Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013 | Permalink
The things we do for love
Στην
παγκόσμια λογοτεχνία, είναι άπειρα τα μυθιστορήματα που στηρίζουν τη δράση τους
πάνω στο τετριμένο (αλλά πάντα ελκυστικό) θέμα της μοιχείας. Η εποχή όμως έχει
αλλάξει από τον 19ο αιώνα και οι σύγχρονες Μαντάμ Μποβαρύ και Άννες
Καρένινες δεν ασφυκτιούν πλέον υπό το βάρος των ενοχών τους και (το κυριότερο
μάλλον) δεν αυτοκτονούν. Η πολύ καλή, βραβευμένη Ιρλανδή συγγραφέας Anne
Enright (Δουβλίνο,1962) στο θαυμάσιο μυθιστόρημα «ΤΟ
ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΒΑΛΣ», («Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. (από τα Γερμανικά(!!) Τ.Κοβαλένκο,
σελ.253), ανατέμνει την ερωτική σχέση δύο παντρεμένων ανθρώπων από τη μεριά της
γυναίκας και όπως οι μεγάλοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα, «παίζει» με
τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις «βεβαιότητες» των σχέσεων.
«Ο
Σον στον κήπο της αδελφής μου στο Ενίσκερι με την πλάτη γυρισμένη σ’εμένα,
αγναντεύει τη θέα, και στα νεαρά κλωνάρια της μικρής μελίας δίπλα του είναι
μπερδεμένο ένα σκοινάκι.
Κάνει
ζέστη κι εγώ έχω πιεί μπόλικο σαρντονέ. Έχω μόλις επιστρέψει από την Αυστραλία.
Είμαι ερωτευμένη και με κόπο τα βγάζω πέρα με το όλο οικογενειακό σκηνικό στο
Ενίσκερι, με τους γείτονες και τα παιδιά τους. Οπότε, ο άντρας που στέκεται
στην άκρη του κήπου δεν είναι παρά ένα τόσο δα σκίσιμο στο ύφασμα της ζωής μου.
Μπορώ να το μαντάρω και να γίνει όπως ήταν πριν, εφόσον δεν γυρίσει να κοιτάξει
προς το μέρος μου.
Ο
Σον στέκεται στο παράθυρο με τις πιτζάμες του και στο τζάμι ανθίζει η πάχνη. Ή
στέκεται στο παράθυρο λουσμένος από καλοκαιρινό φως και η γυμνή του πλάτη είναι
ένα ανάγλυφο οστών και μυώνων – από πίσω εξακολουθεί να δείχνει σαν παλικαράκι
– κι εγώ θέλω να ψιθυρίσω: Γύρνα να με κοιτάξεις.
Ή:
Μην γυρίσεις.
Οι
βδομάδες που πέρασα περιμένοντας το τηλεφώνημά του, οι μήνες που πέρασα
περιμένοντάς τον να εγκαταλείψει την Αϊλίν. Η μοναξιά εκείνου του διαστήματος
ήταν, με τον τρόπο της, εξαίσια. Ζούσα μαζί της, χόρευα μαζί της.»
Είναι
η ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα και πως αυτός ξεφτίζει καθώς περνάει ο καιρός,
μπλέκει στα γρανάζια της αβάσταχτης καθημερινότητας. Το μυθιστόρημα είναι ένα
μεγάλο φλας-μπακ στον χρόνο. Βρισκόμαστε στο 2009 και η Τζίνα, τριανταπεντάρα
και δυναμική καριερίστα γυναίκα, αναπολεί την αρχή της σχέσης της με τον Σον
που ξεκίνησε από μια τυχαία γνωριμία στο πάρτυ της αδερφής της, αρκετά χρόνια
πριν. Ήταν και οι δύο παντρεμένοι, η Τζίνα αισθανόταν ασφαλής και ευτυχισμένη
με τον Κόνορ, τον «εξπέρ στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές», τον κατά τ’αλλα
απλοϊκό σύζυγο με την μεγάλη και θορυβώδη οικογένεια. Κάποια χρόνια πέρασαν
χωρίς να ξαναειδωθούν αλλά η οικογενειακή γνωριμία και γειτνίαση της αδελφής
της με την οικογένεια του Σον, τα παιδιά τους που είναι σε κοντινές ηλικίες
φέρνουν όλα τα πρόσωπα του δράματος κοντά.
