Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2019 | Permalink
"Περί Χρόνου και Ποταμού"
«Γεννήθηκα το 1900 – είμαι 24 χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια πιστεύω ότι το σημαντικότερο έργο στην Αγγλική είναι ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις – Πιστεύω ότι η καλύτερη μπαλάντα είναι αυτή του Τζ. Κ. Τσέστερτον με τίτλο «Λεπάντο». Η καλύτερη αφηγηματική ποίηση είναι αυτή του Τζον Μάνσφιλντ – ειδικά στα έργα Ο μπογιατζής, Ο ποταμός και Η χήρα στην οδό Μπάι. Ο πιο πολυγραφότατος – ο Άρνολντ Μπένετ -, ο πιο άξιος δοκιμιογράφος – ο Μπέλοκ -, ο πιο γιγαντιαίος διεξοδικός ρεαλιστής – ο Θίοντορ Ντράιζερ -, ο πιο φειδωλός στις επιλογές του και με ικανότητες διαρκείας – ο Γκάλσγουορθι. Το πιο ποιητικό θεατρικό έργο – Ο γυναικάς της Δύσης -, ο καλύτερος δημοσιογράφος – ο Σίνκλερ Λιούις. Ο κριτικός με τη μέγιστη λεπτότητα – ο Τ.Σ.Έλιοτ -, ο κριτικός μεγίστου εύρους και ισχύος – ο Χ.Λ.Μένκεν-, η καλύτερη γυναίκα συγγραφέας – η Μέι Σίνκλερ -, η δεύτερη καλύτερη – η Βιρτζίνια Γουλφ -, η τρίτη καλύτερη – η Γουίλα Κάθερ.»

Είναι κάποια βιβλία - «λογοτεχνικά ορόσημα», που η ανάγνωση τους προϋποθέτει την ισχυρή (κι αδιαπραγμάτευτη) απόφαση του αναγνώστη, να αναμετρηθεί μαζί τους, να διαθέσει τον απαραίτητο χρόνο, αγνοώντας τις σειρήνες των νέων κυκλοφοριών, των αναγνωστικών «πρέπει», του σχετικού «hype» γύρω από μια έκδοση, που συζητιέται στους ανάλογους βιβλιοφιλικούς κύκλους. Είναι κάποια βιβλία που μετά την ανάγνωσή τους, καθώς φτάνεις στο τέλος μιας διαδρομής που διήρκεσε μέρες ή εβδομάδες (για κάποιους και μήνες), αισθάνεσαι πληρότητα και φόρτιση, είναι δύσκολο να βγεις από το σύμπαν του συγγραφέα, από την διαδρομή του μαζί σου. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το αριστουργηματικό (με την λέξη να αναλογεί ακριβώς στην αξία του), ελεγειακό έπος «ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΟΥ» («Of Time and the River»), του σπουδαίου (και μοναδικού ως περίπτωση) Αμερικανού συγγραφέα Thomas Wolfe (Άσβιλ, Β. Καρολίνα 1900 - Βαλτιμόρη, Μέριλαντ 1938), που κυκλοφόρησε στο τέλος του περασμένου χρόνου, επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εξάντας, στην Λευκή σειρά (τρεις τόμοι Α τόμος 707 σελ./ Β τόμος 600 σελ./ Γ τόμος 662 σελ.), σε μετάφραση (άθλο) και εισαγωγή του Γ. Λειβαδά.

