Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013 | Permalink
Ένα μπαρόκ, πολυφωνικό έπος
Το πολυφωνικό μυθιστόρημα του συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας, Jean-Marie Blas de Robles, (Γαλλία,1954), «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ», (Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, (ωραία) μετάφραση Ρ.Κολαϊτη, σελ.721), βρίσκεται ακριβώς εκεί, όπου το ψυχόδραμα, συναντάει την ιστορία, η λαϊκή περιπέτεια πηγαίνει χέρι-χέρι με το φιλοσοφικό μυθιστόρημα και οι διαπλεκόμενες και οι άκρως ρεαλιστικές πολιτικές ίντριγκες μπερδεύονται με τις ενοράσεις ενός Ιησουίτη ιερέα του 17ου αιώνα με αχαλίνωτη φαντασία.
«Η αλήθεια δεν είναι ούτε μονοπάτι για να κόψεις δρόμο ούτε αυτό το ξέφωτο όπου το φως γίνεται ένα με το σκοτάδι. Είναι η ίδια η ζούγκλα και η ταραγμένη της πλησμονή, η ερμητικότητά της. Πάει καιρός που δεν ψάχνω πια να βρω μια οποιαδήποτε έξοδο απ’το δάσος, αλλά χώνομαι μέσα του όλο και πιο βαθιά.»
Στη ροή της καθημερινότητας όμως του Ελιάζαρ, εμπλέκονται η παλαιοντολόγος πρώην σύζυγός του Ελάινε, η οποία συμμετέχει σε με μια αποστολή στον Αμαζόνιο ψάχνοντας παλαιολιθικά ευρήματα, και βρίσκεται εν μέσω μιας άνευ προηγουμένου περιπέτειας με απρόβλεπτες όσο και τραγικές συνέπειες, και η κόρη τους Μοέμα, η οποία σπουδάζει στην Φορταλέζα, αλλά περισσότερο ασχολείται με το πάθος της για τα ναρκωτικά και το σεξ. Γύρω τους στροβιλίζονται, ο διοικητής της επαρχίας με τις κομπίνες του για την ανοικοδόμηση της περιοχής και η αλκοολική πάμπλουτη σύζυγός του, δύο ρακοσυλλέκτες μιας φαβέλας στη Φορταλέζα, μια πανέμορφη Ιταλίδα, η Λορεντάνα που κουβαλάει ένα τραγικό μυστικό και ένας γιατρός (φίλος του Ελιάζαρ), ο Εούκλιντες, στοχαστικός και καίριος στις διαπιστώσεις του.
Σε πρώτη ματιά δείχνουν μπερδεμένα όλα! Πως συνδέονται αυτά τα φαινομενικά αταίριαστα πρόσωπα μεταξύ τους; Γιατί η φυλή των αγρίων της ζούγκλας του Αμαζονίου μιλάει λατινικά; Πως συμμετέχουν στην ιστορία οι δύο ταλαίπωροι κάτοικοι της φαβέλας; Ως που μπορούν να φθάσουν οι περιπέτειες της Μοέμα και της Ελάινε – δύο γυναικών που η ζωή τις οδηγεί στα όρια τους;
Ο ικανότατος όμως Μπλας ντε Ρομπλές με εξαιρετικό στυλ γραφής προσφέρει ένα συναρπαστικό και ιδιαίτερα γοητευτικό και πολεπίπεδο βιβλίο, που ναι μεν αρκετές φορές κουράζει με την φλυαρία του (αναπόφευκτη σε έργα αυτού του όγκου) και την επανάληψη (κυρίως στην βιογραφία του Κίρχερ), δείχνει χαοτικό και πάει να ξεφύγει, αλλά τελικά, εντυπωσιάζει με την περιγραφή των γεγονότων, η οποία ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ ξέφρενης περιπέτειας και φιλοσοφικού μυθιστορήματος, ενώ η κινηματογραφική τεχνική της εναλλαγής σκηνών και συναισθημάτων φέρνει στο νού μοντάζ ταινίας που σ’αφήνει με το στόμα ανοιχτό.
«Έχουμε τρένα μεγάλης ταχύτητας, υπερηχητικά αεροπλάνα και πυραύλους, Ζουάου, κομπιούτερ που υπολογίζουν πιο γρήγορα από τους δικούς μας εγκεφάλους και περιέχουν ολόκληρες εγκυκλοπαίδειες. Έχουμε ένα μεγαλειώδες λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό παρελθόν, τους πιο μεγάλους αρωματοποιούς, ιδιοφυείς στυλίστες που φτιάχνουν υπέροχα φορέματα που δεν θα’φταναν τρεις δικές σου ζωές για να πληρώσεις ούτε καν το στρίφωμά τους. Έχουμε πυρηνικούς σταθμούς των οποίων τα απόβλητα θα παραμείνουν θανατηφόρα για δέκα χιλιάδες χρόνια, ίσως και περισσότερο, κανείς δεν ξέρει πραγματικά…Το φαντάζεσαι, Ζουάου, δέκα χιλιάδες χρόνια!Λες και οι πρώτοι Homo Sapiens μας κληροδότησαν σκουπίδια τόσο δύσοσμα που δηλητηρίασαν τα πάντα γύρω τους ως τις μέρες μας! Έχουμε και υπέροχες βόμβες, μικρά θαύματα ικανά να εξαφανίσουν για πάντα τα μάνγκο σου, τα καϊμάν σου, τους ιαγουάρους σου και τους παπαγάλους σου από τη γη της Βραζιλίας. Ικανά να ξεμπερδέψουν μια για πάντα με τη ράτσα σου, Ζουάου, όπως και μ’εκείνη όλων των ανθρώπων! Αλλά, δόξα τω Θεώ, έχουμε πολύ μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς μας.»
Μπορεί το μυθιστόρημα να ξεκινάει με μια φράση του Γκαίτε από τις «Εκλεκτικές συγγένειες» («Κανείς δεν περπατάει, ατιμώρητος κάτω από φοίνικες και οι ιδέες αλλάζουν σίγουρα σε μια χώρα όπου ζούν ελέφαντες και τίγρεις»), αλλά περισσότερο το βαραίνει η σκιά του Ουμπέρτο Έκο και του βιβλίου του «Εκκρεμές του Φουκώ», του Ίταλο Καλβίνο και του υπέροχου «Αόρατες Πόλεις», ενώ είναι διάχυτο το άρωμα του έργου του Χ.Λ.Μπόρχες.
___________________________________________________
Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε (σε ελαφρώς πιο «συμπιεσμένη» μορφή) στην Εφημερίδα των Συντακτών, το Σάββατο 13/4.
Δημοσίευση σχολίου