Όταν
ξεκινάς να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα, σχετικά με το αλκοόλ και τον εθισμό
σ’αυτό, δύσκολα φεύγει από το μυαλό σου, το μνημειώδες «Κάτω από το ηφαίστειο»
του Μάλκολμ Λόουρι, βιβλίο που όσα χρόνια και αν περάσουν από την ανάγνωσή του,
συνεχίζει να σε «καταδιώκει». «Ο Πότης» του Hans Fallada (Γερμανία 1893-1947), (Εκδ.
Κίχλη, μετάφρ. Ε.Βαϊκούση, σελ.416), είναι ένα μυθιστόρημα που έχει κι αυτό ως
θέμα του την πορεία ενός ανθρώπου προς τον απόλυτο εξευτελισμό συνέπεια του
εθισμού του, αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα αφού το πιο ενδιαφέρον (ή για
μένα, το ουσιαστικά ενδιαφέρον) κομμάτι του εκτυλίσσεται μετά την μέση του
βιβλίου, στην περιγραφή του εγκλεισμού του ήρωα στη φυλακή κατ’αρχήν και
ακολούθως σε ίδρυμα αποτοξίνωσης από το πάθος του.
Ο ήρωας
του βιβλίου (και αφηγητής), ο σαραντάχρονος Έρβιν Ζόμερ, είναι ένας έμπορος
αγροτικών προϊόντων στη Ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του ’30. Η επιχείρηση
πήγαινε περίφημα όσο ασχολείτο με αυτήν η σύζυγός του, η δυναμική και
πειθαρχημένη Μάγδα, αλλά από τη στιγμή που εκείνη αποφάσισε να μη πηγαίνει στο
γραφείο και να παραμείνει σπίτι, τα πράγματα παίρνουν την κάτω βόλτα και οι
ανταγωνιστές κερδίζουν έδαφος. Ο Ζόμερ, άνθρωπος ταπεινός και ανασφαλής βλέπει
ότι ουσιαστικά την επιχείρηση την κρατούσε η Μάγδα και διαπιστώνει ότι αν
συνεχίσει κατ’αυτόν τον τρόπο την πορεία της, η χρεοκοπία θα είναι μονόδρομος. Αρχίζει
να δοκιμάζει λίγο κρασί – δεν είχε πιεί ποτέ μέχρι τότε – για να καταπολεμήσει
την απογοήτευσή του και τη ψυχική μοναξιά που αισθανόταν και νιώθει καλύτερα.
Όταν δε η Διεύθυνση των Φυλακών της πόλης, αποφασίζει να σταματήσει τη
συνεργασία με την επιχείρησή του, αφού ο Ζόμερ είχε αμελήσει να κάνει μια
βελτιωμένη προσφορά ανανέωσης της συνεργασίας τους, εκείνος αρχίζει να πίνει
όλο και περισσότερο.
Η
κατάσταση του είναι πλέον ορατή όχι μόνο από τους στενούς του συνεργάτες στη
δουλειά αλλά και από την Μάγδα στο σπίτι. Περιπλανιέται στα προάστεια ψάχνοντας
καπηλειά για να πιεί και σ’ένα από αυτά γνωρίζει μια νεαρά γκαρσόνα την οποία
πολιορκεί ξοδεύοντας μεγάλα ποσά. Η Μάγδα αναθέτει στον γιατρό τους, να τον
συνετίσει αλλά ο Ζόμερ συνεχώς ξεφεύγει αρνούμενος να διακόψει την συνεχή μέθη
στην οποία βρίσκεται νυχθημερόν. Με το ποτό ξεχνιέται, ζει σε έναν άλλον πιο
ευχάριστο κόσμο, απολαμβάνει τους περιπάτους, την ωραία φύση, νιώθει ελεύθερος
και νέος, ικανός για τα πάντα. Μετά από έναν έντονο καυγά με την σύζυγό του
φεύγει από το σπίτι και μέσα στην παραζάλη του νοικιάζει ένα δωμάτιο σε κάποιον
απατεώνα, στο οποίο κάθεται και μεθάει ολη τη μέρα, ενώ ο σπιτονοικοκύρης του,
τον γδύνει κυριολεκτικά.