Το μυθιστόρημα του Γουλφ, αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του βιβλίου που τον καθιέρωσε στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή, του έξοχου «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου», χωρίς η ανάγνωση του πρώτου να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάγνωση (και την απόλαυση) του «Περί Χρόνου και Ποταμού». Αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα, στο περιεχόμενό του, περιγράφει την συνέχεια της ζωής του Γιουτζίν Γκαντ, ήρωα του πρώτου βιβλίου και, είναι χωρισμένο σε οκτώ (8) βιβλία, που στην ελληνική έκδοση έχουν μοιραστεί στους τρεις τόμους, ως εξής: Δύο (2) βιβλία στον πρώτο τόμο, δύο (2) βιβλία στον δεύτερο τόμο, και τέσσερα (4) βιβλία στον τρίτο τόμο. Τα βιβλία φέρουν τίτλους από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, από την μυθολογία αλλά και από την παγκόσμια λογοτεχνία, ενδεικτικά αναφέρω μερικούς από αυτούς: «Ορέστης: η φυγή πριν τη μανία», «Τηλέμαχος», «Το ταξίδι του Ιάσονα», «Ο νεαρός Φάουστους» κλπ., υποδηλώνοντας το «ταξίδι», την περιπλάνηση του ήρωα Γιουτζίν προς την αυτοσυνείδηση και ωριμότητα.

«Τώρα, λοιπόν, είχε φτάσει εκείνη η μέρα, και εκείνες οι δύο εικόνες – ας τις πούμε καλύτερα φώτα και εκδοχές της ψυχής ενός ανθρώπου -, εκείνη του απομονωμένου, χαμένου και μοναχικού Νότου, και εκείνη του σκληρού, του υπέροχου, παράδοξου και μυστικού Βορρά κυλούσαν μες στο αίμα του σαν τρέλα. Και όπως είχε δει χιλιάδες εικόνες του θαμμένου και σιωπηλού Νότου τον οποίο γνώριζε σ’ όλη του τη ζωή, έτσι τώρα είδε το όραμα του σκληρού περήφανου Βορρά με όλες του τις αστραφτερές πόλεις, και την παλίρροια της ζωής. Είδε τη βραχώδη γλυκύτητα της γης του και την πράσινη μοναξιά του, και είχε γνωρίσει το φευγαλέο μούδιασμα της πρόγνωσης, εκείνη την ένταση στα σωθικά της έκστασης του ερχομού του χιονιά, τις μυρωδιές των λιμανιών και την κυκλοφορία των επιβλητικών του πλοίων.»

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ταξίδι του Γιουτζίν από την πόλη του, το Άλταμοντ της Κατόμπα, προς το Χάρβαρντ, όπου θα συνεχίσει τις σπουδές του στην δημιουργική γραφή, καθώς πλέον έχει αποφασίσει να γίνει συγγραφέας με όποιες θυσίες αυτό συνεπάγεται. Ο Γιουτζίν θα επισκεφτεί τον ετοιμοθάνατο από τον καρκίνο, πατέρα του, σε ένα νοσοκομείο της Βαλτιμόρης και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του γνωρίζοντας διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, από αυτούς που είχε συνηθίσει στην μικρή του πόλη.

Με την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία, ο πατέρας του πεθαίνει και εκείνος βρίσκεται σε αναμονή απαντήσεων από περιοδικά όπου έχει στείλει κάποια διηγήματα και από εκδότες για κάποια θεατρικά έργα που έχει γράψει. Οι απαντήσεις είναι απορριπτικές, οπότε στην προσπάθειά του να βρει κάποιο εισόδημα και να προσπαθήσει πιο έντονα από το κέντρο των εξελίξεων, αφήνει την πόλη του και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, όπου θα διδάξει σε ένα παράρτημα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Ο Γιουτζίν μαγεύεται από την Νέα Υόρκη και τρέφει γι’ αυτήν αισθήματα έλξης και απώθησης. Θα γνωρίσει έναν ενδιαφέροντα Εβραίο φοιτητή και την οικογένειά του, θα συναντηθεί ξανά με έναν πάμπλουτο συμφοιτητή του, ο οποίος θα τον καλέσει σπίτι του για ένα πολύ ενδιαφέρον σαββατοκύριακο, όπου θα του γνωρίσει την αδερφή του, η οποία ενθουσιάζει τον άπειρο Γιουτζίν, αλλά δεν υποκύπτει στην (διακριτική) πολιορκία του, ενώ η φιλία του με άλλον έναν από τους παλιούς του φίλους, διαβόητο μέθυσο, θα του ταράξει την μονότονη καθημερινότητα.

