Τρίτη, Φεβρουαρίου 11, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 11, 2020 | Permalink
"Το τραγούδι της σάλπιγγας και άλλα διηγήματα"
Υπάρχουν
άπειρες συλλογές διηγημάτων που μπορεί κάποιος να διαβάσει. Υπάρχουν συλλογές
διηγημάτων εξαιρετικών συγγραφέων και άλλες παντελώς αγνώστων ή
πρωτοεμφανιζόμενων. Δύσκολα όμως θα συναντήσεις υποδειγματικές συλλογές
διηγημάτων▪ μια τέτοια είναι η εκπληκτική «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΛΠΙΓΓΑΣ και άλλα
διηγήματα» («Ten selected stories from COLLECTED STORIES»),
του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα (και μάλλον άγνωστου στη χώρα μας), Wallace Stegner (1909 Iowa – 1993 New
Mexico) – (εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Γ. Παλαβός, σελ.238).
Στο
βιβλίο δημοσιεύονται 10 διηγήματα, από αντιπροσωπευτικές περιόδους του
συγγραφέα, που στην χώρα του έγινε περισσότερο γνωστός ως μυθιστοριογράφος. Η
ανθολόγηση που έγινε από τον μεταφραστή (και διηγηματογράφο) Γιάννη Παλαβό,
περιλαμβάνει (όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου) τέσσερα από τα
γνωστότερα διηγήματα που έχει γράψει, εμπνευσμένα από τα παιδικά χρόνια του
συγγραφέα στον Καναδά, ένα διήγημα που είναι ουσιαστικά ταξιδιωτικό χρονικό,
ένα από την ακαδημαϊκή του καριέρα, και τέσσερα διηγήματα από την Δύση και την
περιφέρεια του Βερμόντ. Τα διηγήματα είναι γραμμένα από το 1938 έως το 1948 και
είναι όλα μεταφράσεις από την πλήρη έκδοση διηγημάτων του Στέγκνερ («Collected stories»)
Στο
ομώνυμο διήγημα («Το τραγούδι της σάλπιγγας»), ένα παιδί που βαριέται σε μια
φάρμα, και προσπαθεί να περάσει τις ατέλειωτες καλοκαιρινές ημέρες των
διακοπών, στήνοντας ποντικοπαγίδες και μετρώντας την λεία του καθημερινά,
διαβάζει ποίηση του Τένισον μαζί με καταλόγους από πολυκαταστήματα ενώ ξεσκίζει
(κυριολεκτικά) όποτε πιάνει τους τυφλοπόντικες με σύμμαχό του μια νυφίτσα.
Στο
τόσο λυρικό και μελαγχολικό «Η γλύκα των παραμορφωμένων μήλων», ένας ζωγράφος
και η σύζυγός του, διασχίζουν ένα απομακρυσμένο δάσος στο Βερμόντ ψάχνοντας
τοπία για πίνακες, όπου συναντούν έξω από μια αγροικία, μια γυναίκα με την
νεαρή άρρωστη κόρη της, ενώ στο αριστουργηματικό (και πιο διάσημο από τα
διηγήματα του Στέγκνερ) «Διπλή γωνία», ένα ζευγάρι με τα δίδυμα παιδιά του, θα
υποδεχτεί στην φάρμα τους, την μητέρα του συζύγου που έχει άνοια, σε μια
συμβίωση που ξεκινάει με τις καλύτερες προθέσεις αλλά καθίσταται αφόρητη.
Στο
«Ταξίδι στην πόλη», μια προγραμματισμένη εκδρομή μιας οικογένειας, από την
απομονωμένη φάρμα στην πόλη, για να παρακολουθήσουν κάποιες εορταστικές
εκδηλώσεις, ματαιώνεται λόγω της βλάβης του αυτοκινήτου τους, απογοητεύοντας το
παιδί που ονειρευόταν καιρό αυτή την ημέρα, ενώ στο διαφορετικό από την
υπόλοιπη ατμόσφαιρα του βιβλίου, πολύ καλό «Ηφαίστειο», ένας Αμερικανός
πηγαίνει με έναν ντόπιο οδηγό σε ένα χωριό του Μεξικού όπου αναδύθηκε ένα
ηφαίστειο σε ένα χωράφι (και συνέχισε να αναδύεται για μήνες φτάνοντας τα 423
μέτρα - τρου στόρι) καλύπτοντας με στάχτες όλη την περιοχή.
