«Όταν
πουλάς μια επιχείρηση, πουλάς και την ιστορία της.»
Μόνο
«μυθιστόρημα» δεν το λες, το εξαιρετικό βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Edoardo Nesi (Πράτο, Τοσκάνη 1964) με τίτλο
«ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», («Storia della mia gente»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδη,
σελ.142), είναι ένα πολύ μεστό και με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου
αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το οποίο με αφορμή την προσωπική ιστορία του ήρωα και
συγγραφέα του, αποτελεί μια εύστοχη και (κυρίως) πολύ ουσιαστική ματιά πάνω
στην οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον Ευρωπαϊκό νότο τα πρώτα
χρόνια του 21ου αιώνα.
Η πορεία
του συγγραφέα στη ζωή ήταν μονόδρομος. Ήξερε από την παιδική του ηλικία ότι
επρόκειτο να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση, το υφαντουργείο αρχικά και
εριουργείο στη συνέχεια «Τ.Ο.Νέζι και Υιοί Α.Ε.». Μια επιχείρηση που ιδρύθηκε
στις αρχές του 20ου αιώνα, από τους παππούδες του Εντοάρντο σε ένα
χωριό της Τοσκάνης και μεγάλωσε τόσο πολύ στην μεταπολεμική εποχή, φθάνοντας
στο σημείο να απασχολεί εκατοντάδες εργάτες, να μεγαλώνουν γενιές ανθρώπων
εργαζόμενοι στο κλωστουφαντουργείο που δεν ήταν το μόνο της περιοχής, η οποία
είχε μεγάλη παράδοση στον χώρο με πολλές επιχειρήσεις να έχουν την έδρα τους
εκεί.
Η
επιχείρηση που επέζησε της ολοκληρωτικής καταστροφής του Β Παγκόσμιου πολέμου
αφού οι Γερμανοί αποχωρώντας ανατίναξαν όλα τις υφαντουργίες της περιοχής με
σαδιστικό τρόπο (έχοντας συγκεντρώσει τους κατοίκους της περιοχής με στραμένα
τα τουφέκια καταπάνω τους για να βλέπουν «πως τινάζεται στον αέρα μια
επιχείρηση»), που τα κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια της και να επεκτείνει
τον κύκλο εργασιών της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν τα κατάφερε να αντέξει στην
δύναμη της άκρατης και άναρχης παγκοσμιοποίησης, στην κινεζική εισβολή και
έμελλε σ’αυτόν, τον «διανοούμενο» της οικογένειας, έναν άνθρωπο με
αδιαμφισβήτητη κουλτούρα, να σφραγίσει το κλείσιμο της, το 2004 και στην
ερήμωση του τόπου που κάποτε έσφυζε από ζωή.
Ο
Εντοάρντο εξιστορεί την πορεία προς τον «θάνατο» της επιχείρησης. Πως
ουσιαστικά αρνείτο να «ενταχθεί» και να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση,
τραβώντας τα χρόνια των σπουδών του, παρακολουθώντας καλοκαιρινά μαθήματα στις
ΗΠΑ, βρίσκοντας χρόνο για τα ενδιαφέροντά του, που ήταν η λογοτεχνία και τα
ταξίδια, μεταφράζοντας βιβλία, ασχολούμενος με τις εκδόσεις, αλληλογραφώντας με
την Τζόαν Ντίντιον και με τον Ντέηβιντ Φόστερ Γουάλας ενθουσιασμένος με (και
προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει) το Infinite Jest. Κάποια στιγμή όμως ήρθε η ώρα να
εργαστεί στην επιχείρηση και σιγά-σιγά διαπιστώνει ότι γίνεται μέρος της,
αρχίζει να του αρέσει, τα καταφέρνει στις διαπραγματεύσεις με τους ξένους
πελάτες κι αντιπροσώπους, περνάει εκεί μέσα ημέρες και νύχτες – διότι σαν
επιχειρηματίας παραδοσιακός αισθάνεται το εργοστάσιο σαν το σπίτι του,
βρίσκοντας χρόνο να γράψει και βιβλία μέσα σ’αυτό. Υπήρχε ένα καλό κλίμα, οι
εργάτες ήταν καλοπληρωμένοι – ήταν η καλή πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος.
«Ποιος
ξέρει αν υπήρξε ποτέ μια στιγμή, μια ώρα, μια μέρα που να φτάσαμε στο απόγειο
της οικονομικής μας ζωής και αν, από τότε και μετά, τα όνειρά μας έγιναν
χίμαιρες, οι επιτυχίες μας προνόμια, το μέλλον μας ένα φανταστικό μέγεθος.
Ποιος ξέρει αν είναι δυνατόν να στρέψουμε το δάχτυλο και να δείξουμε μια
ημερομηνία, την οποία θα πρέπει να θυμόμαστε και να την διηγιόμαστε στα παιδιά
μας ως την ημέρα από την οποία και μετά όλα όσα πήγαιναν καλά άρχισαν να
πηγαίνουν κακά.»
