Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2020 | Permalink
"Tramps like us baby, we were born to run" ("Ροκσταρ" και "Άλμπουμ Διασκευών")

«The highways jammed with broken heroes
On a last chance power drive
Everybody's out on the run tonight
But there's no place left to hide
Together, Wendy, we can live with the sadness
I'll love you with all the madness in my soul
Oh, someday girl, I don't know when
We're gonna get to that place
Where we really want to go, and we’ll walk in the sun
But till then, tramps like us
Baby, we were born to run» (Bruce Springsteen «Born to Run»)

Τα δύο βιβλία για τα οποία γράφω σήμερα, τα διαπερνάει απ' άκρη σ' άκρη η ροκ μουσική και η μυθολογία της. Προσοχή, δεν είναι βιβλία για την ροκ, είναι λογοτεχνικά έργα (με αξιοσημείωτες αφηγηματικές αρετές) που αποτίουν φόρο τιμής (και αρκετά παραπάνω), στο μουσικό αυτό είδος. Είναι όμως και δύο πολύ διαφορετικά, παρότι συγγενή μεταξύ τους βιβλία, ενώ οι συγγραφείς τους παρότι γεννήθηκαν στην Βόρεια Ελλάδα, μετακόμισαν στην εφηβεία τους στην Θεσσαλονίκη, όπου εκεί δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά - ο Τσιτσόπουλος έχει πλέον μετακομίσει στην Αθήνα, και ίσως μείνει πλέον στην πρωτεύουσα, αλλά βαθιά μέσα παραμένει Σαλονικιός.

Το «ΡΟΚ ΣΤΑΡ» (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.348), ένα υβριδικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «autofiction», αν επιθυμούμε να το κατηγοριοποιήσουμε κάπου, αποτελεί την πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του δημοσιογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού Στέφανου Τσιτσόπουλου (Αλεξανδρούπολη, 1964), ενώ η συλλογή διηγημάτων, του πολυπράγμονος (με πάντα την μουσική να κυριαρχεί στην ζωή του), Μπάμπη Αργυρίου (Σέρρες, 1960) με τίτλο «ΑΛΜΠΟΥΜ ΔΙΑΣΚΕΥΩΝ»  («Εκδ. Mic Books, 336), αποτελείται από ιστορίες που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας από μουσικούς και συγκροτήματα της ροκ.
Έχουμε δηλαδή μπροστά μας, δύο ιδιαίτερα αξιόλογα και ποιοτικά λογοτεχνικά βιβλία από δύο ανήσυχα πνεύματα που γεννήθηκαν την δεκαετία του '60, η ροκ μουσική, άλλαξε τη ζωή τους, και παρακολούθησαν - έχοντας τα ίδια ακούσματα -, στην αρχή ως φανατικοί ακροατές, στη συνέχεια ως άμεσα εμπλεκόμενοι με ραδιοφωνικές εκπομπές, περιοδικά και άλλα μέσα, την πορεία της μουσικής από την δεκαετία του 70 και μετά.


Το «ΡΟΚ ΣΤΑΡ», όπως ίσως θα περίμενε κάποιος από τον τίτλο του, δεν αφηγείται τη ζωή ενός τραγουδιστή της ροκ μουσικής, αλλά είναι μια εξομολόγηση, και ταυτόχρονα μια κατάθεση ψυχής, ενός ανθρώπου που ζει και αναπνέει για τη μουσική, προς έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, του σπουδαίου Αμερικανού J.D.Salinger και κυρίως του περίφημου μυθιστορήματός του «Catcher in the Rye» ή όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Τζένη Μαστοράκη, «Ο Φύλακας στη σίκαλη» στην δεκαετία του 70 και εκδόθηκε ξανά, με νέα επιμέλεια αλλά και καινούργιο τίτλο ως «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» που προσωπικά τον βρίσκω αποτυχημένο, παρότι σωστότερο εκφραστικά (γι'αυτό εδώ θα χρησιμοποιώ τον πρώτο τίτλο).

Ο Τσιτσόπουλος φρονίμως ποιών, δεν κάθησε να γράψει μια βιογραφία του Σάλιντζερ - παρότι στο βιβλίο του περνάνε αρκετά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, με ήρωα έναν άνθρωπο που μεγαλώνει στην Ξάνθη της δεκαετίας του '70, με τις αφίσες των συγκροτημάτων της εποχής και της Ντέμπι Χάρι στο δωμάτιο του (η σκηνή της συνάντησής τους, είναι από τα κορυφαία κεφάλαια του βιβλίου), και που αίφνης μεταβάλλεται «εντός του ο ρυθμός του κόσμου» με την ανάγνωση του «Φύλακα στη σίκαλη» και της «γνωριμίας» του, με τον απίθανο Χόλντεν Κώλφιλντ, τον μοναδικό ήρωα του μυθιστορήματος του Σάλιντζερ.

«Τα τραγούδια μου είναι οι αναμνήσεις μου, οι αναμνήσεις μου είναι το αίμα μου, τις ακούω να κυλάνε, οι δίσκοι και το μικρόφωνο είναι το μουσείο της Φυσικής μου Ιστορίας. Αυτό είναι το ροκενρόλ μου.»


Η διαδρομή από τα σχολικά χρόνια στην Θράκη, στα φοιτητικά στην Θεσσαλονίκη, η ενασχόληση με την δημοσιογραφία και το ραδιόφωνο, η μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης, όπως και ο ρυθμός της πόλης, ο Μύλος (ένα απόλυτα επιτυχημένο πολιτιστικό πρότζεκτ την δεκαετία του '90 στην Θεσσαλονίκη που γνώρισε μιμητές σε όλη την Ελλάδα), και το ραδιόφωνό του, οι γνωριμίες με συγκροτήματα και τραγουδιστές που θαύμαζε, το περιοδικό Soul, η κάθοδος στην Αθήνα τον τελευταίο χρόνο και η εκπομπή που κάνει στον σταθμό της Athens Voice, όλα αυτά περιγράφονται με νευρώδη και ζωντανό τρόπο μέσα από την ορμητική αφήγηση του συγγραφέα.

Τίτλοι τραγουδιών, στίχοι από αρκετά από αυτά, ονόματα μουσικών και συγκροτημάτων και ιστορίες γύρω από αυτούς κατακλύζουν το βιβλίο, σε ένα ακατάσχετο name dropping, που όρεξη να έχεις, να ακούς ταυτόχρονα με την ανάγνωση του. Εδώ βρίσκεται και μια από τις μεγαλύτερες αρετές του, αλλά ταυτόχρονα και ένα από τα μειονεκτήματα ενός βιβλίου, που αντικειμενικά, δεν είναι για τον καθένα. Όποιος αγνοεί την πορεία του ροκενρόλ από την δεκαετία του 50 έως τις μέρες μας, όποιος δεν έχει ακούσει αρκετά (όχι ένα δυο τραγούδια απλά για να ξέρουμε τι γίνεται) αυτό το είδος μουσικής, δεν έχει ασχοληθεί να ψάξει τι ακριβώς γίνεται με τη σκηνή της Νέας Υόρκης, της Δυτικής Ακτής, την επανάσταση του πανκ, το Μέμφις, καλύτερα να μη πιάσει αυτό το βιβλίο, στη μέση θα χαθεί, μάλλον θα το αφήσει από τα χέρια του.