«Τι είναι αυτό το αλλόκοτο και θλιβερό θαύμα της ζωής; Είναι να νιώθεις, σαν η μανία της μέρας έχει περάσει, την απογευματινή σιγή, τη θλίψη του χαμένου, εξασθενημένου φωτός, ν’ ακούς τους μακρινούς ήχους και τις πνιγμένες κραυγές, και τα βήματα, τις φωνές, τη μουσική, και τα πάντα χαμένα – και κάτι να μουρμουρίζει, απέραντο και πανίσχυρο μέσα στον αέρα;»

Με τα χρήματα που είχε μαζέψει από την εργασία του στο Πανεπιστήμιο, ο Γιουτζίν αποφασίζει να πάει για ένα χρόνο στην Ευρώπη. Μεταβαίνει πρώτα στην Αγγλία, στην Οξφόρδη και στο Λονδίνο και ύστερα στο Παρίσι, όπου συναντάει τυχαία τον Στάργουικ, παλιό του συμφοιτητή στο Χάρβαρντ, ο οποίος γλεντοκοπάει εκεί μαζί με δύο Βοστονέζες φίλες του. Ο Γιουτζίν δεν θα αργήσει να γίνει το τέταρτο μέλος της παρέας, ενώ σιγά-σιγά θα ερωτευτεί την νεαρότερη από τις δύο γυναίκες, την μυστηριώδη Ανν, η οποία είναι ο βασικός χρηματοδότης της παρέας. Η Άνν όμως αποκρούει τις προτάσεις του Γιουτζίν, προσκολλημένη συναισθηματικά στον (φανερά ομοφυλόφιλο) Στάργουικ. Ο Γιουτζίν θα αφήσει την παρέα να συνεχίσει τις θεότρελες και χωρίς σκοπό περιπλανήσεις της, για να αφοσιωθεί στο γράψιμο.

«Τι είναι η μανία που ετούτος ο νέος θα βιώσει, που θα τον τσακίσει για πάντα πάνω στην πελώρια γη; Είναι ο νους που τρελαίνεται με την ίδια του την υπερβολή, η καρδιά που ραγίζει από την οδύνη της δικής της σύγχυσης. Είναι η λαχτάρα που που διογκώνεται με καθετί που πολιορκεί, η δίψα που καταπίνει ποτάμια μα παραμένει ακόρεστη. Είναι να συναντήσεις ένα εκατομμύριο ανθρώπους, ένα εκατομμύριο πρόσωπα να δεις και να εξακολουθείς να είσαι ένας άγνωστος πάντα. Είναι να περιφέρεσαι τη νύχτα ανάμεσα στα ράφια μιας τεράστιας βιβλιοθήκης, να παίρνεις βιβλία από χίλια ράφια, να τα διαβάζεις με ενός νέου ανθρώπου την ακόρεστη δίψα.»

Όπως γίνεται κατανοητό, η πλοκή του επικού μυθιστορήματος, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Όποιος το διαβάσει γι’ αυτό το λόγο, έχει χάσει την ώρα του! Σημασία στην ροή του μυθιστορήματος, έχει η περιπλάνηση και οι ιδέες του ήρωα, οι εμμονές του και η δίψα του για γνώση και λογοτεχνία (είναι ένας άνθρωπος που ζει και αναπνέει γι' αυτήν), οι μονόλογοί του και οι περιγραφές των ανθρώπων, των τοπίων, των συναντήσεών του και των συζητήσεων. Μέσα από τον τεράστιο όγκο του βιβλίου, υπάρχουν σελίδες ανθολογίας και λογοτεχνικής μαγείας, που σαγηνεύουν τον αναγνώστη, που θα τις διαβάσει πολλές φορές (και ίσως φωναχτά) για να αντιληφθεί το μεγαλείο τους. Οι σελίδες του θανάτου του πατέρα – γενικότερα ίσως όλο το βιβλίο που περιγράφει την επιστροφή στην οικογενειακή εστία, οι περιγραφές της Νέας Υόρκης αλλά και της εκπληκτικής έπαυλης που ο Γιουτζίν θα περάσει ένα διαφωτιστικό και καθοριστικό για την εξέλιξή του γουικέντ, οι περιγραφές των Άγγλων και της ζωής στην Αγγλία, του Παρισιού και της ξέφρενης ζωής εκεί, είναι εκπληκτικές.

