Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020 | Permalink
Η κυρία με τα περιστέρια ("Πλατεία Διαμαντιού")
Ένα
από τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα, την χρονιά που πέρασε (αναμφίβολα μέσα στα
δέκα καλύτερα), είναι το εκπληκτικό μυθιστόρημα της Ισπανίδας (Καταλανής) Merce Rodoreda y Gurgui (Barcelona 1908 – Girona
1983), με τίτλο «ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΟΥ» («La
Placa del Diamant») – εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ευρ. Σοφός,
επίμ. Γκ.Γκ.Μάρκες, σελ.237). Ένα βιβλίο που γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας
του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν η συγγραφέας ήταν εξόριστη στην
Ελβετία και εκδόθηκε το 1962, γραμμένο εξαρχής στα Καταλανικά, για να
αποτελέσει ένα βιβλίο – ορόσημο της Καταλανικής λογοτεχνίας.
Η
«Πλατεία Διαμαντιού», είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της Νατάλια που αποκαλείτο
από τον αγαπημένο της Κιμέτ, «Κολομέτα» («Περιστεράκι») μου· είναι η ιστορία
μιας γυναίκας που μας συστήνεται ως ένα αγνό και αθώο κορίτσι στην αρχή της
ιστορίας, για να την εγκαταλείψουμε στο τέλος της (προς μεγάλη μας θλίψη),
ώριμη και επιτέλους σχετικά ήρεμη μετά από τα δεινά που υπέστη, και τις
περιπέτειες που βίωσε. Είναι όμως και η ιστορία μιας πόλης και των ανθρώπων
της, είναι η απεικόνιση μιας ταραγμένης εποχής που κατέστρεψε μια χώρα.
Η
Νατάλια γνωρίζει τον Κιμέτ, χορεύοντας στην πλατεία. Είναι κι οι δύο νέοι και
άβγαλτοι. Ο Κιμέτ είναι ένα λαϊκό παιδί, λίγο αλητάκος, μελαχρινός,
εντυπωσιακός εμφανισιακά, δεν θα δυσκολευτεί να γοητεύσει την Νατάλια που
δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο και μεγάλωσε ορφανή από μητέρα, και που έχει τυπική
σχέση με τον πατέρα της. Οι δύο νέοι παντρεύονται και νοικιάζουν ένα
ετοιμόρροπο διαμέρισμα που το κάνουν κατοικήσιμο με την βοήθεια των φίλων του
Κιμέτ. Βρισκόμαστε στην Βαρκελώνη της δεκαετίας του '30 λίγο πριν τον Εμφύλιο.
Η ζωή τους είναι δύσκολη, ο Κιμέτ δουλεύει ως μαραγκός, είναι λίγο ακαμάτης,
κουράζεται εύκολα, συνεχώς παραπονιέται για όλα, και φέρεται άσχημα στην Νατάλια
που σύντομα θα μείνει έγκυος και θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, τον Αντόνι,
λίγο καιρό δε αργότερα, θα έρθει κι ένα κορίτσι, η Ρίτα. Οι δουλειές στο
ξυλουργείο που έχει ανοίξει ο Κιμέτ, δεν πάνε καλά και πάντα ανήσυχος, θεωρεί
ότι εκτρέφοντας περιστέρια στην ταράτσα θα βγάλουν πολλά χρήματα. Τα περιστέρια
κατακλύζουν το σπίτι και βρίσκονται παντού, με την Νατάλια να μη προλαβαίνει να
καθαρίζει το σπίτι και να φροντίζει τα δύο μικρά παιδιά.
