Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2014 | Permalink
Ο Φάρος
Εντυπωσιακό
ντεμπούτο στην Βρετανική λογοτεχνία έκανε πριν από μόλις δύο χρόνια η Alison
Moore (Μάντσεστερ,1971) με το μυθιστόρημά της «Ο ΦΑΡΟΣ», ("The
Lighthouse"), (Εκδόσεις Ίκαρος, μετάφρ. Α.Δημητριάδου,
σελ.213), με το οποίο κατάφερε να
εισβάλλει στην μικρή λίστα (short list)
του πολύ σημαντικού βραβείου Booker καταφέρνοντας να
εκτοπίσει μεγάλα ονόματα από αυτήν. Διαβάζοντας αυτό το χαμηλότονο μυθιστόρημα,
που ακολουθεί τον ρυθμό ενός μπολερό υπάρχουν πολλά στοιχεία που σε ελκύουν και
άλλα που νιώθεις να σε ενοχλούν, η τελική όμως εντύπωση (στην οποία συμβάλλει
το εκπληκτικό φινάλε) είναι πολύ θετική και ίσως να είναι από αυτά τα
βιβλία-βραδυφλεγείς βόμβες που σιγά-σιγά εκρήγνυνται μέσα σου.
«Ο
Φάρος», είναι ένα βιβλίο που μιλάει για μοναχικούς ανθρώπους με κεντρικό χαρακτήρα/ήρωα,
τον (λίγο πάνω απ'τα σαράντα) Φουθ, ο οποίος εργάζεται ως Χημικός σε μια εταιρία που παράγει τεχνητές
οσμές, έναν άνθρωπο αφελή και αδιάφορο,
άχρωμο και άοσμο, με «χλωμό πρόσωπο και ποντικί μαλλιά», ο οποίος μετά τον
χωρισμό του από την σύζυγό του Άντζελα – η οποία ουσιαστικά τον πετάει έξω από
το σπίτι - πραγματοποιεί ένα ταξίδι πεζοπορίας στην κοιλάδα του Ρήνου, από αυτά
τα πολύ δημοφιλή στην Δυτική Ευρώπη, με το οποίο χρησιμοποιείς ως αφετηρία ένα
ξενοδοχείο σε κάποια πόλη, οι αποσκευές σου μεταφέρονται στον επόμενο σταθμό
σου κι εσύ καλύπτεις περπατώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή κάθε μέρα. Η
αφετηρία του Φουθ, είναι το ξενοδοχείο με το χαρακτηριστικό (και άκρως
συμβολικό) όνομα «Χελχάους» στο οποίο οικοδέσποινα είναι η Έστερ μια σαραντάρα
χυμώδης γυναίκα, που ζει έναν δυστυχισμένο γαμήλιο βίο με τον πολύ βίαιο σύζυγό
της φροντίζοντας να εκτονώνει τις σεξουαλικές της ορμές με τυχαίους ενοίκους
του ξενοδοχείου.
Ο
Φουθ στην περιπατητική διαδρομή του ανασυνθέτει τη ζωή του. Τον χωρισμό των
γονιών του, την ερωτική σχεδόν σχέση με την μητέρα του, που εξαφανίστηκε ένα
ωραίο πρωινό από το σπίτι, την σχέση του και τον γάμο του με την παλιά του
συμμαθήτρια Άντζελα, τα μαθητικά του χρόνια, τον πατέρα του και ένα παρόμοιο
ταξίδι που είχαν κάνει πριν χρόνια μαζί – σε μια σχεδόν ίδια κατάσταση, ακριβώς
μετά τον χωρισμό του με τη μητέρα του. Στην τσέπη του κουβαλάει και συνεχώς
χαϊδεύει ένα σπασμένο γυάλινο μπουκαλάκι
αρώματος σε σχήμα Φάρου, που περιείχε το άρωμα που χρησιμοποιούσε η μητέρα του…
Ο
Φουθ ζει στο παρελθόν και συνεχώς επιστρέφει σ’αυτό. Σκηνές από διακοπές με
τροχόσπιτο με τους γονείς του, η ζωή με τον πατέρα του σε ένα άδειο σπίτι, η
συνεχής απόρριψη από αυτόν, η γνωριμία του με την Άντζελα που του θυμίζει την
μητέρα του, η λευκή πρώτη νύχτα του γάμου του. Καθώς ο Φουθ περπατάει
χωλαίνοντας (τον χτύπησαν τα παπούτσια) και διασχίζει τα γερμανικά δάση, οι
μνήμες γίνονται πιο σκοτεινές, η ζωή του έχει αποκτήσει αυτό το γκρίζο χρώμα
της δυστυχίας, οι αδελφοί Γκριμ με τα βίαια παραμύθια τους δεν είναι πολύ
μακριά απ’όλα αυτά.
Από
την άλλη η μιζέρια του Φουθ έχει ένα σχετικό αντίστοιχο της στην μαύρη ζωή της
Έστερ, που βλέπει την ομορφιά της να χάνεται καθώς περνάνε τα χρόνια, δέσμια
των επιλογών της αφού εγκατέλειψε τον αρραβωνιαστικό της για να παντρευτεί τον
αδερφό του, τον Μπέρναρντ και έτσι εγκλωβίστηκε σε μια ζωή μοναχική με πολύ
ξύλο και ευκαιριακό σεξ.
