Μοιάζει με θρίλερ
κατασκόπων το οποίο θα σε παρασύρει σε μια μακρόσυρτη υπνωτιστική πλοκή, ξεχνώντας πως
στην ουσία διαβάζεις ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο με τη μορφή
μυθιστορήματος. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζεις διατρέχοντας τις σελίδες
του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του (αμφιλεγόμενου αλλά έξοχου στυλίστα) Ινδού
συγγραφέα Salman Rushdie (Βομβάη,1947), με τίτλο «ΤΖΟΖΕΦ ΑΝΤΟΝ» («JOSEPH ANTON»), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Χρ.Καψάλης &
Ε.Συλογίδου, σελ.561).
Χρησιμοποιώντας
τριτοπρόσωπο αφηγηματικό στυλ, ο Ρούσντι περιγράφει μετά τις πρώτες 100 και
κάτι σελίδες, την περιπέτειά του που κράτησε πάνω-κάτω μια δεκαετία. Μια
δεκαετία πλήρους παραλογισμού, που δημιουργήθηκε από την «καταδίκη» του σε
θάνατο («φετφάς») από τον Ιρανό ηγέτη, Αγιατολάχ Χομεϊνί, εξαιτίας του
μυθιστορήματός του, με τίτλο «Οι Σατανικοί στίχοι»…
Ήταν η ημέρα του Αγίου
Βαλεντίνου, και είναι το 1989. Ο Ρούσντι έχει γνωρίσει την καταξίωση και την
αναγνώριση μετά το πολυβραβευμένο (αριστουργηματικό) μυθιστόρημα του, «Ταπαιδιά του μεσονυκτίου», έχει γράψει το πολύ καλό «Όνειδος», αισθάνεται
σίγουρος πλέον για την συγγραφική του πορεία μετά από χρόνια ανασφάλειας και
απορρίψεων. Του παίρνει γύρω στα 4 χρόνια να γράψει αυτό που θεωρούσε ότι θα
ήταν το «magnum opus» του, το «μεγάλο» του μυθιστόρημα, ένα βιβλίο γύρω
από την δημιουργία του Ισλάμ, όπου παρουσιάζει τον Προφήτη ως άνθρωπο με
αδυναμίες και ελαττώματα και όχι ως Θεϊκή μορφή – ήταν ένα βιβλίο γραμμένο από
τη μεριά ενός άθεου, μια μυθοπλασία. Αρκούσε όμως αυτό για να ανοίξει ο «ασκός
του Αιόλου» και να παρασύρει στο διάβα του ότι βρισκόταν μπροστά του. Τόσο
παράλογο που γίνεται γκροτέσκο, τόσο παρανοϊκό που λογικά θα έπρεπε να προκαλεί
γέλια αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας κυριολεκτικός εφιάλτης.
«Ενημερώνω τον υπερήφανο μουσουλμανικό λαό
όλου του κόσμου ότι ο συγγραφέας του βιβλίου των Σατανικών Στίχων, το οποίο
είναι εναντίον του Ισλάμ, του Προφήτη και του Κορανίου, καθώς και όσοι
συμμετείχαν στην έκδοσή του και γνωρίζουν το περιεχόμενό του, καταδικάζονται σε
θάνατο. Ζητώ απ’όλους τους μουσουλμάνους να τους εκτελέσουν όπου τους βρούν.»…
«Δεν ήταν μια καταδίκη που εξέδωσε κάποιο αναγνωρισμένο από τον ίδιο
δικαστήριο, ή έστω από κάποιο δικαστήριο που είχε οποιαδήποτε δικαιοδοσία επάνω
του. Ήταν το διάταγμα που έβγαλε ένας άκαρδος και ετοιμοθάνατος ηλικιωμένος
άντρας. Ταυτόχρονο όμως, ήξερε πολύ καλά πως οι παλιές του συνήθειες ήταν πια
άχρηστες. Τώρα ήταν ένας νέος άνθρωπος. Ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν στο μάτι
της καταιγίδας· δεν ήταν πια ο Σαλμάν που γνώριζαν οι φίλοι του
αλλά ο Ρούσντι, συγγραφέας Σατανικών Στίχων – ένας τίτλος έμμεσα αλλοιωμένος
από την παράληψή του αρχικού άρθρου. Οι Σατανικοί Στίχοι ήταν ένα μυθιστόρημα.
