Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2019
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2019 | Permalink
"Μαξ Χάβελααρ" ένα εμβληματικό μυθιστόρημα
Γραμμένο
την δεκαετία του 1850, το «ΜΑΞ ΧΑΒΕΛΑΑΡ ή Οι δημοπρασίες καφέ της Ολλανδικής
Εμπορικής Εταιρείας» («Max Havelaar of de Koffiveilingen der Nederlandsche Handelmaatschappij»), του Ολλανδού συγγραφέα που έγινε
γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Multatuli (1820-1887) –
(εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.374), είναι ένα εμβληματικό κλασσικό
έργο, που ασχολείται και καταγγέλλει την Ολλανδική πολιτική στις αποικίες. Το
μυθιστόρημα μπορεί να μη παρουσιάζει σπουδαίες λογοτεχνικές αρετές, αλλά είναι
ένα ευφυέστατο και δυναμικό βιβλίο που συγκινεί και παραμένει επίκαιρο ακόμα
και σήμερα, καθώς οι πολιτικές πρακτικές που περιγράφει, μπορεί να έχουν
τροποποιηθεί αλλά ουσιαστικά δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα.
Ο
Μουλτατούλι έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο σε σατυρική μορφή για την Ολλανδική
αποικιοκρατική πολιτική στην Ινδονησία, τις
«Ολλανδικές ανατολικές Ινδίες» όπως ήταν γνωστή η περιοχή. Θίγοντας το
διεφθαρμένο σύστημα διακυβέρνησης, χωρίς να μασάει τα λόγια του, το βιβλίο
προκάλεσε αίσθηση όταν κυκλοφόρησε το 1860, δέχθηκε ισχυρή κριτική αλλά
συνετέλεσε στην αλλαγή πολιτικής της Ολλανδίας στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα.
Το
μυθιστόρημα, αφηγείται την ιστορία του Μάξ Χάβελααρ, ενός ιδεαλιστή δημόσιου
υπαλλήλου που τοποθετείται στο νέο του πόστο, ως βοηθός νομάρχη, σε μια
απομακρυσμένη περιοχή της Ιάβας. Μελετημένος και ενημερωμένος για τα
τεκταινόμενα εκεί, θέλει να κυβερνήσει δίκαια, καθώς γνωρίζει καλά την
εκμετάλλευση και την καταπίεση που υφίστανται οι ιθαγενείς, την πείνα και την
αφόρητη φτώχεια στην οποία έχουν περιέλθει. Ο ρομαντισμός του, όμως θα οδηγήσει
σε αντίθετα αποτελέσματα, θα βρει εμπόδια παντού και παρά την δεδομένη
εργατικότητά του και τις πρωτοποριακές ιδέες του, στο τέλος θα συντριβεί και θα
καταστραφεί προσωπικά με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά
του.
«Ο
Χάβελααρ ήταν τριάντα πέντε χρονών, αδύνατος και σβέλτος. Εκτός από το λεπτό
ευκίνητο άνω χείλος και τα μεγάλα ανοιχτά γαλάζια μάτια που έμοιαζαν ονειροπόλα
όταν ήταν ήρεμος αλλά έκαιγαν όταν τον συνέπαιρνε μια ιδέα, τίποτε άλλο
αξιοπρόσεκτο δεν υπήρχε πάνω του. (…) Ήταν γεμάτος αντιφάσεις. Αιχμηρός σαν
μαχαίρι, τρυφερός σαν κορίτσι, ήταν πάντοτε ο πρώτος που ένιωθε το τραύμα που
είχαν προκαλέσει τα σκληρά του λόγια και υπέφερε περισσότερο από τον πληγωμένο.
(…) Αγαπούσε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, παραμελούσε συχνά τις καθημερινές
υποχρεώσεις του για να αποκαταστήσει μια αδικία που ήταν μεγαλύτερη ή πιο
μακρινή ή πιο βαθιά και που τον προσέλκυε περισσότερο, ίσως επειδή χρειαζόταν
περισσότερη προσπάθεια. Ήταν ιπποτικός και θαρραλέος, αλλά, όπως κι ο άλλος Δον
Κιχώτης, συχνά ανάλωνε το θάρρος του σε ανεμόμυλους.»
Ο
Μουλτατούλι χρησιμοποιεί δύο αφηγηματικές φωνές, έχοντας ουσιαστικά τοποθετήσει
την κεντρική ιστορία, αυτή του Μαξ Χάβελααρ σε ένα εσωτερικό πλαίσιο ενός
μεγαλύτερου πίνακα, ο οποίος περιγράφει την Ολλανδική καλβινιστική κοινωνία του
19ου αιώνα. Ο έμπορος καφέ (μεσίτης καφέ όπως αυτοαποκαλείται
συνεχώς) Ντροοχστόπελ, συναντάει ξανά τον Σάλιμαν, έναν παλιό του συμμαθητή, ο
οποίος πήγε στις ανατολικές Ινδίες να εργαστεί και τώρα οικονομικά
κατεστραμμένος, έχει επιστρέψει με την οικογένειά του και αναζητά δουλειά. Ο
Σάλιμαν του ζητάει να του βρει εκδότη για ένα βιβλίο που έχει γράψει και ο αφόρητα
υποκριτής και συντηρητικός Ντροοχστόπελ, που θεωρεί τα μυθιστορήματα «κατώτερο
είδος του λόγου» αλλά βλέπει ότι υπάρχουν μέσα στο βιβλίο πράγματα που θα
ενδιέφεραν την αγορά του καφέ, αναθέτει την επιμέλεια του υλικού που του
παραδίδει ο Σάλιμαν, στον νεαρό εκπαιδευόμενο Στερν, ο οποίος είναι γιος ενός Γερμανού
εμπορικού του συνεργάτη και έχει ποιητικές ανησυχίες. Ο Στερν λοιπόν ξαναγράφει
ουσιαστικά την ιστορία του Μαξ Χάβελααρ και ο Ντροοχστόπελ φροντίζει να την
διανθίσει με σχόλια αρμόζοντα στο ήθος και στο ύφος των Καλβινιστών εμπόρων.