«…είμαστε εντελώς χαμένοι, εντελώς γυμνοί και εντελώς μόνοι στην Αμερική. Απέραντοι και βάναυσοι ουρανοί εκτείνονται πάνω από τα κεφάλια μας, και όλοι μας βρισκόμαστε ασταμάτητα σε κίνηση και δεν έχουμε πατρίδα. Συνεπώς, δεν είναι η αργή, ακριβής πτώση της άμμου των αμέτρητων ημερών μέσα στην κλεψύδρα που θυμόμαστε περισσότερο, την τέφρα του χρόνου▪ ούτε την ασύλληπτη μονοτονία των χαμένων χρόνων, τα απαραβίαστα προγράμματα της χαμένης ζωής και τα γνώριμα πρόσωπα που θυμόμαστε περισσότερο. Είναι ένα πρόσωπο μια φορά ιδωμένο και για πάντα χαμένο μέσα στο πλήθος, το βλέμμα ενός ματιού, ένα πρόσωπο που χαμογέλασε και χάθηκε σ’ ένα περαστικό τρένο, είναι το προαίσθημα μιας συγκεκριμένης νύχτας πως πλησιάζει το χιόνι, το γέλιο μιας γυναίκας σ’ έναν δρόμο μες στο κατακαλόκαιρο πριν από πολλά χρόνια, είναι η μνήμη ενός συγκεκριμένου φεγγαριού στην άκρη του σκοτεινού δάσους με τα πεύκα τον γερασμένο Οκτώβρη – και οι ζωές όλων μας γραμμένες στη συστροφή ενός φύλλου πάνω στο κλαδί, μια πόρτα που άνοιξε, και μια πέτρα.»

Η γραφή, το στυλ του Γουλφ, σε παρασύρει με το πάθος του. Είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχω συναντήσει, με τόση ορμή και δυναμισμό στο ύφος τους. Με μακροπερίοδο λόγο, λυρικό και ποιητικό, ορμητικό και ζωντανό το μυθιστόρημα, δεν φοβάται την φλυαρία (και διαθέτει μπόλικη από δαύτην), δεν φοβάται τους χαρακτηρισμούς (που πολλούς ο σημερινός αναγνώστης θα τους βρει σεξιστικούς και ρατσιστικούς, αλλά στον μεσοπόλεμο έτσι μιλούσαν), και τις επαναλήψεις, τις αλλαγές ρυθμού στην αφήγηση (και είναι πολλές), τις εξαντλητικές λεπτομέρειες και τις (σε πολλά σημεία κουραστικές αλλά απαραίτητες) μεγάλες περιγραφές. Η αφήγηση από κυρίως τριτοπρόσωπη, μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη, ενώ υπάρχουν και ημερολογιακές καταγραφές από την διαμονή στο Παρίσι, ανακατεύοντας δημιουργικά το στυλ του - ο αναγνώστης νιώθει σαν να παρακολουθεί έναν μεγάλο μαέστρο που κατευθύνει με την μπαγκέτα του μια ορχήστρα που αποτελείται από δεκάδες αντίγραφά του.

Καθαρό «μυθιστόρημα μαθητείας (bildungsroman)», το μυθιστόρημα του Γουλφ, είναι ένα πληθωρικό και γεμάτο συμβολισμούς και μεταφορές βιβλίο, που μπορεί να έχει ως κεντρικό του θέμα την αναζήτηση εαυτού, μέσα από την περιπλάνηση του ήρωα του, αλλά μιλάει και για την αναζήτηση και την απώλεια της πατρικής φιγούρας, όχι μόνο μέσα από την ιστορία και τον θάνατο του πατέρα, αλλά και ως πηγή καταπίεσης και ενταφιασμού ελπίδων και προσωπικότητας. Η Αμερική ως μητρική (και πατρική) γη, να καταπνίγει τις ελπίδες και τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αλλά και ως γη της επαγγελίας και της ευκαιρίας, είναι ένα συνεχές σημείο αναφοράς στο μυθιστόρημα. Όπως άλλωστε και η έννοια του Χρόνου όχι μόνο στο εμφανές θέμα της ρευστότητάς του (ποτάμια, θάλασσες, τρένα, πλοία) αλλά και ως παρελθών χρόνος και παρών χρόνος.

