Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2020 | Permalink
"Γη χωρίς τέλος"
Ένα μυθιστόρημα που είναι «κάτι σαν…» αλλά και λίγο απ’ όλα. Κάτι σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι σαν επιστημονική φαντασία, κάτι σαν οικολογική δυστοπία, αλλά και όχι. Αδύνατο να κατατάξεις, το πολύ ενδιαφέρον, λογοτεχνικό ντεμπούτο του Σκωτσέζου συγγραφέα Martin Macinnes (Inverness, 1983), με τίτλο «ΓΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ» («Infinite ground») – (εκδ. Κριτική, (ωραία) μετάφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, σελ. 335), που ξαφνιάζει, ξεκινώντας ως ένα τυπικό νουάρ για να εξελιχθεί σε ένα γριφώδες και αινιγματικό μυθιστόρημα, αλληγορικό, γεμάτο μυστήρια και με πλήθος λογοτεχνικών αναφορών.


Ο τόπος, μια χώρα της Λατινικής Αμερικής, το χρονικό πλαίσιο άγνωστο. Ο Κάρλος, ένας 29χρονος υπάλληλος ενός οικονομικού οργανισμού, αγνοείται. Εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου σε ένα ρεστωράν, όταν δεν γύρισε ποτέ από την τουαλέτα. Μετά από τρεις άγονες εβδομάδες αναζήτησης (;), η υπόθεση ανατίθεται σε έναν συνταξιούχο αστυνομικό επιθεωρητή, με την διαβεβαίωση ότι θα του παρέχονταν όλοι οι πόροι και η απόλυτη ελευθερία στις κινήσεις του, για να βρει τον αγνοούμενο. Ο επιθεωρητής είναι χήρος και πέφτει με τα μούτρα στην υπόθεση, η οποία ενώ στην αρχή φαίνεται απλή και τετριμμένη, τον οδηγεί σε μια σειρά από αναπάντητα ερωτήματα και αδιέξοδα.

«Μπορούσε να υπολογίσει πόσοι διάλογοι είχαν γίνει στα δωμάτια. Το έκανε διαισθητικά, αλλά συνήθως έπεφτε μέσα. Ένας χώρος είχε πιο ταραχώδη αίσθηση μετά τη γλωσσική επικοινωνία. Ίσως οι άνθρωποι που μιλούσαν περισσότερο κινούνταν και διαφορετικά▪ ίσως αυτό να ήταν όλο. Πίστευε ότι είχε την ικανότητα να βλέπει τα λόγια στα σημεία όπου έπεφταν. Τα λεκτικά φορτία που συσσωρεύονταν σε μια ιδιαίτερα πρόσφορη ορθή γωνία. Ένα από τα πράγματα που έκαναν τα μπάνια να ξεχωρίζουν ήταν η απουσία των λέξεων. Τα δωμάτια που επηρεάζονταν περισσότερο από τη γλώσσα ήταν πιο μαλακά, πιο ζεστά. Εκεί όπου δεν είχε μιλήσει κανείς για πολλή ώρα έκανε κρύο. Όλες αυτές οι μικρές ενδείξεις ήταν σημαντικές όταν ένας άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Όλα όσοα προηγουμένως ήταν αόρατα, ενισχύονταν, μεγεθύνονταν. Κάθε λεπτομέρει υπήρχε για να αποκωδικοποιηθεί▪ ήταν το κλειδί για την κατανόηση ενός χαμένου πολιτισμού. Και οποιαδήποτε λεπτομέρεια μπορούσε να τους φέρει πίσω.»