«Είδε
την κοπέλα και τον φίλο της, τα μόνα νεαρά πλάσματα σ' έναν τόπο γήρατος και
θανάτου, ξαπλωμένους κάτω από τις γέρικες μηλιές. Με αμείλικτη διαύγεια είδε
κυρίως την κοπέλα - πολύ εύθραυστη για έρωτα, παιδί και πρόωρα γερασμένη,
λιπόσαρκη, με τα κόκαλα στο στήθος της ανάγλυφα - να γέρνει στην αγκαλιά του
αγρότη, με το αναιμικό της πρόσωπο ανασηκωμένο για να δεχτεί τα φιλιά του και
το κοκαλιάρικο κορμί της ήσυχο κάτω απ' τα βαριά και τραχιά χέρια του.
Ήταν
η ευκαιρία της ζωής της, η μόνη στιγμή που ίσως ο αέρας να μετέφερε τη γύρη από
τον στήμονα στον ύπερο, που η συγκυρία της γονιμότητας πιθανώς να ξεγελούσε τη στείρα
κληρονομιά. Αλλά κάτι δεν πήγε καλά. Η Μάργκαρετ πάσχιζε να καταλάβει τί. Θα
μπορούσε να ήταν οτιδήποτε, κάτι ασήμαντο. Ούτε η κοπέλα θα γνώριζε. Ίσως να
έφταιγε απλώς ότι από μόνη της δεν ήταν επαρκής, ότι η σάρκα, τα οστά και η
δίψα γι' αγάπη δεν έφταναν.» («Η γλύκα των παραμορφωμένων μήλων»)
Στο
(ίσως καλύτερο διήγημα της συλλογής) θαυμάσιο «Πουλάρι», ένα παιδί (λες και
πρόκειται πάντα για το ίδιο παιδί), ξεχνάει έξω από τον στάβλο μια ετοιμόγεννη
φοράδα, η οποία κατά τη διάρκεια της νύχτας γεννάει ένα όμορφο ξανθό πουλάρι,
τα σκυλιά από τις κοντινές φάρμες επιτίθενται στη μάνα, η οποία τρέχει, κι έτσι
το πουλάρι τραυματίζεται. Το παιδί έχει ενοχές και φροντίζει το πουλάρι,
παρακαλώντας να μη το σκοτώσουν καθώς δεν γίνεται να φροντίζουν ένα κουτσό άλογο.
Στο
διήγημα «Πριονιστές», περιγράφεται η πρώτη εμπειρία ενός νεαρού να δουλέψει
μαζί με πριονιστές ξυλείας και οι σκληρές συνθήκες που αντιμετωπίζουν, ενώ στο
διήγημα «Το Ξέφωτο με τις Βατομουριές», ένα νεαρό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του
Β παγκόσμιου πολέμου, έχουν πάει για πικνικ, εκείνος υπηρετεί στο στρατό κι
εκείνη κρατάει τη φάρμα. Ψάχνοντας για βατόμουρα ατενίζουν τις φάρμες που
αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και παρουσιάζουν εικόνες εγκατάλειψης ενώ
συζητάνε για το μέλλον τους.
Στο
«Λυκόφως», ένα γουρούνι που πάει για σφάξιμο και οι κραυγές του, θα προκαλέσει
πρωτόγνωρα συναισθήματα στο παιδί, που βλέπει τον πατέρα του να ετοιμάζεται για
την σφαγή, ενώ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που θα παρακολουθήσει και θα
μετατραπεί σε φρικιαστικό κυνηγητό, θα δοκιμαστούν οι αντοχές του, σαν ένα
είδος καλωσορίσματος στην αγροτική ζωή.
Η
συλλογή κλείνει με το εξαιρετικό «Θέα από τη Βεράντα», όπου σε μια φοιτητική
εστία με υπέροχη και μεγάλη βεράντα, όπου διαμένουν απόστρατοι του Β παγκόσμιου
πολέμου, που σπουδάζουν στο τοπικό πανεπιστήμιο, ενώ οι περισσότερες από τις
συζύγους δούλευαν σε αυτό, ετοιμάζεται ένα πάρτι για το τέλος της περιόδου.
Κατά τη διάρκεια του πάρτι, πάθη θα ξεσπάσουν με την ανάλογη βία, που έρχεται
σε αντίθεση με την ειδυλλιακή φύση που περιβάλλει την φοιτητική εστία.
