Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2020 | Permalink
SNAP
Είχα διαβάσει για το «SNAP», το αστυνομικό θρίλερ της Αγγλίδας συγγραφέως Belinda Bauer (που γεννήθηκε το 1962 στην Αγγλία, αλλά ζει στην Ουαλία τα τελευταία χρόνια), όταν το βιβλίο εμφανίστηκε στην μακρά λίστα των υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο Man Booker, το 2018. Σιγά το πράγμα θα πει κανείς, δεκάδες βιβλία παρουσιάζονται στην μακρά λίστα. Πόσα από αυτά όμως ανήκουν στην κατηγορία της Αστυνομικής λογοτεχνίας; Σχεδόν κανένα, και πριν από λίγα χρόνια θα αποτελούσε ανέκδοτο και μόνο μια πρόταση υποψηφιότητας.

Διαβάζοντας λοιπόν τα αμφίσημα σχόλια και κείμενα, στον ξένο τύπο, για την αξία αυτού του page-turner, είχα μεγάλη περιέργεια, και προσπαθούσα κατά την ανάγνωσή του - αρκετούς μήνες αφότου εκδόθηκε στη γλώσσα μας -, να βγάλω από το μυαλό μου, κατά πόσο άξιζε ή όχι, την υποψηφιότητά του. Κάτι βέβαια που αποτελεί από μόνο του, τιμητικό τίτλο (που θα το συνοδεύει για πάντα), αλλά που από την άλλη δεν σημαίνει και τίποτα ιδιαίτερο, αφού όπως σε όλα τα βραβεία, ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος είναι τίποτα. Διατρέχοντας λοιπόν, τις σελίδες του «SNAP» (εκδ. Bell, μετάφρ. Ν. Ιβραηνίας, σελ. 412), γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι μπροστά σε ένα άψογο page-turner, που σε καθηλώνει με τον αφηγηματικό του ρυθμό, την τρομερά ενδιαφέρουσα, αλλά στις λεπτομέρειες άνιση ιστορία του▪ ένα βιβλίο που έχει κυρίως ψυχολογικό ενδιαφέρον και κοινωνικές προεκτάσεις.

Η ιστορία που αφηγείται η Μπάουερ ξεκινάει μια καλοκαιρινή και ζεστή ημέρα του Αυγούστου, του 1998. Ο 11χρονος Τζακ, μένει στο αυτοκίνητο μαζί με τις δύο μικρότερες αδερφούλες του, την 9άχρονη Τζόι και την Μέρι που είναι ένα μωρό 2 ετών, όταν η προχωρημένης εγκυμοσύνης μητέρα τους, το αφήνει πάνω στον αυτοκινητόδρομο για να καλέσει βοήθεια από το πλησιέστερο τηλέφωνο, καθώς το αυτοκίνητο παρουσίασε κάποιο μηχανικό πρόβλημα. Του ειπε, να προσέχει τις αδερφούλες του, εκείνη δεν θα επιστρέψει ποτέ. Μετά από αρκετή ώρα, τα παιδιά ξεκινάνε μέσα στην ζέστη να την βρούνε. Μάταια όμως, ενώ κινδυνεύουν περπατώντας στο πλάι του αυτοκινητόδρομου ταχείας κυκλοφορίας και κανένας οδηγός δεν σταματάει να δει γιατί τρία μικρά παιδιά περπατάνε κινδυνεύοντας - κανείς δεν θέλει ν' ανακατευτεί. Θα τα μαζέψει μετά από αρκετή ώρα η αστυνομία.

Τρία χρόνια αργότερα. Τα τρία παιδιά ζούνε μόνα τους σε μια μικροαστική μονοκατοικία, στο Τόντον, μια απρόσωπη πόλη στην Αγγλική επαρχία. Η έγκυος μητέρα τους τελικά βρέθηκε νεκρή, φρικτά μαχαιρωμένη σε ένα πάρκινγκ του αυτοκινητόδρομου. Ο πατέρας τους, μετά από λίγο καιρό εγκαταλείπει τα παιδιά στην τύχη τους και ο Τζακ, όπως εκείνη τη μοιραία μέρα, αναλαμβάνει την ευθύνη των αδερφών του. Το σπίτι είναι γεμάτο εφημερίδες, που μαζεύει εμμονικά η 12άχρονη πλέον Τζόι, σχολείο δεν πάνε, και το φαγητό όπως και τα υπόλοιπα έξοδα, τα έχει αναλάβει ο Τζακ, ο 14χρονος που μοιάζει με 10άχρονο με το κορμί λάστιχο, που του επιτρέπει να μπουκάρει σε σπίτια χωρίς να τον παίρνει είδηση κανείς, κλέβοντας ότι βρει.