Η οικογένεια του Κάρλος και οι συνάδελφοί του, δεν μπορούν να βρουν κάποιο λόγο που να δικαιολογεί την εξαφάνισή του. Οι έρευνες του επιθεωρητή επικεντρώνονται στην εταιρεία που δούλευε ο νέος άντρας εδώ και 6 χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο. Ο οικονομικός αυτός οργανισμός βρίσκεται μεταξύ συνεχών μετοχικών αλλαγών, με τους ιδιοκτήτες να εναλλάσσονται και αυτή τη στιγμή δεν έχει καν όνομα και συγκεκριμένο τομέα εργασιών. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει στην κατοχή του, τεράστιες εκτάσεις στον Αμαζόνιο και αντιμετωπίζει μια σειρά από μηνύσεις από οικολογικές οργανώσεις. Το πιο περίεργο όμως είναι, ότι η εταιρεία, μίσθωνε ηθοποιούς με βραχυχρόνια ή και μακροχρόνια συμβόλαια, για να γεμίζουν τα γραφεία του και να κάνουν ότι εκτελούν τις καθημερινές εργασίες. Ο επιθεωρητής διαπιστώνει ανακρίνοντας την μητέρα του Κάρλος, ότι στην πραγματικότητα μιλάει με μια ηθοποιό που υποδύεται την μητέρα του, ενώ αρχίζει και αναρωτιέται αν ο Κάρλος ήταν στην πραγματικότητα εργαζόμενος στον οργανισμό ή ηθοποιός που παρίστανε τον εργαζόμενο. Και αν το δείπνο ήταν μεταξύ ηθοποιών που παρίσταναν την οικογένεια;

Το διαμέρισμα του Κάρλος είχε ήδη δοθεί σε ένα στέλεχος της εταιρείας, οπότε το μόνο μέρος στο οποίο μπορούσε να επικεντρώσει τις έρευνές του ο επιθεωρητής, ήταν το ακόμα άδειο γραφείο του αγνοούμενου. Στα γραφεία της εταιρείας, που δεν καταλαβαίνεις ποιος δουλεύει και πάνω σε τι, ο επιθεωρητής βρίσκει στο γραφείο του Κάρλος, μετά από αναλύσεις, στοιχεία ότι ο Κάρλος είχε σωματικά αλλά και ψυχικά συμπτώματα, ενδεχομένως υπέφερε από κάποια λοίμωξη, ήταν υποσιτισμένος και το σώμα του φιλοξενούσε κάποιους μικροοργανισμούς. Ο επιθεωρητής διαπιστώνει ότι το κάθε μικρό εύρημα, ανοίγει μια πόρτα σε κάτι μεγαλύτερο και η σύγχυση μεγαλώνει, όπως και τα ερωτηματικά. Θα αποφασίσει να πάει στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στον Αμαζόνιο, ως μοναδική του ελπίδα να βρει τη λύση του μυστηρίου.

«Είχε συνηθίσει τις μέρες, είχε συνηθίσει να μη βασίζεται καν στο ότι είχε μέρες, είχε συνηθίσει το ότι υπήρχαν πάντα μέρες, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει, αν όχι μέρες; Όμως είχε επίσης συνηθίσει στην ιδέα ότι οι ημέρες ήταν έτοιμες να αυτοακυρωθούν και να περάσουν στην ανυπαρξία, να μεταλλαχθούν, τρόπος του λέγειν, σε μη μέρες, εξαντλώντας τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτό που έπρεπε να κάνει εκείνος, λοιπόν, ήταν να εξαντλεί τις μέρες. Αυτή ήταν η δουλειά του. Να μετατρέπει ασταμάτητα τη μια μέρα στην επόμενή της. Αξιόλογο επίτευγμα βεβαίως, καθώς υπήρχαν ένα σωρό πράγματα που έπρεπε να φροντίσει, και όλα την ίδια στιγμή – ήταν θαύμα, σκέφτηκε, που οποιοσδήποτε το είχε καταφέρει έστω και για μια φορά, να περάσει από τη μια μέρα στην άλλη κρατώντας τα πάντα σε λειτουργία με τέτοιον τρόπο.»


Είναι πολύ εντυπωσιακό το μυθιστόρημα του Μακίνες και νιώθεις ότι περικλείει τόσα πολλά εντός του, που ένα πνίξιμο σε συνοδεύει σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσής του. Ιδιαίτερα κλειστοφοβικό, αναπτύσσει την δράση του, με υπαινικτικότητα και άκρως κρυπτογραφικά, με σκηνές που παραπέμπουν περισσότερο σε ταινίες του Ντ. Λιντς (το «Blue Velvet» έρχεται συνέχεια στο νου), παρά σε λογοτεχνικά έργα, όπου βέβαια οι επιρροές αλλά και οι αναφορές είναι εμφανείς, ξεκινώντας από την φράση της Κλαρίσε Λισπέκτορ που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου. Τα κρυπτογραφικά παιχνίδια των Μπόρχες, Κορτάσαρ, Μπιόι Κασάρες και Σέζαρ Άιρα, το αινιγματικό σύμπαν του Paul Auster, ο Κόνραντ με την «Καρδιά του Σκότους», τα μυστήρια του Πόε, το «παράξενο» του J.G.Ballard και της Κλ. Λισπέκτορ, ο «μαγικός ρεαλισμός» της Λατινοαμερικάνικης σχολής, είναι όλα εκεί, συγκοινωνούντα δοχεία.

