Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2020 | Permalink
Στην έρημη χώρα ("Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα")
Ιστορίες
για τον Α παγκόσμιο πόλεμο (όπως και για κάθε πόλεμο), έχουν γραφτεί πολλές,
και μέσα στην αναγνωστική του πορεία, κάθε βιβλιόφιλος θα
"συναντήσει" αρκετές. Κάποιες θα του αρέσουν, άλλες θα του είναι
αδιάφορες, με κάποιες θα συγκινηθεί, με λίγες όμως θα συγκλονισθεί, θα χάσει
τον ύπνο του, και θα τις σκέφτεται για πολύ καιρό. Μια τέτοια περίπτωση
αποτελεί, η εκπληκτική νουβέλα «ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΑ» («Frere d' ame»), του Γάλλου συγγραφέα με την Σενεγαλέζικη καταγωγή David Diop (Παρίσι, 1966) -
(εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αλεξ. Κωσταράκου, σελ. 155).
Ο
Ντιόπ μας μεταφέρει με μοναδικό τρόπο και με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, στα
χαρακώματα του Α παγκοσμίου πολέμου, μέσα από μια διαφορετική πλευρά. Έχει ως
ήρωα του βιβλίου του, έναν Σενεγαλέζο στρατιώτη, ο οποίος μετά τον χαμό του
αδερφικού του φίλου παραφρονεί, και μετατρέπεται σε μια φονική μηχανή,
σπέρνοντας τον τρόμο και την φρίκη όχι μόνο στους αντιπάλους αλλά και στους
δικούς του.
«Η
άσπρη κοιλιά του είναι γυμνή, ανεβοκατεβαίνει σπασμωδικά.Ο εχθρός από απέναντι
ξαφνικά λαχανιάζει και ουρλιάζει βουβά, επειδή έχω σφίξει πολύ το φίμωτρο που
του κλείνει το στόμα. Ουρλιάζει βουβά, όταν του παίρνω όλα τα σωθικά από την
κοιλιά για να τα βγάλω έξω στη βροχή, στον άνεμο, στο χιόνι, ή στο φως του
φεγγαριού. Αν εκείνη τη στιγμή τα γαλάζια μάτια του δεν σβήσουν για πάντα, τότε
ξαπλώνω πλάι του, γυρίζω το κεφάλι του προς το δικό μου και τον κοιτάζω για
λίγο να πεθαίνει, μετά τον σφάζω, όπως πρέπει, με ανθρωπιά. Τη νύχτα, όλα τα
αίματα είναι μαύρα. »
Ο
Αλφά και ο Μαντέμπα είναι δύο νεαροί εικοσάχρονοι Σενεγαλέζοι, που φεύγουν από
την πατρίδα τους για να καταταχτούν στον Γαλλικό στρατό, όταν ξεσπάει ο Α
παγκόσμιος πόλεμος. Ο Μαντέμπα το βλέπει σαν ευκαιρία να γίνουν Γάλλοι πολίτες
και ο Αλφά σαν πιστός του φίλος, τον ακολουθεί. Θα παρατήσουν την ήρεμη ζωή του
χωριού τους, με τον παραδοσιακό Αφρικανικό τρόπο ζωής για να πάνε να πολεμήσουν
σε έναν πόλεμο που δεν καταλαβαίνουν γιατί γίνεται, δεν ξέρουν τι τους
περιμένει, καθώς εντάσσονται στους τυφεκιοφόρους.
