Τρίτη, Ιουνίου 18, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 18, 2019 | Permalink
Δύο εξαίρετα ελληνικά βιβλία ("Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά" και "Η ιδιωτική μου αντωνυμία")
Τα
δύο λογοτεχνικά έργα της εγχώριας παραγωγής που παρουσιάζονται σήμερα στο blog, δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, εκτός ίσως της ωραίας
γλώσσας των συγγραφέων, κάτι άλλωστε που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού, έχουμε να
κάνουμε με δύο έμπειρους και δοκιμασμένους συγγραφείς. Παρουσιάζονται εδώ μαζί,
καθαρά λόγω οικονομίας χρόνου, καθώς η ανανέωση του blog,
δεν αποτελεί καθημερινή υπόθεση και τα ωραία βιβλία για τα οποία θέλω να γράψω
στοιβάζονται, περιμένοντας υπομονετικά.
Ας
μιλήσουμε λοιπόν, για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, που προκάλεσε αίσθηση και
συζητήσεις, από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του, το «ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΕΣΑ ΧΑΛΚΙΝΗ
ΚΑΡΔΙΑ» του Κώστα Β. Κατσουλάρη, και την θαυμάσια συλλογή μικρών πεζών του Παναγιώτη
Χατζημωυσιάδη, με τίτλο «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ», δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν
προς το τέλος του 2018. Δύο συγγραφείς, σχεδόν συνομήλικοι, που βρίσκονται στην
καλύτερή τους περίοδο, της συγγραφικής ωριμότητας, παραδίδοντάς μας, τα
καλύτερα βιβλία της μέχρι τώρα πορείας τους στον λογοτεχνικό στίβο.
Στο
μυθιστόρημά του «ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΕΣΑ ΧΑΛΚΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 269), ο
Κώστας Κατσουλάρης (Άρτα, 1968), δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ευαίσθητα θέματα
της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας, διαμορφώνοντας μια συγκροτημένη
ιστορία αναζήτησης του άλλου, αλλά (κυρίως) και του εαυτού – μια ιστορία που
συνομιλεί ευθέως με την Ιλιάδα του Ομήρου, σε ένα τολμηρό βιβλίο, που παρά τις κάποιες
ανισότητές του, αποτελεί μια ωραία αναγνωστική εμπειρία.
«…τα
πράγματα (…), είτε το θέλουμε είτε όχι, συμβαίνουν. Κι αφού συμβούν, δεν
μπορούμε πλέον να κάνουμε τίποτε για να αλλάξουμε. Στέκονται εκεί, μπροστά μας,
πίσω μας, σε ό,τι ήδη αποκαλούμε παρελθόν, και μας κοιτάζουν βουβά και
λυπημένα. Ακλόνητα κι αμετάκλητα.»
Ο
Αργύρης Σταυρινός, έμπειρος φιλόλογος με χρόνια στην εκπαίδευση, είναι ένας άνθρωπος
μισός και αποξενωμένος από όλους, που κουβαλάει τις βαθιές πληγές του στην
καθημερινότητά του. Ζει μόνος του, με τις ενοχές του παρελθόντος, και τον πόνο
από ένα γεγονός που συνέβη στη ζωή του και δεν μπορεί να το ξεχάσει.
Βρισκόμαστε, στα τέλη του 2013, στην Αθήνα της κρίσης και των συγκρούσεων κάθε
είδους. Έχουν προηγηθεί η δολοφονία του Φύσσα από στελέχη της Χρυσής Αυγής στο
Κερατσίνι, όπως και η μυστηριώδης και εν πολλοίς ανεξιχνίαστη δολοφονία δύο
μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο της Αττικής.
Ο
Σταυρινός διδάσκει την Ιλιάδα στο γυμνάσιο που εργάζεται και στο πρόσωπο του
15άχρονου Νάσου, ενός έφηβου Αλβανικής καταγωγής, βρίσκει έναν χαρισματικό
μαθητή, έναν από αυτούς που σπάνια συναντάς. Μέσα από την διδασκαλία, αλλά και
με mails, η επικοινωνία τους γίνεται σχεδόν καθημερινή και η
ανταλλαγή απόψεων όχι μόνο γύρω από το Ομηρικό έπος, αλλά και για τον Ρίτσο και
τον Χειμωνά είναι γόνιμη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Ο
Νάσος όμως μετά το καλοκαίρι αποφοίτησής του από το Γυμνάσιο, αποφασίζει να μη
γραφτεί στο Λύκειο, επιλέγοντας (;) να εξαφανιστεί. Ο Σταυρινός νιώθει, ότι δεν
μπορεί να το αφήσει έτσι, και επιδίδεται σε έναν απελπισμένο αγώνα, να βρει τι
συνέβη στον Νάσο, που έχει χαθεί. Κινεί γη και ουρανό, ρωτώντας δεξιά κι
αριστερά, ενώ την ίδια ώρα ασκείται πειθαρχικός έλεγχος εναντίον του, μετά την
καταγγελία της μητέρας του Νάσου ότι την απείλησε, όταν εκείνη του ανακοίνωσε
να μη τους ενοχλεί. Ο καθηγητής πρέπει να απολογηθεί για το είδος της σχέσης
του με τον μαθητή – καθώς όλων το μυαλό πάει στο πονηρό -, η θέση του στην
εκπαίδευση κινδυνεύει κι εκείνος αδιαφορεί γι’ αυτό, ενώ συνεχίζει το ψάξιμο
στην περιοχή που διαμένει η οικογένεια του Νάσου, στον Κολωνό, μια περιοχή που
βρίσκεται στο επίκεντρο των συγκρούσεων μεταξύ «αντιφασιστικών» ομάδων και
χρυσαυγιτών ή ναζιστών κάθε είδους.