Ωραία όλα αυτά θα ρωτήσει κάποιος, και η weird ατμόσφαιρα και το κάπως σαν «βρισκόμαστε όλοι σε ένα limbo» σκηνικό που έχει στήσει ο ικανότατος όπως αποδεικνύεται, και πολλά υποσχόμενος νέος συγγραφέας – που πρέπει να στο υπενθυμίζει κάποιος ότι αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα για να το πιστέψεις -, υπάρχει τίποτα από κάτω ή είναι όλα βιρτουοζιτέ, μεταμοντερνισμοί με αρκετή ευαισθησία και επίδειξη γνώσεων, ένα κατασκεύασμα χωρίς υπόβαθρο; Απάντηση δεν έχω, τόσες εβδομάδες μετά την ανάγνωση του βιβλίου, είμαι ακόμα μπερδεμένος και για το μόνο που μπορώ να μιλήσω είναι τα εμφανή.

Καταρχάς, αυτό που πρέπει να δούμε ως κυρίαρχο στοιχείο, είναι ότι η ιστορία χρησιμεύει ως πρόσχημα, διότι εδώ έχουμε ένα βιβλίο για την απουσία και την αναζήτηση ταυτότητας - με το θέμα του «σωσία» να κυριαρχεί, διότι το ερώτημα που αιωρείται από την αρχή του βιβλίου, είναι «ποιος είναι ο Κάρλος;», αυτός ο αφανής κεντρικός χαρακτήρας που δεσπόζει με την απουσία του (ή καλύτερα με την «μη παρουσία» του), στην ιστορία.
Βεβαίως και πρώτιστα, οικολογικό θρίλερ, όπου ο τόπος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή του, είναι όμως κι ένα βιβλίο για την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, για το ποιος είναι ποιος – θεωρίες αναπτύσσονται και διαψεύδονται, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, ηθοποιοί και εργαζόμενοι μπερδεύονται, πρόσωπα εμφανίζονται και μετά διαπιστώνεις ότι μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ, ο επιθεωρητής (ο μοναδικός στέρεος χαρακτήρας σε ένα έργο που είναι γεμάτο σκιές), είναι σε μόνιμη ψυχική διαταραχή και του συμβαίνουν ή φαντάζεται να του συμβαίνουν διάφορες απίθανες καταστάσεις.

Δεν είναι ένα «εύκολο» μυθιστόρημα, το «Γη χωρίς τέλος», και ο αναγνώστης πρέπει να το διαβάσει με την προσοχή που απαιτεί, καθώς οι λεπτομέρειες (ακόμα και οι πιο μικρές) διαδραματίζουν ρόλο στην ιστορία, ενώ υπάρχει και το (εκπληκτικό) κεφάλαιο 6 του δεύτερου (και καλύτερου) μέρους του βιβλίου, όπου κάτω από τον υπότιτλο «Τι συνέβη στον Κάρλος, υποψίες, φήμες, συσχετίσεις», ο συγγραφέας, παραθέτει 29 πιθανές (αλλά και απίθανες) εκδοχές της ιστορίας, ολοκληρώνοντας η μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο το παζλ που έχει κατασκευάσει.

Είναι ένα βιβλίο που το εκτιμάς και κάποιες στιγμές το θαυμάζεις και μένεις με το στόμα ανοιχτό, αλλά δεν μπορείς να το αγαπήσεις και να το νιώσεις. Ίσως μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση να είναι απαραίτητες για αυτό το απαιτητικό πρωτόλειο, που είναι σαγηνευτικό αλλά και αφόρητο ταυτόχρονα, ωραίο αλλά και βασανιστικά κρυπτογραφημένο, βαρυφορτωμένο και ίσως μπερδεμένο αλλά που αποκαλύπτει έναν συγγραφέα τολμηρό και γεμάτο ιδέες, που κάποια στιγμή θα δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο έργο.

Βαθμολογία 79 / 100




 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home