«Όποιος
διαπράξει ένα λάθος είναι αποκλεισμένος· κλείνεται
μέσα σ’ένα κουτί. Όποιος βρίσκεται απ’έξω βλέπει μόνο το κουτί. Όποιος όμως
είναι κλεισμένος, αποκλεισμένος, μπορεί να δει προς τα έξω. Βλέπει τα πάντα,
μας βλέπει όλους.
Σε κάθε
θάλαμο υπάρχουν δεκάδες κουτιά. Χιλιάδες κουτιά παντού. Στην πλειοψηφία τους
κενά. Άλλα έχουν μέσα αποκλεισμένους ανθρώπους. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι τα
κουτιά που έχουν μέσα ανθρώπους.
Τα κουτιά
είναι τόσα που κανείς δεν τους δίνει σημασία. Μπορεί να υπάρχει εκεί μέσα ένας
άνθρωπος, ακόμα κι αυτός που αγαπάς, αλλά ούτε που κοιτάς. Δεν προκαλούν πια
καμμία εντύπωση. Περνάς από μπροστά τους εκατοντάδες φορές.»
Η
πολυπρόσωπη και ολιγοσέλιδη νουβέλα του σχετικά νέου Πορτογάλου συγγραφέα Gonçalo M. Tavares (1970, Λουάντα, Ανγκόλα), με τίτλο
«Ιερουσαλήμ» («Jerusalem»), (εκδ. Καστανιώτη, (υπέροχη) μετάφρ. Α.Ψυλλιά, σελ.179),
εκπλήσσει για πολλά πράγματα αλλά περισσότερο για την (εντυπωσιακή) δομή της
και το ιδιάζον και ευδιάκριτο στυλ του συγγραφέα που «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη
από την πρώτη παράγραφο της ιστορίας.
Πέντε
άνθρωποι μπλέκονται σε έναν ιδιότυπο χορό, εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα της 29ης
Μαΐου. Ο Έρνστ ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει όταν χτυπάει το τηλέφωνο.
Εκνευρισμένος από τα επίμονα κουδουνίσματα, εκείνος σηκώνει το ακουστικό. Στην
άλλη άκρη της γραμμής είναι η Μύλια που έχει βγεί σε κατάσταση αλλοφροσύνης από
το σπίτι της, στις τέσσερις το πρωί βασανισμένη από τους αφόρητους πόνους για
να βρει μια εκκλησία – αλλά όλες είναι κλειστές εκείνη την ώρα. Η Μύλια δεν έχει
πολλούς μήνες ζωής μπροστά της, το ξέρει, η αρρώστεια της είναι ανίατη. Με τον
Έρνστ έχουν κάνει μαζί ένα παιδί, την περίοδο που νοσηλεύονταν και οι δύο στο άσυλο
φρενοβλαβών. Το παιδί αυτό είναι ο Κάας που μένει μαζί με τον «πατέρα» του, τον
διάσημο Ψυχίατρο Τέοντορ Μπούσμπεκ, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Μύλια –
την οποία κουράριζε από μικρή, την ερωτεύτηκε αλλά δεν άντεξε την παράνοιά της
και την έκλεισε στο άσυλο. Όταν εκείνη έμεινε έγκυος από τον Έρνστ, ο Τέοντορ
πήρε το παιδί και το μεγάλωνε σαν δικό του.
Ο Κάας δεν
μπορεί να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ, βγαίνει στους δρόμους ψάχνοντας τον πατέρα του - εκείνος λείπει
διότι έχει δώσει ραντεβού με την εντυπωσιακή πόρνη Χάνα, η οποία συζεί με τον
σκοτεινό Χίνερκ που έχει πάντα ένα πιστόλι στη τσέπη και οι έντονοι μαύροι
κύκλοι κάτω από τα μάτια του, κάνουν τα παιδιά στη γειτονιά να τον φωνάζουν
«δολοφόνο». Ο Χίνερκ έχει βγει προς αναζήτησή της με οπλισμένο το όπλο, εκείνο το ξημέρωμα που θα
αλλάξει τις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων.
Η
απελπισία διαπερνάει τις σελίδες αυτής της νουβέλας που δεν τοποθετείται
χωροχρονικά, το όλο πλαίσιο θυμίζει Κεντρική Ευρώπη (ακόμα και τα ονόματα). Οι
μυθιστορηματικοί χαρακτήρες του Ταβάρες κάτι ψάχνουν, προσπαθούν να
εγκλιματιστούν στην κοινωνία, στους ρυθμούς της, στον κόσμο που τους φαίνεται
αφιλόξενος και παράλογος. Η όλη ιστορία κινείται μέσα σε ένα σκοτεινό κλίμα παραλόγου και τετελεσμένου. Ο
υποτιθέμενα πιο λογικός, ο γιατρός Τέοντορ Μπούσμπεκ είναι κι αυτός
εγκλωβισμένος στον ψυχαναγκασμό και στο δώσιμο όλου του είναι του στο έργο που ετοίμαζε χρόνια, έκανε εντύπωση όταν εξεδόθη αλλά πλέον φαίνεται λησμονημένο από κοινό και κριτικούς. Στα νιάτα του γοητεύθηκε από την νεαρή ασθενή του, την Μύλια αλλά η συμβίωση μαζί της είναι αδύνατη
και γι’αυτό την παραδίδει μετά από οχτώ χρόνια συμβίωσης στο «Άσυλο Γκέοργκ
Ρόζενμπεργκ» το πιο «ευυπόληπτο της πόλης» με διευθυντή τον γιατρό Γκόμπερτς,
με τον οποίο όμως τους χωρίζουν πολλά πάνω στη διαχείριση των ασθενών και
εκείνος αφοσιώνεται σ’αυτό που προσπαθεί να ολοκληρώσει χρόνια, να γράψει μια
«ιστορία του τρόμου και της φρίκης», μια ιστορία του κόσμου μέσα από τις
γενοκτονίες και τους εξευτελισμούς, τους φόνους και τις ανθρωποσφαγές, τα
βασανιστήρια και τις θηριωδίες.
