«Αποσπάσματα. Από-σπά-σμα-τα. Αποσπ. Απ. σ ατα. Αυτό το έργο
δεν είναι αποσπασματικό·
είναι αποσπάσματα.
Έτσι λοιπόν, όλα τα κεφάλαια είναι αποσπάσματα, εκτός
απ’αυτό, γιατί αυτό ζει εδώ, σ’αυτό το σημείο, ανάμεσα στ’αποσπάσματα, κι έχει
μια συγκεκριμένη δουλειά όσο αφορά τ’αποσπάσματα που το περιβάλλουν. Απόσπασμα;
Συνδετικός ιστός; Η ιστορία καθαυτή;
Αχ, η ιστορία καθαυτή, αυτό το κέντρο που ολοένα
συμπυκνώνεται.
Και υπάρχει κάποιο χρέος, Χάρος, αχρείος Χάρος που΄ναι χρέος
και να η γραμματική για τη γραμματική και να ένα ποτό να πιούμε στην υγειά του
αχρείου άνδρα ο οποίος σπάει και τσακίζει και κουνάει το κεφάλι του λες κι η
μουσική να σήμαινε κάτι, σημαίνει κάτι, περιέχει κάτι, ναι, περιέχει, περιζώνει
κάτι, περιζώνει κάποιον στον πάτο του ποτηρίου που σηκώνουμε, πρόποση στον
άχρηστο-αχεροχειροποίητο αριθμό του κοντινότερου συγγενή.»
Το θέμα της «αυτοδικίας», που αποτελεί μια μόνιμη εστία
διαφωνίας και προβληματισμού στον Δυτικό κόσμο, απασχολεί συγγραφείς και
σεναριογράφους ταινιών εδώ και δεκαετίες. Η βία για την βία ή αλλιώς «οφθαλμός
αντί οφθαλμού» έχει παρουσιαστεί με εκατοντάδες τρόπους, από τους πλέον
επιφανειακούς μέχρι τους πιο φιλοσοφημένους. Μεταμοντέρνα όμως απεικόνιση της
αυτοδικίας δεν θυμάμαι να έχω ξαναβρεί μπροστά μου. Αυτό ακριβώς επιχειρεί ο
εξαιρετικός Αφροαμερικανός συγγραφέας Percival Everett (ΗΠΑ, 1956), στο τόσο ιδιαίτερο
(αλλά υπέροχο) μυθιστόρημά του «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ» («The water cure»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ.
Δ.Αθηνάκη, σελ.275).
Ένα θύμα που γίνεται θύτης, ένας πατέρας που βλέπει την
μικρή του κόρη σφαγιασμένη και αποφασίζει να εκδικηθεί τον δράστη του
εγκλήματος υποβάλλοντάς τον σε βασανιστήρια. Ο Ισμαήλ είναι συγγραφέας
φτηνιάρικων αισθηματικών μυθιστορημάτων με ψευδώνυμο. Ζεί με την σύζυγο και την
κόρη του, ώσπου μια μέρα τον καλούν στο νεκροτομείο να αναγνωρίσει το πτώμα του
παιδιού του. Από εκείνο το σημείο και μετά, η ζωή του αλλάζει εντελώς. Χωρίζει
και μένει μόνος του πλέον σε ένα απομονωμένο σημείο, ένα εντυπωσιακό αλλά
περίκλειστο σπίτι-φρούριο στις εσχατιές της αμερικάνικης επαρχίας (στο Τάος,
του Νέου Μεξικού), όπου περνάει τις μέρες του μέσα στην παράνοια που εμφανώς
τον έχει κυριεύσει και βασανίζοντας στο υπόγειο τον άνθρωπο, ο οποίος
δολοφόνησε (αφού πρώτα βίασε) την μικρή του κόρη.
