Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η
αναγνωστική μου σχέση με τον προκλητικό Γάλλο συγγραφέα Michel Houellebecq
(Ρεϋνιόν,1956), ήταν μάλλον κακή. Έχοντας διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του
μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, τον είχα απορρίψει μέσα μου
αρνούμενος να διαβάσω πλέον οτιδήποτε κι αν εξέδιδε. Τα καλά λόγια που άκουγα
τα τελευταία 2 χρόνια για το μυθιστόρημά του, "Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ Η
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ" ("La carte et le territoire"), (Εκδ. Εστία, μετάφρ.
Λ.Σιπητάνου, σελ.419), αλλά και η συζήτηση για το συγκεκριμένο βιβλίο, με έναν
γνωστό εκδότη (ο οποίος έτρεφε τα ίδια συναισθήματα για τον συγγραφέα γύρω από
τα παλαιότερα βιβλία του), με ώθησαν στην ανάγνωσή του και οφείλω να ομολογήσω
ότι όσοι το εκθείαζαν, είχαν δίκιο. Είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, "Ο
χάρτης και η επικράτεια" - απλά
εξαιρετικό, το οποίο σε διαποτίζει με την ελεγειακή ατμόσφαιρα που το
κατακλύζει δείχνοντας τις μεγάλες δυνατότητες ενός συγγραφέα να σε κρατάει
καθηλωμένο για τόσες πολλές σελίδες χωρίς ουσιαστικά πλοκή στην ιστορία που
αναπτύσσει.
Διότι η πλοκή (ή πιο σωστά, η
απουσία της) δεν επηρεάζει καθόλου την απόλαυση που σου προσφέρει το
μυθιστόρημα. Ο ήρωας του βιβλίου, ο καλλιτέχνης Ζεντ Μαρτέν είναι ένας πολύ
μοναχικός άνθρωπος, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες ή δευτερεύοντες χαρακτήρες του
βιβλίου. Ο πατέρας του, ο επιτυχημένος αρχιτέκτονας Ζαν-Πιέρ Μαρτέν, ο οποίος
δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την (αναίτια) αυτοκτονία της συζύγου του (και
μητέρας του Ζεντ) από τη μια και που, από την άλλη, ένιωθε ότι είχε προδώσει τα
ιδανικά του για μια ποιητική αρχιτεκτονική γνωρίζοντας μεγάλη οικονομική
επιτυχία κατασκευάζοντας παραθεριστικές κατοικίες. Πολύ μόνος και
απογοητευμένος από τη ζωή του είναι και ο διάσημος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ
(!!), ο οποίος δεν γράφει πλέον αποτραβηγμένος σε ένα εξοχικό σπίτι στην
Ιρλανδία και του οποίου η ζωή θα συνδεθεί με μοιραίο τρόπο με αυτή του Ζεντ.
Κουρασμένος και απογοητευμένος είναι και ο αστυνομικός Ζασελέν, ο οποίος
αναλαμβάνει να επιλύσει έναν πραγματικό γρίφο στο τελευταίο (συγκλονιστικό)
κομμάτι του βιβλίου.
Ας επικεντρωθούμε όμως στον Ζεντ
Μαρτέν. Η επιτυχία ήρθε γρήγορα και ουσιαστικά άκοπα στη ζωή του, δίνοντάς του
το δικαίωμα να κάνει μεγάλη περιουσία με το μίνιμουμ της προσπάθειας.