Τώρα που
έχουν χαθεί όλα, που έχει άπλετο χρόνο να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και τα
βιβλία, αποφασίζει να μιλήσει γι’αυτά που συνετέλεσαν στην πτώση, στο
θρυμμάτισμα του ονείρου, στην ολοκληρωτική καταστροφή ενός επαγγελματικού
κλάδου, στην χαώδη ανεργία. Με ηρεμία, αναλύει τα αίτια της οικονομικής κρίσης,
επισημαίνει τα λάθη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την επικράτηση οικονομικών μοντέλων
που κοιτάνε μόνο τους αριθμούς και τα ποσοστά αδιαφορώντας τελείως για τον
άνθρωπο, είτε αυτός είναι επιχειρηματίας, είτε εργάτης. Μιλάει για τον εφιάλτη
της ανεργίας, την αίσθηση της «αχρηστίας», την ματαιότητα που νιώθει κάποιος
που χάνει τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία. Απευθύνεται οργισμένα στον Μάριο
Μόντι και σε μεγαλοδημοσιογράφους ή καθηγητές Οικονομικών που γοητευμένοι από
το «άνοιγμα των εμπορικών συναλλαγών» αποθέωναν τον θρίαμβο της «φθηνότερης
τιμής» και την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων κατακρίνοντας τους μικροβιοτέχνες
ότι «αρνούνται να προσαρμοστούν στις εξελίξεις».
«Ισως να
μην κατάλαβα ποτέ τι είχε συμβεί όλα αυτά τα χρόνια, στο χωρίς αριθμό δρόμου
σπηλαιώδες κτίριο μας. Τι ακριβώς φτιάχνονταν εδώ μέσα και τώρα δεν φτιάχνεται.
Ποια ήταν όλα εκείνα τα άτομα που δούλευαν στις μηχανές με τον μεταφυσικό στόχο
να εξακολουθήσουν να δουλεύουν για πάντα, μέρα και νύχτα, και που να είναι τώρα
και τι να θυμούνται από τις ατέλειωτες μέρες που πέρασαν δουλεύοντας για μένα
και την οικογένειά μου.
Ίσως να
μην κατάλαβα ποτέ τι πραγματικά σημαίνει εργασία. Ίσως απλώς να τη
χρησιμοποίησα, την εργασία των άλλων και τη δική μου επίσης. Ίσως και τη ζωή
μου απλώς να τη χρησιμοποίησα, αντί να τη ζήσω.»
Ο
συγγραφέας με όπλο του την κουλτούρα της λογοτεχνίας, προτιμάει να διαβάζει Ρίτσαρντ
Φορντ, Φιτζέραλντ και άλλους και προτάσσει την δύναμη της ποιότητας, την δύναμη
της παράδοσης και του πνεύματος απέναντι στην «Κινεζοποίηση» των πάντων. Βλέπει
την ισοπέδωση και την μαζικοποίηση, την αλαζονεία των οικονομολόγων, τα λάθη
των πολιτικών και αποφασίζει να κατέβει για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια
διαδήλωση, να ενωθεί με τους «δικούς του ανθρώπους», να παλέψει μαζί τους για
ένα καλύτερο αύριο.
Το βιβλίο
του Νέζι (βραβείο Strega,2011), είναι ένα παθιασμένο και πολύ συναισθηματικό
ανάγνωσμα. Συγκινεί και προβληματίζει, γραμμένο με αμεσότητα και ειλικρίνεια,
ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, των επιτευγμάτων και των λαθών, μιας
εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Μπορεί να διαφωνήσει κανείς με κάποιες από τις
απόψεις του συγγραφέα, μπορεί να θεωρήσει ότι μιλάει εκ του ασφαλούς (στο
κάτω-κάτω πρόλαβε και πούλησε, δεν αντιμετωπίζει – αντιμετώπισε ποτέ, μάλλον το
αντίθετο – κανένα οικονομικό πρόβλημα), αλλά δεν μπορεί να μη συμφωνήσει σε
πολλά, να μη διαβάσει προσεκτικά τις επισημάνσεις του για το μέλλον.
«Οι δικοί
μου άνθρωποι» είναι ένα πολύ γοητευτικόν βιβλίο που μιλάει για την οικονομική
κρίση με ένα διαφορετικό τρόπο, πολύ ζωντανό και οικείο. Παραθέτοντας
λογοτεχνικούς ήρωες (ας μη ξεχνάμε ότι ο τίτλος του βιβλίου του προέρχεται από
μια φράση του αγαπημένου του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ), κινηματογραφικές σκηνές,
ο Νέζι κάνει σαφές το μήνυμά του με μικρά κεφάλαια που δεν κουράζουν – έτσι κι
αλλιώς είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο – και που αποτελεί ένα όχι μόνο χρησιμότατο
αλλά και απολαυστικότατο ανάγνωσμα.
«Μα εμείς
δεν ήμασταν η γενιά Χ; Δεν ήμασταν αυτοί οι χωρίς ιδέες και ιδανικά άνθρωποι,
ένα κοπάδι από εγωιστές και τυχερούς βλάκες, που μεγάλωσαν μπροστά στην
τηλεόραση και που θα ζούσαν χωρίς να συνειδητοποιούν την καλή τους τύχη,
αφεντικά ενός ανιστόρητου πλέον κόσμου, προσαρμοσμένοι σε ένα χρυσό παρόν χωρίς
τέλος, δημιουργημένο από την εργασία των πατεράδων μας;
Δεν
υπάρχει κανείς να μας ζητήσει συγγνώμη διότι καταδικαστήκαμε να είμαστε η πρώτη
γενιά εδώ και αιώνες η οποία θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της; Που μας
έκαναν να γεννηθούμε και να χτίσουμε τα ιερά μας όνειρα περί ευζωίας κι ύστερα
μας άφησαν χωρίς χρήματα και χωρίς δουλειά, ακριβώς τη στιγμή που
ετοιμαζόμασταν να τα ζήσουμε εκείνα τα όνειρα;»
Δημοσίευση σχολίου