«Που είσαι τώρα, που όλα τα πράγματα πάνω στη γη επιστρέφουν και πάλι; Αφού ετούτα τα πράγματα που έχουν ξαναγυρίσει, που έχουμε ξαναδεί, που έχουμε ξανακούσει, που τα έχουμε ξαναζήσει, θα υπάρξουν και πάλι για εμάς όπως έχουν ξαναϋπάρξει, μονάχα αν επιστρέψεις και πάλι εσύ.
Πατέρα, μες στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, έχω ακούσει της υπερταχείας τη βροντή. Μες στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, έχω ακούσει τους αέρηδες να ουρλιάζουν ανάμεσα στα πελώρια δέντρα, και τα βελανίδια να πέφτουν σαν ανεμόβροχο. Μέσα στη νύχτα, μες στο σκοτάδι, έχω ακούσει πάνω στις στέγες τα βήματα της βροχής, τα λούκια να βουλώνουν από το ασταμάτητο βροχόνερο, και την τρομερή γη να μουλιάζει και να καταπίνει τις βροχές, ξεδιψώντας μέσα στον Μάη – και έχω ακούσει τη λυπηρή σιωπή του ποταμού τον Οκτώβρη.»

Η ιστορία της έκδοσης του βιβλίου του Γουλφ, είναι κι αυτή μυθιστορηματική. Ο συγγραφέας, παρέδωσε το 1933, ένα χειρόγραφο περίπου 1.000.000 (ενός εκατομμυρίου!) λέξεων, στον σπουδαίο επιμελητή των εκδ. Σκρίμπνερς, Μάξουελ Πέρκινς (που επιμελήθηκε μυθιστορήματα των Φιτζέραλντ, Χέμινγουέι και άλλων), ουσιαστικά δλδ, ένα βιβλίο 10.000 σελίδων, όπου ο ακάματος συγγραφέας μέχρι την τελευταία στιγμή προσέθετε και άλλες... Μετά από διαφωνίες και σκληρές αποφάσεις – κι αφού διεγράφησαν ολόκληρα τμήματα της αφήγησης, το βιβλίο ολοκληρώθηκε στη μορφή που γνωρίζουμε, σε ένα σύνολο περίπου 1000 σελίδων στα Αγγλικά, και 1969 σελίδων στην παρούσα ελληνική έκδοση. Η ιστορία αυτή, όπως και η σύγκρουση μεταξύ των δύο δυναμικών προσωπικοτήτων, του Πέρκινς και του Γουλφ, αναπαρίσταται στην πολύ ενδιαφέρουσα (αλλά άνιση) ταινία «Ένας χαρισματικός άνθρωπος» («Genius»), με τον Jude Law να ερμηνεύει τον Τhomas Wolfe, και τον Colin Firth, τον Μάξουελ Πέρκινς.

Το εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα, που αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, ενσωματώνει στο ύφος του όλη την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία και όπως αναφέρει ο μεταφραστής Γ. Λειβαδάς, στην καίρια και ευσύνοπτη εισαγωγή του «ήταν το πρώτο αμερικανικό μυθιστόρημα που εστίασε με τέτοιο ζήλο στην αμφισβήτηση της ικανότητας του μοντέρνου ανθρώπου να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται δημιουργικά τον εαυτό του, ήταν το μυθιστόρημα-διέλευση από τα όρια του αμερικανικού μοντερνισμού στο τότε απροσδιόριστο ακόμη, μα υφέρπον όραμα μιας δραματικής λογοτεχνικής διαδοχής.». Οι μεγάλοι αμερικανοί συγγραφείς του β’ μισού του 20ου αιώνα, επηρεάστηκαν από το «Περί χρόνου και ποταμού», ενώ βλέπουμε και πόσο μοντέρνο είναι και σήμερα με όλη αυτή την άνθιση της αυτοαναφορικής λογοτεχνίας, που διαφημίζεται ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο.