«Δεν τελειώνει η έρευνα. Ανελέητη η ακτινογράφηση και για τους αναλυτές συμπεριφοράς του Κώλφηλντ, αφού δεν σταμάτησε ποτέ αυτό το βιβλίο, λένε οι εγγράμματοι ψάχτες-πιάστες, να απασχολεί τους ειδικούς για την εφηβεία. Πρόσκαιρη ή παρατεταμένη. Το δεύτερο, αν συμβεί, λένε οι ειδικάρες, είναι παθογένεια. Ως και χάπια βαριά σηκώνει. Όχι, παίζουμε. Κι ας πέρασε τόσος χρόνος από το 1951 ή βγήκαν κι άλλα βιβλία, πάλι με έφηβους παρακρουσιακούς, αλλά και γεμάτα με μουσική, ειδύλλια, αδιέξοδα, αποβολές, αποσυνάγωγους, κορίτσια και εξαφανίσεις. Σαν αυτό, κανένα. Λένε. Ούτε το Trainspotting του Ίρβιν Γουέλς, ούτε το Λιγότερο από μηδέν του Μπρετ Ίστον Έλις. Που ειδικά του Μπρετ Ίστον του ανάγωγου ασεβή, και πως του φέρθηκε του μπάρμπα μου του Τζέι Ντι, θα του τα χώσω μετά.»


Δεν είναι όμως, μόνο η λογοτεχνία (δεν είναι μόνο ο Σάλιντζερ αλλά και αρκετοί συγγραφείς ως άλλοι ρόκερς και βιβλία που αναφέρονται), και η μουσική που κυριαρχούν στο βιβλίο αυτό. Μέσα από τις σελίδες του, περνάει το πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η κουλτούρα των νεοελλήνων και πως διαμορφώθηκε και διαφοροποιήθηκε αυτά τα χρόνια. Ο Τσιτσόπουλος επιδεικνύει μεγάλη ικανότητα, στη δομή και στον ρυθμό του ιδιόμορφου (κάτι σαν) «μυθιστορήματός» του, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτες λογοτεχνικές αρετές που εκπλήσσουν. Εγκιβωτίζοντας ηλεκτρονικές επιστολές από την αλληλογραφία του με την Σώτη Τριανταφύλλου (περισσότερο) και με τον Χρήστο Χωμενίδη (λιγότερο), αφιερώνοντας κεφάλαια στις συζητήσεις του με την μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη για τον «Φύλακα στη σίκαλη» (και όχι μόνο), δίνει μια μεταμοντέρνα χροιά στο βιβλίο, ενώ με την εισαγωγή στην «ιστορία», της φανατικής με τον Σάλιντζερ, ηθοποιού Γουινόνας Ράιντερ, προσδίδει μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα.

Ζωντανό και άκρως συναισθηματικό και ρομαντικό, το «ΡΟΚ ΣΤΑΡ», είναι ένα θαυμάσιο autofiction, που είτε σε χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, είτε δεν σ' αγγίζει καθόλου· δεν υπάρχει μέσος όρος, είναι ένα βιβλίο που εάν λατρεύεις την ροκ και έχεις γεννηθεί την δεκαετία του '60, θα ξυπνήσει μέσα σου αναμνήσεις, θα σε πάει πέρα από ένα απλό λογοτεχνικό έργο. Είναι όμως και ένας ειλικρινής και αφοπλιστικός φόρος τιμής στον J.D.Salinger και στο αριστούργημά του, που εάν έστω και λίγο σε άγγιξε «Ο Φύλακας στη σίκαλη» θα παρασυρθείς με το πάθος του συγγραφέα για το είδωλό του.

Βαθμολογία 81 / 100

Τρίτη λογοτεχνική απόπειρα του Μπάμπη Αργυρίου το «ΑΛΜΠΟΥΜ ΔΙΑΣΚΕΥΩΝ», μια εύστροφη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων μετά τα δύο μυθιστορήματα που προηγήθηκαν και έχουν κι αυτά ως κεντρικό θέμα το πάθος με την μουσική («Έχω όλους τους δίσκους τους» και «Προτιμώ τα παλιά τους»). Τι είναι όμως αυτή η συλλογή ιστοριών, αυτό το βιβλίο, που μοιάζει να είναι βγαλμένο μέσα από την φαντασία του κάθε μουσικόφιλου, ο οποίος διαβάζει τους στίχους ενός αγαπημένου του τραγουδιού και αναπλάθει (ή μεταπλάθει) μια ιστορία μέσα από αυτούς τους στίχους; Αυτή η συλλογή διηγημάτων, μπορεί να μη πρωτοτυπεί ως προς την σκέψη - όσοι αγαπάμε τη μουσική το έχουμε σκεφτεί αυτό ή έχουμε διαβάσει απόπειρες να μεταφερθούν στίχοι σε διήγημα -, πρωτοτυπεί όμως με το ευφάνταστο των ιστοριών.