«Η ζωή, πλαισιωμένη όπως είναι από τη γέννηση στη μια άκρη
και το θάνατο στην άλλη (αυτό είναι κάτι δεδομένο, ούτε εξεζητημένη ιδέα ούτε
καν καινούργια εδώ που τα λέμε), δεν είναι το πλαίσιο, ούτε καν οι άκρες του
πλαισίου, δεν είναι ούτε καν πλατιές και επιβλητικές χειρονομίες μέσα στο
πλαίσιο, αλλά η ζωή αποτελείται από μικρές, άσκοπες και ασήμαντες χειρονομίες,
μικρές όπως το να κάθεσαι στο τραπέζι για φαγητό, να πηγαίνεις στο
γραμματοκιβώτιο, να καθαρίζεις το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, να θυμάσαι που
πάρκαρες, να ξεχνάς να φιλήσεις την κόρη σου για καληνύχτα. Η ζωή δεν είναι
ηρωικά κατορθώματα, αλλά μικρά, σχεδόν ασήμαντα φταρνίσματα του χρόνου, ένας
λιλιπούτειος λόξιγκας των πραγμάτων που μπορεί ή όχι να έχουμε επιλέξει να
θυμόμαστε. Κι εγώ κι εγώ πώς να γυρίσω πίσω εγώ να βρω να ξαναβρώ το ρυθμό το
ράθυμο ρυθμό που είναι ο χτύπος της καρδιάς μου τώρα πως τώρα πιά; Πάντοτε
αιώνια απαρασάλευτα θέμα πλαισίου, πλαισίωση του θέματος και, α ναι, μ’ένα
γράμμα που ξεγλιστρά, μ’ένα γελοίοδυσλεξικό λάθος, το θέμα γίνεται θύμα, αλλά
αυτό είναι μια εντελώς άλλη ιστορία.»
Αυτή είναι η ιστορία του βιβλίου του Έβερετ και αν νομίζεις
ότι ξεμπέρδεψες κάνεις μεγάλο λάθος, γιατί γύρω από αυτό το σπαρακτικό γεγονός
(που θα μπορούσε να οδηγήσει σε δράμα ολκής ή αιματηρό σπλάτερ μελόδραμα), ο
μεγάλος αυτός σύγχρονος δημιουργός «βυθίζει» τον αναγνώστη σε έναν στοχαστικό
και αποσπασματικό σύμπαν που κατακλύζεται από εικόνες, αποφθέγματα και ρήσεις
από φιλοσόφους και λογοτέχνες (μέχρι και ο Λ.Κάρολ με την «Αλίκη στη Χώρα των
Θαυμάτων» ή ο Στερν με τον «Τρίστραμ Σάντι»), γλωσσολογικά παιχνίδια και παζλ,
Πλατωνικούς διαλόγους που παραποιούνται από ένα σημείο και μετά, ενώ κάποιες
στιγμές η κατάσταση οδεύει προς μια «Τζοϋσική» γλώσσα.
«Εσχάτως, πονειρική ανωτερότητα.
Ατέρμονα να πονειρεύεσαι τα θύματα της χάλασσας.
Τώρα, βασανυκτικά, ορθωμένα, επίμονα, απροσαόριστα.
Κάθε φθινόπωρο οι πώροι σου θα φθίνουν προς την άμμο και τον
ήλιο.
Στο μυαλό ένας καταυλισμός βροχής.
Σοβαρά να πονειρεύεσαι τους αφρούς των θυμάτων.
Αμείλικτα μεγάλα, εξαμβλωμένα, ογκώδη, φουσκοχαλασσιά τη
φουσκοθαλασσιά, εκκωφανταστικά.
Μα κι έτσι δεν μπορείς να γραδάρεις τα μάτια σου.
Και ξέρεις πως τα θύματα της θάλασσας ποτέ δεν θα σε
φτάσουν.
Μέρα τη μέρα τα κύματα παλεύουν και, μολονότι δεν αφθονιάς,
τρόμος απ’τα κύματα σε κατακλύζει.
