«Άνοιξε
μηχανικά την ομπρέλα της για να προφυλάξει τα δάκρυά της από τα βλέμματα. Κάηκε
το φαγητό, καιγόταν το σπίτι της. Οι πυροσβέστες της είπαν ότι η εστία της
φωτιάς εντοπίστηκε στην κουζίνα και ότι στο μέλλον θα έπρεπε να προσέχει. Τι να
προσέχει; Τις αναμνήσεις; Τις πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. Δεν ήταν απρόσεχτη,
δυστυχισμένη ήταν. Δεν είχε μείνει τίποτα πια. Ούτε χώρος ούτε χρόνος.»
Δεν ξέρω
αν τα διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης Ελεάννας Βλαστού (Αθήνα,1975) που
συμπεριλαμβάνονται στον μικρό τόμο, με τίτλο «ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ», (Εκδ. Πόλις,
σελ.75) θα μείνουν στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ή θα αποτελέσουν
σημείο αναφοράς – μάλλον όχι. Χαμηλότονα και διακριτικά, δεν «φωνάζουν» με
θέματα που μπορούν να συζητηθούν η να προκαλέσουν ενστάσεις αλλά στο τέλος της
ανάγνωσης τους, η οποία εδώ που τα λέμε δεν σου παίρνει και πολλή ώρα,
καταλαβαίνεις την δύναμη και την υπόγεια έντασή τους.
Ανθρωποι
εξαφανίζονται σε κάποιες από τις 6 ιστορίες της Βλαστού. Χωρίς σοβαρό λόγο και
χωρίς τυμπανοκρουσίες. Άνθρωποι μονολογούν, στενοχωριούνται, προβληματίζονται,
κινούνται αυτόματα μέσα στην πόλη, ψάχνουν στο παρελθόν τους για λύσεις, για
απαντήσεις. Ενας δότης σπέρματος. «πατέρας» δεκάδων παιδιών «μελαχρινών
αγοριών» σαν κι εκείνον, συνειδητοποιεί την μοναξιά του, ένας γιός μετά τον
θάνατο του πατέρα του, ψάχνει την βιβλιοθήκη της μητέρας του, εξαφανισμένης εδώ
και χρόνια, για να βρεί απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν – το γιατί
της ξαφνικής της αναχώρησης και τι μήνυμα περιέχεται σε επιστολές και
μυθιστορήματα.
«Και τότε
βούρκωσε, όχι για την ορφάνια του, αλλά γιατί ταυτίστηκε με τον πατέρα του και
κατάλαβε για πρώτη φορά πόσο βίαιη μπορεί να γίνει μια εγκατάλειψη. Θα έπρεπε
να μας μαθαίνουν να αντέχουμε, να μας μαθαίνουν πώς να ζούμε με αυτήν σαν να
είναι ανίατη αρρώστια. Για εκείνον, όπως και για τον πατέρα του, η απουσία
μετρούσε σαν παρουσία.»
Μια χήρα
αναπολεί τις ημέρες με τον άντρα της, θυμάται τα ταξιδια τους, τα βιβλία που
διάβαζαν και σκέφτεται ότι δεν της «έχει μείνει τίποτα πιά». Μια γυναίκα που πλησιάζει
τα σαράντα με αφορμή την παρουσία της σε μια κηδεία ενός μεγαλοστελέχους του
δημόσιου τομέα, φρικάρει με τις σκέψεις της και την ξαφνική επίγνωση της
μοναξιάς της, των ημερών της οικονομικής και επαγγελματικής της ανέλιξης που
ανήκουν πλέον στο παρελθόν, τα χρόνια που νιώθει ότι σπατάλησε μέσα σε
«ευκολίες» και «βολέματα» είτε επαγγελματικά, είτε ερωτικά και την αφόρητη
μοναξιά που αίφνης την κατακλύζει. «Νόμιζε ότι θα πορευόταν πάντα στο βαγόνι
πρώτης θέσης όπου είχε επιβιβαστεί, αλλά τα καύσιμα είχαν ήδη τελειώσει.»