Μα πλέον γινόταν λόγος για «σατανικούς στίχους», κι εκείνος ήταν ο σατανικός
συγγραφέας τους, ο «Σατανάς Ρούσντι», το κερασφόρο πλάσμα που εμφανιζόταν στα
πλακάτ των διαδηλωτών στους δρόμους κάποιας μακρινής πόλης, ένας κρεμασμένος
άντρας με κόκκινη γλώσσα που προεξείχε στα άτεχνα σκίτσα που κράδαιναν.
Κρεμάστε τον Σατανά Ρούσντι! Πόσο εύκολο ήταν να διαγραφεί το παρελθόν ενός
ανθρώπου και να κατασκευαστεί μια νέα εκδοχή του, μια κυρίαρχη εκδοχή, απέναντι
στην οποία κάθε αντίσταση φάνταζε αδύνατη.»
Οι αρχές ασφαλείας της
Μ.Βρετανίας κινητοποιούνται, οι απειλές είναι συνεχείς. Η ζωή του Ρούσντι
αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Θα πρέπει να χρησιμοποιεί άλλο ονοματεπώνυμο
στις συναλλαγές του με τις τράπεζες και τους οργανισμούς. Επιλέγει το πρώτο
όνομα του Κόνραντ (Τζόζεφ) και το πρώτο όνομα του Τσέχοφ (Άντον), δύο
λογοτεχνικών γιγάντων, ειδώλων του. Ζει ως φάντασμα, περιπλανιέται από
κρησφύγετο σε κρησφύγετο, ζει σαν απόκληρος, σαν φυγάς. Δεν μπορεί να δεί τον
γιό του και ακόμα και οι απλούστερες κινήσεις απαγορεύονται – το να ανοίξεις
ένα παράθυρο, ένας κινηματογράφος, μια εκδρομή, ακόμα και μια βόλτα στον κήπο
σου. Η γυναίκα του δεν αντέχει, θα γυρίσει στις Η.Π.Α. και θα προσπαθήσει να
χτίσει την συγγραφική της καρριέρα λοιδορώντας τον, θα γνωρίσει την Ελίζαμπεθ
μια νεαρή επιμελήτρια, θα ερωτευθούν και παρά τις δυσκολίες θα ζήσουν μαζί. Τα
μέτρα επιφυλακής κάποια στιγμή χαλαρώνουν αλλά όχι πολύ, θα αρχίσει να
επισκέπτεται άλλες χώρες, σε κάποιες από αυτές θα αναπνεύσει λίγο πιο ελεύθερα
(όπως στις προ 11/9 ΗΠΑ), σε άλλες θα νιώσει τον παραλογισμό των μέτρων
ασφαλείας, όπως στη Γαλλία.
Ο περιορισμός είτε εν
οίκω, είτε γενικότερα θα κρατήσει γύρω στα 10 χρόνια, ο φετφάς τυπικά 13. Ο
Ρούσντι ήταν 42 χρονών όταν άλλαξε η ζωή του. Στο βιβλίο περιγράφεται με πολλή
λεπτομέρεια η καθημερινότητά του ως «διωκόμενου», οι σχέσεις του με τους
αστυνομικούς που τον φυλάνε, οι συνθήκες ζωής του, ο συνεχής φόβος μπροστά στον
άλλοτε ορατό και άλλοτε αόρατο κίνδυνο, το πείσμα του και η πίστη του ότι θα τα
καταφέρει να βγεί νικητής από αυτήν την ιστορία, όπως και για την δημιουργία
των επόμενων έργων του και την προσπάθειά του να εκδοθούν χωρίς προβλήματα.