«Γιατί τελικά τι είμαστε αδελφέ μου; Είμαστε η φασματική αναλαμπή μιας λυπηρής λαχτάρας, το στοιχειωμένο και φωσφορικό λαμπύρισμα ενός αθάνατου χρόνου, η εφημερότητα των ημερών που έχει στοιχειώσει της γης η αιωνιότητα. Είμαστε η ανείπωτη ομιλία, ένας ανικανοποίητος λιμός, μια ακόρεστη δίψα▪ ο πόθος που διαλύει τους μύες μας, που ανατινάζει τα μυαλά μας, που αρρωσταίνει και σαπίζει τα σωθικά μας, και ξεσκίζει κατά μόνας τις καρδιές μας. Είμαστε ενός πάθους η ανατροπή, μια στιγμιαία φλόγα έκστασης και αγάπης, ένα κομμάτι σάρκας με αίμα κατακόκκινο και οδύνη, μια χαμένη κραυγή, μια μουσική της χαράς και του πόνου, το στοίχειωμα των φευγαλέων έντονων ωρών, μια παρ’ ολίγον αιχμαλωτισμένη ομορφιά, ο ψίθυρος της άυλης μνήμης ενός δαίμονα. Είμαστε του χρόνου τα κορόιδα.
Γιατί τι είμαστε αδελφέ; Είμαστε οι γιοι του πατέρα μας, του οποίου το πρόσωπο δεν το ‘δαμε ποτέ, είμαστε τέκνα του πατέρα μας, του οποίου τη φωνή ποτέ δεν ακούσαμε, είμαστε οι γιοι του πατέρα μας, απ’ τον οποίο κραυγάζοντας ζητήσαμε παρηγοριά και δύναμη ζώντας μες στην οδύνη, είμαστε οι γιοί του πατέρα μας, του οποίου η ζωή πέρασε μέσα στη μοναξιά και την ερημιά όπως κι η δική μας, είμαστε τα τέκνα του πατέρα μας, στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε μονάχα μεσ’ από τ’ αλλόκοτο, σκοτεινό φορτίο της καρδιάς και της ψυχής μας, είμαστε τα τέκνα του πατέρα μας , και τα δικά του βήματα στην αιωνιότητα θ’ ακολουθούμε.»

Συγκίνηση, χαρά, λύπη, απόλαυση, τα συναισθήματα εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αυτού του πληθωρικού μυθιστορήματος, αυτού του ελεγειακού έπους. Είναι τόσο μεγαλειώδες μυθιστόρημα, το «Περί Χρόνου και Ποταμού» που ο όγκος του, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τον επίμονο αναγνώστη και τον λάτρη της λογοτεχνίας. Μαζί με το προηγούμενό του βιβλίο, το εκπληκτικό «ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ», ανήκουν στην κατηγορία των «Μεγάλων Αμερικανικών Μυθιστορημάτων», που κάθε Αμερικανός συγγραφέας ονειρεύεται να γράψει. Διαβάζεται εύκολα και σε παρασύρει σε μια μοναδική διαδρομή από την οποία θα βγεις λογοτεχνικά σοφότερος και επαρκέστερος αναγνωστικά. Λίγη τόλμη (και χρόνος) χρειάζεται.

Βαθμολογία 89 / 100



 



3 Comments:


At 27/7/19 22:48, Blogger Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Ωραίο κείμενο.

 

At 31/7/19 11:58, Blogger Librofilo

Ευχαριστώ!

 

At 6/3/21 08:26, Blogger savasg

Εξαιρετικό!

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home