38 ιστορίες υπάρχουν στο βιβλίο. 38 ιστορίες που έχουν ως τίτλο τους, μουσικούς και συγκροτήματα που τις ενέπνευσαν. Tom Waits, The Cure, The Beatles, The Walkabouts, Nick Cave, Dead Can Dance, Nick Drake, Rage against the Machine/Magazine, Lou Reed, Ramones, Bob Marley, R.E.M., Talking Heads, Rory Gallagher, Sex Pistols, Bob Dylan, Patti Smith, Tindersticks, Black Sabbath, Simon & Garfunkel, The Go-Betweens, David Bowie, Calexico, Joy Division, Massive Attack, The Rolling Stones, Tim Buckley, Radiohead, Iggy Pop, The Clash, Nirvana, Neil Young, Leonard Cohen, Pink Floyd, PJ Harvey, The Doors και Bjork αλλά και Various Artists.

«Το ροκ είναι βασικά εφηβική μουσική, που αντικατοπτρίζει τους ρυθμούς, τις ανησυχίες και τις φιλοδοξίες μιας συγκεκριμένης ηλικιακά ομάδας. Όταν ενηλικιώνεται, γίνεται κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό αλλά διαφορετικό από το πρωτότυπο. Στα πρώτα χρόνια του το ροκ ήταν ένα τεράστιο πάρτι και η φιλοδοξία όλων ήταν να μη σταματήσει αυτό το πάρτι τα επόμενα χρόνια. Γιατί το πάρτι ήταν το μόνο πράγμα που είχαν για να γαντζωθούν πάνω του, το μόνο πράγμα που πίστευαν και στο οποίο βασίζονταν, μια πηγή νιότης και ενέργειας, που τους διατηρούσε ζωντανούς, τους στήριζε χωρίς να τους καταβροχθίζει. Το πάρτι ήταν η αναζωογονητική εναλλακτική στη βαρεμάρα της χωρίς ενδιαφέροντα ζωής.» («R.E.M.»)

Το κάθε διήγημα είναι διαφορετικό, ο συγγραφέας δεν εμφανίζει πάντα τον μουσικό ή το συγκρότημα στην πλοκή που επιλέγει, ενώ σε ορισμένα (ίσως στα καλύτερα) η ιστορία που αφηγείται ακολουθεί μια ιδιαίτερα σουρεαλιστική χροιά, όπως όταν ο Bob Marley παίρνει μέρος στην Επανάσταση του ’21. Επίσης σε κάθε ιστορία, υπάρχει ένας υπότιτλος – μια φράση, που θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός τίτλος του διηγήματος (π.χ. στο διήγημα «Talking Heads», ο υπότιτλος είναι: «Η λαχτάρα για παράταση της σεξουαλικής δραστηριότητας είναι κακός σύμβουλος»).

Τα μπαρ και οι μοιραίοι έρωτες στην περίπτωση του Tom Waits, ο Lou Read οδηγεί (ως ταξιτζής) στη Νέα Υόρκη – κυρίως στην «άγρια πλευρά» της - συλλέγοντας και αφηγούμενος ιστορίες, οι Paul Simon και Art Garfunkel συνομιλούν σε ένα παγκάκι με τα ονόματα «Εστραγκόν» και «Βλαδίμηρος», ενώ για τους Calexico, υπάρχει η ιστορία κάποιων ανθρώπων που διασχίζουν παράνομα τα σύνορα, ξεκινώντας από την Γουατεμάλα για τις Η.Π.Α. περνώντας από το Μεξικό στο μάλλον καλύτερο διήγημα της συλλογής.