Η
μοίρα αυτών των δύο ανθρώπων θα συναντηθεί, όμως όχι με τον τρόπο που η
συγγραφέας μας αφήνει να νομίζουμε κατά την διάρκεια της αφήγησής της αλλά με
ένα θριλερίστικο φινάλε που σου κόβει την ανάσα.
"Όταν
ξαναβρέθηκαν στο αυτοκίνητο, ο πατέρας του Φουθ έδωσε τον φάρο στη μητέρα του
Φουθ, η οποία θαύμασε τη θήκη και το φιαλίδιο που περιείχε,ενέκρινε το άρωμα,
έβαλε μερικές σταγόνες στους καρπούς και στον λαιμό της. Προτού καλά καλά
απομακρυνθούν από το σπίτι, το αυτοκίνητο πλημμύρισε άρωμα βιολέτας.
Εκεί
ψηλά στους βράχους της Κορνουάλης, με τον ασημένιο φάρο στο ένα χέρι, και με το
βουλωμένο μπουκαλάκι στο άλλο, ο Φουθ γύρισε με το πάσο του εκεί που είχε
αφήσει τους γονείς του. Η μητέρα του ήταν ακόμη ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά,
το πρόσωπό της στραμμένο στον ήλιο. Ο πατέρας του αγνάντευε τη θάλασσα και σε μια
στιγμή ο Φουθ τον άκουσε να λέει, "Το κέρας ομίχλης ηχεί ανά τριάντα
δευτερόλεπτα".
"Έχεις
ιδέα πόσο σε βαριέμαι;" είπε η μητέρα του.
Έπεσε
σιωπή, μετά ο πατέρας του άρχισε να μαζεύει αθόρυβα τα πράγματα του πικνικ.
Όταν πια έκλεισε το καπάκι του φορητού ψυγείου, ανασηκώθηκε και κοίταξε τη
γυναίκα του. Ο Φουθ παρακολουθούσε τους γλάρους που τσακώνονταν πάνω από τα υπολείμματα
του γεύματός τους, μετά έσκυψε και κοίταξε το χέρι του και είδε ότι το γυάλινο
φιαλίδιο είχε σπάσει μέσα στην παλάμη, το μαξιλαράκι από σάρκα κάτω από τον
αντίχειρα είχε σκιστεί. Το πτητικό περιεχόμενο του φάρου τον έτσουζε έτσι όπως
έβρεχε την πληγή του, κυλούσε μέσα από τα δάχτυλά του μουσκεύοντας τις μπότες
του, και το άρωμα έφευγε από πάνω του σαν εκατομμύρια μικροσκοπικά μπαλόνια που
δραπέτευαν προς τον ουρανό.
Για
πολύ καιρό είχε τη συνήθεια να φέρνει την παλάμη του στη μύτη του γυρεύοντας το
άρωμα της βιολέτας."
Εκείνο
που εντυπωσιάζει περισσότερο στην ωραία νουβέλα της Μούρ είναι η λιτότητα, η
χαμηλότονη και ήρεμη αφήγηση, η οποία έχει έναν αργό και εξελικτικό ρυθμό, ο
οποίος κορυφώνεται στις τελευταίες 10 σελίδες του βιβλίου οδηγώντας σε ένα
απρόσμενο τέλος, θριλερίστικης υφής. Η συγγραφέας ψυχογραφεί εξαντλητικά τον
ήρωά της μέσα από τις μνήμες που κουβαλάει, τα προβλήματα της παιδικής του
ηλικίας, της εφηβείας, του γάμου του με μια γυναίκα που την παντρεύτηκε επειδή
ακριβώς του θύμιζε την μητέρα του, η συνεχής απόρριψη από τον πατέρα, οι κοινές
διακοπές όταν τους εγκατέλειψε η μητέρα του, όπου κάθε βράδυ μια ξένη γυναίκα
κοιμόταν στο δωμάτιο τους, και τέλος το άρωμα που περιείχε η θήκη του
μπουκαλιού που τον συνδέει με την παιδική του ηλικία.
Παίρνοντας
πολλά στοιχεία από το ομώνυμο βιβλίο της Β.Γουλφ ("Μέχρι τον φάρο"),
ίσως το εμβληματικότερο και δημοφιλέστερο της μεγάλης αυτής συγγραφέως, η Μουρ
εστιάζει κι εκείνη στις λεπτομέρειες, στα παιχνίδα της μνήμης, όλα αυτά
τονίζονται από την (εξαιρετική) μεταφράστρια Α.Δημητριάδου στο ωραίο επίμετρο
του βιβλίου.
Ο ήρωας όμως της Μουρ, αυτός ο ανασφαλής και μισοκακόμοιρος Φουθ,
παραείναι αφανής και χλωμός για να μείνει ως μορφή, ως φιγούρα στην μνήμη του
αναγνώστη, παρ'ότι κερδίζει την συμπάθειά του, είναι ένα πρόσωπο τόσο
«αντιλογοτεχνικό» που η συγγραφέας μάλλον καλά κάνει και επαναλαμβάνει συνεχώς
το όνομά του μήπως το ξεχάσουμε και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μειονέκτημα ενός
σκληρού, μελαγχολικού όμορφου μυθιστορήματος που οι σελίδες του για την οδύνη
και την απώλεια δείχνουν σημάδια μεγάλης λογοτεχνικής αξίας.
Δημοσίευση σχολίου