Το
μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί την σάτιρα σε πρώτο επίπεδο, καταγγέλλει με άμεσο
και ευθύ τρόπο την αποικιοκρατική πολιτική της Ολλανδίας στις αποικίες, και πιο
συγκεκριμένα στην Ιάβα το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο νησί της Ινδονησίας. Η
Ολλανδική κυβέρνηση τον 19ο αιώνα υποχρέωσε τους αγρότες της Ιάβας
να καλλιεργούν μόνο καφέ και ζάχαρη, αλλάζοντας τις παραδοσιακές τους συνήθειες
που ήταν η καλλιέργεια ρυζιού. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν τη
σοδειά τους στους τοποτηρητές που είναι ουσιαστικά οι έμπιστοι άνθρωποι του
εκάστοτε Νομάρχη και του βοηθού του, οι οποίοι είναι υπάλληλοι της Ολλανδικής
κυβέρνησης. Οι τοποτηρητές αντί αμοιβής κρατάνε προμήθεια επί της σοδειάς,
οπότε όσο περισσότερη σοδειά παραδώσουν οι αγρότες, τόσο μεγαλύτερη προμήθεια
θα λάβουν εκείνοι, κι έτσι ήταν οι πλουσιότεροι και οι ισχυρότεροι (με δικό
τους προσωπικό στρατό) σε αυτή την αλυσίδα συμφερόντων. Εκτός από τα λιγοστά
χρήματα, οι αγρότες αγοράζουν από την Ολλανδική κυβέρνηση που έχει το
μονοπώλιο, όπιο για τις φαρμακευτικές τους ανάγκες, το οποίο όμως δημιουργεί
εθισμό και έτσι είχαμε τα φαινόμενα εκατομμυρίων εθισμένων στο όπιο ανθρώπων,
που ζούσαν σε εξευτελιστικές συνθήκες, πάμπτωχοι σε μια από τις πιο εύφορες
περιοχές του πλανήτη.
Το
μυθιστόρημα του Μουλτατούλι, γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα,
συνετέλεσε στην αλλαγή πολιτικής στις αποικίες. Ο Μουλτατούλι ήταν το ψευδώνυμο
του Ολλανδού συγγραφέα Eduard Douwes Dekker, ο οποίος
υπηρέτησε ως κυβερνητικός υπάλληλος στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, από το
1838 μέχρι το 1856, όταν αγανακτισμένος από τις συνθήκες και τη συμπεριφορά των
συμπατριωτών του, επέστρεψε στη χώρα του και έγραψε το «Μαξ Χάβελααρ», το οποίο
θεωρείται πλέον ορόσημο στη λογοτεχνία της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα
Ολλανδικά μυθιστορήματα. Το βιβλίο αγαπήθηκε και μνημονεύθηκε συχνά από τους
Μαρξ, Φρόιντ, Ανατόλ Φρανς, Χ. Έσσε, Τόμας Μαν και άλλους, ενώ σίγουρα
επηρεάστηκε ο Τζόζεφ Κόνραντ στα αριστουργηματικά του μυθιστορήματα γύρω από
τις συνθήκες αποικιοκρατίας στις Βελγικές αποικίες της Αφρικανικής ηπείρου.
Το
«Μαξ Χάβελααρ», είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και παρουσιάζει
μεγάλο ενδιαφέρον στον αναγνώστη του 21ου αιώνα. Μεταφρασμένο
υπέροχα από την Μαργαρίτα Μπονάτσου (σε αυτή την ωραία έκδοση της Αιώρας),
είναι βέβαια ένα βιβλίο που τα σημάδια του χρόνου φαίνονται επάνω του, καθώς
πλέον δείχνει αφελές σε πολλά σημεία του και υπερβολικά καταγγελτικό.
Τοποθετημένο όμως στην εποχή του, μπορεί να αντιληφθεί εύκολα κανείς, τον
αντίκτυπο που θα είχε στον αναγνώστη του 1860 και γενικότερα του 19ου
αιώνα.
Ο
σημερινός αναγνώστης εκτός από την ωραία και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, θα
εκτιμήσει το παθιασμένο ύφος, τις ζωντανές περιγραφές και το δηλητηριώδες
χιούμορ του συγγραφέα για την μεσαία και ανώτερη τάξη των εμπόρων, την μανία
τους για κέρδος και «ηθική». Τα θέματα βέβαια, της δικαιοσύνης και της
εκμετάλλευσης του ανθρώπου, της αδικίας και της υποκρισίας, παραμένουν ακόμα
φλέγοντα στις μέρες μας (και υποθέτω για πάντα), καθιστώντας το μυθιστόρημα του
Μουλτατούλι απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε συνειδητοποιημένο και ευαίσθητο
άνθρωπο. Στο link που επισυνάπτω εδώ, από το blog
του συγγραφέα Τάσου Γουδέλη, μπορείτε να διαβάσετε ένα κείμενο του σπουδαίου συγγραφέα, D.H.Lawrence για αυτό το βιβλίο.
Βαθμολογία
82 / 100
Δημοσίευση σχολίου