«Ο Τζακ δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια περίοδο που να μην ήταν οργισμένος.
Η οργή ήταν πάντα εκεί, σαν φαγούρα. Κάποιες φορές ήταν ήπια και δεν της έδινε σημασία, άλλοτε όμως ήταν τόσο έντονη και βασανιστική, που το λεπτό κορμί του δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει, με αποτέλεσμα να σκάει η οργή σαν σπυρί και να ξερνά βία και πικρό μίσος, κάνοντάς τον να νιώθει ένα κενό μέσα του.
Για λίγο.
Ο Τζακ κατάφερνε πάντοτε να ξαναγεμίσει το κενό. Εύκολα, μέχρι τα μπούνια.
Ευχόταν να μπορούσε να σταματήσει αυτή η οργή. Να μπορούσε να σταματήσει ο ίδιος. Κάθε φορά που ξυπνούσε, εξακολουθώντας να νιώθει κουρασμένος, στο καθαρό και άνετο κρεβάτι ενός ξένου, ευχόταν να γίνει ένα παιδιάστικο θαύμα που θα γύριζε πίσω το χρόνο στην περίοδο πριν από το κράσπεδο του αυτοκινητόδρομου.
Ήταν φορές που ένιωθε σαν να μην είχε φύγει ποτέ από εκείνον τον δρόμο. Ή από εκείνη τη μέρα. Λες και είχε καθηλωθεί εκεί πέρα από τότε που εξαφανίστηκε η μητέρα του. Λες και όσα είχαν μεσολαβήσει από τότε δεν ήταν παρά ένα όνειρο, ένας αντικατοπτρισμός, μια ψεύτικη ζωή από την οποία δεν μπορούσε να βρει τρόπο να ξεφύγει.»

Η Κάθριν είναι έγκυος στο πρώτο της παιδί. Ο σύζυγός της, ο Άνταμ, είναι εμπορικός αντιπρόσωπος και λείπει συχνά, για ώρες ή και για μέρες από το σπίτι τους. Μένουν σε μια τυπική καινούργια μονοκατοικία, που είναι ίδια με όλες τις άλλες που χτίζονται σωρηδόν στην πόλη τα τελευταία χρόνια. Ο Τζακ θα μπουκάρει ως συνήθως από το μικρό παράθυρο του μπάνιου και θα βρει ένα μαχαίρι, που του θυμίζει κάτι αλλά δεν είναι σίγουρος. Θα αφήσει ένα σημείωμα στην Κάθριν - "θα μπορούσα να σε έχω σκοτώσει" - και θα ακολουθήσουν ανώνυμα τηλεφωνήματα, ουσιαστικά την ωθεί να καλέσει την αστυνομία. Εκείνη όμως δεν κάνει τίποτα, ούτε το λέει στον Άνταμ, ακόμα κι όταν εκείνος βρίσκει τα λάστιχα του αυτοκινήτου του κατεστραμμένα.

Ο ντετέκτιβ αρχιεπιθεωρητής Μάρβελ, μετατίθεται δυσμενώς στο Τόντον, μετά από μια καριέρα γεμάτη ενδιαφέρουσες υποθέσεις στο Λονδίνο. Ονειρεύεται φόνους και τρομερές επιτυχίες που θα τον επαναφέρουν στα Κεντρικά, αλλά διαπιστώνει γρήγορα ότι η τοπική αστυνομία βρίσκεται στο κυνήγι ενός νεαρού διαρρήκτη με το περίεργο όνομα "Χρυσόμαλλος", ο οποίος τους έχει ρεζιλέψει, έχοντας γίνει εφιάλτης τους. Σύντομα όμως η επιθυμία του Μάρβελ θα γίνει πραγματικότητα, καθώς θα κληθεί να διαλευκάνει ένα ατιμώρητο έγκλημα που έγινε τρία χρόνια πριν και σόκαρε την Αγγλία. Την δολοφονία μιας εγκύου μητέρας τριών παιδιών σε έναν αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας.

