, να περάσουν το μήνυμα της επιβίωσης της φυλής τους που γι’αυτούς έχει μεγαλύτερη σημασία από την επιβίωση της φύσης ή των ζώων. Ενάντια σε οτιδήποτε πολιτικά ορθό, κόντρα στους νόμους που τους έχουν επιβληθεί, οι «ασεβείς» και «μηδενιστές» αυτοί τύποι, μέθυσοι και μόνιμοι παραβάτες του νόμου, απόκληροι και ανυπόταχτοι τραβάνε το δρόμο τους γνωρίζουν το τέλος τους, ξέρουν ότι θα συντριβούν αλλά τίποτα δεν τους ενδιαφέρει.

Η Φάλαινα δεν εμφανίζεται πουθενά, ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι μια ουτοπία. Αλληγορικό και συμβολικό το βιβλίο του Ρού (με στίχους από τραγούδια και ποιήματα – υπάρχει και playlist στο τέλος του!!), δεν είναι απλά μια περιπέτεια που σε κρατάει καθηλωμένο. Ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο με την ειρωνική και γεμάτη χιούμορ γραφή του, οι έξαλλοι και «φανταμενταλιστές» οικολόγοι, οι υστερικές μεσόκοπες «τρομοκράτισες της ορθής σκέψης», η φιλήσυχη αστική τάξη με τις εμμονές και την απουσία κριτικής σκέψης, οι σύγχρονες αμερικανίδες, δήθεν προοδευτικές και χωρίς ταμπού που στην πραγματικότητα είναι βαθύτατα συντηρητικές, όπως στην περίπτωση της Φράνσις που ερωτεύεται τον Πέρσι και κάποια στιγμή φρικάρει... Μπορεί να δανείζεται πολλά στοιχεία από το (επιβλητικό και θεμελιώδες) «Μόμπυ Ντικ» του Μέλβιλ, αλλά είναι πάνω απ’όλα μια αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας ενός έθνους, ενός λαού καταδικασμένου στην αφάνεια και στην λήθη της ιστορίας από τις Η.Π.Α. και την εγκληματική πολιτική τους πάνω στο θέμα των Ινδιάνων – η δε σκέψη του κάθε αναγνώστη μπορεί να πάει σε σύγχρονα προβλήματα όπως η Παλαιστίνη ή το Θιβέτ. Το ελεγειακό ύφος του μυθιστορήματος με το κινηματογραφικό (και προβλεπόμενο) φινάλε δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν.

 



                       
BOB SEGER – Against the wind