Η
Τζίνα δούλευε κι αυτή στην βιομηχανία του διαδικτύου και των υπολογιστών, η
χώρα (η Ιρλανδία) ήταν σε ανοδική πορεία, όλοι αγόραζαν σπίτια, χαλούσαν λεφτά,
ήταν μια κοινωνία της αφθονίας – ωραία αυτοκίνητα, εξοχικά πάνω στο κύμα,
δάνεια για σπίτια που δεν σε απασχολούσε το ύψος του επιτοκίου. Ο (αρκετά
μεγαλύτερος της) Σον ήταν μέρος του συστήματος. Σύμβουλος Επιχειρήσεων,
γοητευτικός ρήτορας, με γκρίζους κροτάφους, λίγο κοντός βέβαια και με μαγιό φαινόταν
μάλλον ντεκαβλέ αλλά με μεγάλα γκρίζα μάτια. Η Τζίνα δεν το πολυσκέφτηκε,
έμπλεξε μαζί του σχεδόν από ένστικτο, δεν μπορούσε να συγκρατήσει την επιθυμία
της. Όταν δε η εταιρία της επιλέγει να συνεργαστεί μαζί του (μετά από σύστασή
της) και να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του, οι δύο εραστές βλέπονται συνεχώς,
αγγίζονται δήθεν τυχαία, περνάνε ώρες σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε επαγγελματικά
ταξίδια. Η Τζίνα διαλύει τον γάμο, επιλέγει τη ρήξη με την οικογένειά της, ο
Σον δεν θ’αργήσει πολύ ν’ακολουθήσει αλλά τι γίνεται όταν υπάρχει ένα
προβληματικό παιδί στη μέση;
Η
κόρη του Σον, η ιδιόμορφη Έβι, με τα θέματα υγείας που την ταλαιπωρούσαν από
μικρή, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, της ερωτικής σχέσης του
ζευγαριού. Η Έβι που όταν άρχισε η σχέση ήταν εννιά χρονών και τώρα είναι μια
έφηβη, με τις ανασφάλειες, την αυθάδεια και την αντίδραση των νεαρών κοριτσιών.
Η Τζίνα από ανέμελη ερωμένη βρίσκεται χωρίς ουσιαστικά να καταλάβει πως, να
καλύπτει τα κενά μεταξύ του Σον και της συζύγου του, να φιλοξενεί την μικρή
κάποια Σαββατοκύριακα, να κάνει υπομονή μπροστά στην σχέση πατέρα-κόρης, να αντιμετωπίζει
γενικώς μια καθημερινότητα, η οποία αποτελεί συνέπεια των επιλογών της.
«Αν
δεν ήταν το παιδί ίσως να μην είχε συμβεί τίποτε απ’όλα αυτά, επειδή όμως
υπήρχε ένα παιδί στη μέση, ήταν πολύ πιο δύσκολη η άφεση αμαρτιών. Όχι πως κάτι
απαιτούσε συγχώρεση, αλλά το γεγονός ότι εμπλεκόταν και ένα παιδί στην όλη
υπόθεση μας έκανε να νιώθουμε ότι δεν υπήρχε επιστροφή – ότι έπρεπε να δώσουμε
την πρέπουσα σημασία. Το γεγονός ότι είχε εκτεθεί σε όλο αυτό ένα παιδί,
σήμαινε ότι οφείλαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας, ότι οφείλαμε
να ανταποκριθούμε ανάλογα.»