Οι
χαρακτήρες του βιβλίου βιώνουν στο πετσί τους, την βία και τον φόβο, την
ανασφάλεια, τον εγκλεισμό, την διαφορετικότητα – η Μύλια και ο Ερνστ στο άσυλο,
ο μικρός Κάας έχει εμφανές πρόβλημα στο ένα πόδι, ο Χίνερκ κλεισμένος στο σπίτι
με βίαιο παρελθόν και εμφάνιση που παραπέμπει σε ταινίες θρίλερ, η Χάνα είναι
πόρνη, άρα άνθρωπος που κινείται στο περιθώριο ενώ ο Τέοντορ είναι χαμένος μέσα
στις εμμονές του και στο αδιέξοδο του έργου του, μπερδεμένος στην θεωρία που
προσπαθεί να αποδείξει, ότι η ιστορία της παγκόσμιας φρίκης δεν έχει τελειώσει
αλλά συνεχίζεται, ότι μέχρι τώρα έχουμε βιώσει διάφορα στάδια της και ότι
πρέπει να φθάσουμε στο απόλυτο μηδέν, στην απόλυτη βαρβαρότητα ή φρίκη για να
επέλθει η κάθαρση – θέση αιρετική που τον τοποθετεί στο περιθώριο της
κοινωνίας.
«Μία από
τις θεμελιώδεις θέσεις της έρευνας του Μπούμσπεκ, και αυτή που προκάλεσε
περισσότερα σχόλια και τον αναβρασμό στους κύκλους της διανόησης, ήταν λοιπόν η
ιδέα ότι η Ιστορία θα έφτανε στο τέρμα μόνο όταν τα γραφήματα: «λαός Α /
μεταδότης μαρτυρίου» και ο ίδιος «λαός Α / δέκτης μαρτυρίου» θα εξισορροπούσαν
«ακριβώς και λεπτομερώς: στον αριθμό ατόμων της μιας πλευράς και της άλλης». Η
συγκεκριμένη Ιστορία ενός λαού θα έφτανε στο απώτατο σημείο της και, επομένως,
στο όριό της – πράγμα που σήμαινε: ή ότι ο λαός αυτός θα τελείωνε εκεί, ή ότι ο
κόσμος, ως σύνολο, θα εξαφανιζόταν – όταν θα επιτύγχανε αυτή την ισορροπία: το
μηδέν ως αποτέλεσμα της στάθμισης μεταξύ ληφθείσας και ασκηθείσας βίας.»
Είναι μια θαυμάσια
νουβέλα μεστή και περιεκτική, πολυπρόσωπη και πολυεπίπεδη που ο χρόνος που
αφιερώνεις για την ανάγνωσή της δεν αντικατοπτρίζει τον αριθμό των σελίδων της
– το ίδιο υλικό θα μπορούσε να «γεμίσει» ένα ογκώδες μυθιστόρημα, αφού από τη
μια είναι γεμάτη από νοήματα και από την άλλη το ύφος της είναι περιεκτικό και
η αφήγηση ασύμετρη και μη γραμμική με πολλές χρονικές ασυνέπειες.
Παρά τον
(ομολογημένο) θαυμασμό του Σαραμάγκου για το βιβλίο, το ύφος του Ταβάρες
ομοιάζει περισσότερο με αυτό του Μπέκετ ως προς την αποτύπωση της ατμόσφαιρας
και το κλίμα της μαύρης κωμωδίας και του παράλογου που αιωρείται σ’αυτήν. Ο (γεννημένος
στις αποικίες) συγγραφέας – άξιος συνεχιστής της μεγάλης Πορτογαλικής
αφηγηματικής παράδοσης - δεν στέκεται
στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά εισβάλλει στο υποσυνείδητο των
χαρακτήρων/ηρώων του και υποβάλλει τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό ταξίδι,
δύσκολο και σκοτεινό που αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα και πολλές απορίες,
ενώ η αίσθηση του τέλους είναι αυτή της εξαιρετικής μεν κατασκευής αλλά και της
αίσθησης ενός χάους στην πλοκή που όμως δεν στερεί έστω και στο ελάχιστο την
απόλαυση της γοητείας ενός σπουδαίου και τελικά συγκλονιστικού βιβλίου.
Εντυπωσιακό το γαϊτανάκι των πρωταγωνιστών, σχεδόν ανατριχιαστικό το περιβάλλον του ψυχιατρείου ως φόντο για την εξέλιξη της πλοκής...