Ο
Σταυρινός ευρίσκεται ενώπιον πολλαπλών αδιεξόδων, προσωπικών και
επαγγελματικών. Δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του στους συναδέλφους του,
επιδιώκοντας έμμεσα μια τιμωρία, ενώ μετά από την πίεση και την προτροπή, της μοναδικής
φίλης που του έχει μείνει να ενταχθεί σε μια ομάδα ψυχοθεραπείας, ενώ συνεχίζει
όλο και πιο έντονα την αναζήτηση του Νάσου, μη διστάζοντας να θέσει τον εαυτό
του σε κίνδυνο καθώς χώνεται όλο και περισσότερο σε «απαγορευμένες ζώνες».
Είναι μια καταβύθιση στην «καρδιά του σκοταδιού» για τον απογοητευμένο από τη
ζωή καθηγητή απ’ όπου κανείς δεν θα βγει αλώβητος και χωρίς αμυχές.
Παρακολουθούμε
τα γεγονότα μέσα από την αναζήτηση του Σταυρινού για τον εξαφανισμένο μαθητή
του, μια αναζήτηση που γίνεται εμμονή και αποτελεί μια προσωπική, ιερή
αποστολή. Είναι όμως ουσιαστικά αυτό, η αφορμή και για μια αναζήτηση εαυτού,
μια καταβύθιση στα βαθύτερα σημεία της ύπαρξης για αυτόν τον πληγωμένο άνθρωπο.
Μέσα από τον εποικοδομητικό και ενδελεχή διάλογο για την Ιλιάδα με τον μαθητή
του, θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, ενώ μέσα από την ομάδα ψυχοθεραπείας, θα
ξεμπλοκάρει τον εαυτό του, θα αντικρύσει κατάφατσα τα ελλείμματά του.
Ωραία
δομή και ατμόσφαιρα σασπένς, καλοκουρδισμένος ρυθμός και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
ιστορία που δεν εκτρέπεται σε συναισθηματισμούς και ευκολίες, χαρακτηρίζουν το
μυθιστόρημα του Κατσουλάρη, που είναι το καλύτερο, τής μέχρι τώρα αξιοσημείωτης
παρουσίας του στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Το εύρημα της Ιλιάδας, δεν είναι
τυχαίο (εξάλλου τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το καλοχτισμένο βιβλίο), καθώς
το Ομηρικό έπος συνομιλεί με την ιστορία της αναζήτησης του Νάσου - με το
συνολικό κείμενο του βιβλίου, ενώ προκαλούν σε γόνιμους προβληματισμούς οι
συνομιλίες μεταξύ του καθηγητή και του μαθητή, για τις ραψωδίες του έπους, οι
ενστάσεις αλλά και οι παρερμηνείες από την πλευρά του Νάσου, οι προσπάθειες του
καθηγητή να επικεντρωθούν στην ουσία των πραγμάτων.
Το
μυθιστόρημα όμως έχει και πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον, καθώς αναπαριστώνται με
ρεαλισμό και ψυχραιμία, οι συγκρούσεις στην περιοχή του Κολωνού – μια περιοχή
που δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον συγγραφέα, καθώς τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής
ήταν πάντοτε πολύ υψηλότερα από τον εκλογικό της μέσο όρο εκεί -, με τις συμπλοκές
να αποτελούν στοιχείο της καθημερινότητας των κατοίκων, και τους νέους να
εμπλέκονται λιγότερο ή περισσότερο σε αυτές. Ο συγγραφέας δεν καταδικάζει,
παραθέτει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να περάσει μηνύματα, αποφεύγει την
παγίδα του διδακτισμού, και με ψυχραιμία αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά
του συμπεράσματα.