«Μια ξαφνική σουβλιά τον έκανε να μορφάσει και να σφίξει το στήθος του - ακριβώς στο κέντρο, ανάμεσα πλευρά του.
Έτσι πρέπει να ένιωσε η μαμά.
Ξαφνικά ο Τζακ το κατάλαβε αυτό. Πέρα από κάθε αμφιβολία.
Εκείνη έκανε κουμάντο το ηλιόλουστο αυγουστιάτικο εκείνο απόγευμα πριν από μια ολόκληρη ζωή. Είχε ρισκάρει κι εκείνη το μέλλον της οικογένειάς της, χωρίς να φαντάζεται ότι θα έχανε. Χωρίς να φαντάζεται ότι ένας άγνωστος οδηγός θα σταματούσε να τη βοηθήσει και αντί γι' αυτό θα την έπαιρνε μακριά και θα κάρφωνε ένα μαχαίρι - ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ! - στην ίδια και στο αγέννητο παιδί της.
Γιατί ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να συμβεί τέτοιο πράγμα;
Κανείς.
Η μητέρα του είχε κάνει ένα λάθος. Ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει γι' αυτό;
Κανείς. Κανείς!
Ούτε καν ο ίδιος.
Και ο Τζακ κατάλαβε επίσης ότι όταν η μητέρα του είχε συνειδητοποιήσει τελικά αυτό που της συνέβαινε - αυτό που συνέβαινε σε όλους τους - είχε νιώσει τον ίδιο τρόμο. Τον ίδιο φόβο. Την ίδια φοβερή ενοχή. Την ίδια ανυπόφορη θλίψη.
«Μαμά! »
Η λέξη αποσπάστηκε από τα σωθικά του Τζακ Μπράιτ, από ένα μέρος τόσο βαθύ και σκοτεινό, που του έγδαρε το λαιμό και αντήχησε τραχιά μέσα στο μικρό δωμάτιο όπου ακουγόταν το βουητό του φωτοτυπικού μηχανήματος.
Κατόπιν ο Τζακ ακούμπησε το κεφάλι στα μπράτσα του και έκλαψε.»

Η Μπάουερ που εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά της, από τον φόνο της εγκύου Marie Wilks σε έναν αυτοκινητόδρομο, το 1988 (ένα έγκλημα που παραμένει ατιμώρητο καθώς ο δολοφόνος δεν έχει συλληφθεί), δεν επικεντρώνει την ιστορία της στην προσωπικότητα του δολοφόνου ή στο «ποιος το έκανε» στοιχείο, αλλά στους χαρακτήρες, κυρίως στα παιδιά, τα εξ αντανακλάσεως θύματα αυτού του φονικού. Ο Τζακ που νιώθει την ευθύνη να προστατέψει τις μικρότερες αδερφές του, που γίνεται ένας παραβατικός έφηβος, που βλέπει όνειρα με την μητέρα του, που αναπαριστά συνέχεια στο μυαλό του την ημέρα που την χάσανε και που δεν θα σταματήσει να ψάχνει τον δολοφόνο της, είναι ένας εκπληκτικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας που κινεί και δονεί το βιβλίο. Με έναν πατέρα απόντα κυριολεκτικά και μεταφορικά, βρίσκονται δίπλα του, οι δύο αδερφές του, η Τζόι που τρία χρόνια στοιβάζει τις εφημερίδες σπίτι τους, σχηματίζοντας έναν πραγματικό λαβύρινθο και η μικρή Μέρι που τρία χρόνια δεν έχει βγει από την αυλή τους και που της αρέσουν οι ιστορίες με βρυκόλακες – παιδιά που η κοινωνία της μικρής πόλης, δεν αναρωτήθηκε ποτέ πως ζουν, πως μεγαλώνουν, αφού κανείς δεν θέλει ν’ ανακατευτεί (ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά-πυκνά στην αφήγηση).

Το πρόβλημα με το «SNAP», είναι η βασική ιστορία που δεν απογειώνεται, δεν έχει εντάσεις, δείχνοντας ανισότητα, ενώ είναι γεμάτη από συμπτώσεις που εξυπηρετούν βέβαια την πλοκή αλλά αδυνατίζουν την αληθοφάνεια της. Είναι όμως τόσο ωραία η ψυχολογική διάσταση της ιστορίας και εξαιρετικός ο αφηγηματικός ρυθμός που από ένα σημείο και μετά δεν σε ενδιαφέρει αν θα βρεθούν τα απαραίτητα στοιχεία για να κατηγορηθεί ο βασικός ύποπτος ή αν θα ομολογήσει εκείνος, αλλά για το τι θα γίνει με αυτή την κατεστραμμένη οικογένεια και τον θαυμάσιο Τζακ. Η Μπάουερ που δήλωσε ότι εμπνεύστηκε από το «ΣΑΛΕΜΣ ΛΟΤ» του Στ. Κινγκ (όπου κι εκεί ήρωας είναι ένα 12χρονο παιδί), δείχνει αξιοσημείωτη ικανότητα στην αποτύπωση των αγωνιών και του άγχους της παιδικής ηλικίας, στα συναισθήματα και στις μεταπτώσεις, των ψυχολογικά τραυματισμένων μικρών ηρώων της.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και επιβίωσης, το «SNAP», είναι ένα συγκινητικό και συναισθηματικό page-turner θρίλερ, που με τον κινηματογραφικό του ρυθμό σε παρασέρνει και δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Δεν είναι «μεγάλη» λογοτεχνία, αλλά είναι ωραία λαϊκή λογοτεχνία που μπορεί ελκύσει όλα τα είδη αναγνωστών, και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο και σίγουρα έχει μεγάλη αξία – αν βέβαια αυτό, αξίζει για να εισέλθεις δίκαια ή όχι, στον προθάλαμο των Man Booker, είναι άλλη κουβέντα.

Βαθμολογία: 78 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home