Σπουδάζοντας στην σχολή Καλών Τεχνών αφοσιώθηκε στην Φωτογραφία. Μέσω της
τέχνης του ήθελε να κάνει "μια αντικειμενική περιγραφή του κόσμου"
και στην αρχή οι φωτογραφίες του απλά του απέφεραν ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Όταν όμως έπιασε στα χέρια του μερικούς χάρτες της Μισελέν, κάτι άλλαξε μέσα
του και άρχισε μανιωδώς να κάνει αυτό: να φωτογραφίζει οδικούς χάρτες της
Μισελέν δίνοντάς τους μια άλλη, ποιητική διάσταση. Η γνωριμία του (και ο
αναπόφευκτος έρωτας) με την εκθαμβωτικής ομορφιάς Ρωσίδα Όλγα, η οποία
εργαζόταν ως στέλεχος στην ανωτέρω εταιρία, του ανοίγει τις πόρτες της
επιτυχίας και της αναγνώρισης, αφού η (πολυεθνική πλέον) Μισελέν γίνεται
χορηγός της τέχνης του, διοργανώνει μια μεγάλη έκθεση των περίπου 800
φωτογραφιών του, η οποία σημειώνει τεράστια καλλιτεχνική αλλά και οικονομική
επιτυχία.
"Την είσοδο της αίθουσας
έκλεινε ένα μεγάλο πανό, αφήνοντας στο πλάι περάσματα των δύο μέτρων, όπου ο
Ζεντ είχε κρεμάσει δίπλα-δίπλα μια δορυφορική φωτογραφία τραβηγμένη γύρω από
την κορυφή Γκραν Μπαλόν και τη μεγέθυνση ενός χάρτη Μισελέν
"Διαμερίσματα" της ίδιας περιοχής. Η αντίθεση ήταν εντυπωσιακή: ενώ η
δορυφορική φωτογραφία το μόνο που παρουσίαζε ήταν μια σούπα από λίγο πολύ
ομοιόμορφες αποχρώσεις του πράσινου, διάστικτη με θολές μπλε κηλίδες, στον
χάρτη αναπτυσσόταν ένα σαγηνευτικό, λεπτομερές σχέδιο με τους επαρχιακούς
δρόμους, τις γραφικές διαδρομές, τα σημεία της θέας, δάση, λίμνες και φαράγγια.
Πάνω από αυτές τις δύο μεγεθύνσεις, με μαύρα κεφαλαία γράμματα υπήρχε ο τίτλος
της έκθεσης: "Ο ΧΑΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΙΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ"."
Σύντομα η ευτυχισμένη σχέση με την
Όλγα τελειώνει, αφού, εκείνη γυρίζει στην χώρα της να αναλάβει το εκεί
παράρτημα του Ομίλου και ο Ζεντ στην πιο επικερδή φάση της καριέρας του, κάνει
στροφή, παρατάει την Φωτογραφία και αρχίζει να ζωγραφίζει "επαγγέλματα που
χάνονται" κατ'αρχήν, για να περάσει στην ζωγραφική απεικόνιση εκπροσώπων
διαφόρων σύγχρονων επαγγελμάτων και σε δεύτερη φάση, σε μεγαλύτερες συνθέσεις
όπως ο πίνακας "Ο Μπιλ Γκέιτς και ο Στιβ Τζομπς συνομιλούν για το μέλλον
της πληροφορικής". Στην έκθεση όπου θα παρουσιαστούν τα έργα του, ο Ζεντ
επιθυμεί τον πρόλογο στον κατάλογο να τον γράψει ο διάσημος (και επιτυχημένος)
συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ - τον προσεγγίζει, εκείνος δέχεται και εκτός της
αμοιβής, ο Ζεντ αποφασίζει να του χαρίσει και μια προσωπογραφία που του
έφτιαξε. Η έκθεση σημειώνει τεράστια επιτυχία, οι πίνακες γίνονται περιζήτητοι
στην αγορά της Τέχνης, αλλά ο ίδιος ο Ζεντ αισθάνεται πιο μόνος από ποτέ. Θα
χαρίσει στον (μάλλον αδιάφορο προς όλα αυτά) Ουελμπέκ, την προσωπογραφία που
του έφτιαξε, ένα δώρο 750.000 ευρώ (όπως χαρακτηριστικά του λέει ο διοργανωτής
της έκθεσής του) και μαζί του θα έχει μια πολύ ουσιαστική συζήτηση περί Τοκβίλ
και Ουίλιαμ Μόρις. Θα ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας αν ο γνωστός συγγραφέας
δεν βρισκόταν (κυριολεκτικά) τεμαχισμένος λίγες μέρες αργότερα.