«Άκουγα
μόνο γουργούρισμα περιστεριών. Σκοτωνόμουν να καθαρίζω τα περιστέρια. Βρομούσα
ολόκληρη περιστέρι. Περιστέρια στην ταράτσα, περιστέρια στο διαμέρισμα, τα
έβλεπα στον ύπνο μου. Η κοπέλα με τα περιστέρια. Θα φτιάξουμε ένα συντριβάνι,
έλεγε ο Σιντέτ, με την Κολομέτα πάνω κι ένα περιστέρι στο χέρι. Όταν προχωρούσα
στον δρόμο προς το σπίτι των αφεντικών μου να δουλέψω, το γουργούρισμα των
περιστεριών με ακολουθούσε και χωνόταν στο κεφάλι μου σαν μπάμπουρας. Κάποιες
φορές η κυρία μου μιλούσε κι εγώ, αφηρημένη, χωρίς να καταλαβαίνω, δεν της
απαντούσα, κι εκείνη μου έλεγε, δεν με ακούτε;»
Οι
οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, θα την υποχρεώσουν να εργαστεί, σε ένα
μεγαλοαστικό σπίτι της πόλης ως υπηρέτρια, ενώ τα μικρά παιδιά μένουν μόνα στο
σπίτι με τα περιστέρια να κάνουν πάρτι. Ξεσπάει ο εμφύλιος κι ο Κιμέτ παίρνει
τα όπλα εντασσόμενος στις δυνάμεις των Δημοκρατικών. Τα προβλήματα γίνονται όλο
και περισσότερα, καθώς οι εργοδότες της, την απολύουν, για πολιτικούς λόγους,
χρήματα δεν υπάρχουν από πουθενά και η απελπισία την κατακυριεύει. Ο θάνατος
του Κιμέτ στο μέτωπο θα έρθει να μεγαλώσει το αδιέξοδο με την Νατάλια - που δεν
θα είναι πια Κολομέτα - να σκέπτεται σοβαρά την αυτοκτονία.
Τα
περιστέρια κατακλύζουν την Νατάλια όπως και μερικές από τις ωραιότερες σελίδες
του βιβλίου. Η μυρωδιά τους, το γουργούρισμά τους το ακούει παντού, ακόμα κι
όταν δεν είναι τριγύρω από εκεί που βρίσκεται. Δεν μπορεί να παραπονεθεί, απλά
να σκύβει το κεφάλι, είναι φορές που ο αναγνώστης την βρίσκει εκνευριστικά
παθητική, η θλίψη της και η απάθειά της να κυριεύουν την αφήγηση, να γίνονται
βραχνάς, να σε πνίγουν. Είναι τέτοιος ο δυναμισμός της γραφής της Ροδορέδα που
αποκλείεται να μην επηρεαστείς.
«…σκέφτηκα
να πιέσω τη θλίψη, να την κάνω μικροσκοπική για να μην επιστρέψει, να μην
τρέξει ούτε ένα λεπτό ακόμα στις φλέβες μου και να πάψει να την περιτριγυρίζει.
Να την κάνω μπάλα, μικρή μπαλίτσα, σκάγι. Να την καταπιώ.»
Η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Νατάλια, συγκλονίζει και η Ροδορέδα αποδεικνύεται
συγγραφέας τεράστιου μεγέθους. Παρακολουθούμε τον Ισπανικό εμφύλιο, όχι μέσα
από σκηνές μαχών ή γεγονότων, δεν διαβάζουμε ιστορίες ηρωισμού ή δειλίας, αλλά
αφουγκραζόμαστε την καθημερινή αγωνία της γειτονιάς, την βάσανο των απλών,
φτωχών ανθρώπων που βρίσκονται έρμαια των ιστορικών στιγμών. Συγκλονιστικές
σελίδες της απόγνωσης και της αγωνίας για επιβίωση, της προσπάθειας της ηρωίδας
να σώσει τα παιδιά της από την πείνα, όπως και, την προσπάθειά της να αποφύγει
την τρέλα που την κυριεύει, και την απελπισία που την κατακλύζει.
Η
συγγραφέας επικεντρώνει στις λεπτομέρειες και στις κινήσεις. Τα αντικείμενα
έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην αφήγηση - τα έπιπλα, οι πόρτες, οι καρέκλες, τα
κουμπιά, οι ντουλάπες, οι καθρέφτες, τα κρεβάτια με τα καλύμματά τους, τα ρούχα
των ανθρώπων, τα παπούτσια, τα νομίσματα, οι ζυγαριές, τα μαχαίρια κ.ο.κ., όπως
και τα βλέμματα και οι εκφράσεις, τα χέρια. Η Νατάλια περιγράφει τα πάντα, και
όλα αποκτούν μια συμβολική και μεταφορική διάσταση.