Διαβάζουμε για τους
συναδέλφους του που στάθηκαν δίπλα του από την αρχή μέχρι το τέλος, τον
Χίτσενς, τον Έιμις, τον ΜακΓιούαν, την Σόνταγκ, τον Πίντερ. Αλλά και γι’αυτούς
που τον κόντραραν από την αρχή, όπως τον Λε Καρρέ και την πλειονότητα του
βρετανικού Τύπου, από τις σοβαρές Independent και Guardian μέχρι τις λαϊκές φυλλάδες. Ακόμα και τις μέρες που
βίωνε τον έρωτά του για την στωική και πανέμορφη Ελίζαμπεθ, υπήρχαν
δημοσιεύματα ή ειδήσεις να τον κάνουν να εξοργίζεται και να τρέμει, ενώ
παρακολουθούσε ανήμπορος την πρώτη του σύζυγο να αρρωσταίνει από καρκίνο, αλλά
και τις επιπτώσεις που είχαν όλα αυτά πάνω στον (δεκάχρονο κατά την έναρξη των
προβλημάτων) γιό του Ζαφάρ.
«Καμίας γυναίκας η αγάπη
δεν μπορούσε εύκολα να καταπραϋνει τον πόνο από τόσα «μαύρα βέλη». Πιθανότατα
εκείνη τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο δεν υπήρχε αρκετή αγάπη για να επουλώσει
τις πληγές του. Το νέο του βιβλίο είχε κυκλοφορήσει και την ίδια ημέρα η
βρετανική κυβέρνηση είχε ανοίξει πάλι παρτίδες με τους επίδοξους δολοφόνους
του. Στα ένθετα για το βιβλίο δεχόταν επαίνους και στις σελίδες των ειδήσεων
αντιμετωπιζόταν σαν κακούργος. Τη νύχτα άκουγε: Σ’αγαπώ, όμως οι ημέρες ωρύονταν: Ψόφα.»
Ο Ρούσντι επιλέγει να δει
αποστασιοποιημένα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του. Για τον λόγο αυτό
χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, σαν να παρακολουθούμε ένα ντοκιμαντέρ
και να ακούμε τη φωνή ενός αφηγητή. Βεβαίως όλα τα γεγονότα παρουσιάζονται
τελείως υποκειμενικά, υπό το πρίσμα ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε κάτω από
αυτές τις συνθήκες να έχει στη διάθεση του μια σφαιρικότερη άποψη – στο
κάτω-κάτω αφορούσε τη ζωή του. Διαβάζουμε για τις κοινωνικές αντιδράσεις που
προκαλούσαν τα τεράστια έξοδα φύλαξής του επί τόσα χρόνια, για την αντιπάθεια
που προκαλούσε ως χαρακτήρας ή για την πολλές φορές προβληματική του
συμπεριφορά κυρίως στις συντρόφους του, αλλά όλα αυτά είναι φιλτραρισμένα και
με στενό ορίζοντα – όχι ότι οι αντιδράσεις ήταν δικαιολογημένες, πολλές φορές
δείχνουν παντελώς ανόητες, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις ενστάσεις που μπορεί να
έχει ο αναγνώστης.
Προσωπικά απόλαυσα το
ακατάσχετο name-dropping του βιβλίου, τους αναρίθμητους συγγραφείς,
πολιτικούς, εκδότες, ηθοποιούς, μοντέλα, tv περσόνες
που παρελαύνουν από τις σελίδες του. Ο Ρούσντι, εξαιρετικός στυλίστας και
ικανότατος συγγραφέας περιγράφει με πολύ χιούμορ, τις συναντήσεις του με την
Θάτσερ, τον Μέιτζορ, τον Κλίντον, τον Μπλερ, τις συζητήσεις με συναδέλφους
συγγραφείς, τις αντιδράσεις από απλούς ανθρώπους που ξαφνικά τον έβλεπαν
μπροστά τους, την δημιουργία των επόμενων βιβλίων του, την στήριξη που του
παρείχε ο Μπόνο με τους U2 που
οδήγησε στη δημιουργία του «Ο κόσμος κάτω από τα πόδια της», ενώ είναι
ξεκαρδιστικές οι σκηνές όπως αυτή με το φιλί στο στόμα που του έδωσε ο Χιού
Γκραντ, το (τελείως αποτυχημένο) «προξενιό» που του κανόνισαν με την Μεγκ
Ράιαν, ή η αμηχανία που προκαλούσε στους διάφορους σελέμπριτις του Λ.Α., όταν
εμφανιζόταν με την εκπάγλου καλλονής Πάντμα για την οποία χώρισε την Ελίζαμπεθ
και το μετάνιωσε πικρά.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά
ενδιαφέρον και αξιοθαύμαστη δομή έτσι ώστε παρά τον όγκο του (που αρκετές
φορές κουράζει), να διαβάζεται σαν θρίλερ, σαν μια ιστορία καταδίωξης και
εγκλεισμού. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρώτες 100 σελίδες του όταν ο
συγγραφέας εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια στην Ινδία, τα χρόνια του σχολείου
στην Αγγλία, τις ξένοιαστες ημέρες που δούλευε ως διαφημιστής. Είναι όμως πάνω
απ’όλα ένα βιβλίο επίκαιρο και αιχμηρό που τονίζει (και υπενθυμίζει) τον
κίνδυνο του φανατισμού, την αδιαπραγμάτευτη αξία της ελευθερίας (κυρίως στη
σκέψη), που μας προκαλεί να σκεφτούμε για τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας,
για τον ρόλο της λογοτεχνίας ανά τους αιώνες, για τον παραλογισμό των πολιτικών
αποφάσεων, για τα επικίνδυνα παιχνίδια επί χάρτου που κάποιοι παίζουν στις
πλάτες μας.
Καλησπέρα Λιμπρόφιλε!
Έχω καταλήξει ότι οι συγγραφείς μπορούν να γράψουν για (σχεδόν) οποιοδήποτε θέμα χωρίς να έχουν πρόβλημα, εκτός από την θρησκεία. Μπορώ να κατανοήσω η Μαφία να κυνηγάει ένα συγγραφέα που την ξεμπρόστιασε (εν προκειμένω τον Ρομπέρτο Σαβιάνο) αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τους απανταχού θρησκόληπτους μουσουλμάνους του κόσμου ετούτου να επιδίδονται σε ένα κυνήγι επικηρυγμένου για να καρφώσουν το βλάσφημο κεφάλι του Ρούσντι σε ένα ξύλινο πάσσαλο στο αυλόγυρο της επικράτειάς τους, σαν άλλοι σύγχρονοι Κουρτς σε μια μοντέρνα εκδοχή της καρδιάς του σκότους! Αν μου επιτρέπεται να γίνω λίγο βλάσφημος, σε πολλές περιπτώσεις δεν διακρίνω με ευκολία τη διαφορά μεταξύ Μαφίας και θρησκείας.
Οι χριστιανοί είναι νομίζω, πιο λάιτ, σε θέματα μυθιστορηματικής "παρεκτροπής" των συγγραφέων, το πολύ πολύ να αναγκάσουν τον συγγραφέα να αυτοεξοριστεί σε ένα μικρό νησί ή να τον αφορίσουν από τους κόλπους της εκκλησίας ή έστω να τον ωθήσουν πνευματικά, προς απάντηση των κατηγοριών, να συντάξει μερικές ευφάνταστες επιστολές. Μου λείπουν οι ιστορικές λεπτομέρειες της διαμάχης μεταξύ της εκκλησίας και των συγγραφέων, αλλά οι περιπτώσεις (και πόσων άλλων, που αγνοώ) των Σαραμάγκου, Καζαντζάκη και Ροίδη, μου φαντάζουν εξαιρετικά ήπιες μπροστά στην εντολή θανάτου και το δεκαετές κυνήγι που εξαπολύθηκε εναντίον του Ρούσντι.
Αν στην πρόσφατη ανάρτηση της Κατερίνας, έγινε ο κακός χαμός, για το απλούστερο (αλλά όχι γι' αυτό λιγότερο σημαντικό) ζήτημα της παρέμβασης της θρησκείας στη λειτουργία του κράτους, δε θέλω να φανταστώ τι θα μπορούσε να λεχθεί σε τέτοιες περιπτώσεις που η θρησκεία λειτουργεί σαν να είναι το κράτος (και μερικές φορές, πράγματι είναι). Ελπίζω μόνο (χάριν αισθητικής) να μην ακολουθήσουν το σχόλιό μου τα σχόλια της Εβελίνας από την ανάρτηση της Κατερίνας. Αν και θα ήθελα (αγνοώντας το γιατί!), να "προσπαθήσει" να επιχειρηματολογήσει ξανά πάνω σε αυτό το ζήτημα!
Καλό απόγευμα