Η σύλληψή
του για ασήμαντους λόγους είναι κάτι το αναπόφευκτο όπως και η καταλήστευσή του
άλλωστε από επιτήδειους, αλλά η καταγγελία της συζύγου του, ότι προσπάθησε να
την σκοτώσει, κάνει τα πράγματα σοβαρότερα. Τον κλείνουν στη φυλακή, όπου
γνωρίζει έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν με τον οποίον συναναστρεφόταν μέχρι
τότε και προσπαθεί να επιβιώσει κακήν-κακώς.
Το
επόμενο βήμα είναι ο εγκλεισμός του σε κάποιο ίδρυμα απεξάρτησης, όπου θεωρεί
ότι θα είναι πολύ καλύτερα από τη φυλακή, αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι ζει
κυριολεκτικά μέσα σε μια κόλαση, όπου υπάρχει αυστηρή ιεραρχία, ελάχιστο φαγητό
και συνθήκες στρατοπέδου ενώ απ’ότι γρήγορα αντιλαμβάνεται, ενδέχεται να μείνει
για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το δε χειρότερο απ’όλα είναι ο απόλυτος
«ιδρυματισμός» στον οποίον βυθίζεται, όταν «ικανοποιημένος» από την καθημερινή
του εργασία να φτιάχνει «βούρτσες για τα νύχια, για τα χέρια, για τα μαλλιά,
βούρτσες για βουτυράδικα και ζυθοποιίες, και για πρεβάζια…πινέλα για ξεσκόνισμα
και κάθε είδους πινέλα ζωγραφικής.»
«Ε, ναι
τώρα είχα ενσωματωθεί για τα καλά, ανήκα κανονικότατα σ’αυτό το περιβάλλον, κι
αν θέλω να είμαι ειλικρινής, οφείλω να ομολογήσω πως μετά τις πρώτες εβδομάδες
της προσαρμογής ένιωθα σχετικά καλά. Είχα εξοικειωθεί με το μόνιμο αίσθημα της
πείνας, με τους συνεχείς καβγάδες, με τον κακό αερισμό των χώρων του οικήματος,
ακόμα και με τα «γουρουνόσπυρα» - τους καλόγερους…Το οίκημα αυτό, με τη βρωμιά,
με την τσιγκουνιά των υπαλλήλων και με τον φθόνο των τροφίμων, ήταν φριχτό –
όμως αυτό ήταν και δεν είχε νόημα να το πολεμάει κανείς. Έτσι κι αλλιώς, ποιος
μας υπολόγιζε εμάς;
Στο τέλος
του δεύτερου μήνα αντάλλαξα ολόκληρο το πακέτο τον ψιλοκομμένο καπνό με ένα
μεγεθυντικό φακό, κι έτσι μπορούσα ν’ανάβω την πίπα μου όποτε ήθελα, αρκεί να
είχε ήλιο. Και κάθε φορά που καθόμουνα όρθιος στο πρεβάζι του παραθύρου κι
έπαιρνα αυτές τις δέκα ή δώδεκα απολαυστικές ρουφηξιές με τη μικρή μου πίπα,
ένιωθα πιο πλούσιος κι ευτυχισμένος παρά ποτέ. Ένιωθα, πράγματι, πως ποτέ δεν
είχα ευχαριστηθεί τη ζωή μου τόσο βαθιά, όσο στη θαλπωρή αυτού του κελιού.»
Το
μυθιστόρημα του Φάλλαντα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο συγγραφέας
(ο οποίος επέλεξε να μείνει στη Ναζιστική Γερμανία και να μη διαφύγει στο
εξωτερικό), τον Ιούλιο του 44 σε πλήρη έξαρση του αλκοολισμού στον οποίον είχε
εθιστεί και πάνω σ’έναν διαπληκτικσμό με την τότε σύζυγό του Σούζε, πυροβολεί
στον αέρα, συλλαμβάνεται για «απόπειρα φόνου» και κλείνεται σε ίδρυμα. Ο
«Πότης» ξεκίνησε να γράφεται κατά την περίοδο του εγκλεισμού του, τον
Σεπτέμβριο του ’44.
Το βιβλίο
ενώ στις πρώτες 100-150 σελίδες περιγράφει ουσιαστικά μια αρκετά αναμενόμενη
κατάσταση, από το σημείο εκείνο και μέχρι το τέλος του, γίνεται συγκλονιστικό.