Το
μυθιστόρημα είναι πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο, με την δράση του να
κλιμακώνεται, καθώς προχωράμε προς το τέλος. Είναι όμως πολύ «φορτωμένο»
θεματικά, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε πλατειασμούς, όπως εντόπισα στις σελίδες
που αφορούν τις συνεδρίες της ομαδικής ψυχοθεραπείας που ναι μεν βοηθάνε τον
Σταυρινό στο προσωπικό του πρόβλημα, και στην συγκλονιστική αφήγηση γύρω από
αυτό, από την άλλη όμως φαντάζουν περιττές και κάπου κουραστικές μέχρι την
αποκάλυψή του.
Στιβαρό
και σύγχρονο μυθιστόρημα, το «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», που μιλάει για
μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη και βαθύτατα διχασμένη, για την αναζήτηση
εαυτού και ταυτότητας, για την αίσθηση του ανήκειν, για την αίσθηση της απώλειας,
αλλά και της αποτυχίας και της ματαιότητας, για την αδυναμία επικοινωνίας και
κατανόησης, για τις δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες σε αυτή τη ζωή. Είναι ένα
θαυμάσιο βιβλίο που μπορείς να μιλάς ώρες γι’ αυτό και εκεί (πάνω απ’ όλα)
έγκειται η αξία του.
_______________________________________________________________________________
Στο
βιβλίο του, με τίτλο «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ» (εκδ. Κίχλη, σελ. 170), ο
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (Γιαννιτσά, 1970), συνθέτει μια ωραιότατη συλλογή
μικρών πεζών, που χαρακτηρίζονται από έντονη αυτοβιογραφικότητα, αλλά κυρίως
από την λυρικότητά τους και τις ωραίες εικόνες που ο συγγραφέας μεταφέρει.
Ο
Χατζημωυσιάδης με 145 μικρά πεζά, που
κατανέμονται σε εννέα ενότητες, όσα και τα είδη των αντωνυμιών και τα οποία
διαχωρίζονται σε κεφάλαια ανάλογα το είδος (οριστική, κτητική, δεικτική, προσωπική,
αλληλοπαθής, ερωτηματική, αόριστη, αναφορική, αυτοπαθής), και που τα περισσότερα
δεν καταλαμβάνουν ούτε ολόκληρη τη σελίδα αυτής της εξαίρετης έκδοσης,
ισορροπεί μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης, με υπέροχο λυρισμό και ωραία γλώσσα.
Κείμενα που προκαλούν τον αναγνώστη να γίνει συνένοχος σε αυτό το ταξίδι στο
παρελθόν, σε περιοχές της μνήμης από ένα κόσμο διαφορετικό αλλά και ταυτόχρονα
οικείο.
«Το
βοριαδάκι του Γενάρη
Νυχτώνει
πολύ νωρίς τούτο το χειμώνα. Ειδικά όταν περπατάω μονάχος μου στους άδειους
δρόμους. Δίπλα από τους χαλασμένους φανοστάτες, τις σκιές από τα γυμνά δέντρα,
τα κλειστά καφενεία και τα μακρινά γαβγίσματα των σκύλων. Ο θάνατος, σκέφτομαι,
δεν είναι μόνο ή τόσο ένα συμβάν. Είναι πρωτίστως μια εξελισσόμενη κατάσταση.
Και δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα σπίτια, τα σχολεία, τις πλατείες,
τον τόπο εντέλει που αγάπησες. Αν ήμουν δε ζωγράφος, θα τον παρίστανα σε ένα
χωριό της Μακεδονίας με τη μορφή μιας μαυροντυμένης γριάς μπροστά στην αναμμένη
τηλεόραση, τη στιγμή ακριβώς που σκέφτεται ότι δεν θα’ ρθει ούτε αύριο ο
αγροτικός γιατρός.»
Η
παιδική ηλικία σε ένα χωριό της Μακεδονίας, η αγροτική ζωή, ένας κόσμος που
έχει χαθεί οριστικά μαζί με τα παλιά σπίτια, μαζί με την ισοπεδωτική
ανοικοδόμηση. Εικόνες από τη ζωή στο χωριό, στο σχολείο, στην καθημερινότητα.
Το καφενείο του χωριού, οι αγροτικές εργασίες, το μάζεμα του καπνού, το όργωμα,
η ζέστη του καλοκαιριού, το κρύο του χειμώνα, η φύση, η σημασία των απλών
πραγμάτων.
«Ζητούνται
επειγόντως αναμνήσεις.
Κατά
προτίμηση ανώδυνες.
Προς
ποιητική, υπαρξιακή και ασφαλώς πολιτική χρήση.»
Θραύσματα
της μνήμης που ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια, άναρχα και χωρίς σχέδιο. Πως είναι
να μεγαλώνεις σε ένα χωριό τις δεκαετίες 70 και 80; Εποχές πολιτικών και κοινωνικών
αλλαγών, και μια Ελλάδα που αλλάζει, μια επαρχία που αλλάζει. Η σκιά του
Εμφυλίου ακόμα βαριά, η πολιτική διαρκώς παρούσα και όλα να λύνονται (;) με ένα
ποτήρι τσίπουρο στο καφενείο και πανσέτα στα κάρβουνα.