"Βγήκε στο Μονταρζίς-Ουέστ,
στάθμευσε πενήντα μέτρα πριν τα διόδια, σχημάτισε τον αριθμό του συγγραφέα, το
άφησε να χτυπήσει καμιά δεκαριά φορές και το έκλεισε. Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί,
ο ουρανός είχε ένα γαλακτώδες λευκό χρώμα πάνω από το χιονισμένο τοπίο. Τα
υπόλευκα κουβούκλια του σταθμού διοδίων συμπλήρωναν αυτό το διακριτικό κονσέρτο
ανοιχτών τόνων. Βγήκε και τον χτύπησε το κρύο, πιο ζωηρό απ'ότι στην αστική
περιοχή· περιφέρθηκε
λίγα λεπτά στην άσφαλτο του πάρκινγκ. Βλέποντας το κουτί από τιτάνιο που είχε
προσαρμόσει στην οροφή του αυτοκινήτου του, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να
διαβάσει Ουελμπέκ τώρα που όλα είχαν τελειώσει. Τώρα που είχε τελειώσει τι; Την
ίδια στιγμή που έκανε την ερώτηση, την απαντούσε κιόλας και κατάλαβε ότι ο
Φραντς είχε δίκο: Ο "Μισέλ Ουελμπέκ, συγγραφέας" θα ήταν ο τελευταίος
του πίνακας. Ασφαλώς είχε ακόμα ιδέες για πίνακες, ονειροπολήσεις για πίνακες,
όμως ποτέ πια δεν θα ένιωθε την απαραίτητη ενέργεια ή ώθηση για να τους δώσει
μορφή. Πάντα μπορούμε, του είχε πει ο Ουελμπέκ όταν αναφέρθηκε στην καριέρα του
ως μυθιστοριογράφου, να κρατάμε σημειώσεις, να προσπαθούμε να παρατάξουμε φράσεις.
Όμως για να ξεκινήσουμε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος πρέπει να περιμένουμε
την εμφάνιση ενός αυθεντικού πυρήνα αναγκαιότητας. Δεν αποφασίζουμε ποτέ μόνοι
μας τη συγγραφή ενός βιβλίου, είχε προσθέσει. Το βιβλίο, κατά την άποψή του,
ήταν σαν ένα κομμάτι μπετόν που αποφασίζει να πήξει και οι δυνατότητες δράσης
του συγγραφέα περιορίζονταν στο γεγονός ότι είναι εκεί και περιμένει, σε μια
αγωνιώδη αδράνεια, να ξεκινήσει η διαδικασία από μόνη της. Εκείνη τη στιγμή ο
Ζεντ κατάλαβε ότι η αδράνεια ποτέ πια δεν θα του προκαλούσε άγχος και η εικόνα
της Όλγας επέστρεψε και αιωρήθηκε μέσα στη μνήμη του σαν το φάντασμα μιας
ημιτελούς ευτυχίας - εάν μπορούσε θα προσευχόταν για εκείνη. Μπήκε στο
αυτοκίνητό του, ξεκίνησε απαλά προς την κατεύθυνση των διοδίων, έβγαλε την
κάρτα του για να πληρώσει."