Με καταλαβαίνεις;»
Ο Ισμαήλ – σαφής αναφορά στον «Μόμπυ Ντικ» του Μέλβιλ,
βιβλίο σταθμός στην Αμερικανική (και όχι μόνο) πεζογραφία – φιλοσοφεί και
παραλογίζεται, αποτρελλαίνεται με τον χρόνο, χάνει την επαφή με την
πραγματικότητα, αυτοσαρκάζεται και κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό
του. Ο Έβερετ (ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς
όπως έχω ξαναγράψει για άλλα του μυθιστορήματα), χρησιμοποιεί κι εδώ όπως στο
αριστουργηματικό «Σβήσιμο», έναν συγγραφέα ως ήρωα, ο οποίος για άλλα ήταν
προορισμένος και αλλού τον πήγε η ζωή, ενώ το παραληρηματικό της γραφής και η
ανατροπή της παραδοσιακής λογοτεχνικής φόρμας
μέσα από μια παραληρηματική και αποσπασματική γραφή που είναι όμως
εξόχως αποστασιοποιημένη και γεμάτη χιούμορ, ομοιάζει (περισσότερο από κάθε
άλλο βιβλίο του πολυγραφότατου αυτού συγγραφέα) με το ύφος που χρησιμοποίησε
στο «Σβήσιμο»
Ο Έβερετ θεωρεί στο βιβλίο του την βία ως κάτι φυσιολογικό
για την Αμερικάνικη κοινωνία. Εφαρμόζει στο θύμα του την «θεραπεία του νερού»,
ένα βασανιστήριο που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Γκουαντάναμο και στο Ιράκ
από τον Αμερικανικό στρατό – εκεί όπου την διδάχτηκε ο Ισμαήλ. Η αυτοδικία και η βία, θεωρεί ότι είναι μέρος
της κουλτούρας του τόπου του και επιτίθεται στην υποκρισία της συντηρητικής και
υποκριτικά ανθρώπινης Αμερικής του Μπους (το βιβλίο εκδόθηκε το 2007) που έχει
μάθει να ζεί με αυτά τα χαρακτηριστικά εγγεγραμμένα στο DNA των κατοίκων της χώρας, φθάνει να μη
γίνονται επισήμως «μέσα στην ίδια τους την αυλή» - εξάλλου και τα βασανιστήρια
που διαπράττει ο Ισμαήλ γίνονται σε δεύτερο πλάνο, μαθαίνουμε γι’αυτά εμμέσως,
δεν περιγράφονται ευθέως.
«Πάλη. Τρέξιμο. Φυγή. Τα θηράματα θα σταθούν και θα παλέψουν
όταν παγιδευτούν, αλλά προτιμούν να το βάλουν στα πόδια. Το «προτιμούν» εδώ,
είναι προβληματικό αφού δηλώνει μια συλλογιστική διαδικασία την οποία δεν είμαι
έτοιμος να υποστηρίξω. Παρ’όλα αυτά, το τρέξιμο θα μπορούσε να΄ναι η
προτιμώμενη αντίδρασή μου.
Πάντοτε πίστευα ότι το να καθυστερείς είναι πολύ προτιμότερο
απ’το να κάνεις κάτι λάθος. Η χώρα μου όμως μ’εχει μάθει αλλιώς. Κατέληξα
ν’αγαπώ την πατρίδα μου γι’αυτό το παράδειγμα, γι’αυτή την ασυδοσία, γι’αυτή τη
ματαιοδοξία.
Μα και πάλι, αν υπάρχει θεός κι αν αυτός ο θεός είναι ένας
δίκαιος θεός, τότε τρέμω για τη χώρα μου.»
Προκλητικό και ανατρεπτικό, το μυθιστόρημα του Έβερετ, είναι
ένα δύσκολο και ιδιόρρυθμο βιβλίο, με έξοχο ύφος και δομή. Η ιστορία του Ισμαήλ
και η δολοφονία της κόρης του μας δίδονται αποσπασματικά και οι πληροφορίες με
το σταγονόμετρο, οδηγώντας την αφήγηση σε μια κορύφωση καθώς οδηγούμαστε σε ένα
ταξίδι μέσα στα σκοτάδια του συναισθήματος και της ανθρώπινης υπόστασης.
Εξαιρετική η μετάφραση-άθλος του Δ.Αθηνάκη που συνέβαλλε καθοριστικά στην
κατανόηση του ύφους του κειμένου και στην λυρικότητα της γλώσσας του μεγάλου
Αφροαμερικανού συγγραφέα.
«Κάθε λέξη είναι ένα σύμπτωμα.
Κάθε αράδα κρύβει την ολοκληρωμένη εικόνα.
Κάθε κάθε είναι ένα ψέμα που περιμένει να συμβεί.»
Δημοσίευση σχολίου