Οι σελίδες της φυλακής και του ιδρύματος είναι καθηλωτικές, ενώ η τοιχογραφία
των προσώπων/τροφίμων συναρπάζει με την δύναμη της περιγραφής και την λεπτομερή
καταγραφή των χαρακτήρων, κακοποιών και μη, ανθρώπων που για τον ένα ή άλλο
λόγο βρίσκονται έγκλειστοι πίσω από τους χοντρούς τοίχους. Χρησιμοποιώντας την
πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο συγγραφέας γίνεται άμεσος και στοχεύει κατευθείαν στο
συναίσθημα και στη συμμετοχή του αναγνώστη στα δρώμενα. Ο Ζόμερ κατρακυλάει
προς την «κόλαση» και μαζί του κατρακυλάμε κι εμείς – το συνειδητοποιείς κάποια
στιγμή που σηκώνεις το κεφάλι από τις σελίδες και έχεις ξεχάσει που βρίσκεσαι
και τι κάνεις.
Όπως
αναφέρει και η μεταφράστρια Ε.Βαϊκούση στο εξαιρετικό της επίμετρο (το οποίο
έρχεται σε πλήρη συνάφεια με την ωραία της μετάφραση), «κεντρικό θέμα του
μυθιστορήματος δεν είναι στην πραγματικότητα ο αλκοολισμός, όσο η αδυναμία του
χαρακτήρα, η οποία συνιστά το υπόβαθρο κάθε εξάρτησης.» Η αναγωγή στον «ανθρωπάκο»
που χωρίς αντιστάσεις, φοβισμένος και ανασφαλής πέφτει στην «αγκαλιά του
Ναζισμού» και μετατρέπεται σε υποχείριο της εξουσίας είναι προφανής. Ο αδύναμος
και κάπου κάπου αφελής Ζόμερ, τελείως «ευνουχισμένος» και αλλοτριωμένος, είναι
ανίκανος να αντιμετωπίσει την «πάντα άψογη» Μάγδα, τυπικό πρότυπο συντρόφου όχι
μόνο στη συζυγική κλίνη αλλά και στην επιχείρηση, αρχηγό δε στο σπίτι. Άνθρωποι
σαν τον Ζόμερ δεν έχουν θέση στην κοινωνία που οραματίζονταν ο Χίτλερ και οι
συν αυτώ, έπρεπε να εξοβελιστούν, να απομονωθούν.
Εξαιρετικό
μυθιστόρημα, το οποίο ισορροπεί συνέχεια μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας γεμάτο
με μαύρο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Τοιχογραφία και διεισδυτικότατο ψυχολογικό πορτρέτο μιας κοινωνίας που στηρίζεται
στη δύναμη και στην πειθαρχία, με αρκετές ομοιότητες ως προς το ύφος με το «Βερολίνο
Αλεξάντερπλατς» του Α.Ντέμπλιν. Το βιβλίο ευτύχησε στην ελληνική του μεταφορά,
αφού η έκδοση της Κίχλης είναι (ως συνήθως) υπέροχη και εμπλουτισμένη (εκτός
από το επίμετρο που αναφέρω παραπάνω) με φωτογραφίες από την ζωή του συγγραφέα,
του οποίου το επικό (και ογκώδες) «Λύκος ανάμεσα σε Λύκους» ελπίζουμε να εκδοθεί κάποτε στα
ελληνικά.
Πράγματι εξαιρετικό βιβλίο με μια πολύ καλή μετάφραση και σε άρτια έκδοση. θα συμφωνήσω επίσης και με την προσθήκη του επιμέτρου στη συγκεκριμένη έκδοση, ωστόσο, σε ποιο βαθμό ενδείκνυται η προσθήκη ενός συνοδευτικού κειμένου σ΄ενα έργο καθώς αυτό μπορεί από τη μια να κατατοπίζει τον αναγνώστη καθιστώντας την ανάγνωση πιο "εύκολη" αλλά από την άλλη μπορεί και να τον κατευθύνει προς μία ερμηνεία περιορίζοντας την οπτική του; Και φυσικά δεν αναφέρομια στο συγκεκριμένο βιβλίο αλλά θέτω το ερώτημα γενικότερα.