Το μυθιστόρημα του Ουελμπέκ είναι
πολυεπίπεδο και βαθιά φιλοσοφικό ενώ έχει αυτή την υπνωτιστική ατμόσφαιρα, η
οποία σε τυλίγει μέσα του, σε παρασέρνει. Αποφεύγοντας τις προκλήσεις και τους
εντυπωσιασμούς των προηγούμενων βιβλίων του και τις πολύ ρεαλιστικές
σεξουαλικές περιγραφές, ο συγγραφέας αναπαριστά έναν κόσμο τεχνητό και ψεύτικο,
ανούσιο και επιφανειακό, όπου ο μέσος άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο από
καταναλωτής εικόνων και προϊόντων, καλωδιωμένο άβουλο ον, που υπακούει στις
προσταγές του μέσου όρου. Ακατάπαυστο name-dropping καλλιτεχνών, συγγραφέων, μαγαζιών,
γκουρμέ ρεστωράν, η αφήγηση ρέει και η στυλιστική πρόζα του Ουελμπέκ
αναδεικνύεται στο υπέροχο αυτό βιβλίο, ενώ η σάτιρα και το χιούμορ τσακίζουν
παρά την έντονα μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Ο πατέρας που βλέπει ότι δεν του
μένει πολύ ζωή και θέλει να αυτοκτονήσει, ο Ζεντ που είναι ένας άνθρωπος
αποξενωμένος, και καταλήγει να μιλάει στον λέβητά του ευρισκόμενος συνεχώς στα
όρια της κατάθλιψης, ο Ουελμπέκ που ζει στη φάρμα της Ιρλανδικής εξοχής,
άπλυτος και ατημέλητος σε μια κατάσταση πλήρους αδιαφορίας για όλους και όλα
και εκεί που γυρίζει στο χωριό που γεννήθηκε και επιτέλους φαίνεται να ζει
ήρεμος κατακρεουργείται, ο αστυνόμος, έρημος, βαρύς και μόνος, η αυτοκτονία της
μάνας που σημαδεύει τη ζωή του Ζεντ, η μοιραία Όλγα, η μόνη γυναίκα που τον
αγάπησε και που κι εκείνος ερωτεύθηκε με πάθος αλλά από τη μια οι συνθήκες της
παγκοσμιοποίησης (αφού η Όλγα φεύγει για το γραφείο της Μισελέν στη Μόσχα) από
την άλλη η συναισθηματική του αναπηρία τον οδηγούν στην απομάκρυνση από αυτήν.
Το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα κλείνει
σε μια Ευρώπη στα μέσα του 21ου αιώνα, μια Ευρώπη του μέλλοντος, όπου ο Ζεντ πάμπλουτος
και υπέργηρος πλέον ζώντας σε μια απομονωμένη έπαυλη ενός χωριού, αποτραβηγμένος
από τον κόσμο διαπιστώνει ότι ζει σε μια κοινωνία που επιστρέφει στην αγροτική
παραγωγή, όπου οι αστοί επιστρέφουν με επιχειρηματικές ιδέες στα χωριά και στις
μικρές πόλεις και όπου οι βιομηχανικοί κολοσσοί έχουν πλέον καταρρεύσει και το ογκώδη
εργοστάσια είναι κουφάρια που ελάχιστα θυμίζουν ένα ένδοξο παρελθόν. Τα
"επαγγέλματα" που είχε ζωγραφίσει έχουν πλέον εξαφανιστεί - το φινάλε
του βιβλίου είναι ένας σαγηνευτικός στοχασμός πάνω στην φθαρτότητα της φύσης
και των πραγμάτων.
Διάλογος της τέχνης με τη ζωή, της
ίδιας της φύσης της τέχνης, και του ρόλου του χρήματος με τις αξίες των
"έργων τέχνης" να καθορίζονται από μόδες και φούσκες. Ο Ουελμπέκ
ειρωνικός και καυστικός, σατυρικός και μελαγχολικός δεν διστάζει να
διακωμωδήσει τα πάντα και κυρίως τον εαυτό του. Ο ήρωας του, αυτός ο μονήρης
και ιδιόρρυθμος Ζεντ (που μοιάζει περισσότερο στην εικόνα που έχουμε για τον
συγγραφέα παρά ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο του), γίνεται συμπαθής, καθώς
ισορροπεί αιωνίως μεταξύ ζωής και αποχής από αυτήν. Ένα ελεγειακό και
ατμοσφαιρικό βιβλίο που απεικονίζει την παρακμή του σώματος, της κοινωνίας, του
πολιτισμού.
Με αυτά και με αυτά σχεδόν με έπεισες να δοκιμάσω ξανά με τον Ουελμπέκ. Βρε λες;