Σε
μια επίθεση, βγαίνοντας από τα χαρακώματα, ο Μαντέμπα πληγώνεται βαριά. Παρακαλάει
τον κολλητό του, τον Αλφά να τον αποτελειώσει, να τον λυπηθεί και να τον
γλυτώσει από το μαρτύριο των αφόρητων πόνων. Εκείνος δεν το κάνει και
παρακολουθεί τον αδερφικό του φίλο, να σβήνει αργά και μαρτυρικά. Μετά τον
θάνατο του Μαντέμπα, ο Αλφά γεμάτος ενοχές, όχι μόνο για τον θάνατο του φίλου
του αλλά κι επειδή δεν βρήκε το θάρρος να τον απαλλάξει από το μαρτύριο του
αργού θανάτου, γίνεται ένας άλλος άνθρωπος, που ζει μόνο για τις στιγμή που ο
λοχαγός Αρμάν θα σφυρίξει μέσα από τα χαρακώματα την διαταγή της επίθεσης. Θα
μετατραπεί σε μια αδίστακτη φονική μηχανή, παραμονεύοντας μετά το τέλος των
επιθέσεων, μην επιστρέφοντας μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες, αλλά
περιμένοντας μέσα στο σκοτάδι, να σκοτώσει κάποιον ανύποπτο αντίπαλο, που είτε
θα φυλάει σκοπιά, είτε θα έχει βγει από το χαράκωμά του, να κάνει ένα τσιγάρο ή
να ουρήσει. Τα κομμένα χέρια των αντιπάλων – των «παιδιών με τα γαλάζια μάτια»
-, που σφάζονται τελετουργικά με το μεγάλο του μαχαίρι και σβήνουν στην αγκαλιά
του σιωπηλά, θα είναι το λάφυρό του. Γυρίζει στα χαρακώματα, υπερήφανος και
αγέλαστος, σκορπίζοντας τρόμο και στους συναδέλφους του, που σιγά-σιγά τον
απομονώνουν.
«Ναι,
το κατάλαβα, μα τον αληθινό Θεό, ότι στο πεδίο της μάχης, χρειάζονται μόνο την
πρόσκαιρη τρέλα. Τρελούς από λύσσα, τρελούς από πόνο, τρελούς από οργή, αλλά
προσωρινά. Όχι συνέχεια τρελούς. Όταν τελειώνει η επίθεση, πρέπει να
παραμερίζεις τη λύσσα σου, τον πόνο σου και την οργή σου. Ο πόνος επιτρέπεται,
μπορεί κανείς να τον έχει μαζί του, με τον όρο να τον κρατάει για τον εαυτό
του. Αλλά η λύσσα και η οργή δεν πρέπει να έρχονται πίσω στο χαράκωμα. Πριν
επιστρέψεις, πρέπει να βγάλεις από πάνω σου τη λύσσα και την οργή σου, πρέπει
να απογυμνωθείς απ' αυτές, αλλιώς δεν παίζεις το παιχνίδι του πολέμου. Η τρέλα,
μετά το σφύριγμα του λοχαγού που σημαίνει την οπισθοχώρηση, είναι ταμπού.»
Ο
Αλφά αποξηραίνει τα χέρια που μαζεύει και τα κρύβει. Γνωρίζει ότι όλα αυτά δεν
είναι αποδεκτά, από την Ηγεσία του στρατεύματος. Θα τον στείλουν για
«ξεκούραση» σε μια κλινική στα μετόπισθεν. Ένας γιατρός θα ασχοληθεί με την
περίπτωσή του, αλλά ο Αλφά γνωρίζει ότι ούτε στο μέτωπο θα ξαναγυρίσει, ούτε
μάλλον την πατρίδα του θα ξαναδεί. Βρίσκει καταφύγιο στις αναμνήσεις από την
ζωή στο χωριό του, από τις ωραίες στιγμές - από τον έρωτά του για την Φαρί με
την οποία ζήσανε μια αλησμόνητη νύχτα έρωτα προτού φύγει για την Γαλλία και τον
πόλεμο, από τον Μαντέμπα και τις ωραίες μέρες που περνούσανε μαζί, αλλά και από
τις άσχημες μέρες – με την φυγή της μητέρας του, και την δύσκολη ζωή με τον
πατέρα του. Θα παλέψει με τις ενοχές του και τα όνειρά του, με τους εφιάλτες
και τις αναμνήσεις του, έχοντας χάσει πλέον τον εαυτό του, βλέποντας ότι στα
μάτια των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας «δαίμονας
του σκότους».
