«Το αίμα
βρίσκεται εύκολα, σαχίμπ. Υπάρχει πιο πολύ αίμα σ’αυτή τη χώρα απ’ό,τι νερό.»
Τα βιβλία που περιγράφουν τις
διασταυρώσεις των πολιτισμών, είναι πάντα γοητευτικά, όταν δε ο συγγραφέας
είναι ικανός να αφηγηθεί μια πειστική και ωραία ιστορία τότε πολλές φορές
γίνονται ακαταμάχητα. Το κλασσικό (πλέον) μυθιστόρημα του Robin Jenkins (Σκωτία, 1912-2005), με
τίτλο «ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΕΞΙΛΕΩΣΗ» (ατυχής μεταφραστική επιλογή του αμφίσημου «Some kind of Grace»), (Εκδ.
Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Κρ.Γλυνιαδάκη, σελ.337), το οποίο εκδόθηκε το 1960 μας
μεταφέρει στο Αφγανιστάν της εποχής του Ψυχρού πολέμου ελάχιστα διαφορετικό από
την χώρα που περιέγραφε 120 χρόνια πριν ο Κίπλινγκ στην αριστουργηματική του
νουβέλα «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (και υπέροχη ταινία από τον Τ.Χιούστον),
μιας χώρας που οι ξένες δυνάμεις κάνουν ότι θέλουν – απλώς η κυρίαρχη δύναμη
αλλάζει κάθε φορά, μιας χώρας που το έδαφός της ήταν και είναι βαμμένο με αίμα
και όπου θα μπορούσε να πει κανείς ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Ο βετεράνος διπλωμάτης Τζον
Μακλάουντ μεταβαίνει στο Αφγανιστάν, όπου είχε περάσει ένα διάστημα πριν λίγα
χρόνια. Ο λόγος της επιστροφής του στην αφιλόξενη χώρα είναι η εξαφάνιση του
παλιού του φίλου Ντόναλντ Κεμπ, ο οποίος μαζί με την σύντροφό του την Μάργκαρετ
θεωρούνται νεκροί (για την ακρίβεια δολοφονημένοι) από τους κατοίκους ενός
χωριού του Βόρειου μέρους της χώρας. Ο Μακλάουντ έχει σοβαρές αμφιβολίες εάν
έχουν πραγματικά πεθάνει οι δύο συμπατριώτες του και παρά τις διαβεβαιώσεις των
Αρχών και την καταδίκη δύο φτωχοδιάβολων χωρικών που «ομολόγησαν» ότι σκότωσαν
το ζευγάρι, εκείνος φεύγει από την Καμπούλ και πηγαίνει (χωρίς άδεια) στις
ορεινές και δύσβατες περιοχές όπου ο έγινε ο «υποτιθέμενος» φόνος.
Στο χωριό θα συναντήσει μια
διαφορετική πραγματικότητα από την επίσημη άποψη που προσπαθούσε η κυβέρνηση της
χώρας να επιβάλλει. Οι Αρχές στην προσπάθειά τους να διαλευκάνουν το μυστήριο
γύρω από το ζευγάρι, απέσπασαν ομολογίες και τελικά αφού θεώρησαν ότι βρήκαν
τους ενόχους σχεδόν κατέστρεψαν το χωριό – το δε κυριότερο, δεν συνάγεται από
πουθενά ότι το ζευγάρι δολοφονήθηκε ή είναι απλώς εξαφανισμένο. Όλα αυτά σε
συνδυασμό με αυτό που ακούει από την ώρα που πρωτοπάτησε το πόδι στο Αφγανιστάν
από τους ανθρώπους που συναναστράφηκαν τον Ντόναλντ και την Μάργκαρετ, ότι
εκείνος ήταν πολύ ιδιόρρυθμος και δεν φαινόταν πολύ δεμένος με την πανέμορφη
(όπως περιγράφεται) σύντροφό του έχουν μπλέξει πολύ την ιστορία. Καθώς δε
πληροφορείται από τις τοπικές Αρχές ότι η Μάργκαρετ κατήγγειλε λίγες μέρες πριν
την εξαφάνιση τους, ότι βιάσθηκε από κατοίκους της περιοχής τον αναγκάζουν να
χωθεί όλο και περισσότερο στα βάθη της χώρας φθάνοντας σχεδόν μέχρι τα βόρεια
σύνορα.