«Εκείνη
η κυρία φαίνεται ότι το είπε σε μια άλλη. Κι εκείνη σε μια άλλη. Όλες το έλεγαν
στο αυτί και όταν το έβλεπαν ότι πλησίαζα πάντα υπήρχε μία που ειδοποιούσε τις
άλλες, έρχεται η κυρία με τα περιστέρια. Μερικές φορές κάποια που ακόμα δεν
ήξερε την ιστορία ρωτούσε: ο πόλεμος τα σκότωσε; Μια άλλη έλεγε στη γειτόνισσα
στο παγκάκι: και λέει ότι πάντα αυτό σκέφτεται… Μια άλλη εξηγούσε σ’ αυτές που
δεν το ήξεραν, ο σύζυγός της της έφτιαξε έναν πύργο επίτηδες για να μπορέσει να
τον γεμίσει με περιστέρια κι έμοιαζε με σύννεφο δόξας… Όταν μιλούσαν για μένα
όπως πίστευαν ότι ήμουν, έλεγαν: νοσταλγεί τα περιστέρια, νοσταλγεί τα
περιστέρια η κυρία με τα περιστέρια που ζει μόνο νοσταλγώντας τα περιστέρια και
τον πύργο με τα παραθυράκια ψηλά ψηλά…»
Μοντερνιστικό
ύφος και συνειδησιακή ροή χαρακτηρίζουν την αφήγηση της Ροδορέδα, σε ένα καθαρό
«bildungsroman» («μυθιστόρημα ενηλικίωσης»). Η ηρωίδα
μεγαλώνει και αλλάζει κατά την διάρκεια του βιβλίου, μετατρέπεται από ένα
αφελές και λίγο χαζό κοριτσάκι που βρίσκεται μονίμως σε σύγχυση («...αυτό που
εμένα μου συνέβαινε ήταν ότι δεν ήξερα για ποιο λόγο είχα έρθει στον κόσμο») σε
γυναίκα, που πάντα μέσα σε μια απολύτως πατριαρχική και καταπιεστική κοινωνία, επιτέλους
στο τέλος του βιβλίου θα βρει την ηρεμία σε ένα φινάλε από τα ωραιότερα και
τρυφερότερα που μας έχει χαρίσει η παγκόσμια λογοτεχνία.
Η
αίσθηση που σου αφήνει η «Πλατεία Διαμαντιού», μόνο με αυτή της ανάγνωσης του γοτθικού
αριστουργήματος "Άβυσσος" ("Nada") της Κάρμεν
Λαφορέτ (από χρόνια εξαντλημένο και εκτός εμπορίου πλέον στη χώρα μας), μπορεί
να συγκριθεί. Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε το 1945 στην Ισπανία, και
περιγράφει την ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης μετά τον Εμφύλιο, ενδέχεται να
επηρέασε την Ροδορέδα, που έγραψε το δικό της εξαίσιο μυθιστόρημα μερικά χρόνια
αργότερα, χαρίζοντάς μας μια ηρωίδα ισάξια αυτής της Λαφορέτ.
Το
βιβλίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση από την ημέρα που κυκλοφόρησε και γνώρισε
κριτική και εμπορική επιτυχία. Ένα άγαλμα της λογοτεχνικής ηρωίδας, της Κολομέτα,
κοσμεί την πλατεία Διαμαντιού στην Βαρκελώνη, ως δείγμα αναγνώρισης σε αυτή την
συγγραφέα που τόλμησε εν μέσω Φρανκισμού να εκδώσει ένα μυθιστόρημα στα
Καταλανικά. Όμως, με το μαγευτικό μυθιστόρημα της Ροδορέδα, δεν μπορούμε να
μιλήσουμε για μια απλή αναγνωστική απόλαυση, αλλά για μια αφήγηση που σε
παρασέρνει με αυτό το κράμα δυναμισμού και λυρισμού στην αφήγηση, ψυχολογικού
βάθους και αλήθειας, αλλά και εκπληκτικής περιγραφής μιας κοινωνίας σε
αναβρασμό. Δεν πετάς κυριολεκτικά τίποτα από ένα βιβλίο που αν το διαβάσεις
νέος μπορεί να σε ακολουθεί για μια ολόκληρη ζωή.
Βαθμολογία
87 / 100
Δημοσίευση σχολίου