Η Bjork είναι Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει εκκεντρική, οι Rolling Stones έχουν σιχαθεί τις περιοδείες, ενώ ο David Bowie είναι ένας τηλεπαρουσιαστής που κατακτάει την κορυφή της επιτυχίας, αλλά ονειρεύεται να κατακτήσει και το διάστημα, η Patti Smith αφηγείται ιστορίες με λογοτεχνικό ύφος, ενώ το ερωτικό πλαίσιο του διηγήματος Leonard Cohen είναι υπέροχο και αναπαρίσταται ευρηματικά και πολύ συναισθηματικά ο κόσμος των υπέροχων στίχων του.


«Του άρεσε οτιδήποτε την αφορούσε· η θεϊκή φωνή τη, τα επιδέξια χέρια της, τα ρούχα της, ιδιαίτερα όταν δεν τα φορούσε, το κορμί της – κυρίως το κορμί της, με τόσα σημεία πάνω για ν’ αγγίξει, τόση μαλακή σάρκα για πληγώσει με τα νύχια του. Του άρεσε να τη βλέπει κοιμισμένη, με τα μαλλιά απλωμένα στο μαξιλάρι, μα πιο πολύ ξύπνια τις νύχτες, που σταδιακά συρρικνώνονταν από τη ζηλιάρα μέρα η οποία επέστρεφε νωρίς. Του άρεσε πολύ το χάραμα και δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν ήταν θεσπέσιο από μόνο του ή του φαινόταν τέτοιο εξαιτίας των νικηφόρων μαχών, στόμα με στόμα, λεκάνη με λεκάνη, που προηγούνταν της έλευσής του» («Leonard Cohen»)

Υπάρχουν μερικά εξαιρετικά διηγήματα, αρκετά είναι πολύ ενδιαφέροντα, κάποια είναι μέτρια. Στα περισσότερα όμως, ο Αργυρίου επιτυγχάνει να αποδώσει την ατμόσφαιρα του καλλιτέχνη/δημιουργού, ενώ πολλές φορές εκπλήσσει με την φαντασία του. Και εδώ – όπως και στην περίπτωση του «Ροκσταρ» του Τσιτσόπουλου -, έχουμε μια περίπτωση, όπου το πλεονέκτημα μπορεί να αποτελεί και μειονέκτημα ταυτόχρονα, δηλαδή η συλλογή δεν θα «μιλήσει» σε όλους με τον ίδιο τρόπο. Αν δεν γνωρίζεις τους καλλιτέχνες, αποκλείεται να μπεις στο κλίμα των ιστοριών, θα τις διαβάσεις ψυχρά και μάλλον αδιάφορα – κάποιες μπορεί να σε ενδιαφέρουν, κάποιες όχι.

Αυτοί όμως που γνωρίζουν έστω και σχετικά επιφανειακά, του τι περίπου εκπέμπουν οι μουσικοί και τα συγκροτήματα που αποτελούν την έμπνευση για αυτές τις ιστορίες, θα απολαύσουν τις αναφορές και τα συνεχή κλεισίματα του ματιού, την διακειμενικότητα στις ιστορίες, τα παιχνίδια με τους τίτλους των τραγουδιών. Ο Μπάμπης Αργυρίου που από το 2000 είναι συνδημιουργός του εξαιρετικού μουσικού και πολιτιστικού site «mic.gr», έγραψε μια ωραία συλλογή διηγημάτων που δείχνει αξιόλογη συγγραφική ικανότητα,  προσφέροντας μια διαφορετική και πρωτότυπη λογοτεχνική πρόταση και αξίζει να προσεχτεί ιδιαιτέρως.

Βαθμολογία 75 / 100






 

 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home