Μια
γυναίκα από την Κύπρο προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένεια του γιού της,
επισκεπτόμενη ένα ενεχυροδανειστήριο ζώντας από εκεί που δεν το περίμενε μια
δεύτερη οικονομική καταστροφή, ενώ στο τελευταίο (και ίσως καλύτερο) διήγημα
της συλλογής οι τραυματικές οικογενειακές εμπειρίες ξαναζωντανεύουν στο μυαλό
μιας διακοσμήτριας όταν επισκέπτεται μια μεζονέτα για να διακοσμήσει ένα playroom.
«Ήταν 23
Δεκεμβρίου και εκείνα ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής της. Επιτέλους
έμειναν οι δυο τους, μόνες. Μόνες στο σπίτι. Αλλά το σιχαινόταν αυτό το σπίτι,
ήθελε να το πει, αλλά δεν τολμούσε. Ήθελε πολλά να πει στη μαμά, αλλά δεν
τολμούσε, κάποτε θα έβρισκε όλο το θάρρος του κόσμου και θα έλεγε τα πάντα στη
μητέρα της. Ποτέ δεν της είπε τίποτα. Η ζωή της ξεκίνησε ξανά στα έντεκα, ο
θάνατος του μπαμπά της έδωσε ξανά ζωή και ελαφράδα. Από εδώ και πέρα, θα ήταν
και γι’αυτήν όλα ανάλαφρα και ανέμελα, έτσι όπως έβλεπε να δείχνουν τα πρόσωπα
των συμμαθητών της. Δεν θα χρειαζόταν να απαντήσει στη δασκάλα: «Είμαι καλά,
κυρία Φράγκου, μόνο λίγο κουρασμένη.»
Η
μελαγχολία και η μοναξιά, διαπερνάει τις σελίδες της συλλογής. Με φόντο μια
πόλη που δεν περνάει τις καλύτερές της μέρες, ο καθένας από τους ήρωες των διηγημάτων
της Βλαστού, κλεισμένος στον μικρόκοσμό του, χαμένος με τις σκέψεις και τις
αγωνίες του, προσπαθεί να κινηθεί και να επιβιώσει με όπλο τις αναμνήσεις και
την γεύση της απώλειας, είτε υλικής, είτε ανθρώπινης. Οι χαμηλοί τόνοι
επιτείνουν αυτή την αίσθηση της απουσίας και της θλίψης, ενώ η λιτή και
απέριττη αφήγηση εντυπωσιάζει με την οικονομία του λόγου και την απουσία
(ευτυχώς) περιττών και ανούσιων περιγραφών.
Η
βιβλιοφιλία της συγγραφέως είναι ευδιάκριτη σε πολλά σημεία του βιβλίου της.
Πας και Λιόσα («Το παλιοκόριτσο»), Σουν Τσου («Η τέχνη του πολέμου») και Μάρκες
(«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας») αλλά και «Ο έρως» του Κράουσερ
ανακατεύονται γλυκά και λειτουργούν όχι ως «διακοσμητικά» στοιχεία ή στίγματα
εντυπωσιασμού, αλλά ως βασικά σημεία της εκάστοτε πλοκής. Μια πολύ αξιοσημείωτη
«πρώτη εμφάνιση» που υπόσχεται πολλά για το μέλλον.
«Σκέφτηκε
τον εαυτό του να κάνει επανεκκίνηση, να αρχίζει από το μηδέν άγνωστος μεταξύ
αγνώστων. Θα άρχιζε τη ζωή του σε άλλο τόπο, αλλαγμένος. Ένιωσε ανακούφιση. Θα
ζούσε με τα πένθη του, αλλά δεν θα έκανε ερωτήσεις. Θα μάθαινε να ζεί έτσι, θα
έπαιρνε ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Γιατί; Γιατί έτσι. Είναι
τόσο απλό. Ένιωσε μια γλυκειά μελαγχολία να τον κατακλύζει, ένιωσε μια ηρεμία
που άγγιζε τα όρια της ευτυχίας. «Η ευτυχία έχει να κάνει με την αυταπάτη,
ναι»(Έρως, Helmut Krausser).»
Δημοσίευση σχολίου