Η
ιστορία περνάει όλη, μέσα από την αφήγηση της ηρωίδας, της Τζίνας. Ότι
διαδραματίζεται το πληροφορούμαστε από αυτήν, οπότε η άκρατη υποκειμενικότητα
της γυναικείας οπτικής καθορίζει το μυθιστόρημα. Αντιλαμβανόμαστε από νωρίς,
ότι η Τζίνα δεν είναι κι ο πλέον αξιόπιστος αφηγητής και ότι τα γεγονότα φιλτράρονται
μέσα από την ματιά της. Δεν διακρίνεται μεγάλη συμπάθεια για την Έβι αλλά και
για την «απατημένη σύζυγο» Αϊλίν, ενώ ο Κόνορ περιγράφεται με συμπάθεια αλλά
και με δόση οίκτου μπροστά στον χειμαρρώδη Σόν. Αλλά από την άλλη η ηρωίδα της
Ενράιτ, είναι ένας αφοπλιστικός αφηγητής, με καίρια σχόλια, τσουχτερές
παρατηρήσεις για τη ζωή στα προάστεια, την αποξένωση των οικογενειών, την
στείρα επίδειξη χρήματος, τον εγωκεντρισμό, την γυναικεία υστερία, την ανδρική
επιπολαιότητα.
Την
ιστορία σκεπάζει η μουντάδα της οικονομικής κατάρρευσης της Ιρλανδίας και η
συγγραφέας κεντάει κυριολεκτικά πάνω στην απεικόνιση της Κρίσης. Όταν ξεκινάει
η σχέση των δύο εραστών, όλοι μιλάνε για τις αγορές που κάνανε, τα εξοχικά
τους, τις πλαστικές εγχειρήσεις, τα λεφτά που βγάλανε. Λίγα χρόνια μετά, το
2009, η Τζίνα έχει αλλάξει δουλειά και μία από τις αρμοδιότητές της είναι να
απολύει κόσμο με συνοπτικές διαδικασίες, ο Σον έχει οικονομικά προβλήματα, ο
γαμπρός της είναι άνεργος και τα εξοχικά πάνω στο κύμα έχουν πουληθεί για ένα
κομμάτι ψωμί μπας και μπορέσουν να αποπληρωθούν δάνεια και υποθήκες.
Η
Ενράιτ δεν κρίνει τις ενέργειες των ηρώων της, δεν ηθικολογεί (μάλλον αποενοχοποιεί
καταστάσεις), ενώ οι χαρακτήρες της είναι στέρεοι και συμπαγείς. Η θαρραλέα
Τζίνα που ψάχνεται συνεχώς πάνω στα σφάλματα και στις ανασφάλειές της, ο Σον με
τις υπεκφυγές, τα πισωγυρίσματα και την έμφαση στην καριέρα.
Η
συγγραφέας σ’αυτό το υπέροχο βιβλίο με τη ρέουσα αφήγηση και την απλή γλώσσα,
με τα κεφάλαια που έχουν τίτλους τραγουδιών σαν ένα ιδανικό σάουντρακ και το
οποίο, θα μπορούσε να είναι πρότυπο για το πώς μπορεί να γραφτεί ένα κείμενο
για ένα τόσο μπανάλ θέμα (ακόμα και ο τίτλος του είναι «κάπως»), χωρίς να είναι
«ροζ» ή «εύπεπτο», με λεπτούς, επιδέξιους χειρισμούς και πολύ χιούμορ,
πραγματοποιεί μια εύστοχη ανατομία της ερωτικής σχέσης μέσα στην οικονομική
κρίση.
«Τώρα
αγαπάει εμένα. Ή αγαπάει και εμένα.
Ή.
Τον
αγαπάω εγώ. Πέρα απ’αυτό δεν μπορούμε τίποτε άλλο να γνωρίζουμε, ούτε εκείνος
ούτε εγώ.»
Εξαιρετική ανάρτηση. Και δεν έχω διαβάσει Ένραιτ. Μάλλον πρέπει να το διορθώσω άμεσα αυτό.