Η
παιδική ματιά που είναι αθώα και που αλλάζει καθώς το παιδί μεγαλώνει και
συνειδητοποιεί τι γίνεται γύρω του, ο μεσήλικας πλέον που κοιτάζει πίσω του με
νοσταλγία για μια εποχή που χάθηκε, για έναν άνθρωπο που έγινε άλλος.
«Σβουνιά
Ογδόντα
πέντε χρονών η μάνα του. Τα’ χε φάει τα ψωμιά της. Πήρε το πινέλο και έγραψε «ΔΙΔΕΤΑΙ
ΠΡΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ». Σαν το’ μαθε η γρια, βρήκε φρέσκια κοπριά αγελάδας και
σοβάτισε το πωλητήριο του γιου της. Έκανε πίσω αυτός, μην τη στενοχωρήσει κι
άλλο. Κι ας τον πίεζε η γυναίκα του να φύγει το παλιόσπιτο από πάνω τους.
Στα
σαράντα της μάνας του πήρε αμέσως λάστιχο και σκούπα. Και όσο έτριβε την
κολλημένη κοπριά από τον τοίχο ένιωθε τα τρίμματα να πέφτουν πάνω στα μαλλιά
του. Καλοκαίρι καιρός, ένα σύγκρυο τον διαπέρασε.
Τελικά
το’ δωσε αντιπαροχή. Έξι πατώματα σηκώθηκαν στη θέση τους. Έχει τώρα ολόκληρο
όροφο. Είναι ευχαριστημένη κι η γυναίκα του. Κάθονται τα βράδια και βλέπουν
τηλεόραση μαζί ή είναι ο καθένας κολλημένος στον υπολογιστή του. Κάποιες φορές τους
πιάνει βέβαια η νοσταλγία για τα παλιά, τότε που ήταν όλα τόσο ωραία, τόσο
απλά. Σ’ αυτό συμφωνούν κι οι δυο τους.»
Χιούμορ
και ρεαλισμός, υπαινικτικότητα και οικονομία λόγου, συγκίνηση και γοητεία, χαρακτηρίζουν
τα αυτοβιογραφικά (όσο κι αν ο συγγραφέας αρνείται τον όρο) πεζά του
Χατζημωυσιάδη, σε ένα βιβλίο – καθρέφτη, που παρά το αποσπασματικό του ύφος,
παρασύρει τον αναγνώστη σε αυτό το προσωπικό αλλά και ταυτόχρονα οικουμενικό
οδοιπορικό.
«Το
δικό του ποίημα
Τίποτες
δεν ήταν όπως πριν. Κι ούτε θα μπορούσε να είναι. Τουλάχιστον όχι όπως το
θυμόταν, ιδωμένο μέσα από τα νεανικά του μάτια, όπου όλα ακτινοβολούσαν κι
έλαμπαν, ακόμα και οι πιο φριχτές του αυταπάτες, τότε που αποχαιρετούσε τη μάνα
του με την υπόσχεση ότι ώσπου να κιτρινίσουν τα σπαρτά θα’ χε ξαναγυρίσει στην
πατρίδα, για να πάρει πίσω το αίμα του αδελφού και του πατέρα του και να βγάλει
για βοσκή τα γελάδια τους, να πήξει κατσικίσιο τυρί και να κατεβάσει ξύλα απ’
το βουνό. Σαράντα πέντε φορές πρασίνισαν και κιτρίνισαν από τότες τα σπαρτά. Η
μάνα του πέθανε στο μεταξύ. Άδειασε το μαντρί τους. Ερήμωσε το σπίτι τους. Γαϊδουράγκαθα
και ακακίες, κισσοί και αγριοτριανταφυλλιές έπνιξαν την αυλή τους. Τώρα
στέκεται απ’ έξω και θωρεί χωρίς να του απομένει ούτε μια εκδίκηση. Έτσι σαν
δικαιολογία ή σαν εξήγηση για τη ζωή του τη χαμένη. Τι είναι η πατρίδα;
Σπρώχνει τη σκουριασμένη εξώπορτα. Ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο πεισμώνει στο
κρύο του Νοέμβρη. Είναι βεβαίως η πατρίδα κι αυτά κι εκείνα. Τα πέταλα του
λουλουδιού διαλύονται στο πρώτο άγγιγμα. Αλλά, πάνω απ’ όλα , είναι η πατρίδα ένας
ωραίος τόπος για να πεθαίνεις.»
Βαθμολογία
(και των δύο βιβλίων): 80 / 100
Δημοσίευση σχολίου