«Κι
αν εδώ , σ' αυτό το δάσος της Ιντιάνα, πλάι στο ήσυχο ποτάμι όπου ζούσαν
προετοιμάζοντας ένα μέλλον γεμάτο ταπεινές προσδοκίες, κι αν εδώ, μακριά από τη
ζούγκλα και τη σαβάνα όπου περιμένει κανείς να συναντήσει λιοντάρια και ο
κίνδυνος φωλιάζει στο σκοτάδι, κι αν ακόμα κι εδώ ο φόβος παραμόνευε
αλαφροπατώντας και γρυλίζοντας τις νύχτες; Αυτή η εστία όπου ζούσαν συντροφικά
ήταν ζωσμένη από σκοτεινά νερά κι από ακόμα σκοτεινότερα δάση, όπου καραδοκούσε
ο κίνδυνος. Αυτός ο ψηλός εξώστης που μπορούσε να τον πλημμυρίσει με φως
πατώντας έναν διακόπτη κι αυτή η κοινότητα που την ένωναν τα νιάτα, η μελέτη,
τα κοινά βιώματα και οι κοινές ελπίδες, η κοινή πίστη στο μέλλον - όλα ήταν
εύθραυστα σαν καλάμια, ευάλωτα σαν αχυροκαλύβες, και δεν χρειαζόταν να
αναλογιστεί όσα έγιναν εκείνο το βράδυ ούτε να δει το μικροσκοπικό φως του
Ρίτσαρντς που ξεπρόβαλλε κι έπεφτε πάνω της από την όχθη, για να
συνειδητοποιήσει πως ότι είχε ζήσει επί έξι χρόνια δεν τέλειωσε και ίσως δεν θα
τέλειωνε ποτέ για κανέναν τους. Τίποτα δεν χρειαζόταν για να καταλάβει πως κατά
βάθος ήταν μόνοι, τρομαγμένοι κι εγκλωβισμένοι, καθένας με τ' αφτιά του
τεντωμένα για να συλλάβει κάποιο μουγκρητό στο δάσος, κάποιο ανεπαίσθητο
κυμάτισμα του νερού, τον ψίθυρο ενός βήματος στο σκοτάδι.» (Θέα από τη Βεράντα»)
Παιδιά
που η πραγματικότητα τα προσγειώνει στον σκληρό κόσμο, γυναίκες που
αναλαμβάνουν τα ηνία σε καταστάσεις μπερδεμένες (οι γυναίκες σε όλες τις ιστορίες
είναι δυνατότερες από τους άντρες), ζευγάρια που αντιμετωπίζουν οικονομικά
προβλήματα με τις φάρμες τους ή με την προσαρμογή στην πραγματικότητα. Τα διηγήματα
είναι βαθιά ανθρώπινα και ο λυρισμός είναι διαρκώς παρών, ακόμα και στις
βιαιότερες σκηνές.
Χαμηλόφωνο
και υπαινικτικό ύφος – με το understatement (θα μπορούσαμε να
το χαρακτηρίσουμε ως «ευφημισμό») να κυριαρχεί στον λόγο του Στέγκνερ. Σκληρές
σκηνές από την αγροτική καθημερινότητα, έρχονται σε αντίθεση με την ειδυλλιακή
ατμόσφαιρα της εξοχής, ενώ τα τοπία απεικονίζονται με καθαρότητα βλέμματος και
σαφήνεια. Είναι μοναδική η ικανότητα του συγγραφέα να εισέρχεται κατευθείαν
στην καρδιά της ιστορίας που περιγράφει, να μη βάζει «περιττά» στοιχεία και με
λιτότητα να χτυπάει κατευθείαν στον στόχο.
Η
οικονομία του λόγου, εξάλλου, είναι κάτι που παρατηρεί κανείς από την πρώτη
σελίδα. Ο συγγραφέας μπορεί να μη περιγράφει σκηνές εντυπωσιακές, να μην έχει
δραματουργικές κορυφώσεις στις ιστορίες του, αλλά ακόμα κι όταν δεν συμβαίνει
τίποτα ή ακόμα κι όταν έχουμε μπροστά μας κάτι που δείχνει κοινότοπο, είναι η
αφηγηματική ικανότητα του Στέγκνερ που το κάνει εντυπωσιακά σαγηνευτικό. Η
ανάγκη για τρυφερότητα και αγάπη, η αίσθηση του ανήκειν, η δύναμη της φύσης, η
παιδική ηλικία και η μοναξιά της, η ανάγκη για επιβίωση, η αντιφατικότητα των
ανθρώπων, όλα αυτά περνάνε με υπαινικτικό και υποδόριο τρόπο από τις υπέροχες
ιστορίες, συνιστώντας μια καθαρή λογοτεχνική απόλαυση.
Να
τονίσω την πολύ καλή δουλειά του μεταφραστή Γ. Παλαβού στον πρόλογο που εισάγει
τον αναγνώστη στο έργο του Στέγκνερ, αλλά και στην ανθολόγηση των ιστοριών που
προσφέρουν ένα πανόραμα του έργου του. Η ωραία και φροντισμένη έκδοση,
συνοδεύεται (εκτός από χρονολόγιο στο τέλος και) από την ομιλία που έδωσε ο
συγγραφέας στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια μιας πολυήμερης επίσκεψής του, τον
Οκτώβριο του 1963.
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου