Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2019 | Permalink
Η λήθη και η αγάπη για τη ζωή ("Γενική θεωρία της λήθης")

Διαβάζοντας τον περίεργο τίτλο της εκπληκτικής και μελαγχολικής νουβέλας “Η ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ” (“Teoria geral de esquecimento”), του Ανγκολέζου συγγραφέα (Πορτογαλικής καταγωγής) Jose Eduardo Agualusa (1960, Ουάμπο, Ανγκόλα) – (εκδ. Opera, μετάφρ. Μ. Μπεζαντάκου, σελ. 188), πιστεύεις ότι πρόκειται για ένα δοκίμιο ή μια επιστημονική εργασία, αμέσως όμως με τις πρώτες σελίδες, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις μπροστά σου, ένα στιβαρό και πολυεπίπεδο, λογοτεχνικό έργο, που δεν πρόκειται να το αφήσεις από τα χέρια σου εύκολα.


Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται στην Ανγκόλα από το 1975 και μετά. Ο αγώνας των Ανγκολέζων για ανεξαρτησία, που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, δείχνει να δικαιώνεται μετά την φυγή των Πορτογάλων από τη χώρα μετά την πτώση της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην μητέρα πατρίδα. Η Ανγκόλα πρώην πλέον Πορτογαλική αποικία, δεν χαίρεται για πολύ την ανεξαρτησία της, καθώς ξεσπάει ένας ιδιαίτερα αιματηρός εμφύλιος πόλεμος που θα κρατήσει σχεδόν 30 χρόνια. Όσο σχεδόν, θα κρατήσει ο εγκλεισμός της Λουντοβίκα.

"Τα λάθη μας, μάς διορθώνουν. Ίσως χρειάζεται να ξεχάσουμε. Θα έπρεπε να κάνουμε πράξη τη λήθη...Λήθη, σημαίνει θάνατος, λέει. Η λήθη είναι μια παραίτηση."

Η Λουντοβίκα είναι ήδη μια γυναίκα μέσης ηλικίας, όταν φθάνει στην Λουάντα, την πρωτεύουσα της Ανγκόλας. Από μικρή ζούσε υπό την προστασία κάποιου. Μια οδυνηρή εμπειρία, την σημάδεψε όταν ήταν μικρό παιδί και από τότε έγινε αγοραφοβική και παράξενη. Όταν πέθαναν οι γονείς της, πήγε να ζήσει με την μικρότερή της αδερφή την Οντέτε. Κάποια στιγμή όμως η Οντέτε γνωρίζει τον Ορλάντο, έναν Ανγκολέζο που είχε πάει στην Πορτογαλία για δουλειά. Σύντομα το ζευγάρι παντρεύεται και πάνε να ζήσουν στην Λουάντα, την πρωτεύουσα της Ανγκόλας. Μαζί τους θα πάρουν την Λουντοβίκα που αναλαμβάνει την διαχείριση του νοικοκυριού.

Ο Ορλάντο δουλεύει σε μια εταιρεία διαμαντιών και το σπίτι που αγοράζει, είναι ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μια πολυτελή πολυκατοικία της πόλης. Ζούν πλουσιοπάροχα, αλλά σύντομα, ξεσπάει ο εμφύλιος. Πυροβολισμοί στους δρόμους, νεκροί παντού, ο Ορλάντο αργεί, αλλά μια ημέρα τους ανακοινώνει ότι όλα είναι έτοιμα για την αναχώρησή τους από τη χώρα για την Λισαβόνα. Εξάλλου όλοι οι γνωστοί τους έχουν φύγει για Πορτογαλία ή Βραζιλία. Λίγες ημέρες πριν την αναχώρησή τους όμως, το ζευγάρι δεν επιστρέφει σπίτι μετά από ένα από τα πολλά αποχαιρετιστήρια δείπνα σε ένα φιλικό σπίτι. Η Λουντοβίκα μένει μόνη της στο τεράστιο διαμέρισμα με μόνη της συντροφιά τον σκύλο του σπιτιού, που τον φωνάζει "Φάντασμα". Μετά από μια ημέρα, και κάποια περίεργα τηλεφωνήματα, η Λουντοβίκα έχει πανικοβληθεί, σε ένα συρτάρι βρίσκει ένα όπλο, σε ένα άλλο δεσμίδες χαρτονομισμάτων. Μετά από λίγες ώρες, δυο τύποι εμφανίζονται απαιτώντας χρήματα και διαμάντια, μπουκάρουν στο σπίτι και η Λουντοβίκα πυροβολεί τραυματίζοντας θανάσιμα τον έναν. Το επόμενο βήμα είναι να πάρει τα υλικά οικοδομής από την πισίνα που κατασκεύαζε ο γαμπρός της στην ταράτσα. Με αυτά χτίζει έναν τοίχο, έξω από την εξώπορτα, απομονώνοντας τελείως το διαμέρισμα από την υπόλοιπη πολυκατοικία.

"Πολλές φορές, βλέποντας τα πλήθη να λυσσομανούν μπρος στην πολυκατοικία, ακούγοντας τον ατέλειωτο σαματά απ' τις κόρνες και τις σφυρίχτρες, τις φωνές, τις ικεσίες και τις κατάρες, ένιωθε ένα βαθύ τρόμο, ένα αίσθημα πολιορκίας και απειλής. Κάθε φορά που επιθυμούσε να ξεφύγει από εκεί, έψαχνε κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Καθώς έκαιγε τα βιβλία, αφού είχε ήδη ρίξει στη φωτιά όλα τα έπιπλα, τις πόρτες και τις σανίδες του πατώματος, ένιωθε ότι έχανε ελευθερία. Ήταν σαν να έβαζε φωτιά στον πλανήτη. Καίγοντας τον Ζόρζε Αμάντο έχανε την ευκαιρία να επιστρέψει στο Ιλιέους και στο Σάο Σαλβαντόρ. Καίγοντας τον Οδυσσέα του Τζόις έχανε το Δουβλίνο. Καταστρέφοντας το Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις έβλεπε την παλιά Αβάνα να φλέγεται. Έμεναν λιγότερα από εκατό βιβλία. Τα κρατούσε πιο πολύ από πείσμα παρά για να τα διαβάσει. Έβλεπε τόσο αμυδρά, που ακόμα και με τη βοήθεια ενός τεράστιου φακού, ακόμα κι αν άνοιγε το βιβλίο κάτω απ' τον ήλιο με τον ιδρώτα να στάζει όπως στη σάουνα, της έπαιρνε ένα ολόκληρο απόγευμα για ν' αποκρυπτογραφήσει μια σελίδα. Τους τελευταίους μήνες είχε αρχίσει να γράφει με τεράστια γράμματα τις αγαπημένες της φράσεις απ' όσα βιβλία της έμεναν, σε όσους άδειους τοίχους είχε ακόμα το διαμέρισμα. Λίγος καιρός ακόμα, σκέφτηκε, και θα είμαι πραγματικά φυλακισμένη. Δεν θέλω να ζήσω σε μια φυλακή. Αποκοιμήθηκε."

Η Λουντοβίκα από το διαμέρισμά της, θα παρακολουθήσει τις αλλαγές στη ζωή της πόλης, από την πλήρη ερήμωση και τους νεκρούς, στην κοσμοσυρροή που θα επακολουθήσει, καθώς άνθρωποι από την επαρχία θα ζωντανέψουν ξανά την πόλη, αλλά και τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Εκείνη, περίκλειστη, θα βρει τρόπους να επιβιώσει στο κάστρο της, με τις μεγάλες βιβλιοθήκες που καίγονται υπέροχα, χωρίς ρεύμα και μόνο με το βρόχινο νερό. Παράλληλα με την ιστορία της Λουντοβίκα, και τα λυρικά κομμάτια του ημερολογίου της (πραγματικά διαμάντια), ο συγγραφέας μας δίνει μια πανοραμική εικόνα της κατάστασης στην σπαρασσόμενη χώρα, μέσα από δυνατούς χαρακτήρες, όπως του δημοσιογράφου Μπενσιμόλ που ασχολείται με τις ιστορίες εξαφανίσεων που συμβαίνουν στην Ανγκόλα, του πρώην άστεγου με το ψευδώνυμο “Μικρός Σομπά”, που θα πιάσει την καλή με μια (κυριολεκτικά) βοήθεια εξ ουρανού, του πρώην ασφαλίτη και νυν ντετέκτιβ Μόντε, των δυο μικρών παιδιών, Σαμπαλού και Μπαγιακού, που μεγαλώνουν μέσα στους δρόμους, ωριμάζοντας γρήγορα και τέλος του Ζερεμίας Καράσκο, του μισθοφόρου που θα πεθάνει πολλές φορές μέχρι να βρει τα διαμάντια που ψάχνει.


Ο Αγκουαλούζα, με οικονομία λόγου και εξαιρετική δομή, συνθέτει μια νουβέλα, που παρά το μικρό της μέγεθος, προσφέρει αφθονία χαρακτήρων, ιστοριών που κινούνται παράλληλα με την κεντρική ιστορία εγκλεισμού της ηρωίδας, μέχρι τις τελευταίες σελίδες που θα ενωθούν οι τροχιές των δευτερευόντων χαρακτήρων σε ένα φινάλε που θα ξεκαθαρίσει καταστάσεις και παλιούς λογαριασμούς.

"Κινούμαι σαν μέδουσα μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ομίχλη.
Βουλιάζω στα ίδια μου τα όνειρα. Ίσως αυτό μπορεί να ονομαστεί θάνατος.

Υπήρξα ευτυχισμένη σ'αυτό το σπίτι, κάποια απογεύματα που ο ήλιος μ'έβρισκε στην κουζίνα. Καθόμουν στο τραπέζι. Το φάντασμα ερχόταν και ακουμπούσε το κεφάλι του στην ποδιά μου.

Αν είχα ακόμα χώρο, κάρβουνο και ακάλυπτους τοίχους, θα μπορούσα να γράψω μια γενική θεωρία της λήθης.

Συνειδητοποιώ ότι έχω μεταμορφώσει το διαμέρισμα ολόκληρο σ' ένα απέραντο βιβλίο. Αφού κάψω τη βιβλιοθήκη, αφού πεθάνω κι εγώ, θα μείνει μόνο η φωνή μου.

Σ' αυτό το σπίτι όλοι οι τοίχοι έχουν το στόμα μου."

Η ηρωίδα του βιβλίου, επιλέγει την απομόνωση, μέσα από αυτή την διαδικασία, ξαναγεννιέται, μαθαίνει τον εαυτό της, να ζει χωρίς την βοήθεια των άλλων, να επιβιώνει και τελικά βρίσκει τη δύναμη να ζήσει, νικώντας την λήθη. Η μια ιστορία, φέρνει την άλλη, στο βιβλίο του Αγκουαλούζα, που λειτουργεί και ως μπάμπουσκα, καθώς αποκαλύπτονται συνεχώς ιστορίες για ανθρώπους, μέσα από εικόνες έντονες και ολοζώντανες, που θυμίζουν παραμύθια και μαγικό ρεαλισμό (ένας ιπποπόταμος σε ένα μπαλκόνι, ένα περιστέρι που έχει στην κοιλιά του διαμάντια, χωριά που εξαφανίζονται, και άλλα πολλά.

Η γενική θεωρία της λήθης”, είναι ένα σαγηνευτικό και υπέροχο μυθιστόρημα-έκπληξη, για την επιβίωση σε σκοτεινούς καιρούς, για τον θάνατο και τη μνήμη, για την ιστορία μιας χώρας. Μιλάει για την λήθη, αλλά και για την αγάπη για τη ζωή, την αγάπη για την λογοτεχνία. Μέσα στην διάχυτη μελαγχολία του βιβλίου, περιέχεται βία και θλίψη, αλλά και πολύ χιούμορ και στυλ. Με ανάλαφρο στοχασμό που δεν κουράζει ούτε στιγμή τον μαγεμένο αναγνώστη, η πολυβραβευμένη νουβέλα (International Dublin Literary Award 2017, Short listed Man Booker 2016, βραβείο Fernando Namora 2013), του Αγκουαλούζα συνδυάζει φιλοσοφία με λογοτεχνία, ιστορία με την χαρά της αφήγησης. Πιάνεις τον εαυτό σου, να επαναλαμβάνει σελίδες και να απολαμβάνει μέχρι κεραίας αυτό το έξοχο βιβλίο.

Βαθμολογία 85 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home