«Πες μου» μουρμούρισε ο
Μακλάουντ, «αληθεύει πως, σύμφωνα με το Κοράνι, οποιοσδήποτε πιστός μωαμεθανός
μπορεί να εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο σκοτώνοντας έναν άπιστο;»
Ο διοικητής χαχάνισε ξινά. «Ναι,
νομίζω πως κάτι τέτοιο μπορείς να το βρείς κάπου στο Κοράνι», είπε. «Είναι όπως
και η δική σας Βίβλος: ό,τι σε βολεύει, μπορείς να το βρείς. Θες να σκοτώσεις
τον εχθρό σου; Ψάξε στις σελίδες της και κάπου θα βρείς την έγκριση. Θες να τον
συγχωρέσεις και να τον αγαπήσεις σαν αδελφό σου; Θα βρείς έγκριση και γι’αυτό.
Κάθε άνθρωπος διαλέγει ποιες συμβουλές του Θεού θέλει ν’ακολουθήσει.»
Το μυθιστόρημα του Τζένκινς
αριστοτεχνικά γραμμένο έχει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ, όπου όλα
ανατρέπονται και καμμία βεβαιότητα δεν υπάρχει. Κυριαρχεί όμως της ιστορίας, η
περιπλάνηση του ήρωα (και κατά προέκταση των έτερων ηρώων, του μυστηριώδους
ζεύγους του Ντόναλντ και της Μάργκαρετ) σ’αυτή τη σκληρή, δύστροπη (και
δύσβατη) χώρα, την τόσο αφιλόξενη και τόσο βασανισμένη.
Ο Μακλάουντ κυνικός και ψύχραιμος
αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τις καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί, ούτε κατακρίνει.
Παρακολουθούμε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του καθώς περιπλανιέται στις
αγροτικές περιοχές μιας χώρας που σε πολλά κομμάτια της ανήκει στον Μεσαίωνα.
Συναντάει θρησκόληπτους και καχύποπτους ορεσίβιους, βίαιους και τρυφερούς
ταυτόχρονα, χαμένους μέσα στις προκαταλήψεις τους, φοβισμένους από την βια των
τοπικών εξουσιών, φύλαρχους που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου
πάνω στον οποιονδήποτε πατήσει το έδαφός τους.
Ο συγγραφέας είναι τόσο πειστικός
στις περιγραφές των διαδρομών του ήρωα που τελικά είναι το Αφγανιστάν που
προβάλλει ως κεντρικός ήρωας/πρωταγωνιστής του βιβλίου. Μπορεί η ιστορία να
είναι πολύ ενδιαφέρουσα και να θυμίζει Γκράχαμ Γκρην (με το θρησκευτικό
στοιχείο να είναι πολύ έντονο όπως στα βιβλία του) ή και Λε Καρέ, αλλά είναι η
υποβλητική και αρχέγονη πραγματικότητα της χώρας, που έρχεται σε συνεχή και
έντονη αντίθεση με οτιδήποτε θυμίζει «πολιτισμένο κόσμο», η αδυναμία
προσαρμογής και η συνεχής καταπίεση μέσω των διαφόρων κέντρων εξουσίας, μέσω
των δεκάδων στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στους αιώνες που έχουν δημιουργήσει
ένα λαό ατίθασο και βασανισμένο, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν μετράει σε τίποτα,
ένα λαό έτοιμο να καθοδηγηθεί από ηγέτες τύπου Μπιν Λάντεν ή τους Ταλιμπάν.
Ο συγγραφέας έχοντας ως ήρωά του,
τον Μακλάουντ, έναν Σκωτσέζο Χαϊλάντερ στέκεται κριτικά, απέναντι σε όλα αυτά.
Είτε είναι ο «πολιτισμός» και τα πάρτι των ξένων διπλωματών στην Καμπούλ, είτε
είναι τα παραδοσιακά σφαξίματα αρνιών και η έντονη θρησκοληψία των κατοίκων της
επαρχίας. Σχολιάζει τους υπερόπτες διπλωμάτες και τις απογοητευμένες και
στερημένες συζύγους τους, τον φανατικό ιερωμένο. Η συμπόνια και η μελαγχολική
ματιά του διαπερνούν τα γεγονότα και κατακλύζουν τις σελίδες ενός θαυμάσιου βιβλίου
που χωρίς να είναι κάποιο μεγάλο αριστούργημα, συγκινεί και προβληματίζει κάθε
αναγνώστη.
Καλησπέρα και καλό,αναγνωστικό Νοέμβρη.
Το "Χάρις και εξιλέωση" το διάβασα πέρυσι και παραμένει σχεδόν ατόφιο στην μνήμη μου.
Γιατί το λέω αυτό;Για να επισημάνω ότι ένα ισορροπημένο και στρωτά γραμμένο μυθιστόρημα με μια διαχρονικά ζωντανή ανθρωποκεντρική ιδέα,δύσκολα περνάει στα αζήτητα της μνήμης, σου αφήνει εκτός της συγκυριακής απόλαυσής του και πολλά πράγματα,άλλοτε σαν μικρές άλλοτε τεράστιες παρακαταθήκες του αναγνωστικού σου βίου.