Το
στιβαρό και περιεκτικό μυθιστόρημα του Ντιόπ, αναφέρεται σε ένα όχι τόσο γνωστό
κεφάλαιο του Α παγκοσμίου πολέμου, την στρατολόγηση των Αφρικανών από τις
Αποικίες στους στρατούς των εμπλεκόμενων πλευρών. Όπως αναφέρει στο εξαιρετικό
της επίμετρο, η ιστορικός Έφη Γαζή, οι μεγάλες δυνάμεις ήδη από τα μέσα του
19ου αιώνα, στρατολογούσαν ανθρώπους από τις Αποικίες στις τάξεις τους. Στην
αρχή υποστηρικτικά, αργότερα όμως από το τέλος του αιώνα ως κανονική «τροφή για
τα κανόνια», τοποθετώντας τους στην πρώτη γραμμή των μαχών, αφού θεωρούντο από
την κοινή συνείδηση, ως «πολεμοχαρείς», «ιδιαίτερα άγριοι» αν και
«απειθάρχητοι». Το σοκ της εμφάνισης τους, στους κατοίκους των Αθηνών, κατά τη
διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, το 1917 μετά την επέμβαση των Γάλλων, έχει
μείνει θρυλικό. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, όπου η παρουσία των Αφρικανών
προκαλούσε τρόμο και διχασμό στην κοινή γνώμη, αλλά από την άλλη, μέσα στους
κύκλους των στρατιωτικών, θεωρούντο χρήσιμοι, εμφανίστηκαν περιστατικά όπως αυτό
του Αλφά Ντάγε, που θεωρείτο καλός για να σκοτώνει, αλλά παίζοντας με τους
«δικούς μας όρους»
«Είμαι
ο ίσκιος που καταβροχθίζει τα βράχια, τα βουνά, τα δάση και τα ποτάμια, τη
σάρκα των ζώων και τη σάρκα των ανθρώπων. Γδέρνω, αδειάζω τα κρανία και τα σώματα.
Κόβω τα μπράτσα, τα πόδια και τις παλάμες. Τσακίζω τα κόκαλα και ρουφάω το
μεδούλι τους. Είμαι όμως και το κόκκινο φεγγάρι που ανατέλλει πάνω από το
ποτάμι, είμαι το βραδινό αεράκι που κάνει τα τρυφερά φύλλα της ακακίας να
σαλεύουν. Είμαι η σφήκα και το λουλούδι. Είμαι και το ψάρι που σπαρταράει και η
ακίνητη πιρόγα, και το δίχτυ και ο ψαράς. Είμαι ο φυλακισμένος και ο
δεσμοφύλακας. Είμαι το δέντρο και ο σπόρος που το γέννησε. Είμαι ο πατέρας και
ο γιός. Είμαι ο δολοφόνος και ο δικαστής. Είμαι η σπορά και η σοδειά. Είμαι η
μητέρα και η κόρη. Είμαι η νύχτα και η μέρα. Είμαι η φωτιά και το ξύλο που το
κατακαίει. Είμαι ο αθώος και ο ένοχος. Είμαι η αρχή και το τέλος. Είμαι ο
δημιουργός και ο καταστροφέας. Είμαι δισυπόστατος. »
Πλημμυρισμένο
με άγρια ομορφιά και λυρισμό, σφαίρες, μαχαίρια και πτώματα, σφαγιασμένους και
κομμένα χέρια, αλλά και μαύρη μαγεία και τις περιγραφές της Αφρικανικής φύσης,
το σαγηνευτικό μυθιστόρημα του Νταβίντ Ντιόπ είναι μια καταβύθιση στην «καρδιά
του σκοταδιού», ενός ανθρώπου που ολισθαίνει προς την παράνοια. Έχει χάσει το
μυαλό του και την ταυτότητά του, τα χέρια του είναι βουτηγμένα στο αίμα, χωρίς
πατρίδα και χωρίς μέλλον.
Τα
διλήμματα και οι προβληματισμοί που τίθενται από τον συγγραφέα, είναι όχι μόνο
πολλοί αλλά και συνεχείς, σε ακολουθούν δε για καιρό μετά την ανάγνωση του
βιβλίου. Ο αναγνώστης βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με την σχετικότητα των
καταστάσεων και εννοιών όπως, «το καλό
και το κακό», η «ανθρωπιά», η «τιμή»,
αλλά και μπροστά σε θέματα όπως είναι, η ανάγκη για επιβίωση, ο ρατσισμός, οι
προκαταλήψεις και τα στερεότυπα.
Παραληρηματική
γραφή, έντονη ποιητικότητα, δυναμισμός και ζωντάνια, αφηγηματικός ρυθμός που
δείχνει εξαιρετικές λογοτεχνικές ικανότητες, και εικόνες που μένουν χαραγμένες
για καιρό, χαρακτηρίζουν το πολυβραβευμένο βιβλίο του David Diop. Το «ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΛΑ
ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΑ» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, που η ιστορία του
δεν αφορά μόνο τον (κάθε) πόλεμο, αλλά και την πορεία της ανθρωπότητας μέσα
στην ιστορία.
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου